ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 828
30 Νοεμβρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
ABDULLAH AL NAJJAR,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 132/2012)
Ποινή ― Απαγορευμένοι Μετανάστες ― Επικύρωση συντρεχουσών ποινών φυλάκισης δεκαπέντε μηνών για παράνομη είσοδο στην Κύπρο ενώ ο εφεσείων ήταν ήδη απαγορευμένος μετανάστης ώστε η είσοδός του να μην επιτρέπεται και τριών μηνών στην κατηγορία της εισόδου στην Κύπρο χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ― Απόφανση Εφετείου ότι η ποινή των 15 μηνών δεν βρισκόταν καν στο ανώτατο όριο με βάση τη νομολογία ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Ο Εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση το ύψος των ποινών που του επιβλήθηκαν σε δύο κατηγορίες τις οποίες παρεδέχθη αναφορικά με παράνομη είσοδο στην Κύπρο, ενώ ήτο απαγορευμένος μετανάστης ώστε η είσοδός του να μην επιτρέπεται και εκείνη της εισόδου στην Κύπρο, χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος, παρατήρησε περαιτέρω ότι, λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν τα αδικήματα αυτά, επιβάλλεται η πρόνοια αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Αφού έλαβε υπόψη του το γεγονός της άμεσης παραδοχής και απολογίας του μαζί με τις προσωπικές του περιστάσεις και θεωρώντας ότι η προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα περιόριζε σαφώς τα περιθώρια επιείκειας του Δικαστηρίου αλλά και καταδείκνυε ότι υπήρχε εκ μέρους του περιφρόνηση των αρχών και της έννομης τάξης της Δημοκρατίας εφ' όσον, ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, εντούτοις επεδίωξε να εισέλθει στη Δημοκρατία, έκρινε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης, επιβάλλοντας ποινή 15 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 3 μηνών στη δεύτερη, με τις ποινές να συντρέχουν.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Η επιβληθείσα ποινή των δεκαπέντε μηνών ήταν έκδηλα υπερβολική δεδομένων των περιστάσεων της υπόθεσης.
β) Με βάση τη νομολογία η ποινή των 15 μηνών ήταν όχι μόνο στην υψηλή κλίμακα του πλαισίου αλλά και απέληγε να καθίστατο εκδήλως υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έξαρση που παρατηρείται αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος οπωσδήποτε δικαιολογεί τέτοια αντιμετώπιση αλλά και η ίδια η φύση των αδικημάτων τα οποία ουσιαστικά καταργούν την έννομη τάξη σε σχέση με τη διαρκή διάθεση της Δημοκρατίας να ελέγχει τους εισερχόμενους σε αυτή.
2. Ο Εφεσείων, έχοντας καταστεί απαγορευμένος μετανάστης, αγνόησε πλήρως αυτή τη θεμελιακή διάσταση των πραγμάτων και επεδίωξε με εντελώς παράνομο τρόπο να επανέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας.
3. Δεν υποτιμήθηκαν τα όσα είχαν λεχθεί σε σχέση με την κατάσταση στη Συρία, η οποία συνεχίζει για πολύ καιρό και η οποία οπωσδήποτε ωθεί ανθρώπους οι οποίοι δεν θέλουν να μετέχουν στα όσα συμβαίνουν να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
4. Αυτό όμως δεν είχε την παραμικρή σημασία στην προκειμένη περίπτωση, αφού, ο Εφεσείων είχε εξέλθει από τη Συρία, αφήνοντας πίσω του τον κίνδυνο ο οποίος υπήρχε, μεταβαίνοντας στην Τουρκία όπου ασφαλώς ο κίνδυνος δεν υπήρχε.
5. Δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου που να δικαιολογούσε παρέμβαση στην ποινή. Με βάση τη νομολογία, δεν βρισκόταν καν στο ανώτατο όριο ώστε να αγγίζει τα επίπεδα της υπερβολικότητας.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις.
Elhamian ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 605,
Jadallah ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 613,
Methyed ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 435,
Kawaret ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 851.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12641/12), ημερομηνίας 7/6/2012.
Δ. Σορβατζιώτη (κα), για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Παρών είναι και ο κ. Θ. Ζάζα ο οποίος μεταφράζει από τα αραβικά στα ελληνικά και αντιστρόφως.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων προέρχεται από τη Συρία και αντιμετώπισε πρωτοδίκως δύο κατηγορίες τις οποίες παρεδέχθη. Εκείνη της εισόδου στην Κύπρο ενώ ήτο απαγορευμένος μετανάστης ώστε η είσοδός του να μην επιτρέπεται και εκείνη της εισόδου στην Κύπρο χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Όπως προέκυψε από τα γεγονότα τα οποία εξετέθησαν, ο Εφεσείων είχε αφιχθεί στην Κύπρο από την Τουρκία μέσω των κατεχομένων και μετά στις ελεύθερες περιοχές. Ανέφερε κατά το χρόνο που έγινε αντιληπτή η είσοδός του ότι γνώριζε ότι απαγορευόταν η είσοδος στη Δημοκρατία αλλά το έκανε κυρίως για οικονομικούς λόγους και λόγω του πολέμου που επικρατεί στη χώρα του. Είχε μια προηγούμενη καταδίκη το 2008 για είσοδο στη Δημοκρατία χωρίς τη συγκατάθεση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και επίσης για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς άδεια. Του επεβλήθη τότε ποινή φυλάκισης δύο μηνών σε κάθε κατηγορία με τις ποινές να συντρέχουν και ήταν βεβαίως αυτή η προηγούμενη συμπεριφορά του που είχε αποτελέσει και τη βάση ώστε να θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης του οποίου να μην επιτρέπεται η είσοδος στην Κύπρο.
Πρωτοδίκως η έμφαση εκ μέρους του Εφεσείοντoς ετέθη στο ότι ο ίδιος δεν είχε ενδεχομένως κατανοήσει τη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο διέπραττε και η ευπαίδευτη συνήγορος που τότε ενεργούσε για τον Εφεσείοντα τόνισε μάλιστα ότι η ίδια του είχε εξηγήσει αυτή τη σοβαρότητα. Η τότε συνήγορος του είχε περαιτέρω αναφέρει στο Δικαστήριο ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί μετριαστικός παράγοντας το γεγονός ότι η Τουρκία διευκολύνει ουσιαστικά εκείνους που επιθυμούν να έρθουν στις ελεύθερες περιοχές διοχετεύοντας τους μέσω των κατεχομένων. Ανεφέρθη δε και στην κατάσταση η οποία επικρατεί στη Συρία όπου ο κάθε ένας προσπαθεί με οποιοδήποτε τρόπο να αποφύγει το διαρκή κίνδυνο ο οποίος υπάρχει για τη ζωή του.
Το Δικαστήριο υπέδειξε τη σοβαρότητα του αδικήματος, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών ετών όσον αφορά την πρώτη κατηγορία και ενός έτους όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία. Παρατήρησε περαιτέρω ότι, λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν τα αδικήματα αυτά, επιβάλλεται η πρόνοια αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Τέτοια αδικήματα στρέφονται κατά της έννομης τάξης του κράτους και υπονομεύουν, όπως υπέδειξε, τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών για άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου στην επικράτεια του. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκαμε αναφορά στη νομολογία και έλαβε υπόψη του το γεγονός της άμεσης παραδοχής και απολογίας του Εφεσείοντα μαζί με τις προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και άλλες συνθήκες του, όπως και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων. Θεώρησε όμως ότι η προηγούμενη καταδίκη του Εφεσείοντα περιόριζε σαφώς τα περιθώρια επιείκειας του Δικαστηρίου αλλά και καταδείκνυε ότι υπήρχε εκ μέρους του περιφρόνηση των αρχών και της έννομης τάξης της Δημοκρατίας εφ' όσον, ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης, εντούτοις επεδίωξε να εισέλθει στη Δημοκρατία. Κρίνοντας ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης, ο ευπαίδευτος Δικαστής, αναφερόμενος και σε σχετική νομολογία, επέβαλε την ποινή των 15 μηνών στην πρώτη κατηγορία και των 3 μηνών στη δεύτερη, με τις ποινές να συντρέχουν.
Η έφεση, η οποία στρέφεται εναντίον της ποινής ως εκδήλως υπερβολικής, έθεσε την έμφαση στις συνθήκες υπό τις οποίες ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα, με αναφορά στην κατάσταση η οποία επικρατεί στη χώρα του, η οποία κατά κάποιο τρόπο τον ανάγκασε να φύγει από εκεί και να ζητήσει ασφαλέστερη χώρα, την Κύπρο, ως μια πραγματικότητα η οποία και ανθρωπιστικά έχει διαστάσεις. Έγινε περαιτέρω αναφορά σε νομολογία, περιλαμβανομένης εκείνης στην οποία πρωτοδίκως έγινε αναφορά, για να καταδειχθεί ότι ενδεχομένως η ποινή των 15 μηνών να είναι όχι μόνο στην υψηλή κλίμακα του πλαισίου αλλά και να απολήγει να καθίσταται εκδήλως υπερβολική.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, η οποία καταχώρησε και διάγραμμα αγόρευσης, έθεσε την έμφαση στη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, εν όψει και της έξαρσης των αδικημάτων αυτών σε συνάρτηση με τη δυσχέρεια την οποία ως εκ της κατοχής η Δημοκρατία αντιμετωπίζει στον έλεγχο των συνόρων της και τη διατήρηση της έννομης τάξης σε σχέση με την επικράτειά της.
Ως προς τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους αδικήματα δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία. Η έξαρση η οποία υπάρχει οπωσδήποτε δικαιολογεί τέτοια αντιμετώπιση αλλά και η ίδια η φύση των αδικημάτων τα οποία ουσιαστικά καταργούν την έννομη τάξη σε σχέση με τη διαρκή διάθεση της Δημοκρατίας να ελέγχει τους εισερχόμενους σε αυτή, είναι παράγοντες που κυριαρχούν στο μυαλό μας. Ο Εφεσείων, έχοντας καταστεί απαγορευμένος μετανάστης, αγνόησε πλήρως αυτή τη θεμελιακή διάσταση των πραγμάτων και επεδίωξε με εντελώς παράνομο τρόπο να επανέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Δεν υποτιμούμε τα όσα έχουν λεχθεί σε σχέση με την κατάσταση στη Συρία, η οποία συνεχίζει για πολύ καιρό και η οποία οπωσδήποτε ωθεί ανθρώπους οι οποίοι δεν θέλουν να μετέχουν στα όσα συμβαίνουν να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να ζητήσουν ασφαλέστερη διαμονή αλλού. Αυτό όμως δεν έχει την παραμικρή σημασία στην προκειμένη περίπτωση αφού, όπως ήδη υποδείξαμε, ο Εφεσείων είχε εξέλθει από τη Συρία, αφήνοντας πίσω του τον κίνδυνο ο οποίος υπήρχε, μεταβαίνοντας στην Τουρκία όπου ασφαλώς ο κίνδυνος πλέον δεν υπήρχε. Η επιλογή του να αφήσει την Τουρκία και να επιδιώξει να επανέλθει στην Κύπρο δεν μπορεί να εντάσσεται στην επιθυμία αποφυγής αυτού του κινδύνου και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ούτε (όπως είχε υποδειχθεί και πρωτοδίκως από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα αλλά, πράγμα που ενεργεί προς άλλη κατεύθυνση) ότι υπήρξε προσπάθεια διοχέτευσης ανθρώπων οι οποίοι καταφεύγουν στην Τουρκία από τη Συρία στην Κύπρο και τούτο μέσω των κατεχομένων, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Δημοκρατίας στον τομέα αυτό.
Με δεδομένη λοιπόν τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, έχουμε να εξετάσουμε κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα όρια των δυνατοτήτων που του επιτρέπει η νομολογία ώστε να αναδεικνύεται η ποινή ως εκδήλως υπερβολική, με μόνη αναφορά από την ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα σε νομολογία στην οποία είχαν επιβληθεί ποινές χαμηλότερες της προκειμένης. Συγκεκριμένα, στην Elhamian ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 605, το Εφετείο είχε ενώπιον του ποινή φυλάκισης 5 μηνών και στην Jadallah ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 613, ποινή φυλάκισης 9 μηνών. Οι ποινές αυτές όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι εφεσιβλήθησαν ως εκδήλως υπερβολικές εκ μέρους του Εφεσείοντος στην κάθε υπόθεση, ώστε αυτό που είχε να αποφασίσει το Εφετείο ήταν το κατά πόσο ήσαν εκδήλως υπερβολικές ή όχι και όχι αν ήσαν αρμόζουσες υπό το πρίσμα της πρωτογενούς πρωτόδικης κρίσης η οποία και ελέγχεται σήμερα από το Εφετείο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, βεβαιώνοντας την ποινή των 5 μηνών, το Εφετείο στην Elhamian παρατήρησε ότι θα λέγαμε ότι «μπορεί ακόμα να βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο». Η παρατήρηση αυτή ήταν τουλάχιστον η ευνοϊκότερη που θα μπορούσε να είχε γίνει. Στην Jadallah, για τους 9 μήνες και πάλι είχε γίνει αναφορά σε νομολογία η οποία προνοούσε ποινές φυλάκισης μεταξύ 1-5 μηνών, εισήγηση την οποία απέρριψε ευθέως το Εφετείο παρατηρώντας ότι υπήρχαν περιπτώσεις που επιβλήθησαν πολύ αυστηρότερες ποινές για τέτοια αδικήματα, αναφέροντας συγκεκριμένα τη Methyed ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 435. Και πάλι το Εφετείο αποφάσισε ότι η ποινή δεν ήταν εκδήλως υπερβολική, χωρίς να σημαίνει ότι αυτή η ποινή θα ήταν και η πρέπουσα. Η Methyed, στην οποία έχει γίνει αναφορά, είναι υπόθεση στην οποία το Εφετείο σαφώς θεώρησε ότι η ποινή των 15 μηνών η οποία έχει επιβληθεί δεν ήταν εκδήλως υπερβολική και δεν μπορούσε να διαπιστωθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να αντανακλάται στην υπερβολικότητα της ποινής. Σημειώνουμε ότι η υπόθεση αυτή έχει μέγιστες αναλογίες προς την ενώπιον μας υπόθεση. Το ίδιο ισχύει για την Kawaret ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 851, όπου επεβλήθη και πάλι ποινή φυλάκισης 15 μηνών. Και αυτή η ποινή επεκυρώθη από το Εφετείο με απόρριψη της εισήγησης ότι πρόκειται για εκδήλως υπερβολική ποινή και έγινε παραπομπή στο ότι η ποινή που προβλέπεται στο νόμο είναι τριετής ώστε και σε συνάρτηση με εκείνο να μην μπορεί να θεωρείται υπερβολική.
Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας με την ποινή η οποία έχει εφεσιβληθεί, η οποία δεν θα λέγαμε ότι είναι καν στο ανώτατο όριο ώστε να αγγίζει τα επίπεδα της υπερβολικότητας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα του μεταφραστή να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.
Η έφεση απορρίπτεται.