ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 296

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις αρ. 52/12 και 60/12)

 

 

3 Απριλίου 2013

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές.]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 52/2012 )

(Σχετ. με 60/2012)

 

ΣΤΕΛΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείοντα

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________

(Ποινική Έφεση Αρ. 60/2012 )

(Σχετ. με 52/2012)

 

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΠΟΤΑΧΙΔΟΥ

Εφεσείουσας

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________

 

Μ. Νεοφύτου (κα), για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Ι. Ιωαννίδου (κα) και Δ. Ναπολέοντος (κα), δικηγόροι της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

_________________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από

το δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex tempore)

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ:  Έχουμε δύο εφέσεις ενώπιον μας οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους, εξ ου και ακούσθησαν μαζί.  Η μια αφορά τον Εφεσείοντα, ως αυτός θα ονομάζεται, και η άλλη αφορά την Εφεσείουσα, ως αυτή θα ονομάζεται.  Είχαν και οι δύο αντιμετωπίσει κατηγορίες οι οποίες προέκυπταν από δύο επεισόδια που είχαν συμβεί στις 21.7.2008 και στις 22.7.2008 στη Βάσα Κοιλανίου.  Φαίνεται ότι οι Εφεσείοντες ήσαν γείτονες με τους παραπονούμενους και ότι από καιρό υπήρχαν προστριβές μεταξύ τους που απεκορυφώθησαν στα επεισόδια αυτά.

 

Η κατηγορία που αφορούσε την 21/7/2008 (6η) ήταν κατηγορία κοινής επίθεσης από τον Εφεσείοντα κατά του Stephanο Adams, οι δε κατηγορίες που αφορούσαν την 22/7/2008 ήσαν, για μεν τον Εφεσείοντα παράνομη είσοδος στην οικία των παραπονουμένων με σκοπό να ενοχλήσει, επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη και δημόσια εξύβριση (1η, 2η και 3η αντίστοιχα).  Οι δύο πρώτες κατηγορίες αφορούσαν ευθέως τον παραπονούμενο Stephano Adams και η άλλη κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης αφορούσε την παραπονούμενη σύζυγό του.  Οι κατηγορίες 4 και 5 αφορούσαν την Εφεσείουσα και συνίσταντο σε είσοδο στην οικία των παραπονουμένων με σκοπό να ενοχλήσει και κοινή επίθεση κατά του Stepano Adams.  Δεν υπήρξε παραδοχή και διεξήχθη ακρόαση στην οποία εδόθη μαρτυρία εκτός από το μάρτυρα αστυνομικό, ο οποίος εχειρίσθη την υπόθεση όταν αυτή κατεγγέλθη, και από τους ίδιους τους παραπονούμενους και τους Εφεσείοντες. 

 

Το Δικαστήριο κατέληξε σε απόφαση αθωωτική για την Εφεσείουσα όσον αφορά την κατηγορία της εισόδου με σκοπό την ενόχληση (4η) εφ΄όσον ηύρε ότι αυτή δεν είχε πρόθεση την ενόχληση όταν εισήλθε στην οικία των παραπονουμένων, αλλά καταδικαστική γι΄αυτήν στην 5η κατηγορία της κοινής επίθεσης και για τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες που τελικά αυτός αντιμετώπισε (1η, 2η και 6η) αφού απεσύρθη η άλλη (3η) κατά το πέρας της μαρτυρίας της Αστυνομίας.  Η κατάληξη του δικαστηρίου εβασίσθη στην αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονουμένων και στην απόρριψη της μαρτυρίας των Εφεσειόντων, τα δε ευρήματα του Δικαστηρίου παρετέθησαν με βάση τη μαρτυρία την οποία αυτό αξιολόγησε.  Το Δικαστήριο έδωσε περιγραφή τόσο του ιστορικού που οδήγησε στις δύο αυτές περιπτώσεις όσο και του τι έγινε εκείνες τις δύο ημέρες.  Φαίνεται από αυτή την παράθεση της μαρτυρίας όλη η προηγούμενη ένταση μεταξύ των δύο γειτονικών οικογενειών που σχετιζόταν με τη συμπεριφορά των σκύλων των παραπονουμένων στην οποία αντιδρούσαν οι Εφεσείοντες, αλλά και σε παράπονα που οι παραπονούμενοι είχαν από τους Εφεσείοντες λόγω της συμπεριφοράς τους.  Στις 21.7.2008 υπήρξε φαίνεται επανάληψη προηγούμενης συμπεριφοράς του σκύλου των παραπονουμένων στην οποία αντέδρασε ο Εφεσείων, και ήταν στα πλαίσια αυτά που εισήλθε στην οικία των παραπονουμένων διαπράττοντας, όπως το Δικαστήριο διεπίστωσε, την επίθεση στην οποία αναφέρετο η 6η κατηγορία.  Τα χειρότερα φαίνεται να έγιναν στις 22.7.2008 όταν και πάλι υπήρχε η ίδια αναστάτωση από το σκύλο των παραπονούμενων και εξελίχθησαν τα γεγονότα με τρόπο που οδήγησε τόσο σε εξυβρίσεις και διαπληκτισμούς όσο και σε επίθεση μετά από είσοδο του Εφεσείοντα στην αυλή των παραπονουμένων.  Υπήρξε και κάποια παρέμβαση της Εφεσείουσας η οποία την ενέπλεξε στην επίθεση, από την οποία προέκυψε η κατηγορία 5 για την οποία κατεδικάσθη.  Το Δικαστήριο, σε αυτή τη βάση, βρήκε σε σχέση με τον Εφεσείοντα ότι υπήρχε τόσο η παράνομη είσοδος με σκοπό την ενόχληση (κατηγορία 1) όσο και η επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη (κατηγορία 2), αφού υπήρξε κάποια βλάβη σύμφωνα με τη μαρτυρία η οποία ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου.  Καταδίκασε λοιπόν τον Εφεσείοντα σε ποινές προστίμου €150, €700 και €150 στις κατηγορίες 1, 2 και 6, ενώ διέταξε την Εφεσείουσα να υπογράψει εγγύηση αναφορικά με την κατηγορία 5.

 

Αντιδρώντας με την έφεση, οι Εφεσείοντες παρέθεσαν, ο μεν Εφεσείων τέσσερις λόγους έφεσης, η δε Εφεσείουσα τρεις.  Στην έφεση 52/12 ο λόγος έφεσης 3 αφορά μόνο στον Εφεσείοντα, ενώ οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4, είναι κοινοί με τους λόγους έφεσης 1-3 στην έφεση 60/12.  Κατά την ακρόαση της έφεσης απεσύρθησαν οι κοινοί λόγοι έφεσης 2 και 4 στην έφεση 52/12 και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 στην έφεση 60/12.  Έτσι παρέμεινε ο κοινός λόγος έφεσης 1 που αφορά στην κατάληξη του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των δύο παραπονουμένων, καθώς και ο 3ος λόγος έφεσης στην έφεση 52/12 που αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντος για είσοδο με σκοπό την ενόχληση. 

 

Ήταν πρόδηλο κατά την ακρόαση, και σε τούτο επικεντρώθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες, ότι η έφεση έχει ως κύρια κατεύθυνση την αποδοχή της αξιοπιστίας του παραπονούμενου, και κατά δεύτερο λόγο της παραπονούμενης, με αναφορά στην προσέγγιση του Δικαστηρίου προς τη μαρτυρία τους.  Η ευπαίδευτη συνήγορος μας παρέπεμψε σε συγκεκριμένες αναφορές στην απόφαση όσον αφορά την άποψη του Δικαστηρίου για τη μαρτυρία, οι οποίες, κατά την εισήγησή της, αποκαλύπτουν ότι το Δικαστήριο έκαμε επιλεκτική αποδοχή της μαρτυρίας του παραπονούμενου και κατά τρόπο που να μην συνάδει με τις αρχές της νομολογίας που επιτρέπουν να βασισθεί το Δικαστήριο σε μέρος της μαρτυρίας και να απορρίψει άλλο.  Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις εκτεταμένες παρατηρήσεις του Δικαστηρίου όσον αφορά τη μαρτυρία του παραπονούμενου, η θεμελιακή εντύπωση του Δικαστηρίου ήταν εντύπωση αναξιοπιστίας, και τούτο επομένως δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο στη συνέχεια να επιλέξει συγκεκριμένα στοιχεία της μαρτυρίας τα οποία αναφέροντο σε ιδιαίτερα στάδια της εξέλιξης των γεγονότων και να καταδικάσει με ασφάλεια τους Εφεσείοντες βασιζόμενο σε αυτά.  Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στα οποία έκαμε αναφορά η συνήγορος των Εφεσειόντων.  Σε διάφορα σημεία της απόφασης το δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του παραπονούμενου (ΜΚ 3), ανέφερε τα ακόλουθα:-

«Μέσα από την εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, τον τρόπο και το ύφος με το οποίο απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ο μάρτυρας δεν μου προξένησε καλή εντύπωση ως προς την συμπεριφορά του.  Ήταν εριστικός, προκλητικός και δεν έδειχνε να σέβεται τη διαδικασία ή ακόμα και το Δικαστήριο το ίδιο.

.............................

Ο μάρτυρας δυσκολευόταν να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις που του γίνονταν από το Δικαστήριο ως προς την συμπεριφορά και την διαγωγή που όφειλε να επιδεικνύει εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου όντας μάρτυρας Κατηγορίας.  Παρουσίασε μια εικόνα θλιβερή.

 

Παρόλα αυτά θα πρέπει να πω με τρόπο ακριβοδίκαιο ότι για το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του αυτός με έπεισε.

..............................

Δεν μου διαφεύγει ότι σε κάποια σημεία της η μαρτυρία του παρουσιάζει ακρότητες.

.............................

Θεωρώ, όμως, πως το πιο πάνω καθώς και η όλη του συμπεριφορά εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου δεν είναι ικανά να κλονίσουν την εντύπωση που σχημάτισα γι' αυτόν και που αναφορικά με τον Κατηγορούμενο είναι ότι κατέθεσε την αλήθεια.

..............................

Αλλά και μιας διάθεσης, θα έλεγα, από μέρους του, όπως μέσα από την όλη μαρτυρία και συμπεριφορά του αποδεικνύεται, να προσβάλει τους Κατηγορούμενους.

..............................

Αναφορικά, όμως, με το τι καταλόγισε στην δεύτερη Κατηγορούμενη κατά τις 22.7.08 δεν είμαι διατεθειμένος να δεχθώ την μαρτυρία του.  Και αυτό λόγω της ασυνέπειας που υπάρχει όσον αφορά τις ενέργειες της δεύτερης Κατηγορούμενης μεταξύ της γραπτής κατάθεσης που ο μάρτυρας έδωσε στην Αστυνομία και της διά ζώσης μαρτυρίας του.

..............................

Στην διά ζώσης μαρτυρία του ο μάρτυρας ανέφερε διαφορετικά πράγματα για τις ενέργειες της Κατηγορούμενης.

..............................

Πρόκειται περί σοβαρών αντιφάσεων που δεν μπορούν να μείνουν απαρατήρητες από το Δικαστήριο και που κατά την κρίση μου δείχνουν διάθεση από μέρους του μάρτυρα να ψευσθεί.

.............................

Υπό το φως όλων των πιο πάνω ο μάρτυρας με κλόνισε ως προς την ειλικρίνεια του και την διάθεση του να πει την αλήθεια αναφορικά με τις ενέργειες της Κατηγορούμενης στις 22.7.08 με αποτέλεσμα να μου έχει δημιουργηθεί σοβαρή αμφιβολία ως προς το αν επί του προκειμένου διά ζώσης είπε την αλήθεια.  Συνακόλουθα δεν δέχομαι τους διά ζώσης ισχυρισμούς του μάρτυρα αναφορικά με τις ενέργειες της Κατηγορούμενης οι οποίοι, σημειωτέον, προβλήθηκαν και 3 σχεδόν χρόνια μετά το επίδικο περιστατικό.  Δέχομαι μόνο ό,τι αυτός ανέφερε γι' αυτήν στην γραπτή κατάθεση που του λήφθηκε από την Αστυνομία.

..............................

Από τη μαρτυρία του μάρτυρα δεν δέχομαι, επίσης, τον ισχυρισμό του ότι πριν το επεισόδιο της 22.7.08 δεν είχε εξυβρίσει την Κατηγορούμενη με τις φράσεις που του υποδείχθηκαν από την Υπεράσπιση.  Θεωρώ ότι ο μάρτυρας δεν είπε την αλήθεια επί του προκειμένου.

..............................

Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό του ότι ο Κατηγορούμενος δεν ζήτησε από τον μάρτυρα τον λόγο γιατί ο τελευταίος εξύβριζε την Κατηγορούμενη λίγο πριν το επεισόδιο της 22.7.08 και πάλι θεωρώ πως ο μάρτυρας δεν είπε την αλήθεια.  Επί του προκειμένου κρίνω πως η μαρτυρία των Κατηγορουμένων ήταν ειλικρινής.  Κρίνω δε πως η πιο πάνω άρνηση του μάρτυρα ήταν μια συντονισμένη προσπάθειά του να μην αποκαλύψει στο Δικαστήριο ότι προηγουμένως είχε εξυβρίσει την Κατηγορούμενη.»

 

 

Παρά τα πιο πάνω σχόλια, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο εξής εύρημα σε σχέση με την αξιοπιστία του ΜΚ 3:-

«Συνακόλουθα εκτός από τα σημεία της μαρτυρίας του μάρτυρα που δεν αποδέχομαι όλη η υπόλοιπη μαρτυρία του είναι αποδεκτή.»

 

Στην όψη του πράγματος, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων έχει απόλυτο δίκαιο, αφού το Δικαστήριο προέβη σε σαφέστατες τοποθετήσεις όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του παραπονούμενου.  Παρατηρώντας ότι η συμπεριφορά του στο εδώλιο ήταν τέτοια που δεν του προξένησε καθόλου καλή εντύπωση, συνέχισε μεν να δείξει ότι επείσθη για το ακριβοδίκαιο της μαρτυρίας του αλλά και να αντιστρέψει και πάλι τα πράγματα λέγοντας ότι μέρος της μαρτυρίας του παραπονούμενου παρουσίαζε ακρότητες.  Εξήγησε το Δικαστήριο με πληρότητα αυτές τις εντυπώσεις τις οποίες είχε σχηματίσει, για να επανέλθει στην παρατήρηση ότι διαπίστωσε και διάθεση εκ μέρους του παραπονούμενου προσβολής των Εφεσειόντων.  Συγκεκριμένα δε σε σχέση με την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι «δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τη μαρτυρία του σχετικά με το τι της καταλόγισε».  Να σημειώσουμε βεβαίως ότι η μαρτυρία του όσον αφορά την Εφεσείουσα ήταν σημαντική σε σχέση με τη δική της εμπλοκή στο τι οδήγησε στην πράξη η οποία κατελογίσθη μετά στον Εφεσείοντα ως η πρόκληση σωματικής βλάβης.  Άρα δεν ήταν σημαντικό μόνο από την άποψη της δικής της καταδίκης όσον αφορά την επίθεση, αλλά και περαιτέρω όσον αφορά την εξακρίβωση της σειράς των γεγονότων που αφορούσαν τον ίδιο τον Εφεσείοντα.  Υπέδειξε μάλιστα το Δικαστήριο ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ της γραπτής κατάθεσης του παραπονούμενου και της διά ζώσης μαρτυρίας του όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η καταλογιζόμενη επίθεση είχε διαπραχθεί.  Και τούτο αφορούσε το κατά πόσο είχε σπρώξει η Εφεσείουσα το μάρτυρα ή αν τον είχε, όπως είπε, «κλαπώσει», με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο έδαφος, ώστε ο Εφεσείων τότε να ήταν σε θέση να επιτεθεί σε αυτόν από θέση ισχύος και να προκαλέσει ότι προκάλεσε.  Το Δικαστήριο, ως προς την ειλικρίνειά του παραπονούμενου, ομολόγησε ότι επρόκειτο «περί σοβαρών αντιφάσεων» που δεν μπορούσαν να μείνουν απαρατήρητες και που κατά την κρίση του δικαστηρίου έδειχναν «διάθεση από μέρους του μάρτυρα να ψευσθεί».  Παρά ταύτα, έκανε δεκτή τη μαρτυρία του.

 

 

Ως προς την παραπονούμενη (ΜΚ 2) το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε θετική αξιολόγηση της μαρτυρίας της.  Όμως στη συνέχεια σημειώνει τα εξής:-

«Σε κάποια, όμως, σημεία κρίνω πως η μάρτυρας δεν είπε την αλήθεια.  Ως εκ τούτου δεν δέχομαι τον ισχυρισμό που πρόβαλε κατά την κυρίως εξέταση και επανέλαβε κατά την αντεξέταση, ότι, δηλαδή, οι σκύλοι της δεν προκαλούσαν ανησυχία στους Κατηγορούμενους ή ότι των επίδικων περιστατικών δεν είχε προηγηθεί συζήτηση ή παράπονο εκ μέρους των Κατηγορούμενων για την ανησυχία που προκαλούσαν οι σκύλοι της μάρτυρος στους Κατηγορούμενους.  Η Κατηγορούμενη ήταν σαφής στη μαρτυρία της ότι πριν τα επίδικα επεισόδια είχε κάνει επανειλημμένα εκκλήσεις και παράπονα προς την μάρτυρα για την ενόχληση που δημιουργούσε ο μεγαλύτερος σκύλος της μάρτυρος μέσα στην περιουσία της Κατηγορούμενης.  Ούτε και δέχομαι τον διά ζώσης ισχυρισμό της μάρτυρος που προέβαλε κατά την αντεξέταση ότι ο Κατηγορούμενος στις 21.7.08 έσπρωξε τον ΜΚ 3 με την μπουνιά του στον ώμο.  Σύμφωνα με τον ΜΚ 3 ο Κατηγορούμενος κατά την πιο πάνω ημέρα έσπρωξε τον πρώτο στον ώμο με το κάτω μέρος της παλάμης του.

 

Εκτός από τα σημεία από την μαρτυρία της που δεν αποδέχθηκα όλη η υπόλοιπη μαρτυρία της είναι αποδεκτή.»

 

Ούτε ο τρόπος που αξιολογήθηκε η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι σύμφωνος με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας.  Τα ευρήματα του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της φαίνονται εξ αντικειμένου παράλογα και αντιφατικά.

 

Έχουμε εκθέσει σε έκταση την προσέγγιση του Δικαστηρίου και τις παρατηρήσεις του, για να πούμε ότι με κανένα κανόνα που επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας και να απορρίψει άλλη δεν θα ήταν δυνατό για το Δικαστήριο, εφ΄όσον σχημάτισε τέτοια αρνητική εντύπωση για ένα μάρτυρα, να μπορέσει με ασφάλεια πλέον να βασισθεί στην όλη μαρτυρία η οποία είχε δοθεί για σκοπούς καταδίκης.  Η μαρτυρία, με τις ίδιες τις δηλώσεις του Δικαστηρίου, κατέστη ανασφαλής για να μπορεί το Δικαστήριο να βασισθεί πάνω σε αυτή και δεν ήταν δυνατό να επιλεγούν μεμονωμένα στοιχεία της μαρτυρίας, όπως έκαμε το Δικαστήριο ουσιαστικά, με την επιδίωξη να διακριβωθεί αξιοπιστία όσον αφορά το ένα στάδιο αλλά αναξιοπιστία όσον αφορά το άλλο στάδιο, είτε προηγούμενα είτε επόμενα. 

 

Ήταν με αυτά τα δεδομένα που υποδείξαμε στην ευπαίδευτο συνήγορο για την Εφεσίβλητη ότι θα μπορούσε, να είχε αναλόγως ρυθμίσει τη στάση της επί του θέματος, έχοντας υπόψη ότι και η άλλη πλευρά είχε δηλώσει εξ αρχής αλλά και ενώπιόν μας ότι θα αποδέχετο κατηγορία συμπλοκής, αν δεν ίσχυαν οι άλλες κατηγορίες.  Με λύπη σημειώσαμε την άρνηση της συνηγόρου για την Εφεσίβλητη να δει έρεισμα στην υπόδειξή μας.

 

Η κατάληξή μας βεβαίως επί της έφεσης, με όσα έχουμε πει, είναι τέτοια που να αναιρεί την καταδίκη όσον αφορά όλες τις κατηγορίες που αφορούν τις 22.7.2008.  Και, με την εξέλιξη που έχει πάρει η υπόθεση, δεν θα είμεθα διατεθειμένοι να προσθέσουμε οι ίδιοι κατηγορία συμπλοκής στο κατηγορητήριο εφ΄όσον ιδιαίτερα η εισήγηση αυτή είχε ήδη απορριφθεί. 

 

Παραμένει το θέμα της καταδίκης στην κατηγορία που αφορούσε την 21.7.2008.  Θα πρέπει να πούμε ότι το περιστατικό εκείνο φαίνεται να είναι κάπως διάφορο της υπόλοιπης υπόθεσης, με την έννοια ότι αυτό είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα και δεν αφορούσε την προσέγγιση στην αξιοπιστία της δεύτερης μέρας.  Η όλη βεβαίως προσέγγιση του Δικαστηρίου προς την αξιοπιστία μπορεί να διέπει κατ΄επέκταση και την κατηγορία αυτή, όμως φαίνεται ότι τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί με ένα τρόπο διαφορετικό που να μην επεκτείνεται αναγκαστικά στα όσα έχουμε διαπιστώσει σε σχέση με την περίπτωση της 22.7.2008, στην οποία ετέθη και το βάρος των εισηγήσεων της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες. 

 

Επομένως, η έφεση προς τον Εφεσείοντα επιτυγχάνει ως προς τις κατηγορίες 1, 2 και ως προς την Εφεσείουσα στην κατηγορία 5 και αποτυγχάνει ως προς την κατηγορία 6.  Στην κατηγορία 4 όπως είπαμε, η Εφεσείουσα πρωτοδίκως, είχε ήδη απαλλαγεί, ενώ η κατηγορία 3 είχε αποσυρθεί και για τους δύο Εφεσείοντες.

 

 

 

                                                        Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

                                                        Ε. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

                                                        Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο