ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 164
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 137/2011)
13 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΡΙΝΟΥΛΑ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΞΕΝΙΔΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΑΤΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________________
Κ. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.
Ηρ. Παπανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Μ. Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε για κατοχή και χρήση οικοδομής, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
To πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα ποινή προστίμου €450.- στην κάθε κατηγορία. Επιπλέον, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εξέδωσε διάταγμα, (τόσο σε σχέση με την κατηγορία 7, που αφορούσε στην κατοχή, όσο και σε σχέση με την κατηγορία 10, που αφορούσε στη χρήση), κατεδάφισης της επίδικης οικοδομής, δηλαδή της κατοικίας της εφεσείουσας που βρίσκεται εντός του τεμαχίου 721, Φυλ./Σχ. 23W1, Τμήμα 2, εντός των δημοτικών ορίων Λατσιών, μέσα σε 2 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (29.7.2011), εκτός εάν στο μεταξύ εξασφαλιστεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Με την παρούσα έφεση, όπως περιορίστηκε, το μόνο που αμφισβητείται είναι η ορθότητα της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης της προαναφερόμενης οικοδομής. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε ποινή η οποία δεν προβλέπεται από το Νόμο, εφόσον εκείνο που προβλέπεται σε περιπτώσεις κατοχής και χρήσης οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως είναι μόνο διάταγμα τερματισμού της χρήσης αλλά όχι διάταγμα κατεδάφισης της οικοδομής. Επίσης, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, αυτό συνιστά δυσανάλογη ποινή η οποία καταστρατηγεί το άρθρο 12 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δικαιολόγησε επαρκώς την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης, όπως όφειλε, σύμφωνα με τον κ. Ευσταθίου.
Η εφεσείουσα καταδικάστηκε για τα προαναφερόμενα δύο αδικήματα με βάση το άρθρο 10(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρο 10(1) του Κεφ. 96 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι ουδέν πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί οικοδομή ή τμήμα οικοδομής, μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Τα αδικήματα και οι ποινές που επιβάλλονται είναι το αντικείμενο του άρθρου 20 του Κεφ. 96. Σύμφωνα με το άρθρο 20(1) (α), πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις 3, 4(1Α), 9Α ή 10(1) και 10(2), διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €1.710.- ή και με τις δύο ποινές. Σύμφωνα με το άρθρο 20(3) (α) του Κεφ. 96, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο 20, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του Εδαφίου (1), που περιλαμβάνει βέβαια και το άρθρο 10(1), δύναται να διατάξει όπως η οικοδομή, σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, ή οποιοδήποτε τμήμα της, κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός χρόνου που δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτήν από την αρμόδια αρχή. Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 20(3) (β), σε περίπτωση οικοδομής για την οποία δεν χορηγήθηκε σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, ή όταν η χρήση της δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη χρήση, το δικαστήριο δύναται να διατάξει τον τερματισμό της χρήσης της οικοδομής αυτής μέσα σε προθεσμία που δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιστεί πιστοποιητικό έγκρισης ή σχετική άδεια για τη συγκεκριμένη χρήση, από την αρμόδια αρχή.
Παρά το ότι η διακριτική εξουσία έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης ή μετακίνησης οικοδομής ή τμήματος αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 20(3) (α), παρέχεται, «εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή», εντούτοις είναι προφανές ότι η διακριτική αυτή εξουσία παρέχεται και στις περιπτώσεις αδικημάτων δυνάμει του άρθρου 10(1) του Κεφ. 96, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20(1) (α), στα οποία περιλαμβάνονται η κατοχή και η χρήση οικοδομής, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως. Επομένως, κατά την κρίση μας, δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, σε αδικήματα όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε η εφεσείουσα, να εκδίδει διάταγμα κατεδάφισης της οικοδομής, εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί το απαραίτητο πιστοποιητικό εγκρίσεως. Θεωρούμε συναφώς ότι η αναφορά στο άρθρο 20(3) (α) σε λήψη άδειας οικοδομής, mutatis mutandis, ισχύει και για λήψη πιστοποιητικού εγκρίσεως.
Το ζήτημα επομένως που τίθεται είναι το κατά πόσον η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια ορθά και αν αιτιολόγησε την απόφαση της επαρκώς. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, έκρινε ότι έχει διακριτική ευχέρεια να διατάξει τόσο την κατεδάφιση όσο και τον τερματισμό της χρήσης της οικοδομής με βάση το άρθρο 20(3) (α) και (β) του Κεφ. 96. Αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποίαν εάν η καταστρατήγηση των όρων της αδείας είναι ουσιώδης, δηλαδή αν υπάρχουν ουσιαστικές παρεκκλίσεις, τότε το δικαστήριο δεν μπορεί παρά να προχωρήσει στην έκδοση του σχετικού διατάγματος. Η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης ή ακόμα και διατάγματος τερματισμού της χρήσης της οικοδομής μπορεί να αποφευχθεί μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν ασήμαντες μικροπαραβάσεις ή η παρέκκλιση από τους όρους της σχετικής άδειας είναι ασήμαντη, ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και στο ότι η οικοδομή της εφεσείουσας, αναφορικά με την οποίαν αυτή καταδικάστηκε, είναι οικία για την οποία δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις, ήταν επιτακτικό να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης ώστε να αρθεί η παρανομία. Όπως παρατήρησε, κανένας δεν μπορεί αυθαίρετα να ανεγείρει μια οικοδομή, να τη χρησιμοποιεί και να την κατέχει χωρίς να λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για την έκδοση του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, πιστοποιητικού ύψιστης σημασίας για την ασφάλεια της οικοδομής. Ως προς το δυσανάλογο της ποινής αυτής, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι δεν θεωρούσε την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης ως δυσανάλογη ποινή σε σχέση με το πταίσμα της εφεσείουσας, εφόσον η συμμόρφωση με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας αποτελεί προϋπόθεση για τη μετέπειτα κατοχή και χρήση της οικοδομής. Αναφέρθηκε σχετικά στην υπόθεση Σεργίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (1998) 2 ΑΑΔ 22.
Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει κατεδάφιση οικοδομής η οποία χρησιμοποιείται ή κατέχεται χωρίς πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως είναι αδιαμφισβήτητη από το λεκτικό του άρθρου 20(1) (α) και 20(3) (α) αλλά και από τη νομολογία μας. Στη Σεργίου (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκε η αρχή αυτή. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται δικαστικά και με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε τα όσα αναφέρθηκαν στη Σεργίου (ανωτέρω), ότι δηλαδή, «Όταν η καταστρατήγηση των όρων της άδειας είναι ουσιώδης, το δικαστήριο δεν μπορεί παρά να προχωρήσει στην έκδοση του σχετικού διατάγματος», και θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και με σκοπό την άρση της παρανομίας, ήταν επιτακτική η έκδοση του ζητούμενου διατάγματος κατεδαφίσεως.
Θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δικαιολογείτο και ήταν δίκαιο να εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης της οικοδομής. Η εφεσείουσα αθωώθηκε μεν από τις υπόλοιπες δέκα κατηγορίες που αντιμετώπιζε, μεταξύ των οποίων ήταν η ανέγερση και η μετατροπή οικοδομής, άνευ αδείας, αλλά το γεγονός παραμένει ότι η ιδιόκτητη οικοδομή που κατέχει και χρησιμοποιεί, είναι οικοδομή που ανεγέρθηκε γύρω στο 1984, με άδεια οικοδομής για ανέγερση υπόστεγου χώρου στάθμευσης και διαμερίσματος στον πρώτο όροφο, και αντί τούτου το υπόστεγο μετατράπηκε σε κατοικία περίπου 120 τ.μ..
Η χρήση και η κατοχή, από την εφεσείουσα, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως, αυτής της παράνομης οικοδομής, συνιστά ουσιαστική παρέκκλιση από τη νομιμότητα και δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος κατεδάφισής της. Η ποινή δεν ήταν δυσανάλογη προς το αδίκημα.
Δεν επιθυμούμε να καθορίσουμε τις περιπτώσεις στις οποίες η έκδοση διατάγματος τερματισμού της κατοχής και χρήσης μιας οικοδομής, που κατέχεται και χρησιμοποιείται χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, είναι επαρκής για την αποκατάσταση της νομιμότητας, αλλά εκτιμούμε ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει σ΄ αυτή την κατηγορία. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα κατέχει και χρησιμοποιεί, ως ιδιοκτήτρια, οικοδομή, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως, αλλά η οικοδομή της ανεγέρθηκε και μετατράπηκε, πριν πολλά χρόνια, χωρίς αρχική ή καλυπτική άδεια.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.