ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 2 ΑΑΔ 68

17 Ιανουαρίου 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΝΘΙΜΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 63/2012)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ― Οδηγός που μόλις απέκτησε άδεια ― Ανατροπή αυτοκινήτου και είσοδος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ― Ύπαρξη έργων και απουσία σήμανσης ― Δεν εκρίθη ανυποψίαστη η οδηγός, δεδομένου ότι, δέχθηκε ότι χρησιμοποιούσε το δρόμο συχνά ― Η έλλειψη σήμανσης δεν απαλλάσσει τον οδηγό από το καθήκον επίδειξης προσοχής και επιμέλειας.

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινής εξάμηνης φυλάκισης με αναστολή, στέρησης του δικαιώματος άδειας για 18 μήνες και 6 βαθμών ποινής ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο μάλλον ανεπαρκής.

 

Η Εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση την καταδίκη της και την ποινή που της επιβλήθηκε, αναφορικά με το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, η Εφεσείουσα, οδηγώντας με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε και εισερχόμενη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που οδηγείτο εξ αντιθέτου, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό φίλης της η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητό της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε σχετική μαρτυρία του  εμπειρογνώμονα μάρτυρα υπεράσπισης αναφορικά με την έλλειψη σήμανσης για τα οδικά έργα που βρίσκονταν σε εξέλιξη, και για το είδος της στροφής που διαμορφώνετο.

 

Έκρινε όμως ότι τούτο δεν ήταν σημαντικό, αφού η Εφεσείουσα σαφώς δεν ήταν ανυποψίαστη οδηγός δεδομένου ότι, όπως η ίδια είχε αναφέρει στην ανακριτική κατάθεσή της, το δρόμο εκείνο, τον χρησιμοποιούσε σχεδόν μέρα παρά μέρα.

 

Υπήρξε όπως επεσήμανε, παράβαση του καθήκοντος που δημιουργεί ο Κανονισμός 58(4)(ε) της ΚΔΠ 66/84, όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 108/2008, να ελαττώσει την ταχύτητα του οχήματός της σε ασφαλές υπό τις περιστάσεις όριο και να το διατηρεί κατά το δυνατό στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όταν προσέγγισε τη συμβολή του νέου και του υφιστάμενου δρόμου προς Γέρι, όπου δημιουργείτο αριστερόστροφη στροφή.

 

Επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα  εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή, στέρηση του δικαιώματος άδειας για 18 μήνες και 6 βαθμοί ποινής.

 

Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

 

Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι: 

 

α)  Δεν εδικαιολογείτο η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ίδια γνώριζε την επιτόπου κατάσταση.

 

β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να βασισθεί στη μαρτυρία του ΜΚ4 ως προς την ταχύτητα της εφεσείουσας αφού αυτός εξέφρασε μόνο την άποψή του ως προς τούτο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι η ίδια η εφεσείουσα δεν ήταν ανυποψίαστη οδηγός αφού γνώριζε την επιτόπου κατάσταση περνώντας από εκεί μέρα παρά μέρα, και εν πάση περιπτώσει η έλλειψη επαρκούς σήμανσης δεν απάλλασσε τον οποιοδήποτε οδηγό από την υποχρέωση να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα και με τέτοια επίδειξη προσοχής και αντίδραση ανάλογα με τις συνθήκες που υπάρχουν στο δρόμο, υποχρέωση η οποία περιέχεται και στον Κανονισμό στον οποίο παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ο οποίος εκφράζει την πάγια αντίληψη ως προς τις υποχρεώσεις ενός οδηγού.

2.        Ήταν γεγονός ότι η ταχύτητα της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς για να λεχθεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα ότι αυτή ήταν πέραν του ορίου ταχύτητας. Όμως τούτο δεν ήταν σημαντικό ούτε και ήταν σημαντικό για σκοπούς καταδίκης όπως το Δικαστήριο υπέδειξε με την αναφορά του στον Καν. 58(4)(ε), αφού το ερώτημα δεν ήταν αν η ταχύτητα υπερέβαινε το όριο ταχύτητας αλλά το κατά πόσο ήταν τέτοια που υπό τις περιστάσεις να ήταν υπερβολική.

 

3.  Ως προς τούτο, η μαρτυρία του ΜΚ4 ασφαλώς μπορούσε να ληφθεί υπ' όψη. Ο ΜΚ4 είχε δει την Εφεσείουσα από αρκετά μεγάλη απόσταση, 80-90 μέτρων, όπως ανέφερε, να οδηγεί με την ταχύτητα που εκείνος θεώρησε υπερβολική υπό τις περιστάσεις και ότι η Εφεσείουσα στη συνέχεια απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου,  με κατάληξη την οδήγηση του στην αντίθετη πλευρά του δρόμου ώστε να επέλθει η σύγκρουση.

 

4.  Τούτα από μόνα τους θα συνιστούσαν επαρκή βάση για τη διαπίστωση ευθύνης βάσει του Άρθρου 210. Η Εφεσείουσα δεν έδωσε άλλη εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

5.  Όσον αφορούσε στην έφεση κατά της ποινής,  η ποινή, με ιδιαίτερη αναφορά στην αναστολή η οποία εδόθη, ενδεχομένως μάλλον να εκρίνετο ανεπαρκής.  Η έφεση κατά της ποινής στερείτο παντός ερείσματος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από την καταδικασθείσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πανταζή-Λάμπρου, Πρ. Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5268/10), ημερομηνίας 6/2/12.

 

Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Κουτσόφτας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα κατεδικάσθη για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Η ουσία της υπόθεσης ήταν ότι, οδηγώντας με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε και, εισερχόμενη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, εσυγκρούσθη με αυτοκίνητο που οδηγείτο εξ αντιθέτου με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό φίλης της η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητό της.

 

Σημαντική ήταν η μαρτυρία του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου (ΜΚ4) ο οποίος ανέφερε ότι, λόγω οδικών έργων είχε ελαττώσει την ταχύτητά του, προχωρώντας δε είδε ξαφνικά απέναντί του το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας το οποίο του φάνηκε να οδηγείται με αυξημένη ταχύτητα και πέραν του ορίου ταχύτητας των 50 χιλιομέτρων ανά ώρα, αλλά στην κανονική πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του. Στη συνέχεια όμως αυτό οδηγήθηκε προς τα αριστερά του δρόμου και ακολούθως ξαφνικά απότομα δεξιά προς την πλευρά του μάρτυρα. Μπαίνοντας στη λωρίδα του με δεξιά κλίση, επεσυνέβη η σύγκρουση την οποία ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποφύγει έστω και αν προσπάθησε οδηγώντας αριστερότερα. Όπως προέκυψε, η απόσταση την οποία ο μάρτυρας υπέδειξε ως εκείνη που υπήρχε μεταξύ των δύο αυτοκινήτων όταν το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας οδηγήθηκε ξαφνικά προς τη λωρίδα του μάρτυρα ήταν 8 μέτρα, ενώ η απόσταση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων όταν το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας εκινήθη προς τα αριστερά ήταν 40 μέτρα. Ο μάρτυρας είχε δει το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας προηγουμένως από απόσταση 80-90 μέτρων και η ταχύτητά του ήταν το ίδιο αυξημένη όταν αυτό παρεξέκλινε αρχικώς από την πορεία του. Άλλη άμεση μαρτυρία για τη σύγκρουση δεν υπήρξε, η ίδια δε η Εφεσείουσα προέβη μόνο σε ανώμοτη δήλωση στην οποία ανέφερε ότι δεν θυμόταν οτιδήποτε σε σχέση με τις συνθήκες της σύγκρουσης. Μαρτυρία εδόθη επίσης από τους ΜΚ1, ΜΚ2 και ΜΚ3 οι οποίοι παρουσίασαν φωτογραφίες και σχέδιο της σκηνής, ενώ μαρτυρία για τις ζημιές στα αυτοκίνητα εδόθη από το ΜΚ5.

 

Για την υπεράσπιση κατέθεσε ως μάρτυρας ο πατέρας της Εφεσείουσας ο οποίος βεβαίωσε ότι η Εφεσείουσα ήταν άπειρη οδηγός εφ' όσον είχε πάρει άδεια μόλις δύο ή τρεις μήνες προηγουμένως. Η υπεράσπιση βασίσθηκε κυρίως στο ΜΥ2, Παναγιώτη Κολιανδρή, πολιτικό μηχανικό, τον οποίο έκρινε ως έμπειρο σε ότι αφορά τους κανόνες οδοποιείας. Ο μάρτυρας παρουσίασε τεχνική έκθεση περιέχουσα αξιολόγηση της κατάστασης του οδικού δικτύου στη σκηνή. Η βασική του θέση ήταν ότι, ενώ εγίνοντο οδικά έργα στο χώρο και υπήρχε καμπή, δεν είχαν τοποθετηθεί κατάλληλα φυσικά εμπόδια και δεν εδόθη σωστή προειδοποίηση για τους οδηγούς που εκινούντο στην κατεύθυνση της Εφεσείουσας. Προβαίνοντας σε ανάλυση των γεωμετρικών δεδομένων, ο μάρτυρας κατέληξε στο ότι η ταχύτητα μελέτης θα ήταν 33,6 χιλιόμετρα ανά ώρα ως η ανώτατη ασφαλής ταχύτητα και ότι το όριο ταχύτητας θα έπρεπε να είχε τεθεί ως 25 χιλιόμετρα ανά ώρα με ανάλογη προειδοποιητική σήμανση πριν από την καμπή την οποία σχηματίζει ο δρόμος στην κατεύθυνση της Εφεσείουσας, ώστε ο οδηγός που εισέρχεται στην καμπή να μπορέσει έγκαιρα να μειώσει την ταχύτητά του στο ασφαλές όριο, αφού μάλιστα, όπως ο μάρτυρας απεδέχθη, η ταχύτητα είναι ο βασικός παράγων αντίδρασης ενός οδηγού. Ήταν ακριβώς στη βάση της μαρτυρίας του ΜΥ2 που η υπεράσπιση έθεσε όλο το βάρος για να εισηγηθεί ότι η απουσία τέτοιας σήμανσης, σε συνδυασμό με τις συνθήκες του δρόμου, συνιστούσε παγίδα για την Εφεσείουσα και θα έπρεπε να θεωρηθεί ως η αποκλειστική αιτία της απώλειας του ελέγχου της με την ίδια να μην έχει την παραμικρή ευθύνη.

 

Το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία του ΜΥ2 ως εμπειρογνώμονα, παρατηρώντας ότι υπήρξε παράλειψη επαρκούς σήμανσης στους οδηγούς για τα έργα που ευρίσκοντο σε εξέλιξη και για το είδος της στροφής που διαμορφώνετο.  Θεώρησε όμως ότι τούτο δεν ήταν σημαντικό αφού η Εφεσείουσα σαφώς δεν ήταν ανυποψίαστη οδηγός δεδομένου ότι, όπως η ίδια είχε αναφέρει στην ανακριτική κατάθεσή της, το δρόμο εκείνο τον χρησιμοποιούσε σχεδόν μέρα παρά μέρα για να πηγαίνει με τη φίλη της στην Αγλαντζιά όπου η φίλη της έβλεπε κάποιο φιλικό της πρόσωπο. Είπε δε τα ακόλουθα (σ.37):

 

«Κρίνω, όμως, ότι η Κατηγορούμενη, στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ανυποψίαστη οδηγός.  Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο δρόμο ή έκανε τη συγκεκριμένη διαδρομή. Γνωρίζοντας ότι εισέρχετο σε περιοχή όπου υπήρχαν δημόσια έργα σε εξέλιξη, βλέποντας αριστερά και δεξιά ως η πορεία της να υπάρχουν κώνοι, με φανό ή μη, διανύοντας μια τακτική διαδρομή με πέρασμα από γιοφύρι του οποίου το κυγκλίδωμα δημιουργούσε εμφανή γωνία ως προς τη δική της κατεύθυνση, όφειλε να κινείται στο δρόμο με επιφύλαξη σε ότι αφορά το ισχύον ανώτατο όριο ταχύτητας έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί με ασφάλεια στην κατάσταση του συγκεκριμένου δρόμου και στην κλίση ή γωνία της συγκεκριμένης στροφής στο σημείο της συμβολής του νέου δρόμου και του παλαιού.»

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής ανέφερε τα ακόλουθα για σκοπούς εκτίμησης της ποινικής ευθύνης της Εφεσείουσας (σ. 37-38):

 

«Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης, αποτελεί εύρημά μου ότι η Κατηγορούμενη ήταν άπειρη οδηγός, αφού εξασφάλισε άδεια οδηγού μόλις 2 έως 3 μήνες πριν από την ημερομηνία του δυστυχήματος. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που έκανε τη συγκεκριμένη διαδρομή από το πάρκο της Αθαλάσσας προς τα Λατσιά, χρησιμοποιώντας το δρόμο που στρίβει δεξιά προς Γέρι. Χρησιμοποιούσε τακτικά, σχεδόν μια παρα μια, την επίδικη διαδρομή, για να πηγαίνει η άτυχη φίλη της, Μαρίνα Θεοκλήτου, να βλέπει το φίλο της στο στρατόπεδο.  Κατά την επίδικη ημερομηνία, οδηγούσε το όχημά της με το επίδικο όχημα το οποίο δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε μηχανική βλάβη. Η άσφαλτος ήταν ξηρή, η ορατότητα πέραν των 50 μέτρων, ο καιρός αίθριος. Στο σημείο αμέσως πριν τη συμβολή του προσωρινού νέου οδοστρώματος ως η πορεία της με τον υφιστάμενο παλαιό δρόμο ως η πορεία του ΜΚ4, η Κατηγορούμενη οδηγούσε με ταχύτητα που υπερέβαινε το ισχύον ανώτατο όριο ταχύτητας, δηλαδή μεγαλύτερη των 50 χαω. Χωρίς να μειώσει ποτέ την ταχύτητα αυτή, γνωρίζοντας για την ύπαρξη αυτής της στροφής, επιχείρησε να πάρει αριστερή στροφή για να εισέλθει στον υφιστάμενο παλαιό δρόμο. Απώλεσε τον έλεγχο της και παρεξέκλινε της πορείας της.  Με γυρισμένο το αυτοκίνητο προς τα δεξιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με το όχημα του ΜΚ4 που είχε εξ αντιθέτου πορεία και συγκρούστηκε με αυτό στο αριστερό φτερό και με καίριο πλήγμα την πόρτα της συνοδηγού. Η σύγκρουση ήταν τέτοια που το όχημα ανατράπηκε προς την πλευρά του οδηγού.  Αποτέλεσμα ήταν ο πολυτραυματισμός και εν συνεχεία ο θάνατος της Μαρίνας Θεοκλήτου.

 

Ανεξαρτήτως του σφάλματος που υπήρξε σε ό,τι αφορά τη σηματοδότηση του δρόμου, κρίνω ότι ήταν ο τρόπος οδήγησης από μέρους της Κατηγορούμενης που προκάλεσε το δυστύχημα. Τούτο αποτέλεσε απόρροια δικού της σφάλματος. Παρέλειψε, κατά παράβαση του καθήκοντος που δημιουργεί ο Κανονισμός 58(4)(ε) της ΚΔΠ 66/84, όπως τελευταία τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 108/2008, να ελαττώσει την ταχύτητα του οχήματός της σε ασφαλές υπό τις περιστάσεις όριο και να το διατηρεί κατά το δυνατό στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όταν προσέγγισε τη συμβολή του νέου και του υφιστάμενου δρόμου προς Γέρι, όπου δημιουργείτο αριστερόστροφη στροφή. Γνώριζε γι' αυτή την στροφή, αφού εκτελούσε τακτική διαδρομή και συνεπώς γνώριζε ότι ήταν επικίνδυνο να χειρισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο την στροφή, αλλά αγνόησε τον κίνδυνο και συνέχισε με αμείωτη ταχύτητα.  Ενήργησε κατ' αυτόν τον τρόπο απερίσκεπτα και επικίνδυνα.»

 

Η ποινή που επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα ήταν εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή, στέρηση του δικαιώματος άδειας για 18 μήνες και 6 βαθμοί ποινής.

 

Η Εφεσείουσα εφεσιβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή. Οι τρεις λόγοι έφεσης της ως προς την καταδίκη έχουν ως βάση τη μαρτυρία του ΜΥ2 και είναι ως προς τούτο που ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας έθεσε το βάρος της αγόρευσής του ενώπιον μας.

 

Λίγα μπορούν να προστεθούν στα όσα η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έχει ήδη αναφέρει σε σχέση με το θέμα αυτό.  Ανεξαρτήτως του εάν τα πρότυπα στα οποία ο μάρτυς αυτός αναφέρεται θα ήταν εύλογο να υιοθετούντο ή όχι, οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας αγνοούν δύο παραμέτρους. Πρώτο, ότι η ίδια δεν ήταν ανυποψίαστη οδηγός αφού γνώριζε την επιτόπου κατάσταση περνώντας από εκεί μέρα παρά μέρα, και δεύτερο, ότι εν πάση περιπτώσει η έλλειψη επαρκούς σήμανσης δεν απάλλασσε τον οποιοδήποτε οδηγό από την υποχρέωση να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα και με τέτοια επίδειξη προσοχής και αντίδραση ανάλογα με τις συνθήκες που υπάρχουν στο δρόμο, υποχρέωση η οποία περιέχεται και στον Καν. 58(4)(ε) της ΚΔΠ 66/84, στον οποίο παρέπεμψε το Δικαστήριο και ο οποίος εκφράζει την πάγια αντίληψη ως προς τις υποχρεώσεις ενός οδηγού.

 

Η Εφεσείουσα εισηγείται περαιτέρω ότι δεν εδικαιολογείτο η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ίδια γνώριζε την επιτόπου κατάσταση, οι εισηγήσεις όμως που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι εντελώς αβάσιμες και δεν δικαιολογούν άλλη άποψη παρά εκείνη που προκύπτει από τις ίδιες τις αναφορές της ίδιας της Εφεσείουσας στην ανακριτική κατάθεσή της η οποία έγινε τεκμήριο εκ συμφώνου. Εν πάση περιπτώσει όμως, η βάση της καταδίκης υπερβαίνει την προηγούμενη γνώση της Εφεσείουσας για την κατάσταση του δρόμου αφού η υποχρέωσή της να επιδεικνύει τη δέουσα προσοχή ανάλογα με τις συνθήκες του δρόμου είναι ανεξάρτητη της όποιας προηγούμενης γνώσης της, όπως ισχύει στην περίπτωση του κάθε οδηγού.

Εισηγήθηκε ακόμα η Εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να βασισθεί στη μαρτυρία του ΜΚ4 ως προς την ταχύτητα της αφού αυτός εξέφρασε μόνο την άποψή του ως προς τούτο. Είναι γεγονός ότι η ταχύτητα της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς για να λεχθεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα ότι αυτή ήταν πέραν του ορίου ταχύτητας. Όμως τούτο δεν είναι σημαντικό ούτε και ήταν σημαντικό για σκοπούς καταδίκης όπως το Δικαστήριο υπέδειξε με την αναφορά του στον Καν. 58(4)(ε), αφού το ερώτημα δεν ήταν αν η ταχύτητα υπερέβαινε το όριο ταχύτητας αλλά το κατά πόσο ήταν τέτοια που υπό τις περιστάσεις να ήταν υπερβολική. Ως προς τούτο η μαρτυρία του ΜΚ4 ασφαλώς μπορούσε να ληφθεί υπ' όψη και περαιτέρω η όλη οδική συμπεριφορά της Εφεσείουσας ήταν τέτοια που να επιτρέπει στο Δικαστήριο τη διαπίστωση στην οποία προέβη. Να επισημάνουμε ότι ο ΜΚ4 είχε δει την Εφεσείουσα από αρκετά μεγάλη απόσταση, 80-90 μέτρων, όπως ανέφερε, να οδηγεί με την ταχύτητα που εκείνος θεώρησε υπερβολική υπό τις περιστάσεις και ότι η Εφεσείουσα στη συνέχεια φαίνεται να απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου σε μια καμπή περιορισμένης γωνίας 16.7°, με κατάληξη την οδήγηση του στην αντίθετη πλευρά του δρόμου ώστε να επέλθει η σύγκρουση. Τούτα από  μόνα τους θα συνιστούσαν επαρκή βάση για τη διαπίστωση ευθύνης βάσει του Άρθρου 210, και έχουμε ήδη επισημάνει κατά την ακρόαση ότι η Εφεσείουσα δεν έδωσε άλλη εκδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες που την οδήγησαν στην οδική αυτή συμπεριφορά που να επιτρέπει συμπέρασμα της θεωρητικής και μόνο υπόστασης η οποία επιχειρήθηκε να γίνει κατά την ακρόαση της έφεσης.

 

Όσον αφορά την έφεση κατά της ποινής, παρατηρήσαμε κατά την ακρόαση ότι η ποινή, με ιδιαίτερη αναφορά στην αναστολή η οποία εδόθη, ενδεχομένως μάλλον να εκρίνετο ανεπαρκής.  Περιοριζόμεθα να πούμε ότι σαφώς η έφεση κατά της ποινής στερείται παντός ερείσματος.

 

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο