ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
DYDI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020, 104/2020, 3/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B293
Σπανού Γιαννάκης Γ. και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 89
Σπανού Γιαννάκης Γεωργίου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 281
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΠΑΝΟΥ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 26/2013 και 28/2013, 29/3/2013
(2012) 2 ΑΑΔ 924
18 Δεκεμβρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
ANΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (Aρ. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 234/2012)
Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Ο ρόλος του Δικαστηρίου το οποίο παραπέμπει σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατά την εξέταση αιτήματος για κράτηση, είναι πάντοτε σε συνάρτηση με δυο αντιμαχόμενες ανάγκες ― Την ανάγκη διατήρησης της ελευθερίας του κατηγορουμένου προσώπου, που θεωρείται αθώος εκτός και αν στο τέλος της ημέρας αποδειχθεί ενοχή του, και της διασφάλισης, από την άλλη, της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δίκη.
Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Η σοβαρότητα των αδικημάτων και της ποινής η οποία ενδέχεται να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, και η πιθανότητα καταδίκης είναι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ― Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το θέμα αλλά μόνο με αναφορά στην ορθότητα της νομικής προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία διετάχθη η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημέρα που θα παρουσιαζόταν στο Κακουργιοδικείο.
Η υπόθεση αφορούσε σε σοβαρές κατηγορίες, περιλαμβανομένων κατηγορίας συνωμοσίας για φόνο και κατηγοριών που αφορούσαν πυροβόλα όπλα και εκρηκτικές ύλες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όντως υπήρχε μαρτυρία ως προς την πιθανολόγηση καταδίκης της οποίας την τελική δυναμική δεν θα εκτιμούσε βεβαίως, παρά μόνο τη δυναμική της ως προς την πιθανολόγηση καταδίκης, όπως τίθεται στη νομολογία.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι προέκυπτε από τη μαρτυρία - ως εκ της προέλευσης αυτής της μαρτυρίας - πιθανότητα καταδίκης, όπως καθορίζεται στη νομολογία.
β) Υπήρχε προκατάληψη του Δικαστηρίου λόγω προηγούμενων δηλώσεων Δικαστή εκπροσώπου της Ένωσης Δικαστών, με την οποία δήλωνε συμπαράσταση προς το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον του οποίου, κατά τη μαρτυρία, θα στρεφόταν κάποιο από τα αδικήματα.
γ) Ο εφεσείων βρισκόταν υπό συνεχή δίωξη από την αστυνομία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προκατάληψη, όπως γίνεται αντιληπτή από τη νομολογία, δεν είναι προς αυτή την κατεύθυνση και η εισήγηση για προκατάληψη σ' αυτή τη βάση, δεν μπορούσε να θεωρείται ότι συνιστούσε λόγο για τον οποίο να μπορούσε να επηρεαστεί η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Δεν ήταν ο ρόλος του Δικαστηρίου στην έφεση να υπεισέλθει στην ουσία των εισηγήσεων ως προς την αστυνομία. Δεν μπορούσε να διαπιστωθεί ότι τα όσα λέχθηκαν κατεδείκνυαν εκείνο το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να καταδεικνύεται για να διαφανεί προκατάληψη εκ μέρους της αστυνομίας, σε σχέση με το πρόσωπο του εφεσείοντα.
3. Εκείνο το οποίο αποτελούσε την ουσία της έφεσης ήταν το θέμα της διαπίστωσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι υπήρχε από τη μαρτυρία πιθανολόγηση καταδίκης. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του εφεσείοντα ότι, εξ αντικειμένου, δεν θα μπορούσε η μαρτυρία αυτή να γίνει δεκτή αφού και η επαφή την οποία συγκεκριμένο πρόσωπο διατεινόταν ότι είχε με τον εφεσείοντα δεν ήταν δυνατή.
4. Η προκείμενη, αποτελούσε περίπτωση στην οποία η ίδια η μαρτυρία ενέπλεκε ευθέως τον εφεσείοντα.
5. Αναφορικά με την άλλη εισήγηση ότι η μαρτυρία αυτή έπρεπε να θεωρηθεί εντελώς αναξιόπιστη, το αξιόπιστο ή όχι της μαρτυρίας δεν μπορεί να κριθεί εκ των προτέρων παρά μόνο κατά τη δίκη.
6. Στην προκείμενη το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενεργήσει εντός των πλαισίων της κρίσης που διέπει την αντίληψη της πιθανολόγησης καταδίκης.
7. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενήργησε λανθασμένα ούτε με αναφορά στο θέμα των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος, εφόσον η στάθμιση των παραγόντων, έγκειται στη δική του πρωτογενή κρίση και διακριτική ευχέρεια και όχι στην κρίση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 31656/12), ημερομηνίας 12/11/2012.
Ο Eφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Θ. Παπανικολάου, για την Eφεσίβλητη.
Ex tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ενώπιόν μας ευρίσκεται έφεση εναντίον απόφασης δικαστή με την οποία διετάχθη η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημέρα που θα παρουσιάζετο στο Κακουργιοδικείο, εφόσον η υπόθεση την οποία αντιμετώπισε παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο για δίκη. Η ημερομηνία της συνεδρίας του Κακουργιοδικείου είναι η 9.1.13 και η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διετάχθη η κράτηση είναι ημερομηνίας 12.11.12.
Ο ρόλος του Δικαστηρίου το οποίο παραπέμπει σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατά την εξέταση αιτήματος για κράτηση, είναι σε συνάρτηση με δυο αντιμαχόμενες ανάγκες πάντοτε. Την ανάγκη διατήρησης της ελευθερίας του κατηγορουμένου προσώπου, που θεωρείται αθώος εκτός και αν στο τέλος της ημέρας αποδειχθεί ενοχή του, και της διασφάλισης, από την άλλη, της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση αυτό ήταν το πρωταρχικό θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου, με προέκταση και στον άλλο λόγο, για τον οποίο εζητήθη η κράτηση, ότι, δηλαδή, υπήρχε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος. Το εφετείο δεν ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, κάνοντας δηλαδή πρωτογενή κρίση ώστε να ισοζυγίσει τις συνθήκες που έχει ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά εξετάζει κάτι πολύ πιο περιορισμένα. Κατά πόσο, δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, τα οποία είναι αρκετά πλατειά, και τα οποία καθορίζονται με βάση τις αρχές της νομολογίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιόν του υπόθεση που αφορούσε σοβαρές κατηγορίες, περιλαμβανομένων κατηγορίας συνωμοσίας για φόνο και κατηγοριών που αφορούσαν πυροβόλα όπλα και εκρηκτικές ύλες. Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία τίθενται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι μια από τις βασικές πτυχές τις οποίες λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο για να σταθμίσει τα δεδομένα που αφορούν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Άλλος παράγοντας, εκείνος της σοβαρότητας της ποινής η οποία ενδέχεται να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, ήταν επίσης δεδομένος στην προκείμενη περίπτωση. Το βάρος των εισηγήσεων που έγιναν πρωτοδίκως, αλλά και κατ' έφεση, φαίνεται να αφορούν τον τρίτο παράγοντα, την πιθανότητα καταδίκης σε συνάρτηση με τη δύναμη της μαρτυρίας η οποία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, και, ως προς τούτο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όντως υπήρχε μαρτυρία της οποίας την τελική δυναμική δεν θα εκτιμούσε βεβαίως, όπως είναι ο κανόνας, αφού εκείνη αφήνεται στο τέλος της ημέρας κατά τη δίκη, παρά μόνο τη δυναμική της ως προς την πιθανολόγηση καταδίκης, όπως τίθεται στη νομολογία. Αυτό αποτέλεσε και την ουσιαστική πτυχή της έφεσης ενώπιόν μας, με τον εφεσείοντα να εισηγείται ότι κακώς το Δικαστήριο θεώρησε ότι προέκυπτε πιθανότητα καταδίκης, όπως την αντιλαμβάνεται η νομολογία, από τη μαρτυρία η οποία υπήρχε, ως εκ της προέλευσης αυτής της μαρτυρίας.
Η έφεση προχώρησε και πάνω σε δυο άλλες γραμμές. Η πρώτη αφορούσε την προκατάληψη του Δικαστηρίου λόγω προηγούμενων δηλώσεων δικαστή εκπροσώπου της Ένωσης Δικαστών με την οποία δήλωνε συμπαράσταση προς το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον του οποίου, κατά τη μαρτυρία, θα εστρέφετο κάποιο από τα αδικήματα, με την εισήγηση ότι αυτές οι δηλώσεις προδιέθεταν όχι μόνο το κοινό γενικότερα αλλά και το ίδιο το δικαστικό σώμα ως σύνολο και, επομένως, και τη δικαστή η οποία εκδίκασε την παρούσα υπόθεση ως προς το θέμα της κράτησης ιδιαίτερα. Υποδείξαμε κατά την ακρόαση ότι η προκατάληψη, όπως γίνεται αντιληπτή από τη νομολογία μας, δεν είναι προς αυτή την κατεύθυνση και ότι η εισήγηση για προκατάληψη σ' αυτή τη βάση, όπως καταλήγουμε και τώρα, δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά λόγο για τον οποίο να μπορούσε να επηρεαστεί η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται.
Άλλη γραμμή της έφεσης αφορούσε την αστυνομία, ιδιαίτερα με αναφορά στο ιστορικό του εφεσείοντος, ο οποίος εισηγήθηκε ότι ευρίσκεται υπό συνεχή ουσιαστικά δίωξη από την αστυνομία η οποία επιδιώκει να τον κρατεί στη φυλακή. Μάλιστα, και σε προηγούμενη υπόθεση, στην οποία τελικώς αθωώθηκε, έγινε προσπάθεια να συνδεθεί με την παρουσία DNA, ενώ, όπως διεφάνη στη δίκη, τέτοια σύνδεση δεν μπορούσε ποσώς να είχε γίνει.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα όσα έχουν λεχθεί καταδεικνύουν εκείνο το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να καταδεικνύεται για να διαφανεί προκατάληψη και πάλιν, εκ μέρους της αστυνομίας, σε σχέση με το πρόσωπο του εφεσείοντα. Και δεν είναι, ασφαλώς, ο ρόλος του Δικαστηρίου στην έφεση αυτή να υπεισέλθει στην ουσία των εισηγήσεων ως προς αυτή τη διάθεση της αστυνομίας.
Εκείνο το οποίο αποτελεί την ουσία της έφεσης όμως, και στο οποίο επανερχόμεθα έχοντας το θέσει εξ αρχής, είναι το θέμα της διαπίστωσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι υπάρχει από τη μαρτυρία πιθανολόγηση καταδίκης. Η μαρτυρία στην περίπτωση αυτή προέρχεται, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, από κατάθεση την οποία έδωσε πρόσωπο το οποίο εκτίει ποινή φυλάκισης και το οποίο, σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντα, πρέπει να θεωρηθεί εντελώς αναξιόπιστο ως εκ της προηγούμενης του διαγωγής και προσπαθειών παραπλάνησης γενικότερα. Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι, εξ αντικειμένου, δεν θα μπορούσε η μαρτυρία αυτή να γίνει δεκτή αφού και η επαφή την οποία το πρόσωπο αυτό διατείνεται ότι είχε με τον εφεσείοντα δεν ήταν δυνατή. Να παρατηρήσουμε ότι, τα όσα περιέχονται στην κατάθεση και αφορούσαν τον εφεσείοντα, ώστε να εμπλέκετο με τις κατηγορίες οι οποίες του έχουν προσαχθεί, αφορούν πράγματα τα οποία κατά την κατάθεση ο εφεσείων είχε αναφέρει στο πρόσωπο εκείνο. Η νομολογία δίδει την κατεύθυνση με σαφείς και πάγιες αρχές στο θέμα αυτό. Για να μπορεί η δύναμη της μαρτυρίας να επιδράσει, με τον τρόπο που γίνεται η εισήγηση, πρέπει να πρόκειται για υπόθεση στην οποία από την ίδια τη φύση της μαρτυρίας υπάρχει εγγενής αδυναμία ως προς τη σύνδεση η οποία γίνεται με το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η κράτηση. Όπως στην περίπτωση που έχει προηγουμένως αναφερθεί, όπου, ενδεχομένως, μαρτυρία DNA να μην καταδεικνύει επαρκώς ή με τη βεβαιότητα εκείνη που χρειάζεται για την εμπλοκή του κρατουμένου βάσει αυτής. Η προκείμενη δεν είναι τέτοια περίπτωση, αλλά είναι περίπτωση στην οποία η ίδια η μαρτυρία εμπλέκει ευθέως τον εφεσείοντα.
Άλλη εισήγηση είναι ότι η μαρτυρία αυτή πρέπει να θεωρηθεί εντελώς αναξιόπιστη. Όμως, το αξιόπιστο ή όχι της μαρτυρίας δεν μπορεί να κριθεί εκ των προτέρων παρά μόνο κατά τη δίκη, και το Δικαστήριο το οποίο εξετάζει θέμα κράτησης οφείλει να απέχει από αξιολόγηση της μαρτυρίας με αυτή την έννοια, ως δηλαδή εκ της προέλευσης ή των συνθηκών που αφορούν το πρόσωπο που τη δίδει, ώστε να μην επηρεαστεί και η θέση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου το οποίο και μόνο έχει αρμοδιότητα να κρίνει την επάρκεια της μαρτυρίας. Εκείνο το οποίο το Δικαστήριο εξετάζει είναι αν απεδείχθη ότι η μαρτυρία είναι τέτοια που συνδέει επαρκώς το πρόσωπο του οποίου ζητείται η κράτηση με τα αδικήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, λοιπόν, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε λανθασμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη μαρτυρία, με την έννοια ότι έχει ενεργήσει εντός των πλαισίων της κρίσης που διέπει την αντίληψη της πιθανολόγησης καταδίκης και, επαναλαμβάνουμε, ότι ως εφετείο δεν κρίνουμε και πάλιν πρωτογενώς το θέμα αλλά μόνο με αναφορά στην ορθότητα της νομικής προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Να πούμε ότι όλα αυτά, τα οποία ο εφεσείων έχει εισηγηθεί, είναι εισηγήσεις τις οποίες ασφαλώς θα προβάλει κατά τη δίκη οι οποίες άπτονται ευθέως της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και της επάρκειάς της.
Παρατηρούμε ότι, τούτου δοθέντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε λανθασμένα ούτε με αναφορά στο θέμα των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος, εφόσον η στάθμιση των παραγόντων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγκειται στη δική του πρωτογενή κρίση και διακριτική ευχέρεια και όχι στην κρίση του εφετείου το οποίο, επομένως, δεν μπορεί να εκφέρει νέα κρίση επί των δεδομένων. Παρατηρούμε, τέλος, ότι ο χρόνος ο οποίος μεσολαβούσε μεταξύ της κράτησης και της δίκης είναι εύλογος ώστε να μην υπάρχει ούτε ως προς αυτή την πτυχή δυνατότητα παρέμβασής μας για την απόφαση που εφεσιβάλλεται.
Η έφεση, λοιπόν, απορρίπτεται για τους λόγους αυτούς.
Η έφεση απορρίπτεται.