ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 197/2012)
19 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
HANI ABDUL GHANI KABBARA,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Λ. Λουκαίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ιωαννίδου (κα.) με Π. Αβρααμίδη, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε αρχικά 410 κατηγορίες για τις οποίες παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στη συνέχεια προστέθηκαν άλλες 29 κατηγορίες και έγιναν συνολικά 439. Μετά το πέρας όμως της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, όλες οι κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα, πλην τριών, διακόπηκαν από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα με αποτέλεσμα την απαλλαγή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα απ΄ αυτές και τη συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.
Οι τρεις κατηγορίες που παρέμειναν ήταν:
(α) Της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255(1), (2) και (3), 262 και 20 του Ποινικού Κώδικα.
(β) Της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, και
(γ) Της αντίστασης κατά νομίμου συλλήψεως κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα.
Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 20 μάρτυρες ενώ ο εφεσείων, αφού κλήθηκε σε απολογία και του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, κατέθεσε ενόρκως. Τα βασικά επίδικα θέματα όπως τα διατύπωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν:
1. Εάν κατά τον ουσιώδη χρόνο κλάπηκε από την αυτόματη ταμειακή μηχανή (ΑΤΜ) της Λαϊκής Τράπεζας στη γωνία των οδών Αθηνών και Ξιούτα, στη Λεμεσό, με τη χρήση της πλαστής πιστωτικής κάρτας με αρ. 5145060074380758, το χρηματικό ποσό των €10.000.- σε μετρητά.
2. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εάν ο δράστης της κλοπής ήταν ο κατηγορούμενος-εφεσείων.
3. Εάν κατά τον ίδιο χρόνο ο κατηγορούμενος-εφεσείων επιτέθηκε στο Μ.Κ.7 και εάν υπό τις περιστάσεις στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της αντίστασης κατά νομίμου συλλήψεως.
4. Εάν η σύλληψη του εφεσείοντα από τον Μ.Κ.7 ήταν νόμιμη ή παράνομη και αντισυνταγματική και αν συμβαίνει το δεύτερο, εάν θα έπρεπε να αποκλειστεί, από το μαρτυρικό υλικό, η ανεύρεση του χρηματικού ποσού των €10.000.- (σε χαρτονομίσματα των €50.- που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα) κατά τη διάρκεια σωματικής έρευνας που του έγινε μετά τη σύλληψη του, από τον Μ.Κ.4.
Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι ο Μ.Κ.7 είδε τον εφεσείοντα την ώρα που ο τελευταίος προέβαινε σε ανάληψη χρημάτων από την προαναφερόμενη μηχανή με τη χρήση πλαστής πιστωτικής κάρτας και έβαζε στη συνέχεια τα χρήματα στην τσέπη του. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα επρόκειτο για ποσό €10.000.- Ο Μ.Κ.7, αφού είπε στον εφεσείοντα ότι είναι αστυνομικός, τον κάλεσε, στα ελληνικά και αγγλικά, να του δώσει το δελτίο ταυτότητας του για να εξακριβώσει τα στοιχεία του. Αντί συμμορφώσεως ο εφεσείων επιτέθηκε στον Μ.Κ.7 και στην πάλη που ακολούθησε, ο εφεσείων κτύπησε με γροθιά, κλώτσησε και τραυμάτισε τον Μ.Κ.7. Στη συνέχεια, ο εφεσείων τράπηκε σε φυγή και ο Μ.Κ.7 τον καταδίωξε με σκοπό να τον ακινητοποιήσει και να τον συλλάβει. Καθόλη τη διάρκεια της προσπάθειας σύλληψης του εφεσείοντα, ο τελευταίος έσπρωχνε και κτυπούσε με τα χέρια του τον Μ.Κ.7, διαπράττοντας έτσι και το αδίκημα της αντίστασης κατά νομίμου συλλήψεως. Τελικά ο εφεσείων συνελήφθη από τον Μ.Κ.7 με τη βοήθεια του αστυνομικού Μ.Κ.3.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν μπροστά από την επίδικη μηχανή επειδή ήθελε να δει κατά πόσο θα μπορούσε να στείλει, μέσω της μηχανής, κάποια χρήματα στον Καναδά, που είναι η χώρα καταγωγής του, για να πληρώσει κάποιους λογαριασμούς. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιούσε μέρος του ποσού των €10.000.- που κρατούσε και το οποίο αποτελούσε μέρος του συνολικού ποσού των €20.000.- που ο εφεσείων κατέθεσε ως εγγύηση στο δικαστήριο, στο πλαίσιο άλλης ποινικής διαδικασίας και το οποίο του επιστράφηκε, μέσω του δικηγόρου του, μετά την αθώωση του, στις 25.2.11. Ενώ στεκόταν μπροστά από τη μηχανή και κοίταζε την οθόνη της, άλλαξε γνώμη και αφού έβαλε στο πορτοφόλι την πιστωτική του κάρτα, το έβαλε στην τσέπη του σακακιού του. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε κάποιο θόρυβο και αισθάνθηκε κάποιο να του επιτίθεται βίαια πίσω στη πλάτη. Ήταν ο Μ.Κ.7, τον οποίο ο εφεσείων δεν αναγνώρισε ως αστυνομικό εφόσον δεν του είχε πει οτιδήποτε. Εφόσον θεώρησε ότι ο Μ.Κ.7 του επιτέθηκε, πάλεψε μαζί του για να αυτοαμυνθεί και να απελευθερωθεί. Δεν έκλεψε οτιδήποτε, ούτε καν άγγιξε την προαναφερόμενη μηχανή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στην ενώπιον του μαρτυρία και για λόγους που εξήγησε, αποδέχτηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας ενώ απέρριψε, ως αναξιόπιστη, τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Συναφώς έλαβε υπόψη του φωτογραφίες που λήφθηκαν από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης της τράπεζας, οι οποίες έδειχναν τον εφεσείοντα να αγγίζει την προαναφερόμενη μηχανή. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι τουλάχιστον δύο από τις φωτογραφίες, που έδειχναν τον εφεσείοντα να αγγίζει τη μηχανή, συνιστούσαν πραγματική μαρτυρία, η οποία κατέρριπτε την αξιοπιστία του. Άλλες δύο φωτογραφίες ήταν επίσης σχετικές με το πώς ο Μ.Κ.7 προσέγγισε τον εφεσείοντα και επίσης θεωρήθηκαν ότι κατέρριπταν την εκδοχή του εφεσείοντα. Αναφορικά με κατ΄ ισχυρισμό βασανισμό του εφεσείοντα, που διάρκεσε από τη στιγμή που τον συνέλαβαν μέχρι τη στιγμή που μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τη μη παρουσίαση ιατρικού πιστοποιητικού από τον ιδιώτη γιατρό Ιωσηφίδη που τον επισκέφθηκε αλλά και τη μη κλήτευση του γιατρού Ιωσηφίδη από την υπεράσπιση για να δώσει μαρτυρία, ως στοιχεία που επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία της εκδοχής του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προέβη σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκαν και οι τρεις κατηγορίες που εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσείοντα. Συναφώς, το δικαστήριο παρατήρησε, ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η προαναφερόμενη πιστωτική κάρτα ήταν πλαστή, και επίσης ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η λήψη, καταγραφή, σφράγιση, διακίνηση και φύλαξη των τεκμηρίων, έγινε σύμφωνα με το νόμο. Το ότι δεν ανευρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα ή γενετικό υλικό του εφεσείοντα στην προαναφερόμενη μηχανή, δεν θεωρήθηκε ως ουσιώδης έλλειψη για την απόδειξη της υπόθεσης.
Με βάση τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι στις 27.2.11 και περί ώρα 09.13 ο ειδικός αστυφύλακας Σωτηρίου (Μ.Κ.7) της Τροχαίας Λεμεσού, ενώ βρισκόταν σε περιπολία με δίκυκλο, στην οδό Αθηνών, πήρε μήνυμα από τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι γινόταν παράνομη ανάληψη μετρητών από την προαναφερόμενη μηχανή. Ο μάρτυρας φορούσε στολή αστυνομικού μοτοσυκλετιστή και έφερε στο στήθος αυτοκόλλητη ταινία στην οποία αναγραφόταν η λέξη «POLICE» διαστάσεων περίπου 15.5 εκατοστών επί 2.5 εκατοστών. Έφερε επίσης προστατευτικό κράνος. Είδε ένα άγνωστο πρόσωπο που στη συνέχεια αναγνώρισε ως τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, να προβαίνει σε ανάληψη χρημάτων και να τα τοποθετεί στην αριστερή τσέπη του μπουφάν που φορούσε. Είπε τη λέξη «POLICE» και κάλεσε, στα ελληνικά και στα αγγλικά, τον εφεσείοντα να του δώσει δελτίο ταυτότητας για να εξακριβώσει τα στοιχεία του. Ο εφεσείων δεν παρουσίασε δελτίο ταυτότητας και του επιτέθηκε. Ακολούθησαν τα προαναφερόμενα που κατέληξαν στην ακινητοποίηση και τη σύλληψη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα. Όπως αναφέρθηκε, στη σκηνή είχε φθάσει και ο επίσης ειδικός αστυφύλακας 5697 (Μ.Κ.3) ο οποίος βρισκόταν σε περιπολία με δίκυκλο. Αμέσως μετά τη σύλληψη του εφεσείοντα, ο Μ.Κ.3 εντόπισε στο έδαφος, κάτω από τη μηχανή, τέσσερις αποδείξεις ανάληψης χρημάτων για ποσό €2.000.- η κάθε μια, καθώς και άλλη, πέμπτη, απόδειξη επίσης για €2.000.-, η οποία ακόμα βρισκόταν στην υποδοχή της μηχανής. Ο χρόνος ανάληψης των χρημάτων όπως αναγράφεται στις πέντε αποδείξεις, αρχίζει στις 09:10:29 και τελειώνει στις 09:14:40.
Μετά τη σύλληψη του ο εφεσείων μεταφέρθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και παραδόθηκε στον Αστυφύλακα 4008, Πιερή (Μ.Κ.4), τον οποίον οι Μ.Κ.3 και Μ.Κ.7 πληροφόρησαν ότι ο εφεσείων είχε συλληφθεί για το αυτόφωρο αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού, και επίσης ότι εθεωρείτο ύποπτος για κλοπές χρημάτων από αυτόματη ταμειακή μηχανή. Ο Μ.Κ.4 προέβη σε σωματική έρευνα του εφεσείοντα και βρήκε στις δύο τσέπες του μπουφάν που φορούσε χαρτονομίσματα των €50.- τα οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €10.000.- Σε σχετική ερώτηση, πού βρήκε τόσα χρήματα, ο εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τη νομική πτυχή και των τριών αδικημάτων καθώς επίσης και ζητήματα νομιμότητας της σύλληψης και της έρευνας του εφεσείοντα. Έκρινε ότι, εφόσον ο εφεσείων «καταλήφθηκε επ΄ αυτοφώρω» να προβαίνει σε ανάληψη μετρητών από αυτόματη ταμειακή μηχανή τράπεζας, χωρίς να κατέχει πιστωτική κάρτα, ενώ μερικά λεπτά αργότερα βρέθηκε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των €10.000.-, όσο δηλαδή και το συνολικό ποσό που αποσπάστηκε με τη χρήση πλαστής πιστωτικής κάρτας, απεδείκνυε το αδίκημα της κλοπής, του προαναφερόμενου ποσού, από τον εφεσείοντα. Απέρριψε συναφώς τη θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.20 (Λειτουργού του Τμήματος Διαχείρισης Κινδύνου της JCC Payments Systems Ltd) «καταρρίπτει» την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη μαρτυρία του Μ.Κ.20 την αποδέχθηκε ως ορθή και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, στις 09:09 της ημέρας εκείνης ειδοποιήθηκε ο αξιωματικός υπηρεσίας σε σχέση με τις παράνομες συναλλαγές που γίνονταν στην προαναφερόμενη μηχανή. «Σε αντίθεση» με τη μαρτυρία του Μ.Κ.20, στις πέντε αποδείξεις ανάληψης χρημάτων αναγράφεται ως χρόνος ανάληψης από 09:10:13 μέχρι 09:14:23. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Κ.20, στα πλαίσια της όλης μαρτυρίας και δεν θεώρησε τη διαφορά του ενός περίπου δευτερολέπτου, ως «καταρρίπτουσα» την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, που ο Μ.Κ.7 εντόπισε τον εφεσείοντα μπροστά από τη μηχανή της τράπεζας, να προβαίνει σε ανάληψη μετρητών, ενώ είχε και πληροφορία για παράνομη ανάληψη μετρητών από ταμειακή μηχανή τράπεζας, στην περιοχή εκείνη, παρείχε δικαίωμα στον Μ.Κ.7 να ζητήσει την ταυτότητα του εφεσείοντα για να εξακριβώσει τα στοιχεία του και στη συνέχεια, όταν ο εφεσείων αρνήθηκε και προσπάθησε να διαφύγει, νομιμοποιούσε τον Μ.Κ.7 να συλλάβει τον εφεσείοντα, δυνάμει του άρθρου 14(1) (α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, έστω και χωρίς ένταλμα σύλληψης. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Μ.Κ.7 είχε το δικαίωμα να συλλάβει τον εφεσείοντα και κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 14(1) (γ) του προαναφερόμενου νόμου, εφόσον ο εφεσείων τον παρεμπόδιζε να εκτελέσει τα νόμιμα καθήκοντα του. Ακόμα, δυνάμει του άρθρου 28 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/2004), ο Μ.Κ. 7 είχε την εξουσία να ανακόψει, να κατακρατήσει και να ερευνήσει τον εφεσείοντα, στη βάση του εύλογου της υποψίας που είχε, ότι διέπραξε το αδίκημα της κλοπής. Όσον αφορά την πραγματική βλάβη που προκλήθηκε στον Μ.Κ.7, το δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι τα τραύματα που του είχαν προξενηθεί από τον εφεσείοντα συνιστούσαν πραγματική σωματική βλάβη.
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο ο αστυνομικός-Μ.Κ.4, στον οποίον παραδόθηκε ο εφεσείων από τους Μ.Κ.7 και Μ.Κ.3, και στον οποίον λέχθηκε, από τους δύο αστυνομικούς, ότι ο εφεσείων συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού και ως ύποπτος για κλοπές χρημάτων από αυτόματες ταμειακές μηχανές τραπεζών, είχε εξουσία να ερευνήσει τον εφεσείοντα και να κατακρατήσει και το ποσό που βρήκε μέσα στο σακάκι του, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 25 του Κεφ. 155.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δώδεκα λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κατ΄ ισχυρισμό μη δίκαιη δίκη του εφεσείοντα ενόψει του ότι αυτός αντιμετώπιζε αρχικά 439 κατηγορίες, ενώ στη συνέχεια όλες εκτός από τρεις κατηγορίες αποσύρθηκαν. Δημιουργήθηκε όμως έτσι μια αρνητική, για τον εφεσείοντα, ατμόσφαιρα στο δικαστήριο. Επίσης το ότι στη μαρτυρία των είκοσι μαρτύρων κατηγορίας δόθηκαν και στοιχεία εντελώς άσχετα με τις τρεις κατηγορίες που τελικά παρέμειναν εις βάρος του εφεσείοντα, όπως π.χ. παράνομη χρήση μιας άλλης πλαστής πιστωτικής κάρτας που δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον εφεσείοντα, δημιούργησε δυσμενή επηρεασμό στον εφεσείοντα.
Είναι θεμελιωμένο ότι η άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή να διακόπτει ποινική διαδικασία δεν ελέγχεται δικαστικά (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως κ.α. (1991) 2 ΑΑΔ 309). Επίσης το κατά πόσον ένας κατηγορούμενος έχει δίκαιη δίκη ή όχι κρίνεται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και με βάση τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης (Δέστε: Δημοκρατία ν. Ford κ.α. (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232). Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν αποστερήθηκε από οποιοδήποτε δικαίωμα του να αντιμετωπίσει τις εναντίον του κατηγορίες και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ούτε και θεωρούμε ότι, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού κατηγοριών, που αρχικά αντιμετώπιζε ο εφεσείων, αλλά και της άσχετης μαρτυρίας που δόθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, δημιουργήθηκε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός στον εφεσείοντα. Η υπεράσπιση του εφεσείοντα είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τον αποκλεισμό άσχετης μαρτυρίας που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας αναφορικά με την ανεύρεση €10.000.- στο σακάκι του εφεσείοντα, καθότι αυτό, κατ΄ ισχυρισμό, ήταν αποτέλεσμα παράνομης σύλληψης και σωματικής έρευνας του εφεσείοντα. Οι συνθήκες σύλληψης του εφεσείοντα από τον Μ.Κ.7 με τη βοήθεια του Μ.Κ.3 και οι συνθήκες παράδοσης του εφεσείοντα στον Μ.Κ.4, ο οποίος τον ερεύνησε σωματικά και ανεύρε το ποσό των €10.000.- μέσα στο σακάκι του, έχουν ήδη εκτεθεί. Το άρθρο 14 (1) του Κεφ. 155 προνοεί για την εξουσία που αστυνομικός έχει να προβαίνει σε συλλήψεις χωρίς ένταλμα συλλήψεως. Η εξουσία αυτή τίθεται υπό προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων ότι βάσει εύλογης αιτίας ο αστυνομικός πρέπει να υποπτεύεται ότι ο συλλαμβανόμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο, μεταξύ άλλων, με ποινή φυλάκισης για περίοδο μέχρι 2 ετών (άρθρο 14 (1) (α)). Το εδάφιο (γ) του ιδίου άρθρου δίνει παρόμοια εξουσία σύλληψης, χωρίς ένταλμα, σε αστυνομικό ο οποίος παρεμποδίζεται, από τον συλλαμβανόμενο, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το άρθρο 10 του Κεφ. 155 προνοεί ότι όταν πρόσωπο συλλαμβάνεται, ο αστυνομικός που προβαίνει στη σύλληψη ή το πρόσωπο στο οποίο ο συλληφθείς παραδίδεται, έχει εξουσία να ερευνήσει τον συλλαμβανόμενο και να κατάσχει κάθε αντικείμενο ή έγγραφο που βρέθηκε στην κατοχή του και το οποίο ο αστυνομικός έχει επαρκή λόγο να πιστεύει ότι μπορεί να αποτελέσει ουσιώδη μαρτυρία εναντίον του συλλαμβανομένου προσώπου ή άλλου προσώπου, σε ποινική κατηγορία.
Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι ο Μ.Κ.7 είχε εξουσία να συλλάβει τον εφεσείοντα στη βάση εύλογης αιτίας για υποψία ότι αυτός διέπραξε το ποινικό αδίκημα της κλοπής. Αυτό, εφόσον βρήκε τον εφεσείοντα μπροστά από την ταμειακή μηχανή να παίρνει λεφτά, χωρίς να έχει πιστωτική κάρτα, και αφού είχε πληροφόρηση από τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι γινόταν παράνομη ανάληψη χρημάτων από τη μηχανή. Επίσης είχε εξουσία να τον συλλάβει επειδή αυτός παρεμπόδιζε τον Μ.Κ.7 κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Κατ΄ επέκταση θεωρούμε ότι ο Μ.Κ.4 είχε εξουσία να ερευνήσει σωματικά τον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν συλληφθείς και να κατακρατήσει το ποσό των €10.000.- Οι προαναφερόμενες εξουσίες προκύπτουν από τα άρθρα 10, 14 και 25 του Κεφ. 155, καθώς επίσης και το άρθρο 28 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν 73(Ι)/2004). Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του το ποσό των €10.000.-, ως μαρτυρία ήταν αποδεκτή και από τον ίδιο (τον εφεσείοντα) του οποίου η εκδοχή ήταν και παρέμεινε ότι πράγματι είχε στην κατοχή του το συγκεκριμένο ποσό, το οποίο όμως είχε εξασφαλίσει με άλλο τρόπο.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα πρωτόδικα συμπεράσματα αναφορικά με το αν αντελήφθη ο εφεσείων, όταν ο Μ.Κ.7 τον πλησίασε, ότι ήταν αστυνομικός. Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας και δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης στα ευρήματα αυτά. Βρήκε ότι ο αστυνομικός έφερε αστυνομική στολή μοτοσυκλετιστή της αστυνομίας και στο στήθος του αναγραφόταν η λέξη «POLICE» με μεγάλα γράμματα, ενώ επίσης φορούσε και αστυνομικό κράνος και ανεφώνησε στον εφεσείοντα τη λέξη «POLICE». Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, όπως ούτε και ο τέταρτος και ο πέμπτος. Ο τέταρτος λόγος αφορά στην κατηγορία της αντίστασης σε νόμιμη σύλληψη και ο πέμπτος στο αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Ο εφεσείων θα είχε νόμιμο δικαίωμα να αντισταθεί εάν η σύλληψη του δεν ήταν νόμιμη. Όμως, υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι η σύλληψη του ήταν νόμιμη. Κατ΄ επέκταση ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να επιτεθεί στον Μ.Κ.7 και να του προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη εφόσον ο Μ.Κ.7 εκτελούσε νόμιμα τα καθήκοντα του, ως αστυνομικός.
Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.7 ως αξιόπιστη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο το εύρημα της αξιοπιστίας του Μ.Κ.7 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ακροσφαλές. Κάποιες μικρές αντιφάσεις μεταξύ Μ.Κ.7, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.20 επεξηγούνται επαρκώς από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν αποτελούν λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει σε πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι υπήρξε θύμα κακοποίησης και βασανισμού από την αστυνομία κατά την κράτηση του στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού. Ο εφεσείων δεν κάλεσε ούτε το γιατρό Ιωσηφίδη που τον εξέτασε, ούτε παρουσίασε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό που να δείχνει ότι αυτός κακοποιήθηκε. Ούτε και η επίτιμη Πρόξενος του Καναδά που τον επισκέφθηκε στο Νοσοκομείο κλήθηκε να δώσει μαρτυρία αναφορικά με οποιαδήποτε, εμφανή, τραύματα του. Μας υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, πιθανόν λόγω λάθους στη μετάφραση, ότι η αναφορά του εφεσείοντα σε σπασμένο δόντι του, εκλήφθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, ως αναφορά σε σπασμένο πόδι του. Όμως αυτό δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ενόψει της πλήρους κατάρριψης της αξιοπιστίας της εκδοχής του εφεσείοντα τόσον από την πραγματική μαρτυρία, όσο και από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας.
Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε διαπράξει αυτόφωρο αδίκημα στις 27.2.11. Αναφερθήκαμε ήδη στο πότε είναι νόμιμο κάποιος να συλληφθεί χωρίς ένταλμα συλλήψεως και θεωρούμε ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούσαν τη σύλληψη του εφεσείοντα, στις 27.2.11, χωρίς ένταλμα συλλήψεως.
Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά τη θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.20 καταρρίπτει την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν θεωρούμε ότι η διαφορά του περίπου ενός δευτερολέπτου που υπάρχει αναφορικά με τις επίδικες συναλλαγές, στη μαρτυρία του Μ.Κ.20 και του Μ.Κ.7 ή του Μ.Κ.3 είναι πράγματι τέτοια που να επηρεάζει την αξιοπιστία των τριών αυτών μαρτύρων και να υπαγορεύει συμπέρασμα ότι ο μεν Μ.Κ.20 είπε την αλήθεια, οι δε Μ.Κ.7 και Μ.Κ.3 είπαν ψέματα.
Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι το ποσό των €10.000.- που βρέθηκε στο σακάκι του ήταν από επιστροφή του μισού μέρους της εγγύησης από το δικηγόρο του. Δεν εμφανίστηκε οποιοσδήποτε δικηγόρος ενώπιον του δικαστηρίου για να υποστηρίξει τέτοια θέση. Εν πάση περιπτώσει και για το ζήτημα αυτό υπάρχουν τα πρωτόδικα ευρήματα και δεν διαφαίνεται οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να γίνει παρέμβαση σ΄ αυτά.
Ο εντέκατος λόγος έφεσης αφορά στο ίδιο ζήτημα που αφορά και ο δέκατος λόγος και επομένως απορρίπτεται για τους ίδιους λόγους.
Ο δωδέκατος λόγος έφεσης αφορά σε λανθασμένους συλλογισμούς που κατ΄ ισχυρισμό έκαμε το πρωτόδικο δικαστήριο και κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Δεν θεωρούμε ότι οι συλλογισμοί του δικαστηρίου, αναφορικά με την έλλειψη ιατρικής μαρτυρίας που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για κακοποίηση, μπορούν να θεωρηθούν ως εσφαλμένοι. Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τις σχετικές νομικές αρχές, προέβη σε αιτιολογημένα ευρήματα αξιοπιστίας και εφάρμοσε τις νομικές αρχές επί των ευρημάτων του, με κοινή λογική και με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επιτυχίας της έφεσης.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.