ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 2 ΑΑΔ 257

20 Μαρτίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΑΡΕ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 46/2013)

 

 

Ποινή ― Έναρξη έκτισης ποινής φυλάκισης ― Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Διαδοχικότητα ποινής ― Ύπαρξη στοιχείων που δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση της επιβολής συντρέχουσας και όχι διαδοχικής ποινής φυλάκισης, παρά τη διαφορετικότητα των αδικημάτων ― Επέμβαση Εφετείου με κατά πλειοψηφία απόφαση.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Επιμέτρηση ― Δεν πρέπει να αποδίδεται φραστική και μόνο σημασία από το Δικαστήριο στην αποτίμηση και τη σημασία των όλων προσωπικών συνθηκών ενός κατηγορούμενου, ακόμη και για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικές ουσίες.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Η άσκηση επιβολής ποινής εμπεριέχει ένα εύρος κινήσεων, ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, άλλως θα αποτελούσε, μια μηχανιστική άσκηση, χωρίς περιθώριο ευλυγισίας.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε ως έκδηλα υπερβολική την ποινή δίμηνης φυλάκισης που του επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής του σε δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε αναφορικά με κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, δηλαδή, 0,1953 γρ. φυτού κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και ότι την ίδια ημερομηνία κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

 

Αμφισβήτησε περαιτέρω και την επιβολή της πιο πάνω ποινής ως διαδοχικής και όχι συντρέχουσας, με την ποινή των τεσσάρων ετών που είχε ήδη επιβληθεί στον εφεσείοντα από Κακουργιοδικείο σε υπόθεση που αφορούσε μεταξύ άλλων, σε κατηγορία ένοπλης ληστείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη του προς όφελος του εφεσείοντος ότι τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη στην προαναφερθείσα υπόθεση του Κακουργιοδικείου κάτι που δεν είχε ζητηθεί από καμιά πλευρά.

 

Ως προς τη διαδοχικότητα ή μη της συντρέχουσας ποινής των δύο μηνών με την ποινή των τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από Κακουργιοδικείο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σχετικό Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και σε σχετική νομολογία, αποφασίζοντας ότι η προσθήκη των δύο μηνών στα τέσσερα έτη, δεν θεωρείτο αθροιστικά  υπερβολική ή δυσανάλογη, ενώ το αδίκημα της ένοπλης ληστείας ήταν διαφορετικής φύσεως με αυτό της κατοχής της ναρκωτικής ουσίας και της κατηγορίας ότι κάπνισε απαγορευμένη ουσία.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

α)  Η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και λανθασμένα επιβλήθηκε διαδοχικά.

 

β)  Επρόκειτο για πολύ μικρή ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας, ενώ  υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της ποινικής δίωξης, εφόσον εάν καταχωρείτο εγκαίρως, αυτή αναμφίβολα θα λαμβανόταν υπόψη στην επιβολή της ποινής από το Κακουργιοδικείο.

 

γ)  Πέραν της αυστηρής νομολογίας ως προς την αρχή ότι επί διαφορετικών αδικημάτων επιβάλλονται συνήθως διαδοχικές ποινές, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει και το εύλογο της συνολικότητας και της αναλογικότητας του ποινικού μέτρου.

 

Αποφασίστηκε:

 

Α. Υπό Ναθαναήλ Δ. συμφωνούντος και του Αρτέμη Π.:

 

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την παράθεση των λόγων που επιμέτρησαν προς όφελος του εφεσείοντος, ότι όντως θα μπορούσαν τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης να λαμβάνονταν υπόψη στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου, έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος.

 

2.  Δεν θα ήταν άστοχο αν επιβαλλόταν ακόμη και διαφορετικό ποινικό μέτρο, υπό το φως και της ανεξήγητης συνολικής καθυστέρησης στην καταχώρηση από τη διάπραξη του αδικήματος της τάξης των 16 μηνών, στοιχείο που πάντοτε λαμβάνεται υπόψη υπέρ επιεικέστερης ποινικής μεταχείρισης.

 

3.  Η κύρια θέση του εφεσείοντος, ότι αν η υπόθεση καταχωρείτο έγκαιρα θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής από το Κακουργιοδικείο, ήταν και εύλογη και ορθή.

 

4.  Όλα τα πιο πάνω στοιχεία δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς την αντίθετη κατεύθυνση, παρά τη διαφορετικότητα των αδικημάτων.

 

5.  Η έφεση επιτράπηκε και η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δύο μηνών θα συνέτρεχε με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο.

 

Β. Υπό Παρπαρίνου Δ.:

 

1.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταχώρηση ή μη της υπόθεσης που αφορούσε στα δυο αδικήματα καμιά σημασία είχε, πρακτική ή άλλη, αφού ο εφεσείων είχε το δικαίωμα και δυνατότητα κατά το χρόνο της επιμέτρησης της ποινής από το Κακουργιοδικείο να ζητήσει να ληφθούν υπόψη και τα υπό εξέταση αδικήματα έστω και αν ακόμη δεν είχε καταχωρηθεί υπόθεση ή άρχισε η δίωξη.

 

2.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του. Κανένα στοιχείο που αναφέρθηκε από τον  εφεσείοντα δεν αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

3.  Για να εκδώσει το Δικαστήριο διαφορετική απόφαση από τα όσα προβλέπει το Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες όταν η φύση, ο χαρακτήρας και τα περιστατικά της υπόθεσης είναι διαφορετικά από τα νέα αδικήματα οπότε δικαιολογείται η έκδοση διαφορετικής διαταγής από τη γενική πρόνοια.

 

4.  Τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσείων, καμιά σχέση δεν είχαν με τη φύση, χαρακτήρα ή περιστατικά των αδικημάτων της υπόθεσης του Κακουργιοδικείου.

 

5.  Στην εκκαλούμενη ποινή δεν παρατηρείτο υπό το φως των θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας, γεγονότων της υπόθεσης, της σοβαρότητας, χαρακτήρα και φύσεως των αδικημάτων οιοδήποτε σφάλμα ή ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443,

 

Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47,

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598,

 

Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,

 

Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 76,

 

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513,

 

Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 376,

 

Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433,

 

Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282,

 

The Attorney-General v. Kyriacos N. Kouppis a.o. (1961) C.L.R. 188,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Azzeh v. Republic (1983) 2 C.L.R. 14,

 

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,

 

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

 

Pefkos a.o. v. Republic (1961) C.L.R. 340,

Frixou alias Paraschos v. The Police (1963) 1 C.L.R. 83,

 

Mirachis v. The Police (1965) 2 C.L.R. 28,

 

Karaviotis a.o. v. The Police (1967) 2 C.L.R. 286,

 

Katsaronas a.o. v. Αστυνομίας (1975) 11 JSC 1644,

 

Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335,

 

Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 13,

 

Παναγή ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 515,

 

Ν. Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762.

 

Έφεση εναντίον Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11217/10), ημερομηνίας 1/2/13.

 

Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Αβρααμίδης με Γ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ. Ο Δικαστής Παρπαρίνος θα εκδώσει απόφαση μειοψηφίας.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε ότι στις 2.2.2011 είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β΄, δηλαδή, 0,1953 γρ. φυτού κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και ότι την ίδια ημερομηνία κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

 

Μετά την παράθεση των γεγονότων από την κατηγορούσα αρχή και την αγόρευση του συνηγόρου του προς μετριασμό της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε την 1.2.2013 στον εφεσείοντα την συντρέχουσα ποινή των δύο μηνών φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, διατάσσοντας ταυτόχρονα όπως η έκτιση της ποινής γίνει διαδοχικά της ποινής των τεσσάρων ετών φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στην υπ' αρ. υπόθεση 3556/2011, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 11.10.2011 στην κατηγορία, μεταξύ άλλων, της ένοπλης ληστείας. Το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς το ύψος της ποινής των δύο μηνών φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, από τη νομολογία που λαμβάνεται στο θέμα της κατοχής και χρήσης ελεγχομένων φαρμάκων υπό το φως της σοβαρότητας αυτών των αδικημάτων που έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

 

Στους μετριαστικούς παράγοντες έλαβε  υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, την άμεση παραδοχή του στην αστυνομία και τη συνεργασία του στη διερεύνηση και την εξιχνίαση των αδικημάτων, το γεγονός ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο εφεσείων ήταν ηλικίας 24 ετών, το  ότι κατείχε τα ναρκωτικά για προσωπική του χρήση ως χρήστης ναρκωτικών ουσιών, την πολύ μικρή ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας, ότι τα γεγονότα δεν έδειχναν εμπλοκή του σε αδικήματα εμπορίας, ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων ουδέν έτερο αδίκημα διέπραξε και, τέλος, ότι κατά το χρόνο της επίδικης συμπεριφοράς του ο εφεσείων παρακολουθείτο από ψυχίατρο σε σχέση με ψυχολογικά προβλήματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του προς όφελος του εφεσείοντος «το διαπιστωθέν γεγονός», ότι τα αδικήματα για τα οποία παραδέχθηκε ενώπιον του θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη στην προαναφερθείσα υπόθεση του Κακουργιοδικείου. Το Δικαστήριο περαιτέρω έλαβε υπόψη τη χρονική απόκλιση μεταξύ του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων, τον Φεβρουάριο του 2011, και της ημερομηνίας καταχώρησης της ποινικής δίωξης στις 10.5.2012. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αναφέρει ως αιτιολογία ότι οι επιστημονικές εξετάσεις για τη διαπίστωση του είδους της ναρκωτικής ουσίας καθυστέρησαν με αποτέλεσμα η έκθεση του Κρατικού Χημείου να παραληφθεί μόλις τον Ιούλιο του 2011. Σημείωσε όμως περαιτέρω το Δικαστήριο ότι ουδεμία περαιτέρω δικαιολογία δόθηκε για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μετά τον Ιούλιο του 2011, μέχρι τις 10.5.2012, όταν εν τέλει καταχωρήθηκε η υπόθεση.

 

Ως προς τη διαδοχικότητα ή μη της συντρέχουσας ποινής των δύο μηνών με την ποινή των τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σχετικό Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και στις υποθέσεις Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 και Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, αποφασίζοντας εν τέλει ότι η προσθήκη των δύο μηνών στα τέσσερα έτη δεν θεωρείτο αθροιστικά υπερβολική ή δυσανάλογη, ενώ το αδίκημα της ένοπλης ληστείας ήταν διαφορετικής φύσεως με αυτό της κατοχής της ναρκωτικής ουσίας και της κατηγορίας ότι κάπνισε απαγορευμένη ουσία.

 

Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται τώρα τόσο ως προς το υπερβολικό της επιβολής της δίμηνης φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, όσο και ως προς τη διαδοχικότητα της ποινής αυτής, με την ποινή που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο. Ο συνήγορος τόνισε ιδιαιτέρως στην αγόρευση του, με αναφορά σε σχετική νομολογία, την πολύ μικρή ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων, το γεγονός της καθυστέρησης στην καταχώρηση της ποινικής δίωξης, εφόσον εάν καταχωρείτο εγκαίρως αυτή αναμφίβολα θα λαμβανόταν υπόψη στην επιβολή της ποινής από το Κακουργιοδικείο, την ιατρική κατάσταση του εφεσείοντος, ο οποίος στη βάση ψυχιατρικού σημειώματος ημερ. 3.2.2011 κρίθηκε να έχει συμπτώματα παρανοϊκής ψύχωσης, ασθένεια για την οποία παρακολουθείτο από τον Μάϊο του 2010, καθώς και το γεγονός ότι πέραν της αυστηρής νομολογίας ως προς την αρχή ότι επί διαφορετικών αδικημάτων επιβάλλονται συνήθως διαδοχικές ποινές, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει και το εύλογο της συνολικότητας και της αναλογικότητας του ποινικού μέτρου.

 

Αντίθετα, εκ μέρους της Δημοκρατίας υπεβλήθη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, περιλαμβανομένης της καθυστέρησης, της συνεκτίμησης του παράγοντα της έξαρσης των αδικημάτων ναρκωτικών με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και τους λόγους που οδήγησαν το Δικαστήριο να επιβάλει διαδοχική ποινή. Κατά την άποψη της Δημοκρατίας, η ποινή που επεβλήθη ήταν απόλυτα ορθή.

 

Συζητήθηκε σε έκταση πρωτοδίκως το Άρθρο 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που επιτρέπει τη λήψη υπόψη άλλων αδικημάτων που διέπραξε ο κατηγορούμενος, των οποίων είτε δεν άρχισε ακόμη η δίωξη, είτε η δίκη επ' αυτών, και, τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε, ενώ έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47, Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 και Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, για να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι δεν είχε ζητηθεί από καμιά πλευρά να ληφθεί υπόψη η παρούσα υπόθεση κατά την επιμέτρηση της ποινής που επεβλήθη από το Κακουργιοδικείο. Προχώρησε μάλιστα να καταγράψει ότι ασχέτως των λόγων που δεν ζητήθηκε να ληφθεί η υπόθεση υπόψη, ο εφεσείων μόνο τον εαυτό του θα έπρεπε να μέμφεται για το γεγονός ότι όντως δεν λήφθηκε υπόψη.

 

Όμως η ταυτόχρονη διαπίστωση του κατά την παράθεση των λόγων που επιμέτρησαν προς όφελος του εφεσείοντος, ότι όντως θα μπορούσαν τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης να λαμβάνονταν υπόψη στην υπ' αρ. 3556/11 υπόθεση του Κακουργιοδικείου, αναιρεί τα πιο πάνω. Αυτή δε η διαπίστωση έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος υπό το φως της έτερης και προεξάρχουσας αρχής ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τυγχάνει του ευεργετήματος να τιμωρείται μια και μόνο φορά για όλη την εγκληματική του συμπεριφορά την οποία παραδέχεται και ζητεί είτε ο ίδιος, είτε μέσω της κατηγορούσας αρχής, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Όπως αναφέρθηκε και πρόσφατα στη Δημήτρης Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 76,

 

«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.»

 

Μετέπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του υπόθεση χρήστη ναρκωτικών με ελάχιστη μάλιστα ποσότητα κατοχής και με δεδομένο ότι ο παρανομήσας ήταν κάτω των 25 ετών, επέβαλε μικρής διάρκειας ποινή φυλάκισης, ενώ δεν θα ήταν άστοχο αν επιβαλλόταν ακόμη και διαφορετικό ποινικό μέτρο, υπό το φως και της ανεξήγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπόθεσης για τουλάχιστον χρονική περίοδο 10 μηνών, ενώ η συνολική περίοδος καθυστέρησης στην καταχώρηση από τη διάπραξη του αδικήματος ήταν της τάξης των 16 μηνών, στοιχείο που πάντοτε λαμβάνεται υπόψη υπέρ επιεικέστερης ποινικής μεταχείρισης, (Pikis: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 73-74 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).

 

Τα πιο πάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κύρια θέση του εφεσείοντος, διά του συνηγόρου του, ότι αν η υπόθεση καταχωρείτο έγκαιρα θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής από το Κακουργιοδικείο, είναι και εύλογη και ορθή. Έπεται ότι η διαδοχικότητα της έκτισης της ποινής που είναι η συνήθης διαταγή με βάση το Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (δέστε Pikis: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 93 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443), πρέπει να ιδωθεί ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, την οποία το Δικαστήριο διατηρεί υπό το φως των καταληκτικών λέξεων του εδαφίου (2), σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής. Η αρχή αυτή λαμβάνει υπόψη το μη υπέρμετρο ή δυσανάλογο της ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη ενός προσώπου, (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας - ανωτέρω -, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 376 και Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433). Και περαιτέρω δεν πρέπει φραστική και μόνο σημασία να αποδίδεται από το Δικαστήριο στην αποτίμηση και τη σημασία των όλων προσωπικών συνθηκών ενός κατηγορούμενου, ακόμη και για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικές ουσίες, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211).

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης, (καθυστέρηση στην ποινική δίωξη, νεαρά ηλικία του εφεσείοντος, η ελάχιστη ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας προορισμένης για δική του χρήση, η δυνατότητα να είχε η παρούσα υπόθεση ληφθεί υπόψη στην προηγηθείσα καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο), δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς την αντίθετη κατεύθυνση, παρά τη διαφορετικότητα των αδικημάτων. Η άσκηση επιβολής ποινής εμπεριέχει ένα εύρος κινήσεων, ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, άλλως θα αποτελούσε, όπως λέχθηκε στην Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, «μια μηχανιστική άσκηση, χωρίς περιθώριο ευλυγισίας.».

 

Η έφεση επιτυγχάνει κατά τρόπο ώστε η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δύο μηνών να συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο στην υπ' αρ. 3556/2011, υπόθεση.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Δυστυχώς δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας.

 

Ο εφεσείων ηλικίας 24 ετών κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου παραδέχτηκε ενοχή στις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και που αφορούν:

 

Πρώτη κατηγορία

 

Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως «Β», κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 24, 30, 31, 31 Α και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

 

Ο κατηγορούμενος την 2α Φεβρουαρίου 2011 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β΄, δηλαδή, 0.1953 γραμμάρια φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.

 

Δεύτερη Κατηγορία

 

Κάπνισμα φυτού καννάβεως, κατά παράβαση των Άρθρων 10(α), 24(1), 30 και 31 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος ΙΙ και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

 

Ο κατηγορούμενος την 2α Φεβρουαρίου 2011 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού άκουσε τα γεγονότα και αγορεύσεις σχετικά με την ποινή, επέβαλε την 1/2/13 στον εφεσείοντα συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δυο μηνών σε κάθε κατηγορία. Ταυτόχρονα διέταξε όπως η έκτιση της ποινής είναι  διαδοχική των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 4 ετών που είχαν επιβληθεί σ' αυτόν την 11/10/11, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην υπόθεση αρ. 3556/2011. Η τελευταία αφορούσε 3 αδικήματα ένοπλης ληστείας όπου του επιβλήθησαν ποινές φυλάκισης 4 ετών για έκαστο αδίκημα και 6 μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της κλοπής. Όλες οι ποινές σύμφωνα με την απόφαση συντρέχουν.

Κατά το χρόνο που επιβλήθησαν οι ως άνω ποινές υπό του Κακουργιοδικείου δεν ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να ληφθούν υπόψη τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης. Ο δικηγόρος του που είναι ο ίδιος που χειρίστηκε και τις δυο υποθέσεις για τον εφεσείοντα δικαιολόγησε το γεγονός αυτό στο ότι δεν καταχωρήθηκε στο στάδιο εκείνο ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα και ότι ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τον εφεσείοντα λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης.

 

Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική όπως επίσης η διαδοχικότητα της ποινής με τις ποινές που έχουν επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στήριξε την έφεση σε δυο άξονες. Πρώτο ότι η ποινή είναι υπερβολική λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και δεύτερο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να εξέταζε και το εύλογο της συνολικότητας και της αναλογικότητας του ποινικού μέτρου.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής περιορίζεται στα γεγονότα και ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία όπως αυτά εκτίθενται στο πρωτόδικο δικαστήριο και φαίνονται στο πρακτικό της υπόθεσης (Βλ. The Attorney-General v. Kouppis a.ο. (1961) C.L.R. 188, Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396).

 

Οι προβλεπόμενες από το νόμο ποινές για τα αδικήματα που παραδέχτηκε ο εφεσείων είναι ποινή φυλάκισης μέχρι 8 έτη ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές ενώ για την κατηγορία χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β προβλέπεται ποινή φυλάκισης διά βίου ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές. Το Άρθρο 30(2) μειώνει τις προβλεπόμενες από τον τρίτο πίνακα του νόμου αυστηρές ποινές, σε ποινή φυλάκισης μόνο δύο χρόνων στις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών και δεν έχει οιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη για αδικήματα ναρκωτικών. Επίσης τίθεται ως προϋπόθεση ότι η κατοχή ναρκωτικών είναι για προσωπική χρήση του κατηγορουμένου και όχι για προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις ισχύουν στην παρούσα περίπτωση ως η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου εφόσον μεταξύ άλλων ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 24 ετών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που ανέφερε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα. Ειδικά για το θέμα ότι τα αδικήματα υπό εξέταση θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού αρ. 3556/11 αφιέρωσε μεγάλο μέρος στην απόφαση του με νομολογιακή υποστήριξη. Στη σελ. 8 της απόφασης αναφέρει με καθαρότητα ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπό εξέταση αδικήματα στην υπόθεση Κακουργιοδικείου για λόγους που αφορούσαν τον εφεσείοντα και μόνο. Γιαυτό και καταλήγει

 

«Συνακόλουθα αν πρέπει να μέμφεται κάποιον ο κατηγορούμενος γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11, τα γεγονότα των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, είναι τον ίδιο τον εαυτό του.»

 

Στην Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 76 αναφέρονται τ' ακόλουθα σχετικά με την αντιμετώπιση του θέματος:

 

«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.  Ωστόσο, όπως η νομολογία επισημαίνει, θέση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, δεν είναι βέβαιο σε μια τέτοια περίπτωση ποια θα ήταν η ποινή που θα επιβαλλόταν στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί η μεταγενέστερη υπόθεση να ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε. (DJionis v. The Police (1984) 2 C.L.R. 59, 64, Varnava v. Police (1984) 2 C.L.R. 349, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47 και Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, 143, 144). Επομένως, θα εξετάσουμε το συγκεκριμένο παράγοντα στα πλαίσια εξέτασης του ευρύτερου ζητήματος που τίθεται με την παρούσα έφεση και που είναι κατά πόσο η εκκαλούμενη ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι.»

 

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, αφού ασχολήθηκε με τη νομολογιακή αντιμετώπιση και αρχές που διέπουν τις περιπτώσεις όπου αδικήματα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην επιμέτρηση ποινής σε προγενέστερη επιβολή ποινής σε κατηγορούμενο καταλήγει ότι η «προσέγγιση του δικαστηρίου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη νομολογιακή καθιερωθείσα». Εν συνεχεία και αφού αναφέρει μετριαστικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη καταλήγει στη σελ. 15 ως ακολούθως:

 

«Έχοντας δε κατά νου στα όσα η νομολογία έχει καθορίσει, λαμβάνεται επίσης υπόψη προς όφελος του κατηγορούμενου και το πιο πάνω διαπιστωθέν γεγονός ότι τα αδικήματα της παρούσας θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού, με αριθμό 3556/11.»

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταχώρηση ή μη της υπόθεσης που αφορά τα δυο αδικήματα καμιά σημασία έχει, πρακτική ή άλλη, αφού ο εφεσείων είχε το δικαίωμα και δυνατότητα κατά το χρόνο της επιμέτρησης της ποινής από το Κακουργιοδικείο να ζητήσει να ληφθούν υπόψη και τα υπό εξέταση αδικήματα έστω και αν ακόμη δεν καταχωρήθηκε υπόθεση ή άρχισε η δίωξη. (Βλ. ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155). Συνεπώς η εισήγηση του εφεσείοντα ότι εάν καταχωρείτο έγκαιρα η υπόθεση θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά το χρόνο επιμέτρησης της ποινής είναι ανεδαφική χωρίς καμιά απολύτως αξία.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που παρεδέχθη ο εφεσείων και η ανάγκη αποτροπής για επιβολή αυστηρών ποινών δεν αμφισβητούνται. Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείων υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή όπως επισημαίνεται στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκληματία  από της ποινής ή από τον την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από συσχετισμό των δυο παραγόντων (βλ. Azzeh v. Republic (1983) 2 C.L.R. 14, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222). Όλα τα πιο πάνω λέχθηκαν στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, 247.

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του. Κανένα στοιχείο που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προβλέπει ότι:

 

«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρχίζει να εκτίεται μετά την λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Pefkos a.o. v. Republic (1961) C.L.R. 340, Frixou alias Paraschos v. The Police (1963) 1 C.L.R. 83, Mirachis v. The Police (1965) 2 C.L.R. 28, Karaviotis a.o. v. The Police (1967) 2 C.L.R. 286, Katsaronas a.o. v. Αστυνομίας (1975) 11 JSC 1644, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (άνω), Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 13, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 376, Παναγή ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 515 και Ν. Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762) επιβάλλουν ότι προκειμένου το δικαστήριο να εκδώσει διαφορετική διαταγή πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες όταν η φύση, ο χαρακτήρας και τα περιστατικά της υπόθεσης είναι διαφορετικά από τα νέα αδικήματα οπότε δικαιολογείται η έκδοση διαφορετικής διαταγής από τη γενική πρόνοια. Αντίθετα όπου οι ποινές θα επιβληθούν για αδικήματα που εγείρονται από τα ίδια γεγονότα ή αποτελούν μέρος του ίδιου επεισοδίου τότε οι ποινές επιβάλλεται να συντρέχουν. Περαιτέρω όταν οι ποινές δεν πρόκειται να συντρέχουν, ο συνολικός χρόνος της φυλάκισης δεν πρέπει να είναι δυσανάλογος με τη συνολική βαρύτητα της υπόθεσης. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείων εκτίει ποινή φυλάκισης 4 ετών για τρία αδικήματα ένοπλης ληστείας, ποινή που του επιβλήθηκε την 11/10/11 ενώ τα υπό εξέταση αδικήματα αφορούν:

 

(α) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως «Β» και

(β) Κάπνισμα φυτού κάνναβης.

 

Τα αδικήματα που παραδέχθηκε τώρα όπως είναι αντιληπτό, καμιά σχέση δεν έχουν με τη φύση, χαρακτήρα ή περιστατικά των αδικημάτων της υπόθεσης 3556/11 Κακουργιοδικείου Λεμεσού.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε όλα τα πιο πάνω θέματα και στη σελ. 20 της απόφασης καταλήγει:

 

«Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου στη παρούσα υπόθεση, στο σύνολο της και να αποφασίσει ποια είναι η κατάλληλη ποινή για όλα τα αδικήματα. Εξετάζοντας το σύνολο των παραγόντων που διέπουν το θέμα στην συγκεκριμένη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι τα υπό τιμωρία αδικήματα, δεν είναι παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα της υπόθεσης Κακουργιοδικείου Λεμεσού υπ' αριθμό 3556/2011. Αυτό κατατάσσει την παρούσα υπόθεση στα πλαίσια των όσων αναφέρθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κουφού ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), όπου η επιβολή διαδοχικών ποινών βασίστηκε στο ότι τα αδικήματα ήταν εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνα για τα οποία είχε ήδη επιβληθεί και εκτίετο ποινή σε άλλη υπόθεση, ώστε η επιβολή συντρεχουσών ποινών να μην δικαιολογείτο για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Εξετάζοντας λοιπόν κατά πόσο η συνολική ποινή των 4 χρόνων και 2 μηνών που προκύπτει από την διαδοχικότητα και το άθροισμα των ποινών που έχω επιβάλει στην παρούσα και των ποινών που επιβλήθηκαν στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11, είναι στο σύνολο της υπέρμετρη και δυσανάλογη, κρίνεται πως η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Ακόμα στην κατάληξη μου αυτή έχω καθοδηγηθεί από την υπόθεση Κουφού ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αφού διαπιστώνω ότι τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης Κακουργιοδικείου Λεμεσού 3556/11 ήταν παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα των υποθέσεων που αφορά η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία δεν αποδέχθηκε οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα να συντρέχουν.»

 

Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε Διαταγή για διαδοχική έκτιση των ποινών.

 

Στην εκκαλούμενη ποινή δεν παρατηρείται υπό το φως των θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας, γεγονότων της υπόθεσης, της σοβαρότητας, χαρακτήρα και φύσεως των αδικημάτων οιοδήποτε σφάλμα ή ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο