ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 350

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 29/2012)

 

 

20 Μαΐου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από το Δικαστή Α. Πασχαλίδη.  Ο Δικαστής Στ. Ναθαναήλ θα δώσει την απόφαση της μειοψηφίας.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17/4/2010 έφτασε αεροπορικώς από την Ινδία στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, δέμα της διεθνούς εταιρείας μεταφοράς και παράδοσης δεμάτων Aramex, (η Aramex), το οποίο περιείχε, σύμφωνα με το τιμολόγιο που το συνόδευε, τέσσερα κάδρα με ξύλινες κορνίζες (τέσσερα Handicrafts Wooden Paintings), όλα δείγματα, αξίας €10 το ένα. Πάνω στο δέμα ήταν επικολλημένο τιμολόγιο αποστολής (Airway Βill), σύμφωνα με το οποίο αποστολέας του δέματος ήταν κάποιος Anil Kumar, ενώ παραλήπτης η εταιρεία M.K. Indian Artifacts Trading Ltd., (η εταιρεία), διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν ο εφεσείων. Το δέμα, το οποίο επρόκειτο για ένα σάκο cargo χρώματος κόκκινου, μετέφερε στην Κύπρο η αεροπορική εταιρεία Gulf Air.

 

Η εταιρεία συστάθηκε το Μάιο 2009 με μοναδικό διευθυντή και μέτοχο, τον εφεσείοντα, από τη σύσταση της δε και μέχρι τον Απρίλιο 2010, ενοικίαζε από τη Μ.Κ.4, ιδιοκτήτρια του καταστήματος που βρίσκεται στην οδό Ακάμαντος 18Β στο Στρόβολο, το συγκεκριμένο κατάστημα, αντί του μηνιαίου ενοικίου των €400. Σύμφωνα με την εν λόγω μάρτυρα, η οποία, να σημειωθεί, διέμενε σε διαμέρισμα πάνω από το κατάστημα, και της οποίας η μαρτυρία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, ουδέποτε, ενόσω διαρκούσε η ενοικίαση, περιέπεσε στην αντίληψη της οποιασδήποτε μορφής εμπορική δραστηριότητα στο κατάστημα, οι γυάλινες προθήκες του οποίου ήταν συνέχεια καλυμμένες με χαρτί το οποίο είχε τοποθετήσει ο εφεσείων. Στο κατάστημα δεν είχαν ποτέ τοποθετηθεί, σύμφωνα με τη μάρτυρα, οποιαδήποτε εμπορεύματα, ενώ σε συνομιλία που σε ανύποπτο χρόνο είχε με τον εφεσείοντα, ο τελευταίος της ανέφερε ότι τα εμπορεύματα τα οποία ανέμενε από την Ινδία χάθηκαν στο ταχυδρομείο και οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά. Παρόλο που η μάρτυς προθυμοποιήθηκε, όπως ανέφερε, να απαλλάξει τον εφεσείοντα από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, εφόσον οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά, ο τελευταίος συνέχισε την ενοικίαση του καταστήματος καταβάλλοντας ανελλιπώς το ενοίκιο.

 

Κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, η Υ.Κ.Α.Ν., ενεργώντας στη βάση πληροφοριών, σύμφωνα με τις οποίες στις 17/4/2010 θα μεταφερόταν από την Ινδία στην Κύπρο με την αεροπορική εταιρεία Gulf Air, δέμα της Aramex, μέσα στο οποίο θα υπήρχαν ναρκωτικά, αναζήτησε το δέμα, το οποίο και εντόπισε, με τη συνεργασία των Τελωνειακών Αρχών, στις αποθήκες του τελωνείου το απόγευμα της 17/4/2010. Επρόκειτο για το δέμα που έχουμε περιγράψει πιο πάνω.

 

Με τον εντοπισμό του, ο σάκος ανοίχθηκε από δύο Τελωνειακούς Λειτουργούς, ένας από τους οποίους ήταν και ο Μ.Κ.3, στην παρουσία μελών της Υ.Κ.Α.Ν., μεταξύ των οποίων και ο Μ.Κ.8. Μέσα στο σάκο υπήρχε άσπρη σακούλα μέσα στην οποία υπήρχε χάρτινη συσκευασία με τέσσερα κάδρα, το πίσω μέρος των οποίων ήταν καλυμμένο με λαδόκολλα, η οποία εμποδίζει, σύμφωνα με το Μ.Κ.3, την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών με ακτινολογικό έλεγχο. Στο πίσω μέρος των κορνιζών εκάστου κάδρου εντοπίστηκαν δύο νάιλον συσκευασίες - σύνολο οκτώ - οι οποίες περιείχαν ρητίνη κάνναβης, συνολικού, όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, βάρους 2.307,5256 γραμμαρίων. Τα ναρκωτικά, αφού αφαιρέθηκαν από τα κάδρα, παραλήφθηκαν από τους άνδρες της Υ.Κ.Α.Ν. για σκοπούς φύλαξης και επιστημονικής εξέτασης, ενώ τα κάδρα, άδεια πλέον, επανατοποθετήθηκαν στην άσπρη σακούλα της Aramex, την οποία στη συνέχεια η Υ.Κ.Α.Ν. παρέδωσε στην εταιρία Aramex αφού στο μεταξύ είχε εξασφαλιστεί η έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας για ελεγχόμενη παράδοση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 3(Ι)/95.

 

Ενεργώντας στα πλαίσια της διαδικασίας για ελεγχόμενη παράδοση, μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. έθεσαν υπό παρακολούθηση τα γραφεία της Aramex. Λίγο μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας, παρουσιάστηκε στα γραφεία της εν λόγω εταιρείας, ο εφεσείων, ο οποίος είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί για την άφιξη του δέματος από υπάλληλο της Aramex, για να παραλάβει τη σακούλα με τα κάδρα. Αφού παρέλαβε τα κάδρα τα οποία και τοποθέτησε στο αυτοκίνητο του, ο εφεσείων αναχώρησε με κατεύθυνση τη Λεμεσό, ακολουθούμενος διακριτικά από αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν μέλη της Υ.Κ.Α.Ν. Αναφορικά με τα όσα ακολούθησαν μέχρι την ανακοπή και σύλληψη του εφεσείοντα, σχετική είναι η μαρτυρία του Μ.Κ.2, η οποία συνοψίζεται από το Κακουργιοδικείο στις σελ. 7 και 8 της απόφασης του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

"..... ενώ ο κατηγορούμενος οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο βγήκε σε κάποια στιγμή από την έξοδο της Κοφίνου στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση το μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας. Ακολούθως όμως έκανε επαναστροφή, γεγονός που δημιούργησε στους αστυνομικούς που τον παρακολουθούσαν την υποψία ότι έγιναν αντιληπτοί και ο επικεφαλής της επιχείρησης του έδωσε εντολή να τον ανακόψει. Τον ανέκοψε σε έξοδo του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και σε ερώτηση που του υπόβαλε αν είχε στην κατοχή του οτιδήποτε το παράνομο αυτός απάντησε αρνητικά. Ακολούθησε έρευνα στο αυτοκίνητο και όταν ο μάρτυρας τον πληροφόρησε ότι στην άσπρη σακούλα που είχε στο χώρο αποσκευών εντοπίσθηκαν 2,5 κιλά κάνναβης τα οποία παρέλαβε η ΥΚΑΝ, ο κατηγορούμενος, ο οποίος φαινόταν ανήσυχος και συγχυσμένος, απάντησε μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο:- «Εγώ εν πίνακες που παρέλαβα», απάντηση που δεν ικανοποίησε και μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ για περαιτέρω εξετάσεις όπου μετά από λίγη ώρα, στις 16.30, τον συνέλαβαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος (τεκ. 23) και η απάντηση που έδωσε όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ήταν «Εν έχω σχέση με τούτα τα πράματα εγώ»."

 

 

Τη σύλληψη του εφεσείοντα ακολούθησε προφορική ανάκριση του, στα πλαίσια της οποίας του υποβλήθηκε μικρός αριθμός ερωτήσεων. Παραθέτουμε την εκδοχή που ο εφεσείων πρόβαλε, όπως αυτή συνοψίζεται στην εκκαλούμενη απόφαση:

 

    "Από την Ινδία εισήγαγε κατά τους τελευταίους 5-6 μήνες σε 5-6 περιπτώσεις sticks, βάσεις των sticks, βραχιόλια και δακτυλίδια. Όμως τα πράγματα αυτά δεν πωλούνταν και τα πιο πολλά βρίσκονται στο σπίτι του, ενώ κάποια άλλα τα επέστρεψε.

 

    Η τελευταία εισαγωγή αφορούσε πίνακες, αλλά δεν ξέρει πόσα χρήματα έστειλε στην Ινδία τόσο τις προηγούμενες φορές όσο και την τελευταία και παρέπεμψε σχετικά τον ανακριτή στην λογίστρια Ευαγγελία της εταιρείας Γιώργου Γιάγκου."

 

 

Εναντίον του εφεσείοντα εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας, στα πλαίσια εκτέλεσης του οποίου ερευνήθηκε το κατάστημα της οδού Ακάμαντος 18Β στο Στρόβολο και η κατοικία στην οποία ο εφεσείων διέμενε με τους γονείς του, στα Πολεμίδια. Οι έρευνες έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, δύο αποδείξεις της Western Union που αφορούσαν εμβάσματα του εφεσείοντα στον Anil Kumar, ο οποίος υπενθυμίζουμε φερόταν ως ο αποστολέας των κάδρων, τέσσερα τιμολόγια του Anil Kumar στο όνομα της εταιρείας του εφεσείοντα, ημερομηνίας 16/2/2010 και 13/4/2010, αντίστοιχα, για το συνολικό ποσό των €34 και ένα ρούχινο τσαντάκι μέσα στο οποίο υπήρχαν 0.9845 γρ. ρητίνης κάνναβης. Σύμφωνα με τη σχετική με τις έρευνες μαρτυρία, το μεν κατάστημα ήταν άδειο από εμπορεύματα, το δε τσαντάκι με την κάνναβη εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα.

 

Στα πλαίσια των ενεργειών οι οποίες έγιναν με στόχο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, ζητήθηκε η συνδρομή της Interpol Νέου Δελχί για σκοπούς εξακρίβωσης των στοιχείων του αποστολέα των κάδρων Anil Kumar. Σύμφωνα με την εν λόγω Υπηρεσία, τόσο τα στοιχεία του αποστολέα, όσο και η διεύθυνση του ήταν ψεύτικα. Στα πλαίσια των ίδιων ενεργειών αναζητήθηκε μαρτυρία για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας, για τα εμβάσματα στα οποία ο εφεσείων και η εταιρεία του προέβησαν μέσω της Western Union στην Ινδία, όπως επίσης και για την αξία των επίδικων κάδρων. Η σχετική με τις συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης μαρτυρία που εξασφαλίστηκε, τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είτε με τη μορφή παραδεκτών γεγονότων, είτε ενόρκως, συνοψίζεται δε στις σελ. 10, 11, 12 και 13 της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα:

 

    "Η Εταιρεία εισήγαγε από την Ινδία στις 10.7.09 ένα πακέτο και δήλωσε ως φορολογητέα αξία €205, ενώ από 29.12.09 μέχρι 17.4.10 έκαμε ακόμη 4 εισαγωγές συνολικής δηλωθείσας αξίας €50 (τεκμ. 40 και 41). Περαιτέρω έγινε παραδεκτό ότι η Εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στο Φ.Π.Α. από 21.7.09 με δραστηριότητα την εισαγωγή ινδικών προϊόντων και για μεν την περίοδο μέχρι 31.12.09 υπόβαλε φορολογική δήλωση ότι εισήγαγε εμπορεύματα αξίας €1795 χωρίς όμως αντίστοιχες πωλήσεις, για δε την περίοδο από 1.1 - 31.3.10 ότι πώλησε εμπορεύματα έναντι του ποσού των €600 (τεκμ. 42α και 42β). Σχετική επί του θέματος είναι και η μαρτυρία του λογιστή της Εταιρείας Ε. Ευαγγέλου (ΜΚ.10) που έχει ως ακολούθως:-

 

    Τηρούσε τους λογαριασμούς της Εταιρείας, αλλά με τον κατηγορούμενο δεν είχε προσωπική επαφή καθότι του έστελλε τα σχετικά στοιχεία μέσω του "Akis Express". Έτσι μέσα στο 2009 του έστειλε μερικά τιμολόγια αγοράς εμπορευμάτων και μέσα στο 2010 ακόμη ένα συνολικής αξίας €1.969,13, ενώ σ' ότι αφορά τις πωλήσεις του αποστάληκε ένα τιμολόγιο για πώληση σε κάποιο Α. Ανδρέου από τη Λάρνακα ενός πίνακα για το ποσό των €690 (τεκμ. 30 ημερ. 10.1.10). Περαιτέρω ο κατηγορούμενος - ο οποίος ήταν συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις - πλήρωνε μέσω του γραφείου του και το ενοίκιο του καταστήματος της οδού Ακάμαντος 18Α στο Στρόβολο για την περίοδο από 1.6.09 μέχρι και την 31.1.10 (τεκμ. 46), καθώς επίσης και τη μηνιαία εισφορά του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύψους €173 (τεκμ. 45), ως και άλλα έξοδα περιόδου 21.7 - 31.12.09 ύψους €1.794,72 πλέον €174,41 ΦΠΑ (τεκμ. 44).

 

    Όσον αφορά τα εμβάσματα που έκανε ο κατηγορούμενος μέσω της Western Union σχετική είναι η μαρτυρία της υπαλλήλου της εν λόγω εταιρείας Ν. Μιχαήλ (Μ.Κ.9).

 

    Από 29.6.09 μέχρι και την 10.4.10, ανάφερε, ο κατηγορούμενος έκανε σε 20 περιπτώσεις εμβάσματα στην Ινδία συνολικού ποσού €11.600 (τεκμ. 34 και συνοπτική κατάσταση τεκμ. 43). Απ' αυτά τα 11 περιόδου 4.12.09 μέχρι και 10.4.10 συνολικού ποσού €5.900 έγιναν επ' ονόματι Anil Kumar, ενώ τα προηγούμενα εννέα έγιναν επ' ονόματι άλλων προσώπων στην Ινδία.

 

    Σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Western Union, τόνισε, ο παραλήπτης των εμβασμάτων θα πρέπει για να του πληρωθούν τα χρήματα να παρουσιάσει τα στοιχεία ταυτότητας του. Ωστόσο δεν γνωρίζει αν όλες οι χώρες στις οποίες λειτουργεί γραφεία η Western Union τηρούν αυστηρά τους κανονισμούς και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο κάποιος να εισπράξει τα χρήματα του εμβάσματος παρουσιάζοντας πλαστά στοιχεία και επί του προκειμένου ανάφερε ότι σε κάποιες περιπτώσεις υποβλήθηκαν παράπονα για τέτοια συμβάντα στο εξωτερικό.

 

    Παραδεκτή επίσης είναι και η μαρτυρία υπαλλήλου της ARAMEX (τεκμ. 39) σύμφωνα με την οποία η ARAMEX μετέφερε από την Ινδία και παράδωσε στον κατηγορούμενο στη Λευκωσία δέματα σε 4 περιπτώσεις. Η πρώτη ημερ. 29.12.09 αφορούσε δέμα 14.700 γρ. με την επιγραφή "Photoframe" και ως αποστολέας παρουσιαζόταν κάποια εταιρεία με τ' όνομα "Apexus Overseas", η δεύτερη ημερ. 22.2.10 αφορούσε δέμα 10.900 γρ. με την επιγραφή «paintings» και είχε - όπως και οι επόμενες δύο - ως αποστολέα τον Anil Kumar και ως παραλήπτη την Εταιρεία, η τρίτη ημερ. 16.4.10 αφορούσε δέμα βάρους 1 κιλού με την επιγραφή             «T-Shirt, showl» και η τέταρτη ημερ. 19.4.10 αφορούσε το επίδικο που είχε βάρος 18 κιλών.

 

    Τέλος, σ' ότι αφορά την αξία των επίδικων 4 υφασμάτινων κάδρων, σχετική είναι η μαρτυρία των Μ. Χριστοδούλου (ΜΚ.5) και                          Κ. Χασαπόπουλου (ΜΚ.6).

 

    Ο ΜΚ.5 ανάφερε ότι είναι έμπορας ειδών Λαϊκής Τέχνης διαφόρων χωρών της Ασίας μεταξύ των οποίων και η Ινδία, χώρα στην οποία ταξίδευσε τα τελευταία 20 χρόνια πολλές φορές και σ' ότι αφορά τα υφασμάτινα κάδρα της υπόθεσης τα έβλεπε συχνά να πωλούνται εκεί σε τιμή που δεν ξεπερνούσε τα €10 το καθένα. Ο ίδιος όμως δεν εμπορεύεται τέτοια κάδρα γιατί δεν έχουν ζήτηση στην Κύπρο.

 

    Ο ΜΚ.6 ανάφερε ότι είναι συντηρητής αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, με σπουδές στην Ιταλία, Ιαπωνία και Ελλάδα και ασχολείται στον τομέα αυτό πέραν των 40 χρόνων. Εξέτασε τα επίδικα 4 υφασμάτινα κάδρα και το πόρισμα του είναι ότι δεν αποτελούν έργα τέχνης, αλλά έργα χειροτεχνίας χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία. Τέτοια έργα, τόνισε, πωλούνται στα Indian Shops σε εξευτελιστικές τιμές €15-€20 περίπου το καθένα."

 

 

Εναντίον του εφεσείοντα ασκήθηκε ποινική δίωξη για:

 

"1. Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β - ρητίνης κάνναβης - βάρους 2.307,5256 γρ. κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 4(1)(α), 30(1)(3) και του άρθρου 4(1)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Νόμου (1η κατηγορία).

 

2. Κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 30(1)(2)(3) και του άρθρου 6(2) του Πρώτου Παραρτήματος του Τρίτου Πίνακα του Νόμου (2η κατηγορία).

 

3. Κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα κατά παράβαση των άρθρων  2, 3, Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 5(1)(β), 6(1)(3), 30(1)(2)(3), 30Α και του άρθρου 6(3)Β του Τρίτου Πίνακα του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου (3η κατηγορία) και

 

4. Κατοχή 0.9848 γρ. ρητίνης κάνναβης κατά παράβαση των ίδιων προνοιών του Νόμου ως και η δεύτερη κατηγορία (4η κατηγορία)."

 

     

Για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν 12 μάρτυρες, ενώ ο εφεσείων, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, επέλεξε, όπως εξάλλου ήταν δικαίωμά του, να καταθέσει ενόρκως.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση, στο οποίο συνοψίζεται η ένορκη εκδοχή του εφεσείοντα:

 

    "Εγκατέλειψε το σχολείο μετά την 3ην Γυμνασίου και έκτοτε εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, με τελευταία αυτή του security σε ξενοδοχείο όπου γνώρισε κάποια Ινδή, την Ματού, με την οποία συνήψε ερωτικό δεσμό.

 

    Η άδεια παραμονής της Ματού στην Κύπρο έληγε το καλοκαίρι του 2008, αλλά πριν φύγει για την πατρίδα της του γνώρισε τον συμπατριώτη της Anil Kumar ο οποίος του «έριξε» την ιδέα να εμπορευθεί είδη ινδικής λαϊκής τέχνης, τα οποία θα αγόραζε €0,50-€1.- και θα τα πωλούσε €10, €20 ή και €30. Δεν απέρριψε την ιδέα και αφού ερεύνησε την αγορά αποφάσισε να την υλοποιήσει, αφού τα δείγματα που του είχε δείξει ο Kumar πωλούνταν στην Κύπρο €10-€20. Ο Kumar όμως του ζήτησε για να συνεργασθεί μαζί του €3000-€4000 και επειδή δεν ήξερε απ' αυτές τις δουλειές συμβουλεύτηκε δικηγόρο που βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο, ο οποίος τον συμβούλευσε να συστήσει εταιρεία, όπως και έπραξε. Κι αυτό αφού στο μεταξύ ενοικίασε το κατάστημα της ΜΚ.4, το οποίο προόριζε για τα εμπορεύματα που θα έφερνε από την Ινδία λόγω του ότι στη Λευκωσία είχε πιο πολύ κόσμο και στη Λεμεσό τα αντικείμενα που σκόπευε να εμπορευθεί πωλούνταν σε παζαράκια στους δρόμους.

 

    Κατ' ακολουθία των πιο πάνω άρχισε από το καλοκαίρι του 2008 να στέλλει χρήματα στην Ινδία σε διάφορα πρόσωπα που του είχε υποδείξει ο Kumar για να συμπληρωθεί το ποσό της προκαταβολής των €4.000, διότι όπως του είχε πει ο Kumar δεν μπορούσε να στείλει το ποσό αυτό σ' ένα και μόνο πρόσωπο. Στη συνέχεια ο Kumar του έστειλε κάποια δείγματα, τα οποία πήρε στο παζαράκι και σε καταστήματα της Λεμεσού αλλά δεν είχαν ζήτηση και έτσι διέκοψε τη συνεργασία μαζί του και ξανάπιασε δουλειά ως security. Σε σχέση δε με το ποσό των €4.000, που είχε στείλει στο μεταξύ, έκανε αρκετά τηλεφωνήματα και απαίτησε να του επιστραφεί, αλλά ο Kumar του πρότεινε να του στείλει πίνακες που θα είχαν περισσότερη ζήτηση. Αποφάσισε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια αφού θεωρούσε τις €4.000 χαμένα λεφτά και έτσι έστειλε στον Kumar κι άλλα χρήματα. Πράγματι ο Kumar του έστειλε τον πρώτο πίνακα που πώλησε για €600, γεγονός που τον έκανε να του στείλει κι' άλλα χρήματα γιατί έκρινε ότι οι πίνακες είχαν ζήτηση και στη συνέχεια ο Kumar του έστειλε ακόμη δύο πίνακες τους οποίους πώλησε €500-€600 τον καθένα χωρίς τιμολόγιο διότι ακόμα εργαζόταν στη ζημιά του. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Kumar να του στείλει κι' άλλους πίνακες και γι' αυτό τον σκοπό έστειλε κι άλλα χρήματα, όπως του είχε ζητήσει ο Kumar. Ο Kumar όμως όχι μόνο δεν του έστειλε, αλλά ούτε και απαντούσε στα πολλά τηλεφωνήματα που του έκανε ή απαντούσε με μισόλογα. Αισθάνθηκε ότι τον είχε «πιάσει κορόιδο» και σε μια από τις τηλεφωνικές τους συνομιλίες τον απείλησε ότι αν δεν τηρούσε τη συμφωνία θα πήγαινε στην Ινδία να «τον σπάσει στο ξύλο» και να του «κάψει το σπίτι».

 

    Μετά την απειλή, συνέχισε, ο Kumar τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι είχε έτοιμο το πακέτο και μαζί με τους πίνακες θα του έστελλε και φουλάρια, αλλά θα έπρεπε να του στείλει ακόμη €700. Πείσθηκε να στείλει κι' αυτό το ποσό αφού του τηλεφώνησε και η Ματού, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι αν έστελλε ακόμη μερικά χρήματα θα έπαιρνε το εμπόρευμα. Πράγματι μετά που έστειλε τα χρήματα ήλθε το πρώτο πακέτο με τα φουλάρια και μετά από 3-4 ημέρες τον ειδοποίησαν από την ARAMEX ότι ήλθε και το επίδικο. Πήγε και το πήρε και ξεκίνησε για τη Λεμεσό, αλλά σε κάποιο σημείο βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο για φαγητό. Δεν βρήκε και έκανε επαναστροφή προς την Χοιροκιτία, που ήξερε ότι υπήρχαν κέντρα, αλλά τον ανέκοψε η αστυνομία και όταν πληροφορήθηκε το λόγο αντέδρασε παράξενα γιατί ο ίδιος πήγε να παραλάβει πίνακες και όχι ναρκωτικά."

 

 

Το Κακουργιοδικείο αφού προέβη στην ορθή, κατά τη γνώμη μας, διαπίστωση ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση, στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, την έκαμε δεκτή στο σύνολο της, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα, την οποία, για τους λόγους που απαριθμούνται στην απόφαση του και στους οποίους θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο, απέρριψε ως «παιδαριώδη» και ως «προκαλούσα τη στοιχειώδη νοημοσύνη».

 

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, παραπέμποντας στην ερμηνεία του όρου «ελεγχόμενη παράδοση» στο άρθρο 2[1] του Νόμου 3(Ι)/1995, όπως και στις πρόνοιες του εδαφίου (2) (α)[2] και (3)[3], του άρθρου 4 του ίδιου Νόμου,  αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3 γιατί δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της «κατοχής».

 

Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως:

 

"Ενώ έγινε συμμόρφωση στις πρόνοιες του άρθρου 6, δηλαδή ενώ η απόφαση για ελεγχόμενη παράδοση λήφθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και κοινοποιήθηκε στον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ως και στον Γενικό Εισαγγελέα (τεκμ. 25, 26 και 27), εντούτοις δεν τηρήθηκε η πρόνοια του άρθρου 4(2)(α) που επιβάλλει ολική ή μερική αντικατάσταση των απαγορευμένων ουσιών - εδώ ρητίνης κάνναβης - με άλλες ουσίες.  Με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει λόγος ότι όταν ο κατηγορούμενος παρέλαβε άδεια από ουσίες τα κάδρα να θεωρείται ότι παρέλαβε και τις απαγορευμένες ουσίες (άρθρο 4(3)(β)).  Η παράλειψη αυτή κατά την άποψή μας εκθεμελιώνει τις κατηγορίες 2 και 3 - κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια του απαγορευμένου φαρμάκου - διότι με την αφαίρεση των 8 συσκευασιών με την ρητίνη κάνναβη από τα κάδρα και τη μη αντικατάσταση τους, μερικώς ή ολικώς, με άλλες ουσίες απουσιάζει το συστατικό στοιχείο της κατοχής των υπό αναφορά απαγορευμένων ουσιών."

 

 

Η εν λόγω κρίση του Κακουργιοδικείου δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση και συνεπώς η ορθότητα του σκεπτικού με βάση το οποίο οδηγήθηκε στην αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3, δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Αναφορικά με την κατηγορία 1, το Κακουργιοδικείο επισημαίνοντας ότι η άφιξη στις 17/4/2010 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, των τεσσάρων κάδρων με την ποσότητα της απαγορευμένης από το Νόμο συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας συσκευασμένη στο πίσω μέρος τους, στο όνομα της εταιρείας της οποίας μοναδικός μέτοχος και διευθυντής ήταν ο εφεσείων, συνιστούσε παραδεκτό γεγονός, έκρινε, στη βάση της προσαχθείσης ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, τον τελευταίο, ένοχο στην κατηγορία 1.  Συγκεκριμένα έκρινε:

 

"... ότι αφενός μεν ο κατηγορούμενος σύστησε την Εταιρεία ως καμουφλάρισμα των πραγματικών δραστηριοτήτων του και αφετέρου ότι ασφαλώς και γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα είχαν συσκευασθεί με επαγγελματικό τρόπο ναρκωτικά, το τίμημα αγοράς των οποίων απέστειλε σταδιακά μέσω της Western Union στον αποστολέα των ναρκωτικών που παρουσιαζόταν με το μη πραγματικό όνομα ως Anil Kumar."

 

 

Αναφορικά με την κατηγορία 4, το Κακουργιοδικείο, προβαίνοντας, στην ορθή κατά τη γνώμη μας επισήμανση, ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση και της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία η ποσότητα κάνναβης που εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο του, ήταν δική του και προοριζόταν για δική του χρήση, έκρινε τον τελευταίο, ορθά και πάλι κατά τη γνώμη μας, ένοχο στην κατηγορία 4.

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων στην κατηγορία 1, ενώ στην κατηγορία 4 δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.

 

Η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου στην κατηγορία 1, αμφισβητείται με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, ενώ με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται ως υπερβολική η ορθότητα της ποινής των 7 χρόνων που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία. Παραθέτουμε τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, μαζί με την αιτιολογία τους:

 

"Πρώτος Λόγος ΄Εφεσης

 

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του Κατηγορούμενου ήταν παιδαριώδης και ότι προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη, με αποτέλεσμα να την απορρίψει είναι εσφαλμένο.

   

Αιτιολογικό του 1ου Λόγου ΄Εφεσης

 

Α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Κατηγορούμενου βασιζόμενο μεταξύ άλλων στην μαρτυρία της ΜΚ4 Α. Χριστοφόρου και ΜΚ3 Α. Ιγνατίου, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή ήταν αντινομική.

 

Β)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε την μαρτυρία των ΜΚ2 Κλ. Γρηγορίου, ΜΚ5 Μ. Χριστοδούλου και ΜΚ6 Κ. Χασαπόπουλου.

 

Γ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι δεν μπορούσε για κάποιο χρονικό διάστημα να στείλει ποσά πέραν των €700 Ευρώ - σε ένα πρόσωπο στην Ινδία.

 

Δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι στο ενοικιασθέν κατάστημα στην Λευκωσία δεν μπήκε ποτέ εμπόρευμα.

 

Ε)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε ασχολήθηκε και/ή έκρινε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι ίσως τα ναρκωτικά να προορίζονταν για άλλα πρόσωπα, τα οποία θα παρουσιάζονταν ως αγοραστές των πινάκων, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει την ύπαρξη των ναρκωτικών.

 

Στ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε και/ή ασχολήθηκε με την εκδοχή του κατηγορούμενου ότι ίσως ο ίδιος ο αποστολέας να ειδοποίησε την Αστυνομία για την αποστολή του πακέτου.

 

Δεύτερος Λόγος ΄Εφεσης

 

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος εισήγαγε τα επίδικα ναρκωτικά είναι εσφαλμένο και δεν συνάδει με την μαρτυρία και/ή τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Αιτιολογικό του 2ου Λόγου ΄Εφεσης

 

Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον Κατηγορούμενο στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, για τους ίδιους λόγους ο Κατηγορούμενος θα έπρεπε να απαλλαγεί και στην κατηγορία της εισαγωγής των ναρκωτικών."

 

 

Και οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, με λεπτομερή αναφορά σε πτυχές της μαρτυρίας, ιδιαίτερα της μαρτυρίας των Μ.Κ.3, 4, 5 και 6, όπως και της μαρτυρίας του εφεσείοντα, με προφανή στόχο, από τη μια να καταδειχθεί το ακροσφαλές της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων κατηγορίας και από την άλλη το αξιόπιστο της εκδοχής του εφεσείοντα.

 

Η όλη επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι ο εφεσείων, πρόσωπο περιορισμένης ακαδημαϊκής μόρφωσης, έπεσε θύμα μιας καλοστημένης, από τον Kumar, παγίδας. Ο τελευταίος, στον οποίο ο εφεσείων έδειξε εμπιστοσύνη επειδή του τον είχε συστήσει η Ματού, με την οποία ο εφεσείων είχε κατά την εδώ παραμονή της συνάψει ερωτικές σχέσεις, χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία και πιθανό συνεργαζόμενος με τρίτα, άγνωστα στον εφεσείοντα πρόσωπα, μη αποκλειομένης και αυτής της ίδιας της Ματού, εξαπάτησε τον «αφελή και άπειρο», όπως, ο συνήγορος, τον χαρακτηρίζει, εφεσείοντα, βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου, το οποίο, είτε αποσκοπούσε στην απόσπαση από τον εφεσείοντα σημαντικών χρηματικών ποσών, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε, όταν δε ο εφεσείων αντιδρώντας απείλησε τον Kumar με τη χρήση βίας, ο τελευταίος με σκοπό να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα, του απέστειλε, χωρίς ο εφεσείων να το γνωρίζει, τα ναρκωτικά, είτε τα ναρκωτικά, εν αγνοία πάντα του εφεσείοντα, προορίζοντο για τρίτους, οι οποίοι θα αγόραζαν τα κάδρα από τον εφεσείοντα.

 

Στα πλαίσια προώθησης της πιο πάνω θέσης του ο κ. Ταμπούρλας υποστήριξε πως η χρήση από τον Kumar ψεύτικων στοιχείων, ενισχύει παρά αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα καθότι αποκαλύπτει ξεκάθαρα «ότι το πρόσωπο που εμφανιζόταν με το όνομα Anil Kumar είναι ένας απατεώνας ...». Υποστήριξε επίσης ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να συνεχίζει, παρά την απουσία θετικής ανταπόκρισης από την άλλη πλευρά, να αποστέλλει χρήματα στον Kumar ή σε πρόσωπα που ο τελευταίος του υποδείκνυε, δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία από αυτήν που ο εφεσείων εισηγήθηκε, δηλαδή, προσπάθεια του εφεσείοντα να μειώσει τη ζημιά του και παράλληλα να καταστήσει την επιχείρηση του βιώσιμη και πετυχημένη. Στα πλαίσια των προσπαθειών που ο εφεσείων κατέβαλλε για επιτυχή δραστηριοποίηση του στον τομέα του εμπορίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του τελευταίου ενέταξε και την ενέργεια του να συστήσει εταιρεία, να ενοικιάσει υποστατικό στη Λευκωσία και παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει λόγω της συμπεριφοράς του Anil Kumar, να συνεχίζει να καταβάλλει τα ενοίκια και τα άλλα τρέχοντα έξοδα της εταιρείας. Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο προκατάληψη. Συγκεκριμένα, ο κ. Ταμπούρλας αναφερόμενος στη θέση του Κακουργιοδικείου περί επαγγελματικού τρόπου απόκρυψης των ναρκωτικών στο πίσω μέρος των κάδρων, διερωτάται: «Ποιος ήταν ο επαγγελματικός τρόπος που έκρυψε τα ναρκωτικά ο αποστολέας; Επειδή έβαλε λαδόκολλες; Η λαδόκολλα εμποδίζει τον ακτινολογικό έλεγχο; Ποια επιστημονική μαρτυρία το λέει αυτό; Επειδή είπε ο Μ.Κ.3 ότι έχει πείρα γιατί πριν 5-6 χρόνια είχε παρόμοια περίπτωση που πέρασε από X-RAY machine και δεν έδειχνε καθόλου; (σελ. 59 πρακτικών). Είναι εμπειρία μία περίπτωση σε 32 χρόνια υπηρεσίας; Είναι ειδικός ο μάρτυρας σε ακτινολογικούς ελέγχους; Ήταν οι ίδιες λαδόκολλες; Εργαζόταν το τότε ακτινολογικό μηχάνημα ή μήπως ήταν χαλασμένο και/ή ελαττωματικό; Πέρασαν τα επίδικα ναρκωτικά από ακτινολογικό έλεγχο; Όλα αυτά είναι εικασίες και υποθέσεις ανεπίτρεπτες σε μία τόσο σοβαρή υπόθεση».

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι θέσεις της κας Πασιαρδή.

 

Διεξήλθαμε με προσοχή την ενώπιον μας μαρτυρία, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις, εισηγήσεις και επισημάνσεις της υπεράσπισης.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 3, 4, 5 και 6, περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι η εν λόγω μαρτυρία, ορθά κατά τη γνώμη μας, κρίθηκε μετά από αξιολόγηση, αξιόπιστη. Εξάλλου, η εν λόγω μαρτυρία στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Εκείνο που η υπεράσπιση ουσιαστικά αμφισβητεί και το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, είναι η βαρύτητα που το Κακουργιοδικείο πρόσδωσε στην εν λόγω μαρτυρία και ειδικότερα τα συμπεράσματα στα οποία το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε είτε με βάση αποκλειστικά την εν λόγω μαρτυρία, είτε με βάση την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία σε συνδυασμό με τη μαρτυρία των τεσσάρων πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας. Ως εκ τούτου, στην κρίση του Κακουργιοδικείου σχετικά με το αξιόπιστο της συγκεκριμένης μαρτυρίας, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα.

 

Σε σχέση με την εκδοχή και γενικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αυτή, για λόγους που αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, όπως έχουμε            ήδη αναφέρει, κρίθηκε, μετά από αξιολόγηση, αναξιόπιστη και ως τέτοια απορρίφθηκε. Παραθέτουμε τους λόγους αυτούσιους:

 

    "Ο κατηγορούμενος, χωρίς να αμφισβητεί οποιαδήποτε ουσιαστική πτυχή της μαρτυρίας που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, επικεντρώθηκε στην προώθηση της θέσης ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών στα κάδρα. Η εκδοχή όμως που πρόβαλε για προώθηση της θέσης αυτής κτίσθηκε σε ισχυρισμούς οι οποίοι κατά την άποψή μας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν παιδαριώδεις και ως τέτοιοι δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από κανένα λογικό Δικαστήριο. Προς τούτο είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι αδυνατούμε να δεχθούμε τον ισχυρισμό του ότι:-

 

1.   Έστειλε αρχικά σε διάφορα πρόσωπα που του υπέδειξε ο Kumar - ένα πρόσωπο που η Interpol Νέου Δελχί βεβαίωσε ότι χρησιμοποιούσε ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας και ψεύτικη διεύθυνση (τεκμ. 32) - €4.000 γιατί όπως του είχε πει ο Kumar δεν θα μπορούσε να στείλει αυτό το ποσό στην Ινδία σε ένα και μόνο πρόσωπο. Μα, αν έτσι είχαν τα πράγματα, πώς έστειλε στον παρουσιαζόμενο ως Kumar €5.900             (τεκμ. 34); Στη συνέχεια όμως διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του προβάλλοντας ότι αυτό που απαγορεύεται είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να στέλλει χρήματα σε κάποιο πρόσωπο στην Ινδία περισσότερα από €700 την κάθε φορά, ισχυρισμός που και πάλιν διαψεύδεται αφού δύο εμβάσματα του τεκμ. 34 ημερ. 30.1.10 και 20.3.10 προς τον Kumar ήταν €1.500 και €1.000 αντίστοιχα.

 

2. Απέστειλε στα διάφορα πρόσωπα που του υπέδειξε ο Kumar €5.700 - τα πρώτα 9 εμβάσματα του τεκμ. 34 - και επ' ανταλλάγματι ο Kumar του έστειλε κάποια δείγματα ασήμαντης αξίας και όμως του έστειλε ακόμη €5.900 - τα επόμενα 11 εμβάσματα επ' ονόματι του Kumar - στη βάση της υπόσχεσης του Kumar ότι θα του απέστελλε πίνακες η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε τα €10 ο καθένας, τη στιγμή που με τις €5.700 που αρχικά έστειλε θα μπορούσε να απαιτήσει να του αποσταλούν μερικές εκατοντάδες πίνακες και μετά αν είχαν ζήτηση να αποστείλει και άλλα χρήματα.

 

3. Ενοικίασε κατάστημα και συνέχισε για 1 περίπου χρόνο να πληρώνει ως ενοίκιο €400 μηνιαίως χωρίς να βάλει σ' αυτό οτιδήποτε, αλλά να περιμένει να υλοποιήσει ο Kumar την υπόσχεση του να του στείλει πίνακες αξίας €10 ο καθένας ώστε «να φκει που πάνω». Όπως αδυνατούμε να δεχθούμε ότι χωρίς ουσιαστικά κανένα έσοδο από τις «δραστηριότητες» της Εταιρείας πλήρωνε €173 το μήνα εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τεκμ. 45) και παρά το γεγονός ότι για 1 περίπου χρόνο η Εταιρεία πώλησε 1 πίνακα - ή έστω τρεις κατά τον ισχυρισμό του - αντί του ποσού των €600 συνέχισε να πληρώνει και τα τόσα άλλα έξοδα που ανάφερε ο λογιστής του (ΜΚ.10).

 

4. Απείλησε δήθεν τον Kumar ότι «θα του κάψει το σπίτι» και ο Kumar για να τον ενοχοποιήσει έκρυψε στα κάδρα 2.307 γρ. ρητίνης κάνναβης και μάλιστα με επαγγελματικό τρόπο για να μην ανιχνευθούν από ακτινολογικό έλεγχο. Πρόκειται κατά την άποψή μας για εκπληκτικό όντως ισχυρισμό, αφού την «εκδίκηση» του ο Kumar θα πλήρωσε προφανώς με μερικές χιλιάδες ευρώ - όση και η χονδρική αξία της εν λόγω ποσότητας - ενώ ταυτόχρονα θα έκαμνε «δώρο» ρητίνη κάνναβης η λιανική αξία της οποίας στην κυπριακή αγορά ήταν άνω των €50.000 (2.307 γρ. χ €30 το γρ. περίπου).

 

    Όλα τα πιο πάνω κατά την άποψη μας συνθέτουν μια εκδοχή που προκαλεί την στοιχειώδη νοημοσύνη, την οποία απορρίπτουμε χωρίς κανένα δισταγμό."

 

 

Συμμεριζόμαστε την επί του προκειμένου κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Συνιστά και δική μας διαπίστωση ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που το Κακουργιοδικείο έχει επισημάνει και τους οποίους έχουμε παραθέσει πιο πάνω, χρωματίζεται, έντονα μάλιστα, από στοιχεία τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα, φανερώνουν διάθεση από πλευράς του τελευταίου απόκρυψης της αλήθειας, πλήττοντας έτσι καίρια την αξιοπιστία του. Ενδεικτικό της πολύ φτωχής εικόνας που αναδύεται μέσα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, είναι, μεταξύ άλλων, ορθών κατά τη γνώμη μας, επισημάνσεων στις οποίες προέβη το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια αξιολόγησης της εν λόγω μαρτυρίας και οι επισημάνσεις τις οποίες έχουμε παραθέσει αυτούσιες πιο πάνω. Επομένως, ούτε και στον τομέα αυτό διαπιστώνουμε λόγο να παρέμβουμε.

 

Ήταν η θέση του κ. Ταμπούρλα ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στην κατηγορία της εισαγωγής (κατηγορία 1), δεν συνάδει με την απαλλαγή και αθώωση του στις κατηγορίες 2 και 3. Η απουσία του στοιχείου της «κατοχής» των ναρκωτικών που οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αναπόφευκτα θα έπρεπε να είχε οδηγήσει και στην αθώωση του στην κατηγορία της εισαγωγής. Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του           κ. Ταμπούρλα έχει ως άξονα τη θέση ότι η εισαγωγή των ναρκωτικών συντελέστηκε στα γραφεία της Aramex κατά το χρόνο παράδοσης των κάδρων στον εφεσείοντα και ποτέ προηγουμένως. Τούτου δοθέντος, εισηγήθηκε ο κ. Ταμπούρλας, δεν θα ήταν δυνατό να ευθύνεται ο εφεσείων για την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο, εφόσον όταν του παραδόθηκαν τα κάδρα, αυτά ήταν κενά από ουσίες.

 

Την αντίθετη άποψη εξέφρασε η κα Πασιαρδή, η οποία παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 5 των Customs and Excise (Single Market) Κανονισμών του 1992, όπως και σε απόσπασμα από το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2004, σελ. 732, υποστήριξε ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα γι' αυτό και στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 1 γίνεται αναφορά σε εισαγωγή στο αεροδρόμιο Λάρνακας.

 

Κατ' αρχήν θα πρέπει να πούμε πως το νομικό υπόβαθρο στο οποίο παραπέμπει η κα Πασιαρδή αφορά αγγλικά νομοθετήματα, τα οποία δεν ισχύουν στην Κύπρο, γι' αυτό και δεν θα μας απασχολήσουν. Αναφορικά όμως με τη θέση της κας Πασιαρδή ότι η εισαγωγή συντελέστηκε στη Λάρνακα με τη μεταφορά στην Κύπρο των κάδρων, θέση με την οποία και συμφωνούμε, είναι πιστεύουμε αρκετό στην παρούσα περίπτωση να παραπέμψουμε στις πρόνοιες του εδαφίου 1(ζ) του Πρώτου Άρθρου του περί Ενιαίας Συμβάσεως περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1969,                  (Ν. 7/69), όπως αυτός τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Γενεύης ημερομηνίας 25/3/1972, που κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου Τροποποιούντος την Ενιαία Σύμβαση περί Ναρκωτικών (Κυρωτικού) Νόμου του 1973, σύμφωνα με τις οποίες:

 

"(ζ) «εισαγωγή» και «εξαγωγή» δηλούν, υπό τας αντιστοίχους αυτών εννοίας, την μεταφοράν ναρκωτικού εκ τινος χώρας εις ετέραν ή εκ τινος εδάφους χώρας τινός εις έτερον έδαφος της αυτής χώρας."

 

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, όταν τα κάδρα μεταφέρθηκαν στην Κύπρο από την Ινδία, αυτά περιείχαν τις συσκευασίες των ναρκωτικών. Σ' αυτή την κατάσταση αφού εκφορτώθηκαν, μεταφέρθηκαν στις αποθήκες του Τελωνείου. Επομένως, η εισαγωγή των ναρκωτικών συντελέστηκε στη Λάρνακα. Συνεπώς, και σ' αυτό τον τομέα κρίνουμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.

 

Τέλος, ήταν η εισήγηση του κ. Ταμπούρλα ότι η περιστατική μαρτυρία, ορθά αξιολογούμενη, δεν οδηγεί, στο βαθμό και την έκταση που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, στη διαπίστωση στην οποία το Κακουργιοδικείο προέβη και συγκεκριμένα στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών, όταν αυτά εισήχθησαν στην Κύπρο. Ούτε η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία, είτε στον τρόπο που χειρίστηκε την εν λόγω μαρτυρία, είτε στη βαρύτητα που αυτό της πρόσδωσε. Αντίθετα, εκείνο που διαπιστώνουμε είναι πως η Κατηγορούσα Αρχή, με τη δύναμη της εν λόγω μαρτυρίας πέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη και συγκεκριμένα, ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι μέσα στα κάδρα ήταν συσκευασμένες οι ναρκωτικές ουσίες. Επισημαίνουμε ότι πρόκειται για περιστατική μαρτυρία και συνεπώς η ύπαρξη της «γνώσης» θα πρέπει να είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτή. Αρκεί, κατά την άποψη μας, να διεξέλθει ένας την αποδεκτή μαρτυρία και ιδιαίτερα τα περιστατικά που, όπως πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο επισημαίνει, προκύπτουν αβίαστα από την εν λόγω μαρτυρία, τα οποία αποτέλεσαν και το υπόβαθρο με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην επί του προκειμένου διαπίστωση του, για να διαπιστώσει την ορθότητα της συγκεκριμένης κατάληξης του. Παραθέτουμε τα εν λόγω περιστατικά, όπως συνοψίζονται στην εκκαλούμενη απόφαση:

 

"1. Τον Απρίλιο του 2009 ο κατηγορούμενος ενοικίασε το κατάστημα της οδού Ακάμαντος 18Β στον Στρόβολο έναντι του ενοικίου των €400 μηνιαίως και ένα μήνα μετά σύστησε την Εταιρεία με μοναδικό μέτοχο και διευθυντή τον ίδιο.

 

2. Από τον Ιούνιο του 2009 μέχρι 10.4.10 ο κατηγορούμενος απέστειλε σε 20 περιπτώσεις μέσω της Western Union στην Ινδία το συνολικό ποσό των €11.600, από τις οποίες οι 11 συνολικού ποσού €5.900 περιόδου 4.12.09-10.4.10 στάληκαν σε κάποιο που παρουσιαζόταν ως Anil Kumar, πλην όμως τόσο τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου αυτού όσο και η διεύθυνση του αποδείχθηκαν μετά από έλεγχο της Interpol Νέου Δελχί ως ψεύτικα.

 

3. Παρόλο που ο κατηγορούμενος απέστειλε σε διάφορα πρόσωπα στην Ινδία το συνολικό ποσό των €11.600 εντούτοις τα «εμπορεύματα» που του αποστάληκαν ήταν ασήμαντης αξίας. Ειδικά η αξία των εμπορευμάτων που του απέστειλε ο Anil Kumar ήταν μερικών δεκάδων ευρώ.

 

4. Καθόλη την περίοδο από τον Απρίλιο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 ο κατηγορούμενος, πέραν των πιο πάνω εμβασμάτων, πλήρωνε ως ενοίκιο για ένα κατάστημα εντελώς άδειο €400 το μήνα, €173 το μήνα εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα έξοδα, ενώ κατά την αντίστοιχη περίοδο τα επιβεβαιωμένα έσοδα της Εταιρείας ήταν €600.

 

5. Στις 17.4.10 έφτασε στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας δέμα από την Ινδία με αποστολέα τον παρουσιαζόμενο ως Anil Kumar στο όνομα της Εταιρείας και μέσα στο δέμα υπήρχαν 4 κάδρα με ξύλινο πλαίσιο. Το πίσω μέρος των κάδρων αυτών ήταν καλυμμένο με λαδόκολλα, υλικό που εμποδίζει την ανίχνευση ναρκωτικών από ακτινολογικό έλεγχο και στο κάθε κάδρο υπήρχαν από δύο συσκευασίες με ρητίνη κάνναβη συνολικού βάρους 2.307 γρ.

 

6. Μετά τον εντοπισμό των πιο πάνω συσκευασιών με τα ναρκωτικά η αστυνομία τις αφαίρεσε και στη συνέχεια το δέμα μεταφέρθηκε στα γραφεία της μεταφορικής εταιρείας ARAMEX στη Λευκωσία απ' όπου ο κατηγορούμενος παρέλαβε αυθημερόν το δέμα αφού υπάλληλος της ARAMEX του τηλεφώνησε στον αριθμό κινητού τηλεφώνου που υπήρχε στο τιμολόγιο που συνόδευε το δέμα και

 

7. Ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν πρόσωπο που δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με ρητίνη κάνναβη, αφού η αστυνομία εντόπισε στις 19.4.09 στο υπνοδωμάτιο του την έστω μικρή ποσότητα των 0,9848 γρ."

 

 

Επομένως, ούτε στον τομέα αυτό βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αποτυγχάνουν. Συνεπώς, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

 

 

 

Έφεση κατά της ποινής

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθη, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ποινή φυλάκισης  7 ετών στην κατηγορία της εισαγωγής (κατηγορία 1), ενώ δεν επεβλήθη ποινή στην κατηγορία 4.

 

Στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου του, των προσωπικών περιστάσεων του και του είδους των ναρκωτικών, η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική.

 

Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο όχι μόνο αναφέρεται σε λεπτομέρειες των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών περιστάσεων του εφεσείοντα, όπως αυτές παρατίθενται στη σχετική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και συμπληρώθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του, όπως και στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και στο είδος και στην ποσότητα των ναρκωτικών, αλλά και ασχολείται με τους συγκεκριμένους μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες σε έκταση, αποτιμώντας τους στα πλαίσια της γενικότερης διαχρονικής αρχής που επιτάσσει εξισορρόπηση της ποινής, ώστε αυτή να αρμόζει όχι μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και στο άτομο του παραβάτη. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, το στοιχείο της εξατομίκευσης, αν και δεν ατονεί, εντούτοις υποχωρεί μπροστά στη σοβαρότητα των αδικημάτων. Έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νομοθέτης έχει, για το αδίκημα της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου, προβλέψει ποινή φυλάκισης δια βίου. Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». (Βλ. Παντελής Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 172/2009 και 178/2009, ημερομηνίας 21/12/2010 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).

 

Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας αναφορικά με το πρόσωπο του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως ο εφεσείων είναι ηλικίας 27 ετών και κατά τον κρίσιμο με την υπόθεση χρόνο, εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας σε ξενοδοχείο, ενώ παράλληλα είχε συστήσει την εταιρεία στο όνομα της οποίας μεταφέρθηκαν στην Κύπρο τα ναρκωτικά, τα έξοδα λειτουργίας της οποίας κατέβαλλε ο ίδιος, όπως και τα διάφορα εμβάσματα στην Ινδία. Διέμενε με τους γονείς του σε χωριό της Λεμεσού, με τους οποίους οι σχέσεις του, όπως και με τη μικρότερη αδελφή του, ήταν καλές. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.  Κατά τον ίδιο χρόνο, ήταν αρραβωνιασμένος, όμως τα σχέδια του για γάμο ανατράπηκαν λόγω αυτής της υπόθεσης. Ήταν περιστασιακός χρήστης ναρκωτικών.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι είναι το πρόσωπο  που, με σκοπό την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, τοποθέτησε λαδόκολλες στα κάδρα, καθώς επίσης και ότι εσφαλμένα έτυχε από το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισης ως να ήταν έμπορος ναρκωτικών, κατηγορία την οποία δεν αντιμετώπιζε.

 

Ούτε οι θέσεις αυτές μας βρίσκουν σύμφωνους. Πρωταρχική θέση ανάμεσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση κατέχει ο «επαγγελματικός», όπως ορθά το Κακουργιοδικείο τον χαρακτηρίζει - γιατί περί επαγγελματικού όντως τρόπου πρόκειται - σχεδιασμός αποστολής των ναρκωτικών στην Κύπρο, συστατικά στοιχεία του οποίου συνιστούν, σύμφωνα με τις εύστοχες επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου, η λήψη μέτρων με στόχο την παρεμπόδιση ανίχνευσης των ναρκωτικών, όπως είναι η τοποθέτηση λαδόκολλας στα κάδρα και η σύσταση εταιρείας που, όπως ορθά το Κακουργιοδικείο παρατηρεί, «δήθεν εμπορευόταν ινδικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης». Και το ένα και το άλλο στοιχείο, σε συνδυασμό με την ποσότητα           των εισαχθέντων ναρκωτικών, «προσδίδουν», όπως πολύ εύστοχα το Κακουργιοδικείο επισημαίνει, «ιδιαίτερη σοβαρότητα στο αδίκημα και κατατάσσουν τον κατηγορούμενο (εφεσείοντα) στην κατηγορία του εμπόρου ναρκωτικών».

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή των 7 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην κατηγορία της εισαγωγής δεν είναι έκδηλα υπερβολική, έτσι ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας.

 

Ως αποτέλεσμα και η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

 

 

 

                                             

                                    Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                    Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1]    «ελεγχόμενη παράδοση» σημαίνει τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η διέλευση απαγορευμένων ουσιών ή απαγορευμένων αντικειμένων από, προς ή μέσω της επικράτειας μιας ή περισσότερων χωρών, εν γνώσει και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων αρχών με σκοπό την αναγνώριση προσώπων αναμεμιγμένων στη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων».

[2]   «κατακράτηση ή καταστροφή ή κατακράτηση και καταστροφή ολόκληρης ή μέρους της ποσότητας απαγορευμένων ουσιών ή αντικειμένων που εισάγονται ή διακινούνται παράνομα στην Κύπρο και αντικατάστασή τους ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα».

[3]   «Κατά την εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου (2) πιο πάνω, η αποστολή, παράδοση ή παραλαβή-

(α) Μέρους της ποσότητας των απαγορευμένων ουσιών ή των απαγορευμένων αντικειμένων ή

(β) άλλων ουσιών ή αντικειμένων με τις οποίες ή τα οποία αντικαταστάθηκαν οι απαγορευμένες ουσίες ή τα απαγορευμένα αντικείμενα,

θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως αποστολή, παράδοση ή παραλαβή των απαγορευμένων ουσιών ή απαγορευμένων αντικειμένων ως να μην είχαν αντικατασταθεί ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο