ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 737
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 144/2013)
25 Νοεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΡΕΚΛΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Μ. Μιχαήλ, για την Εφεσείουσα.
Στ. Ναθαναήλ (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα πρωτοδίκως αντιμετώπισε μία κατηγορία για κλοπή εμπορευμάτων συνολικής αξίας €66.089,75 από τον εργοδότη της, κατά παράβαση των άρθρων 268 και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ενόψει των λόγων έφεσης που εγείρονται, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιες τις λεπτομέρειες του αδικήματος:-
«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Η κατηγορουμένη μεταξύ της 1/1/2008 και της 19/5/2008 στην Λευκωσία, ενώ ήτο υπάλληλος στην εταιρεία «Πρακτορείο τύπου Κρόνος Δημόσια Εταιρεία Λτδ», και εκτελούσε υπηρεσίες, δηλαδή ήτο επιθεωρήτρια-πωλητής προϊόντων στην εταιρεία «PATHIN IMPORT-EXPORT LTD», η οποία είναι θυγατρική και ανήκει στην εταιρεία «Πρακτορείο τύπου Κρόνος Δημόσια Εταιρεία Λτδ», έκλεψε συνολικά 7276 κάρτες χρόνου ομιλίας, συνολικής αξίας €66089,75 περιουσία της προαναφερθείσας εταιρείας «PATHIN IMPORT-EXPORT LTD».»
Σύμφωνα με τα γεγονότα που αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, η εταιρεία «Πρακτορείο Τύπου Κρόνος Δημόσια Εταιρία Λτδ» στο εξής «ο Κρόνος» είναι μητρική της εταιρείας «Pathin Import-Export Ltd» στο εξής «η Pathin». Η τελευταία εμπορεύετο τηλεφωνικές κάρτες χρόνου (τηλεκάρτες) τις οποίες διέθετε μέσω της μητρικής εταιρείας Κρόνος. Οι δύο εταιρείες είχαν κοινά γραφεία και κοινό λογιστήριο. Υπεύθυνη του κοινού Λογιστηρίου ήταν η Χρύσω Κλείτου (ΜΚ4). Η Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοδοτείτο από την εταιρεία Κρόνος ως πωλήτρια τηλεκάρτων στην επαρχία Λάρνακας. Είχε περίπου 50 πελάτες, τους οποίους επισκεπτόταν για να τους παραδώσει κάρτες, ανάλογα με τις ανάγκες τους, εκδίδοντας σχετικό τιμολόγιο. Επίσης εισέπραττε χρήματα για εξόφληση προηγούμενων τιμολογίων. Για την πώληση των καρτών χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο εντός του οποίου αποθήκευε τις κάρτες που είχε στη διάθεσή της.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η διαδικασία που ακολουθούσε η Εφεσείουσα ήταν ότι περίπου τρεις φορές την εβδομάδα επισκεπτόταν τα γραφεία της εταιρείας Κρόνος για να παραλάβει τηλεκάρτες, να παραδώσει τιμολόγια που αντιστοιχούσαν στις πωλήσεις που είχε κάμει και για να παραδώσει τα χρήματα που είχε εισπράξει. Στα γραφεία της Κρόνος είχε επαφή με την υπεύθυνη του Λογιστηρίου Χρύσω Κλείτου (ΜΚ 4) και με τις υπαλλήλους της εταιρείας, Καίτη Χρυσάνθου (ΜΚ 5), Αθηνά Γρηγορίου (ΜΚ 6) και Χρύσω Γρηγορίου (ΜΚ 7). Όπως εξήγησε η πρώτη, κατά την παράδοση στην Εφεσείουσα των καρτών, αυτές καταμετρούνταν στην παρουσία της. Κατά τον Απρίλιο του 2008 η ΜΚ 4 παρατήρησε ότι η Εφεσείουσα είχε παραλάβει περισσότερες κάρτες από αυτές που είχε πωλήσει εκείνο το διάστημα. Ερωτήθηκε η Εφεσείουσα, για να εξηγήσει ότι το πλεόνασμα το χρειαζόταν για να εξυπηρετεί τους πελάτες της πιο εύκολα.
Η υπεύθυνη του λογιστηρίου (ΜΚ 4) τον Μάιο του 2008 μετά από προκαταρκτικό έλεγχο μέσω του λογισμικού συστήματος της εταιρείας (Stock Posting List), διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα είχε μεγάλο έλλειμμα. Όπως εξηγήθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, τις καταχωρήσεις στο σύστημα τις έκαναν οι υπάλληλοι του λογιστηρίου. Οι χρεώσεις αντιστοιχούσαν στις ποσότητες και αξία των τηλεκαρτών που φαίνονταν στα δελτία παραλαβής που εκδίδονταν κατά την παραλαβή των καρτών από την Εφεσείουσα, μετά από φυσική καταμέτρηση στην παρουσία της. Οι πιστώσεις αντιστοιχούσαν στις πωλήσεις καρτών σε πελάτες, σύμφωνα με τα τιμολόγια που παρέδιδε η Εφεσείουσα στο λογιστήριο. Μετά τη διαπίστωση του ελλείμματος, έγινε δεύτερος έλεγχος για να επιβεβαιωθεί η ορθότητα των στοιχείων του λογισμικού. Η ΜΚ 5 ανέλαβε να ελέγξει ξανά τα στοιχεία στο λογισμικό, συγκρίνοντας τα με τα έγγραφα που έφεραν την υπογραφή της Εφεσείουσας (δελτία παραλαβής και τιμολόγια). Σύμφωνα με τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 21 και 22, η Εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε στην κατοχή της 7276 κάρτες διαφόρων ειδών, η αξία των οποίων ανερχόταν στο ποσό των €66.089,76, αλλά διαπιστώθηκε ότι είχε ελλειμματικό αποθεματικό. Κατά τη διαπίστωση του ελλείμματος, η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να εξηγήσει το έλλειμμα. Στη γραπτή κατάθεσή της στην αστυνομία ανέφερε ότι κατά την παραλαβή των καρτών υπέγραφε τα δελτία παραλαβής χωρίς να ελέγχει τις ποσότητες που παραλάμβανε. Όμως η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι γινόταν καταμέτρηση στην παρουσία της Εφεσείουσας. Επίσης η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το αυτοκίνητο της εταιρείας που χρησιμοποιούσε και στο οποίο αποθήκευε τις κάρτες, είχε πρόβλημα με την κεντρική ηλεκτρονική κλειδαριά. Όμως αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από τον υπεύθυνο για συντήρηση οχημάτων της εταιρείας. Παρά τα υπονοούμενα, η Εφεσείουσα ουδέποτε κατήγγειλε στους εργοδότες της ή στην αστυνομία ότι υπήρξε κλοπή από το αυτοκίνητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, βρήκε την Εφεσείουσα ένοχη στο αδίκημα που αντιμετώπιζε και της επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Η Εφεσείουσα με την παρούσα έφεσή της αρχικά προσέβαλε την ορθότητα τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής που της επιβλήθηκε. Όμως στο στάδιο της ακρόασης, απέσυρε το λόγο έφεσης αρ. 6, που αφορούσε την ποινή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι πληρούται το συστατικό στοιχείο του αδικήματος ότι οι εργοδότες της Εφεσείουσας ήταν και οι ιδιοκτήτες των κλαπέντων καρτών. Όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της, από τη στιγμή που οι τηλεκάρτες δεν ανήκαν στον εργοδότη της Εφεσείουσας, αυτή δεν μπορούσε να κριθεί ένοχη του αδικήματος της κλοπής από εργοδότη. Οι εργοδότες της, η εταιρεία Κρόνος και η ιδιοκτήτρια των καρτών, η εταιρεία Pathin, είναι δύο διαφορετικές νομικές οντότητες και το ότι η μια είναι θυγατρική της άλλης δεν διαφοροποιεί την ξεχωριστή νομική τους οντότητα.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι οι δύο εταιρείες ανήκαν στον ίδιο όμιλο και είχαν κοινά γραφεία και λογιστήριο, ενώ οι οικονομικές τους δραστηριότητες είναι ενοποιημένες σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Το ότι οι κάρτες δόθηκαν από τη θυγατρική εταιρεία, κατά την άποψη του δεν αλλοιώνει τη νομική κατάσταση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η Εφεσείουσα έλαβε κατοχή των καρτών ως υπάλληλος της εταιρείας Κρόνος. Για να περιέλθουν στην κατοχή της τεκμαίρεται ότι οι κάρτες όντως περιήλθαν πρώτα στην κατοχή των εργοδοτών της από τους οποίους και τις ιδιοποιήθηκε. Ιδιοκτήτρια των καρτών παρέμεινε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η Pathin, αλλά η κλοπή έγινε ενώ οι κάρτες βρίσκονταν στην κατοχή των εργοδοτών της, οι οποίοι και της τις έδωσαν για να τις διαθέσει για λογαριασμό τους και της θυγατρικής Pathin. Επομένως, τόσο ουσιαστικά, όσο και τυπικά η κλοπή έγινε από τους εργοδότες της.
Ο διαχωρισμός της κατοχής και της ιδιοκτησίας είναι λεπτός. Αυτός θα ήταν πιο διακριτός στην περίπτωση που οι δύο εταιρείες δεν ανήκαν στον ίδιο όμιλο. Για παράδειγμα αν η Pathin δεν είχε σχέση με την Κρόνος και η Κρόνος δια των υπαλλήλων της διέθετε κάρτες της Pathin. Σε τέτοια περίπτωση, δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα, αν υπάλληλος της Κρόνος ιδιοποιείτο κάρτες της Pathin οι οποίες για να καταλήξουν στα χέρια του υπαλλήλου, τεκμαίρεται ότι περιήλθαν πρώτα στην κατοχή των εργοδοτών του. Εξάλλου και το άρθρο 255(2)(γ) του Κεφ. 154 προβλέπει ότι «ιδιοκτήτης» περιλαμβάνει και αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο πράγματος. Κατά την άποψή μας είναι ορθή η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού ότι εάν η Εφεσείουσα δεν είχε την ιδιότητα του υπηρέτη της Κρόνος, δεν θα λάμβανε τις κάρτες για να τις πωλήσει σε πελάτες.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην αξιοπιστία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Η Εφεσείουσα παραπονείται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι εσφαλμένα, αστήριχτα και αδικαιολόγητα. Εσφαλμένη θεωρεί και την απόρριψη εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου της εκδοχής της ότι υπήρξε προσυνεννόηση των μαρτύρων κατηγορίας. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι ίδιοι οι μάρτυρες προέβησαν σε παραδοχές ενώπιον του δικαστηρίου για τη μεταξύ τους προσυνεννόηση, τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στην αγόρευση του για να εξηγήσει την κατ' ισχυρισμό «προσυνεννόηση» αναφέρθηκε σε διάφορες δηλώσεις μαρτύρων που υποδηλώνουν ότι ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι ας σημειωθεί εργάζονταν στο ίδιο γραφείο, συνομίλησαν μεταξύ τους για την υπόθεση μετά που ο καθένας έδωσε τη μαρτυρία του. Αυτό όμως δεν αρκεί για να απορριφθεί η μαρτυρία τους. Αν ο συνήγορος της Εφεσείουσας υπονοεί ότι υπήρξε προσυνεννόηση με σκοπό την εξαπάτηση του δικαστηρίου, δηλαδή ότι υπήρξε ένα είδος συνωμοσίας και δολοπλοκότητας πάντα με σκοπό την αλλοίωση της μαρτυρίας, θα πρέπει να πούμε ότι τέτοιο υλικό δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας έδωσαν γραπτές καταθέσεις στην αστυνομία σε χρόνο πολύ πριν την υποτιθέμενη «συνεννόηση». Όμως δεν έγινε εισήγηση στο δικαστήριο ότι οποιοσδήποτε μάρτυρας με την προφορική του μαρτυρία αλλοίωσε τη γραπτή κατάθεση του ώστε να ξεγελάσει το δικαστήριο. Αυτό εξάλλου θα ήταν δύσκολο αφού τα κρίσιμα σημεία μαρτυρίας (δελτία παραλαβής και τιμολόγια) έφεραν την υπογραφή της Εφεσείουσας και δεν μπορούσαν να αλλοιωθούν.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος της Εφεσείουσας υποστήριξε ότι η δοθείσα μαρτυρία δεν ήταν ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη της Εφεσείουσας. Συγκεκριμένα εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία θα έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες ως αποτέλεσμα των πιο κάτω:- (α) η δυνατότητα της ΜΚ 4 να εξηγήσει τα ελλείμματα, (β) την παραδοχή εκ μέρους της ΜΚ 5 για λανθασμένα αποτελέσματα και τρόπων λειτουργίας του λογιστηρίου και (γ) τα διαφορετικά τελικά αποτελέσματα ως προς τα κατ' ισχυρισμόν ελλείμματα που προκύπτουν από τη μάρτυρα ΜΚ 7, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία και την προσπάθεια της μάρτυρος να δώσει συμπληρωματική κατάθεση για να τα διορθώσει.
Έχουμε εξετάσει τις εκτεταμένες αναφορές που έκανε ο συνήγορος της Εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του, αλλά δεν έχουμε εντοπίσει τέτοιες αντιφάσεις και ελλείψεις που να καθιστούν τρωτά τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι όποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων και κατ' επέκταση την ακρίβεια της κατάστασης λογαριασμού και του σχετικού ελλείμματος.
Το Τεκμήριο 15 αποτελούσε την «πλήρη τελική καταγραφή» των καρτών στην κατοχή της Εφεσείουσας. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποδέχθηκε τη συγκεκριμένη μαρτυρία, αφού η μαρτυρία της ΜΚ 5, η οποία ετοίμασε τη σχετική κατάσταση, ήταν «σαφώς αμφιταλαντευόμενη» και αντιφατική και ότι το δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία της με επιλεκτικό τρόπο αντί στο σύνολό της, προκειμένου να δικαιολογήσει τα ευρήματά του. Συγκεκριμένα η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η ετοιμασία της κατάστασης έγινε στις 19.5.2008, ταυτόχρονα με την απόλυσή της, αλλά χωρίς να ληφθεί υπόψη το εμπόρευμα-αποθεματικό που υπήρχε σε κιβώτια στο αυτοκίνητο της Εφεσείουσας.
Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε αποσπασματικά την ενώπιον του μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή της ΜΚ 5. Αντίθετα, έχουμε την άποψη ότι ήταν η υπεράσπιση που αντιμετώπιζε τη μαρτυρία κατά τρόπο αποσπασματικό. Αν ληφθεί υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που έγινε αποδεχτή από το δικαστήριο ως αξιόπιστη, προκύπτει ότι μετά που διαπιστώθηκε το έλλειμμα ζητήθηκε από την Εφεσείουσα να παραδώσει για καταμέτρηση όλο το απόθεμα που είχε σε κάρτες. Οι μόνες κάρτες που παρέδωσε η Εφεσείουσα ήταν αυτές που περιέχονταν σε χαρτοφύλακα, χωρίς να ισχυριστεί ή να αναφέρει σε οποιονδήποτε ότι υπήρχαν και άλλες τηλεκάρτες σε κιβώτια στο αυτοκίνητο. Είναι γεγονός ότι ούτε η Εφεσείουσα πρόβαλε ένα τέτοιο ισχυρισμό στη γραπτή κατάθεσή της στην αστυνομία. Να σημειωθεί ότι ένας από τους συμπληρωματικούς ελέγχους των δελτίων παραλαβής, των τιμολογίων και αποθεμάτων που διενήργησε η ΜΚ 5, έγινε στην παρουσία της Εφεσείουσας, η οποία ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν και άλλες κάρτες στο αυτοκίνητό της.
Τέλος, από τα στοιχεία μαρτυρίας στα οποία έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, δεν προκύπτει ότι υπήρχε συνομωσία μεταξύ των μαρτύρων και των εργοδοτών της Εφεσείουσας για απόκρυψη στοιχείων ή για ύπαρξη αλλότριων κινήτρων για την απόλυσή της, όπως ισχυρίζεται η Εφεσείουσα με τον πέμπτο λόγο έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΕΠς