ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 730

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 125/2012)

 

 

22 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

CHAMOUT CHALIL,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο για τα αδικήματα της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 10.441,32 γρ. ρητίνης κάνναβης και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 9 ετών, καταχώρισε έφεση, η οποία αρχικά στρεφόταν εναντίον τόσο της καταδίκης του, της οποίας την ακύρωση επεδίωκε ως ακροσφαλούς, όσο και εναντίον της ποινής, της οποίας τη μείωση επεδίωκε ως εσφαλμένης.

 

Στην πορεία, ο εφεσείων απέσυρε την έφεση του εναντίον της καταδίκης, περιορίζοντας έτσι το παράπονο του στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Για να γίνουν κατανοητές οι επί του προκειμένου θέσεις του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε κάποια από τα γεγονότα, τα οποία και συνοψίζουμε.

 

Ο εφεσείων συνελήφθη μετά που άνδρες της ΥΚΑΝ, οι οποίοι ήταν σε εντεταλμένη αποστολή, ανέκοψαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε στην περιοχή Ακτή Μακένζυ στη Λάρνακα και στη θέση του συνοδηγού εντόπισαν τα ναρκωτικά συσκευασμένα σε βαλίτσα. Τα ναρκωτικά είχαν περιέλθει στην κατοχή του εφεσείοντα λίγα λεπτά προηγουμένως. Εναντίον του εφεσείοντα αρχικά καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση 17805/09. Το Κακουργιοδικείο, στις 16/12/2009, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων εμφανίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του, διέταξε, και αυτό με τη σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελικής Αρχής, όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος και, για να διασφαλίσει την παρουσία του κατά τη δίκη, τον εδέσμευσε, με εισήγηση πάντα της Εισαγγελικής Αρχής, με εγγύηση €10.000 με αξιόχρεο εγγυητή, διέταξε την παράδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων στην Αστυνομία, διαταγή με               την οποία ο εφεσείων συμμορφώθηκε, ενώ παράλληλα διέταξε όπως ο εφεσείων παρουσιάζεται επί καθημερινής βάσης στην Αστυνομία και όπως το όνομα του τεθεί στον κατάλογο των απαγορευμένων για αναχώρηση από την Κύπρο προσώπων (stop list).

 

Ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος από το Κακουργιοδικείο με τη συγκατάθεση και των διωκτικών αρχών ήταν, σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το Κακουργιοδικείο γεγονότα, διότι, ενώ τελούσε σε προφυλάκιση, είχε υποσχεθεί στο Μ.Κ.6, εξεταστή της υπόθεσης, ότι θα συνεργαζόταν μαζί του και συγκεκριμένα ότι θα του αποκάλυπτε ποιος ήταν ο έμπορος των επίδικων ναρκωτικών, αφού ο ίδιος ήταν απλά ο μεταφορέας. Ο εφεσείων δεν τήρησε την εν λόγω υπόσχεση του.

 

Επειδή ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε μια από τις ημερομηνίες που η υπόθεση ήταν ορισμένη, εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης, το οποίο παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι τις 25/10/2010, όταν, λόγω αδυναμίας εντοπισμού του, η εναντίον του ποινική δίωξη ανεστάλη.

 

Μετά την αναστολή της εναντίον του ποινικής δίωξης, ο εφεσείων απέστειλε μέσω του δικηγόρου του δύο επιστολές, μία στις 21/10/2011 προς την κα Ε. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσε όπως η εν λόγω δικηγόρος επιληφθεί εκ νέου της Ποινικής Υπόθεσης 17805/09, και μία προς τον τότε Διοικητή της ΥΚΑΝ, ημερομηνίας 28/11/2011, με την οποία εξέφραζε την επιθυμία του να παραδοθεί στην Αστυνομία.

 

Στις 16/1/2012 ο εφεσείων, ο οποίος εξακολουθούσε να παραμένει ελεύθερος, καταχώρισε μέσω του δικηγόρου του αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με την οποία ζητούσε όπως του επιστραφούν τα ταξιδιωτικά του έγγραφα, τα οποία βρίσκονταν ακόμα στην κατοχή της Αστυνομίας. Η αίτηση, η οποία ήταν αίτηση δια κλήσεως, ορίστηκε για ακρόαση στις 25/1/2012. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο εφεσείων παρουσιάστηκε αυτόβουλα στο Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου είχε αχθεί η νέα ποινική υπόθεση που είχε καταχωρηθεί εναντίον του, νωρίτερα την ίδια μέρα, για τα ίδια αδικήματα. Πρόκειται για την υπόθεση στα πλαίσια της οποίας επεβλήθη η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση ποινή φυλάκισης. Με τη συγκατάθεση του, ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση καθόλη τη διάρκεια της δίκης του.

 

Στα πλαίσια της ενώπιον του Κακουργιοδικείου ένορκης μαρτυρίας του, ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, σε χρόνο μεταγενέστερο των γεγονότων, πριν όμως την αναστολή της ποινικής δίωξης του, διευθετήθηκε από τις διωκτικές αρχές συνάντηση του με το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Η συνάντηση έγινε στο γραφείο του τελευταίου, στην παρουσία και τρίτου προερχομένου από τις διωκτικές αρχές, προσώπου και σχετιζόταν με τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης. Κατά την εν λόγω συνάντηση ο τότε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο είχε στο μεταξύ, σύμφωνα πάντα με την εκδοχή του εφεσείοντα, προωθηθεί αντίγραφο της κατάθεσης του στην Αστυνομία και συνεπώς γνώριζε την εκδοχή του, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων είχε πέσει θύμα παγίδευσης, απευθυνόμενος, αρχικά προς το τρίτο πρόσωπο που συνόδευε τον εφεσείοντα και στη συνέχεια προς τον εφεσείοντα, ανέφερε, στο μεν τρίτο πρόσωπο «εν βρωμιές του Αβραάμ», στο δε εφεσείοντα «επρολάβασεν τζαι εστήσαν σου την κουβέντα».

 

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την πτυχή της εκδοχής του εφεσείοντα που απέδιδε στον τότε Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα τις συγκεκριμένες δηλώσεις. Ωστόσο, κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το κατά πόσο τέτοια συνάντηση έλαβε χώρα, δεν υπάρχει. Αντίθετα, από το σχετικό κείμενο της απόφασης, προκύπτει με ασφάλεια ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε την πιθανότητα η συνάντηση να έλαβε χώρα.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος είναι δεδομένη, όπως δεδομένη είναι και η ανάγκη για ιδιαίτερα αυστηρή προσέγγιση των εν λόγω αδικημάτων. Όπως, πολύ ορθά, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στο ύψος των προβλεπόμενων για τέτοια αδικήματα ποινών και των συνεπειών που η διάπραξη τους συνεπάγεται, επισημαίνει, τα ναρκωτικά «ενσπείρουν τον πόνο και τη δυστυχία στους νέους αλλά και στις οικογένειες τους ... Η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων και η διαπιστωθείσα συχνότητα διάπραξης τους, όπως διαφαίνεται από τις πολλές και ολοένα αυξανόμενες υποθέσεις που απασχολούν τα δικαστήρια, καθιστούν αναγκαία την επιβολή ποινών που να έχουν το στόχο της αποτροπής.....». Όπως επίσης πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο παρατηρεί, οι προσωπικές περιστάσεις του αδικοπραγούντα υποχωρούν μπροστά στη σοβαρότητα των συγκεκριμένων αδικημάτων και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ωστόσο, οι εν λόγω παράγοντες δεν ατονούν, όπως δεν ατονούν και οι άλλοι σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες. Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι η ανάγκη για εξατομίκευση μπορεί σε περιπτώσεις όπως η παρούσα να έρχεται σε δεύτερη μοίρα, όμως δεν εξαλείφεται.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση όμως, ο παράγοντας, συνάντηση εφεσείοντα - Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη των διωκτικών αρχών, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε εξήγησης αναφορικά με τους λόγους που επέβαλαν την εν λόγω συνάντηση, δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση των μετριαστικών για την ποινή παραγόντων, όπως δεν φαίνεται να το έχει απασχολήσει και η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από πλευράς των διωκτικών αρχών που να  δικαιολογεί όχι μόνο το γεγονός ότι, από της αναστολής της ποινικής δίωξης τον Οκτώβριο 2010 μέχρι τον Ιανουάριο 2012, δηλαδή για 15 και πλέον μήνες, δεν προέβησαν σε οποιοδήποτε διάβημα προς εντοπισμό και σύλληψη του εφεσείοντα, αλλά και το γεγονός ότι, ενώ ειδοποιήθηκαν από το Νοέμβριο του 2011 ότι ο εφεσείων επιθυμεί να παραδοθεί, εντούτοις, για δύο περίπου μήνες, παρέλειψαν να αντιδράσουν. Επισημαίνουμε ότι τότε μόνο οι διωκτικές αρχές αποφάσισαν να θέσουν σε λειτουργία τους μηχανισμούς εντοπισμού του εφεσείοντα και εκ νέου ποινικής δίωξης εναντίον του, όταν ο τελευταίος, αυτόβουλα, τον Ιανουάριο 2012 παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο δηλώνοντας έτοιμος να δικαστεί. Ναι, η συμβολή του εφεσείοντα στην καθυστέρηση διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης που παρατηρήθηκε ήταν μεγάλη και ορθά αξιολογήθηκε ως τέτοιου βαθμού από το Κακουργιοδικείο. Εξ ίσου μεγάλη όμως ήταν και η συμβολή των διωκτικών αρχών στην εν λόγω καθυστέρηση. Αυτό όμως, δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει το Κακουργιοδικείο.

 

 Το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να σταθμίσει και να αξιολογήσει τους πιο πάνω παράγοντες μέσα στα πλαίσια στάθμισης και αξιολόγησης του συνόλου των σχετικών με την επιμέτρηση της ποινής παραγόντων και σε συνδυασμό με αυτούς. Υπενθυμίζουμε ότι ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν αυτός του απλού μεταφορέα, ήταν πολύ περιορισμένης έκτασης, οι προσωπικές του συνθήκες είχαν άρδην μεταβληθεί προς όφελος του κατά την περίοδο που διέρρευσε μέχρι την επιβολή της ποινής και ο ρόλος του στη διαπίστωση των ποινικών ευθυνών του ήταν καταλυτικός, εφόσον ο ίδιος αυτόβουλα έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Δικαστηρίου, όταν οι διωκτικές αρχές αγνοούσαν την εκδηλωθείσα ετοιμότητα του να παραδοθεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ενδείκνυται η μείωση της επιβληθείσας ποινής, την οποία και μειώνουμε από εννέα σε επτά χρόνια φυλάκισης.

 

 

 

                                              ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

 

 

                                              ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                              ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο