ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 ΑΑΔ 991
VASOS CHARALAMBIDES LIMITED ν. Πάμπος Ψαρά (2000) 1 ΑΑΔ 849
Cyprio Sun Holidays Ltd ν. A. Papouis Hotels Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 107
Heatron Co Ltd ν. Χριστόφορου Κώστα Σωκράτους (2012) 1 ΑΑΔ 1034
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΔΡΟΥΓΚΑ ν. ΜΑΡΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.248/2018, 31/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B454
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΗΛΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 188/2016, 31/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B468
(2012) 2 ΑΑΔ 916
18 Δεκεμβρίου, 2012
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΦΟΥΡΝΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 129/2011)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των Άρθρων 20-29 και 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσον υπήρχε στην προκειμένη, το μαχητό τεκμήριο της ύπαρξης αντιπαροχής το οποίο δημιουργείται από το Άρθρο 30(1) του Περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, υπέρ του κατόχου της επιταγής ― Κατά πόσον ο παραπονούμενος ήταν κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Κεφαλαίου 262 ― Εκεί όπου δημιουργείται, το βάρος απόδειξης έλλειψης αντιπαροχής βαραίνει τον εκδότη της επιταγής.
Απόδειξη ― Τεκμήριο (presumption) ― Δημιουργείται στην περίπτωση όπου, επειδή ένα γεγονός έχει αποδειχθεί, η ύπαρξη ενός άλλου γεγονότος μπορεί να εξαχθεί φυσιολογικά ως συμπέρασμα, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη του, απλά και μόνο επειδή είναι πιθανό το γεγονός αυτό να έλαβε χώρα.
Λέξεις και Φράσεις ― «Κάτοχος» και κομιστής» εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, ως έχει τροποποιηθεί.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία η εφεσίβλητη απαλλάχθηκε και αθωώθηκε ύστερα από ακροαματική διαδικασία, στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των Άρθρων 20-29 και 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τόσον την εκδοχή του εφεσείοντα, όσο και την εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως και του μάρτυρα της, αφού για τους λόγους που παρέθεσε στην απόφαση του, έκρινε τη μαρτυρία τους, αναξιόπιστη.
Κατέληξε με βάση αποκλειστικά τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του με τη μορφή παραδεκτών γεγονότων, ότι εν όψει των σοβαρών αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη επιταγή και περιήλθε στην κατοχή του παραπονούμενου, και ιδίως ως προς το αντάλλαγμα αυτής και από την στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστες όλες τις μαρτυρίες που τέθηκαν ενώπιον του αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα, δεν απέμενε άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από το να αθωώσει και να απαλλάξει την κατηγορούμενη.
Έκρινε δε, ότι ο παραπονούμενος απέτυχε να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεση του.
Η πρωτόδικη κατάληξη αμφισβητήθηκε ως εξής:
α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη την αρχή ότι όπου ο νομοθέτης θέτει δια νομοθετικής διάταξης υπεράσπιση την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος, αυτός θα πρέπει τουλάχιστον να την αποδεικνύει στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και,
β) εσφαλμένα έκρινε αθώα την κατηγορούμενη - εφεσίβλητη, ενώ η εκδοχή της περί έλλειψης ανταλλάγματος ή παρανομίας δεν έγινε αποδεκτή αφού το Δικαστήριο την έκρινε αναξιόπιστη.
γ) Η εφεσίβλητη απέτυχε να καταρρίψει το μαχητό τεκμήριο της ύπαρξης αντιπαροχής από πλευράς του εφεσείοντα που δημιουργείται από το Άρθρο 30(1) του Κεφαλαίου 262, υπέρ του κατόχου της επιταγής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην περίπτωση του Άρθρου 30(1) του Κεφαλαίου 262, το μαχητό τεκμήριο της αντιπαροχής, το οποίο όντως δημιουργείται, δεν ενεργοποιείται παρά μόνο αν αποδειχθεί, εκτός βέβαια και αν αυτό δεν αμφισβητείται, ότι ο παραπονούμενος είναι κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Κεφαλαίου 262.
2. Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου, αποτέλεσε ένα από τα σημεία αντιπαράθεσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
3. Στο πρωτόδικο δικαστήριο δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επιταγή περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, όπως και ως προς το αντάλλαγμα της.
4. Τόσο η μαρτυρία του εφεσείοντα, όσο και η μαρτυρία της εφεσίβλητης και του μάρτυρα της, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστες. Συνεπώς, το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε εφόσον ο εφεσείων, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής.
5. Ως προς την ύπαρξη αντιπαροχής ο εφεσείων επέλεξε να μην βασιστεί στο μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 30(1) του Νόμου, αλλά επί της δικής του μαρτυρίας η οποία δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991,
Vasos Charalambides Limited v. Ψαρά (2000) 1 Α.Α.Δ. 849,
Cyprio Sun Holidays Limited v. A. Papouis Hotels Limited (2009) 1 Α.Α.Δ. 107,
Heatron Co. Ltd. v. Σωκράτους, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1034.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φυλακτού, Προσ. Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6022/10), ημερομηνίας 30/6/2011.
Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Β. Ξενοφώντος Πρωτοπαπά (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απάλλαξε και αθώωσε την εφεσίβλητη στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των Άρθρων 20-29 και 305(Α)(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος «η εφεσίβλητη κατά ή περί τις 10/4/2010 στην Πάφο της επαρχίας Πάφου εξέδωσε προς το Μακάριο Παναγιώτου την επιταγή υπ' αριθμό 16357206 της ALPHA BANK CYPRUS LTD για το ποσό των ΕΥΡΩ 1.400,00 η οποία ήταν πληρωτέα την 10.4.2010, όμως κατά την εμφάνιση της εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία που αυτή ήταν πληρωτέα δεν εξοφλήθη λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίαση».
Σύμφωνα με την εκδοχή του παραπονούμενου - εφεσείοντα, η επιταγή του παραδόθηκε από κάποιον Ανδρέα Κλεάνθους ο οποίος του ζήτησε όπως την εξαργυρώσει, πράγμα το οποίο και έκαμε, καταβάλλοντας στον Κλεάνθους το αντίστοιχο ποσό. Όταν του παραδόθηκε, η επιταγή ήταν μεν υπογραμμένη από την εφεσίβλητη και το ποσό των €1.400 τόσο ολογράφως, όσο και σε αριθμό, δεόντως συμπληρωμένο∙ δεν ήταν όμως συμπληρωμένη με το όνομα του δικαιούχου. Ο εφεσείων συμπλήρωσε την επιταγή αναγράφοντας στον ειδικό για το δικαιούχο χώρο το όνομά του. Πρόκειτο για τακτική και διαδικασία που είχε και στο παρελθόν υιοθετηθεί με επιταγές της εφεσίβλητης που κατά καιρούς έδινε στον Ανδρέα Κλεάνθους. Η επιταγή όταν κατατέθηκε στην τράπεζα για σκοπούς εξαργύρωσης, επεστράφη απλήρωτη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, παρέμεινε δε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών.
Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν συνοπτικά η εξής. Μαζί με την επίδικη επιταγή έκδωσε ακόμα δύο επιταγές. Και οι τρεις επιταγές αφορούσαν συνολικό ποσό €8.000, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε το συνολικό τίμημα αντί του οποίου ο Ανδρέας Κλεάνθους ανέλαβε να την εφοδιάσει τέλος Μαρτίου - αρχές Απριλίου του 2010, με μια διακοσμητική άμαξα για τον κήπο της και ενός χρυσού νομίσματος. Όλες οι επιταγές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες, έτσι ώστε σε περίπτωση που η συναλλαγή ναυαγούσε, να μπορεί να σταματήσει την πληρωμή τους. Άφησε κενό το όνομα του δικαιούχου με απαίτηση του Ανδρέα Κλεάνθους, με τον οποίο είχε παρόμοιες συναλλαγές και στο παρελθόν. Δεν μερίμνησε για την πληρωμή της επίδικης επιταγής όταν πληροφορήθηκε το γεγονός όπως και τους λόγους για τη μη εξαργύρωση της από την τράπεζα, γιατί δεν της είχαν παραδοθεί μέχρι τότε τα εμπορεύματα και γιατί από πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση της, ο Ανδρέας Κλεάνθους, όπως και ο εφεσείων, εμπορεύοντο με τα κατεχόμενα, παράνομα.
Ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε επίσης ο επιφορτισμένος με την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, μεταξύ άλλων και στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού της εφεσίβλητης, εργολάβος οικοδομών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τόσον την εκδοχή του εφεσείοντα, όσο και την εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως και του μάρτυρα της, αφού για τους λόγους που παραθέτει στην απόφαση του, έκρινε τη μαρτυρία τους αναξιόπιστη. Στη συνέχεια, αφού παρέθεσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετώπιζε η εφεσίβλητη, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα με βάση αποκλειστικά τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του με τη μορφή παραδεκτών γεγονότων. Τα παραθέτουμε:
"Η επιταγή που αναγράφεται στο κατηγορητήριο, ήτοι η επιταγή με αριθμό 16357206 της ALPHA BANK CYPRUS LTD για το ποσό των Ευρώ 1.400 η οποία ήταν πληρωτέα την 10/4/2010, έχει εκδοθεί από την κατηγορούμενη, παρουσιάστηκε στην τράπεζα στις 15/4/2010, επιστράφηκε από την πληρώτρια τράπεζα ALPHA BANK CYPRUS LTD λόγω μη επαρκών υπολοίπων και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από της παρουσίασης της."
Ακολούθως, αθώωσε και απάλλαξε την εφεσίβλητη με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
"Όμως, εν όψει των σοβαρών αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη επιταγή και περιήλθε στην κατοχή του παραπονουμένου, και ιδίως ως προς το αντάλλαγμα αυτής και από την στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστες όλες τις μαρτυρίες που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα, δεν απομένει άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από το να αθωώσει και να απαλλάξει την κατηγορούμενη από την κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Συνακόλουθα ο παραπονούμενος απέτυχε να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεση του, η κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει, λόγω ύπαρξης σοβαρών αμφιβολιών αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη επιταγή και περιήλθε στην κατοχή του παραπονουμένου, και ιδίως ως προς το αντάλλαγμα αυτής."
Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος αμφισβητείται με τον ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, τον οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο μαζί με την αιτιολογία του:
"Λόγος Έφεσης 1: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση της αρχής ότι όπου ο νομοθέτης θέτει δια νομοθετικής διάταξης υπεράσπιση την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος αυτός θα πρέπει τουλάχιστον να την αποδεικνύει στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων έκρινε αθώα την κατηγορούμενη - εφεσίβλητη ενώ η εκδοχή της περί έλλειψης ανταλλάγματος ή παρανομίας δεν έγινε αποδεκτή αφού το Δικαστήριο την έκρινε αναξιόπιστη τόσο αυτή όσο και τον μάρτυρα που κάλεσε.
Αιτιολογία Λόγου Έφεσης 1: Η αποδοχή από το Δικαστήριο της θέσης της Κατηγορούσας Αρχής ότι η επιταγή εκδόθηκε από την Κατηγορούμενη - Εφεσίβλητη, ότι αυτή παρουσιάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε, ότι αυτή παρουσιάστηκε μετά που αυτή κατέστη πληρωτέα, ότι η μη εξόφληση της οφειλόταν στην έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων της κατηγορούμενης και ότι η επιταγή αυτή δεν εξοφλήθηκε εντός 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίασή της μετέθετε το βάρος απόδειξης της υπεράσπισης της ανυπαρξίας ανταλλάγματος ή παρανομίας στην υπεράσπιση, η οποία καμία αναξιόπιστη μαρτυρία δεν πρόσφερε για την απόδειξη αυτής της υπεράσπισης αφού αυτή απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη με αποτέλεσμα το τεκμήριο του Περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262 το οποίο θεσπίζεται στα Άρθρα 29, 30 και 73 έχει μείνει ακλόνητο με αποτέλεσμα η υπεράσπιση της έλλειψης ανταλλάγματος ή παρανομίας να μην έχει αποδειχθεί στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων που απαιτεί το ποινικό δίκαιο και η νομολογία."
Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η επιχειρηματολογία του κ. Ζαννούπα, συνιστά η θέση ότι, ενόψει των παραδεκτών γεγονότων τα οποία μετουσιώθηκαν σε δικαστικά ευρήματα, το δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη απέτυχε να καταρρίψει το μαχητό τεκμήριο της ύπαρξης αντιπαροχής από πλευράς του εφεσείοντα που δημιουργείται από το Νόμο, Κεφ. 262 και συγκεκριμένα από το Άρθρο 30(1)* του Νόμου, υπέρ του κατόχου της επιταγής, στη συγκεκριμένη περίπτωση του εφεσείοντα,
ότι έδωσε δηλαδή αντιπαροχή για την έκδοση της επιταγής. Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τη συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι εκεί και όπου δημιουργείται το μαχητό τεκμήριο, το βάρος απόδειξης έλλειψης αντιπαροχής βαραίνει τον εκδότη της επιταγής, στη συγκεκριμένη περίπτωση τον εφεσείοντα. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991, Vasos Charalambides Limited v. Ψαρά (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 849, Cyprio Sun Holidays Limited v. A. Papouis Hotels Limited (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 107 και Heatron Co. Ltd. v. Σωκράτους, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1034.
Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση του. Το τεκμήριο (presumption) δημιουργείται στην περίπτωση όπου, επειδή ένα γεγονός έχει αποδειχθεί, η ύπαρξη ενός άλλου γεγονότος μπορεί να εξαχθεί φυσιολογικά ως συμπέρασμα, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη του, απλά και μόνο γιατί είναι πιθανό το γεγονός αυτό να έλαβε χώρα. Σε μια τέτοια περίπτωση το γεγονός που τεκμαίρεται θεωρείται δεδομένο, εκτός βέβαια αν το αντίθετο αποδειχθεί από την άλλη πλευρά.
Στην περίπτωση του Άρθρου 30(1) του Νόμου, Κεφ. 262, το μαχητό τεκμήριο της αντιπαροχής, το οποίο όντως δημιουργείται από τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, δεν ενεργοποιείται παρά μόνο αν αποδειχθεί, εκτός βέβαια και αν αυτό δεν αμφισβητείται, ότι ο παραπονούμενος είναι κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου, Κεφ. 262. Σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες, ««Κάτοχος» σημαίνει το δικαιούχο ή το πρόσωπο υπέρ του οποίου γίνεται η οπισθογράφηση συναλλαγματικής ή γραμματίου το οποίο έχει αυτά στην κατοχή του ή τον κομιστή αυτών». ««Κομιστής»», σύμφωνα με το ίδιο άρθρο «σημαίνει το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του συναλλαγματική ή γραμμάτιο το οποίο είναι πληρωτέο στον κομιστή».
Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου, αποτέλεσε ένα από τα σημεία αντιπαράθεσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στο πρωτόδικο δικαστήριο δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επιταγή περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, όπως και ως προς το αντάλλαγμα της. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο η μαρτυρία του εφεσείοντα, όσο και η μαρτυρία της εφεσίβλητης και του μάρτυρα της, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστες. Συνεπώς, το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε εφόσον ο εφεσείων, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής.
Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει ακόμα μια παράμετρος. Ως προς την ύπαρξη αντιπαροχής ο εφεσείων επέλεξε να μην βασιστεί στο μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 30(1) του Νόμου, αλλά επί της δικής του μαρτυρίας. Η επί του προκειμένου όμως εκδοχή του, δηλαδή ότι εξαργύρωσε την επιταγή και συνεπώς έδωσε αντιπαροχή, δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο υπενθυμίζουμε απέρριψε τη μαρτυρία του στο σύνολο της, ως αναξιόπιστη. Επομένως, υιοθέτηση της εισήγησης της υπεράσπισης αναπόφευκτα θα δημιουργούσε, υπό τις περιστάσεις, αντιφατική κατάσταση, καθότι θα οδηγούσε ουσιαστικά σε εξουδετέρωση της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του εφεσείοντα.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται.