ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 102
23 Ιανουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 67/2012)
ROBERTINO SOFRONE,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 85/2012)
BOGDAN LUCIAN NAZARE,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 86/2012)
ENE DUMITRU GRAGOS,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 67/2012, 85/2012, 86/2012)
Ποινή ― Σφάλμα στα γεγονότα που έλαβε το Δικαστήριο υπόψη για επιβολή της ποινής ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι, κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο επιβαρυντικό, γεγονότα τα οποία αφορούσαν σε κατηγορίες που είχαν ανασταλεί ― Επιβλήθηκε ποινή και σε κατηγορία που είχε ανασταλεί ― Παράλειψη διαφοροποίησης στη μεταχείριση των κατηγορουμένων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης ― Εφεσείοντες με δευτερεύοντα ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων ― Επέμβαση Εφετείου και διαφοροποίηση ποινής φυλάκισης για ληστεία από τρία χρόνια σε 18 μήνες.
Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Ίση μεταχείριση συγκατηγορουμένων ― Πότε υπάρχει ανάγκη διαφοροποίησης στη μεταχείριση συγκατηγορουμένων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης όπως επιτάσσουν οι διαχρονικές αρχές δικαίου.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με το καθήκον τον Δικαστών για σχολαστική παρακολούθηση και έλεγχο κάθε διαδικασίας.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν, ο καθένας χωριστά, την ορθότητα της απόφασης για τις ποινές που τους επιβλήθηκαν σε κατηγορίες που αντιμετώπισαν αναφορικά με συνομωσία προς διάπραξη αδικήματος και ληστεία.
Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ετών για τη ληστεία και εκ σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ποινή 2 ετών φυλάκισης για αδίκημα το οποίο η ποινική δίωξη του, είχε προηγουμένως ανασταλεί με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ζητήσει αναστολή ποινικής δίωξης στις κατηγορίες 3, 4 και 5 αναφορικά με επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οι εφεσείοντες απαλλάχθηκαν από τις εν λόγω κατηγορίες.
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής όταν προχώρησε στην παρουσίαση των γεγονότων που αφορούσαν στις υπόλοιπες κατηγορίες, στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή, ατυχώς αναφέρθηκε και σε γεγονότα που δεν ήταν σχετικά με αυτές τις κατηγορίες. Εκ των υστέρων, διαφάνηκε ότι επρόκειτο για γεγονότα που αφορούσαν στις κατηγορίες για τις οποίες είχε καταχωρηθεί αναστολή ποινικής δίωξης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε και επί των κατηγοριών 3, 4, 5 στις οποίες οι εφεσείοντες είχαν απαλλαχθεί και μάλιστα επί της 5ης κατηγορίας, τους επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Τα προαναφερόμενα σφάλματα επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου στον καθορισμό της ποινής.
β) Το σφάλμα ήταν σοβαρό εφόσον το δικαστήριο ενήργησε μερικώς πάνω σε ουσιωδώς εξωγενές υπόβαθρο γεγονότων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Παρεχόταν η δυνατότητα στο Εφετείο επαναπροσδιορισμού των γεγονότων που αφορούσαν αποκλειστικά στις κατηγορίες για τις οποίες δηλώθηκε παραδοχή, ώστε να καθορίζονταν οι ποινές που άρμοζαν για τους συγκεκριμένους δράστες για τα συγκεκριμένα αδικήματα που διέπραξαν.
2. Με βάση τα στοιχεία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του σαφώς προέκυπτε ότι ο ρόλος των εφεσειόντων ήταν δευτερεύουσας σημασίας.
3. Ωστόσο, έτυχαν ακριβώς της ίδιας ποινικής μεταχείρισης με εκείνη των κατηγορουμένων 4 και 5 που όχι μόνο ήταν οι πρωτεργάτες και εκτελεστές του εγκλήματος αλλά και αυτοί που καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που απέσπασαν από τα θύματα της ληστείας.
4. Οι εφεσείοντες νέοι στην ηλικία, συνεργάστηκαν με την Αστυνομία και εξ αρχής παραδέχθηκαν τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν. Είχαν λευκό ποινικό μητρώο, ο δε ρόλος τους ήταν υποβοηθητικός και οπωσδήποτε δευτερεύουσας σημασίας.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να διακρίνει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης την ανάγκη για διαφοροποίηση στη μεταχείριση των κατηγορουμένων που είχε ενώπιόν του για σκοπούς ίσης μεταχείρισης.
6. Η επιβολή ποινών στους εφεσείοντες σε κατηγορίες στις οποίες είχαν προηγουμένως απαλλαγεί, συνιστούσε σοβαρό σφάλμα. Σφάλμα επίσης αποτελούσε και το γεγονός ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο επιβαρυντικό, γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή, (χρήση βίας και πρόκληση σωματικής βλάβης).
7. Αναμφίβολα οι ποινές που είχαν επιβληθεί στους εφεσείοντες ήταν μολυσμένες με τα σφάλματα που επισημάνθηκαν και που ήταν κυρίως σφάλματα αρχής.
8. Οι ποινές έπρεπε να διαφοροποιηθούν. Έκαστος εκ των εφεσειόντων καταδικάστηκε σε ποινή 18 μηνών στην κατηγορία της ληστείας.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.) (Υπόθεση Αρ. 1/12), ημερομηνίας 13/3/12.
Β. Μπίσσας, για τους Εφεσείοντες στις Ποιν. Εφ. 67/2012 και 86/2012.
Μ. Αγγελίδου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 85/2012.
Μ. Κουτσόφτας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες μαζί με άλλους τρεις ομοεθνείς τους αντιμετώπισαν πέντε κοινές για όλους κατηγορίες και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης. Με τις υπό κρίση εφέσεις αμφισβητούν, ο καθένας χωριστά, την ορθότητα της απόφασης για τις ποινές που τους έχουν επιβληθεί.
Οι κατηγορίες που είχαν προσαφθεί εναντίον τους είναι οι εξής:
Κατηγορία 1: Συνομωσία προς διάπραξη αδικήματος.
Κατηγορία 2: Ληστεία.
Κατηγορία 3: Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη.
Κατηγορία 4: Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη.
Κατηγορία 5: Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης στις κατηγορίες 3, 4 και 5 και οι εφεσείοντες απαλλάχθηκαν από τις εν λόγω κατηγορίες. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής όταν προχώρησε στην παρουσίαση των γεγονότων που αφορούσαν στις υπόλοιπες κατηγορίες, στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή, ατυχώς αναφέρθηκε και σε γεγονότα που δεν ήταν σχετικά με αυτές τις κατηγορίες. Εκ των υστέρων, διαφάνηκε ότι επρόκειτο για γεγονότα που αφορούσαν στις κατηγορίες για τις οποίες είχε καταχωρηθεί αναστολή ποινικής δίωξης. Δυστυχώς ούτε οι δικηγόροι των εφεσειόντων αντέδρασαν ούτε και η δικαστής παρενέβη, ως είχε καθήκον, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και να επαναφερθεί η διαδικασία στην ορθή πορεία. Η εκτροπή της διαδικασίας και τα λάθη είχαν συνέχεια. Η πρωτόδικος δικαστής αφού έλαβε υπόψη τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιόν της και στάθμισε τους παράγοντες που κατά την κρίση της μπορούσε να ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού της ποινής, αποφάσισε να μην επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στους εφεσείοντες στις κατηγορίες 1, 3 και 4 εφόσον τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν οι εν λόγω κατηγορίες περιλαμβάνονται στα γεγονότα της 2ης κατηγορίας. Στις κατηγορίες 2 και 5 επέβαλε στους εφεσείοντες ποινές φυλάκισης 3 ετών και 2 ετών αντίστοιχα.
Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερό ότι για σκοπούς ποινής, η πρωτόδικος δικαστής ενήργησε και επί των κατηγοριών 3, 4, 5 στις οποίες οι εφεσείοντες είχαν απαλλαχθεί και μάλιστα επί της 5ης κατηγορίας, τους επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:
«Έχω υπόψη μου ότι τα αδικήματα τα οποία έχουν διαπράξει οι κατηγορούμενοι είναι πάρα πολύ σοβαρά. Σε σχέση με το αδίκημα της ληστείας, στην παρούσα περίπτωση, υπό τις περιστάσεις που το περιβάλλουν, δηλαδή το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε βία και προκλήθηκε σωματική βλάβη στα θύματα, ο Νόμος επισύρει ποινή φυλάκισης διά βίου. Σοβαρά όμως είναι και τα αδικήματα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, της νομιμοποίησης εσόδων και της παράνομης κατοχής περιουσίας, αδικήματα για τα οποία η προβλεπόμενη ποινή είναι 3 χρόνια, 14 χρόνια και 6 μήνες αντίστοιχα.»
Οι εφεσείοντες επισημαίνουν τα προαναφερόμενα σφάλματα καθώς και τον τρόπο που αυτά επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου στον καθορισμό της ποινής.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής στην κατηγορία που αφορούσε στο αδίκημα της ληστείας είναι φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη, ως παράγοντα επιβαρυντικό, γεγονότα που αφορούσαν τόσο στις κατηγορίες της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης όσο και στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες η δίωξη για τις οποίες είχε ανασταλεί. Το σφάλμα είναι σοβαρό εφόσον το δικαστήριο ενήργησε μερικώς πάνω σε ουσιωδώς εξωγενές υπόβαθρο γεγονότων.
Εξετάσαμε κατά πόσο με βάση τα ενώπιόν μας στοιχεία, παρέχεται η δυνατότητα επαναπροσδιορισμού των γεγονότων που αφορούν αποκλειστικά στις κατηγορίες για τις οποίες δηλώθηκε παραδοχή ώστε να καθορίσουμε τις ποινές που αρμόζουν για τους συγκεκριμένους δράστες για τα συγκεκριμένα αδικήματα που διέπραξαν. Η απάντηση είναι θετική και επομένως προέχει η σύνοψη των ουσιωδών γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση για σκοπούς ποινής.
Θύματα της ληστείας ήταν δύο διευθυντές εστιατορίου που βρίσκεται στην οδό Θεμιστοκλή Δέρβη στη Λευκωσία. Στις 19.12.2011 περί τις 11.15 π.μ. τα δύο αυτά άτομα πήγαν στον υπόγειο χώρο στάθμευσης του εστιατορίου με σκοπό να μεταβούν με το αυτοκίνητό τους που ήταν εκεί σταθμευμένο σε εμπορική τράπεζα για να καταθέσουν εισπράξεις του εστιατορίου. Μόλις εισήλθαν στο χώρο του υπογείου δύο άγνωστοι άνδρες κατάφεραν να τους αποσπάσουν μέρος των χρημάτων που μετέφεραν σε χάρτινη σακούλα. Τα θύματα αντιδρώντας, προσπάθησαν να αποτρέψουν την κλοπή χωρίς όμως αποτέλεσμα αφού οι δράστες κατάφεραν να διαφύγουν τρέχοντας. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και αποκλείστηκε η σκηνή. Εγιναν έρευνες και συνελέγησαν τεκμήρια και πληροφορίες που μεταξύ άλλων αφορούσαν στην περιγραφή των δραστών ενώ από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του εστιατορίου καταγράφηκαν οι κινήσεις τους. Με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε η αστυνομία δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι η ληστεία διαπράχθηκε από σπείρα Ρουμάνων που δρούσε στη Λευκωσία και ότι η σπείρα χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο ενοικιάσεως με αριθμούς ZKTC 935. Στις 20.12.2011 η αστυνομία διενήργησε συντονισμένη επιχείρηση σε τρεις διαφορετικές διευθύνσεις όπου στη μια εξ αυτών διέμενε ο εκ των εφεσειόντων Robertino Sofrone ο οποίος κλήθηκε στο ΤΑΕ Λευκωσίας για ανάκριση. Πλησίον της οδού Αθηνών στο Στρόβολο εντοπίστηκε εντός του προαναφερόμενου αυτοκινήτου ενοικιάσεως ο 4ος κατηγορούμενος. Το ίδιο βράδυ ερευνήθηκε διαμέρισμα στην οδό Αθηνών όπου διέμεναν ο 5ος κατηγορούμενος με άλλους συμπατριώτες του. Στο διαμέρισμα, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αρωμάτων, δύο καινούργιοι φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και €9095. Μέρος του εν λόγω ποσού ήτοι, €3085 βρέθηκε στο δωμάτιο του 5ου κατηγορούμενου και το υπόλοιπο στο δωμάτιο άλλου προσώπου. Ο πρώτος εφεσείων σε θεληματική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία αποκάλυψε στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τη δράση όλων των κατηγορούμενων και τον τρόπο που συνωμότησαν μεταξύ τους για τη διάπραξη της ληστείας. Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε η αστυνομία άνοιξε ο δρόμος για την πλήρη εξιχνίαση του εγκλήματος. Οι κατηγορούμενοι 4 και 5 αναγνωρίστηκαν ως οι δράστες της ληστείας και σε θεληματικές τους καταθέσεις στην αστυνομία ομολόγησαν ότι ήταν αυτοί που διέπραξαν τη ληστεία. Περιέγραψαν επίσης το ρόλο που διαδραμάτισαν οι εφεσείοντες στη διάπραξη του ιδίου εγκλήματος. Οι εφεσείοντες ομολόγησαν και τη δική τους συμμετοχή στη ληστεία και το ρόλο που διαδραμάτισαν καθιστάμενοι εξ αντικειμένου συνεργοί στο έγκλημα. Με βάση τα στοιχεία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του σαφώς προκύπτει ότι ο ρόλος των εφεσείοντων ήταν δευτερεύουσας σημασίας που αφορούσε κυρίως στις πληροφορίες που έδωσαν στους δράστες της ληστείας αναφορικά με τις κινήσεις και συνήθειες των θυμάτων σε σχέση με τη μεταφορά χρημάτων στην Τράπεζα. Ωστόσο, έτυχαν ακριβώς της ίδιας ποινικής μεταχείρισης με εκείνη των κατηγορουμένων 4 και 5 που όχι μόνο ήταν οι πρωτεργάτες και εκτελεστές του εγκλήματος αλλά και αυτοί που καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που απέσπασαν από τα θύματα της ληστείας.
Οι εφεσείοντες είναι νέοι οι οποίοι ήρθαν στην Κύπρο για να εργαστούν. Αμέσως μετά τη σύλληψή τους συνεργάστηκαν με την Αστυνομία και εξ αρχής παραδέχθηκαν τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν. Εχουν λευκό ποινικό μητρώο και όπως έχει ειπωθεί, ο ρόλος τους ήταν υποβοηθητικός και οπωσδήποτε δευτερεύουσας σημασίας σε αντίθεση προς τον πρωταγωνιστικό ρόλο των εκτελεστών της ληστείας, κατηγορουμένων 4 και 5. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να διακρίνει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης την ανάγκη για διαφοροποίηση στη μεταχείριση των κατηγορουμένων που είχε ενώπιόν του για σκοπούς ίσης μεταχείρισης όπως σαφώς επιτάσσουν οι διαχρονικές αρχές δικαίου που διέπουν το συγκεκριμένο θέμα. Βλ. Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190.
Η επιβολή ποινών στους εφεσείοντες σε κατηγορίες στις οποίες είχαν προηγουμένως απαλλαγεί συνιστά σοβαρό σφάλμα. Σφάλμα επίσης αποτελεί και το γεγονός ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο επιβαρυντικό γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή (χρήση βίας και πρόκληση σωματικής βλάβης). Αισθανόμαστε την ανάγκη να υπενθυμίσουμε το καθήκον που σε κάθε περίπτωση βαρύνει τους δικαστές να παρακολουθούν και ελέγχουν σχολαστικά και με κάθε δυνατή προσοχή τη διαδικασία. Σοβαρά λάθη όπως αυτά που έχουν γίνει στην υπό κρίση υπόθεση δεν επιτρέπονται. Περιοριζόμαστε εδώ χωρίς να χρειάζεται να πούμε ο,τιδήποτε άλλο για πράγματα ευχερώς αυτονόητα. Αναμφίβολα οι ποινές που έχουν επιβληθεί στους εφεσείοντες είναι μολυσμένες με τα σφάλματα που έχουν ήδη επισημανθεί και που είναι κυρίως σφάλματα αρχής.
Σταθμίζοντας τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης που μεταξύ άλλων αφορούν στο ρόλο που διαδραμάτισαν οι εφεσείοντες και στις προσωπικές τους συνθήκες, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι ποινές που έχουν επιβληθεί πρέπει να διαφοροποιηθούν. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται. Εκαστος εκ των εφεσειόντων καταδικάζεται σε ποινή 18 μηνών στη 2η κατηγορία.
Οι εφέσεις επιτρέπονται. Οι ποινές διαφοροποιούνται ως ανωτέρω.
Οι εφέσεις επιτρέπονται.