ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 2 ΑΑΔ 704

31 Οκτωβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 38/2010)

ΧΑΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

EXANTAS MARINE ENTERPRISES LTD,

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 39/2010)

FOTIOU BROS SHIPPING LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

EXANTAS MARINE ENTERPRISES LTD,

Εφεσιβλήτων.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 40/2010)

ΜΑΡΙΟΣ ΦΩΤΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

EXANTAS MARINE ENTERPRISES LTD,

Εφεσιβλήτων

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 38/2010. 39/2010, 40/2010)

 

Ποινικός Κώδικας - Έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος ― Άρθρα 304Α(2) 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα - Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε η υπεράσπιση που προέβαλαν οι εφεσείοντες περί ανάκλησης της επίδικης επιταγής για εύλογη αιτία.

Ποινικός Κώδικας - Έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος - Εφετειακή απόφανση ότι το δικαίωμα των κατηγορουμένων να υποβάλουν έφεση δεν επηρεάστηκε από το γεγονός ότι μετά την καταδίκη τους αποζημίωσαν τους παραπονούμενους και ζήτησαν χρόνο γι' αυτό, ο οποίος και τους παρασχέθηκε από το Δικαστήριο.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκαν ένοχοι σε κατηγορία αναφορικά με το αδίκημα της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση των Άρθρων 304Α(2) 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα. Οι λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρονταν στην έκδοση από τους εφεσείοντες της επιταγής για το ποσό των €17.000 η οποία ήταν πληρωτέα σε συγκεκριμένη ημερομηνία και σε σχέση με την οποία οι εφεσείοντες προκάλεσαν τη μη εξόφλησή της.

Τα επίδικα γεγονότα προέκυψαν ως αποτέλεσμα διαφωνιών σχετικά με την ανάθεση από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους, κατόπιν συμφωνίας, κατασκευής ενός σκάφους για λογαριασμό της εφεσείουσας εταιρείας στην Έφεση αρ. 39/2010 ("εφεσείουσα 2").

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων, οι τρεις εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι και το Δικαστήριο επέβαλε ποινές προστίμων.

Με τις παρούσες τρεις εφέσεις (μια για κάθε κατηγορούμενο), οι οποίες και συνεκδικάστηκαν, οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της καταδίκης τους.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν προδικαστικά ότι οι εφεσείοντες απώλεσαν το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την καταδίκη τους. Επικαλέστηκαν το γεγονός ότι, το Δικαστήριο τους παρέσχε χρόνο και η επιβολή ποινής αναβλήθηκε άλλες τρεις φορές για να δοθεί στους εφεσείοντες η ευκαιρία να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους και να ελαφρύνουν τη θέση τους, πράγμα που τελικά έγινε.

Το Εφετείο απεφάνθη ότι, πράττοντας τούτο οι εφεσείοντες, δεν σήμαινε ότι άλλαζαν στάση, εγκαταλείποντας τη θέση τους περί αθωότητάς τους, παρά μόνο επέδειξαν συμμόρφωση προς την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και κατέβαλαν προσπάθεια μετριασμού της ποινής, χωρίς να απολέσουν το δικαίωμα καταχώρησης και προώθησης έφεσης.

Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

Λόγος έφεσης Αρ. 1 - Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι συμφωνήθηκε παράταση του χρόνου παράδοσης του σκάφους.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας την εκατέρωθεν δοθείσα μαρτυρία, αποδέχθηκε για καλούς λόγους τους οποίους και εξήγησε, τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσίβλητων και τίποτε δεν προβλήθηκε κατ' έφεση το οποίο θα δικαιολογούσε την παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς θέματα αξιοπιστίας.

Η υπεράσπιση την οποία προέβαλαν οι εφεσείοντες περί ανάκλησης της επίδικης επιταγής για εύλογη αιτία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Πέραν των άλλων, το Δικαστήριο διαπίστωσε και έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των εφεσειόντων για τους λόγους τους οποίους παρέθεσε στην απόφασή του.

Λόγος έφεσης Αρ. 2:

α) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την ενοχή των εφεσειόντων παρασυρόμενο από το χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσείων 1 αποφάσισε να δώσει εντολή για τη μη πληρωμή της επιταγής, παραλείποντας να σχολιάσει ότι αυτός είχε όμως την πρόθεση να την εξοφλήσει αν οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν προς τους εφεσείοντες το ποσό των £155,00 για κάθε ημέρα καθυστέρησης παράδοσης του σκάφους.

β) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τη θέση της υπεράσπισης σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την ποινική δίωξη μόνο για να εισπράξουν το ποσό της επιταγής.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την εκδοχή των εφεσειόντων περί καθυστερήσεων και κακοτεχνιών, εκδοχή όμως την οποία απέρριψε με επαρκή αιτιολογία την οποία παρέθεσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι εάν πράγματι, υπήρχαν αυτή η καθυστέρηση και οι κακοτεχνίες, το ελάχιστο που θα ανέμενε κανείς ήταν να ενημέρωναν γραπτώς και εγκαίρως την παραπονούμενη για τα όσα της απέδιδαν.

Περαιτέρω μάρτυρας κατηγορίας δεν αντεξετάστηκε σχετικά με κακοτεχνίες στην κατασκευή του σκάφους. Τα όσα δε, ο κατηγορούμενος αρ. 3 προέβαλε περί κακοτεχνιών αναιρούνταν από τα όσα δηλώνονταν το «Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ακτοπλοϊκού Επιβατηγού Σκάφους».

Ούτε η μαρτυρία μάρτυρα υπεράσπισης ήταν ικανή να ενισχύει την μαρτυρία του κατηγορουμένου αρ. 3 όσον αφορούσε στις κακοτεχνίες και την καθυστέρηση.

 

Ως προς το δεύτερο σημείο του λόγου έφεσης, δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε ή οποιαδήποτε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει την ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων, απλά και μόνο για να καταφέρουν να εισπράξουν το ποσό της επίδικης επιταγής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση εναντίον καταδίκης και ποινής.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16981/08), ημερομηνίας 9/12/2009.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσείοντες.

Αδ. Πετρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ασχολούμενη με το σχεδιασμό, κατασκευή και ναυπήγηση σκαφών. Περί τα τέλη του 2006, οι εφεσείοντες στις Εφέσεις αρ. 38/2010 και 40/2010 ("εφεσείων 1" και "εφεσείων 3" αντίστοιχα), οι οποίοι είναι αδέλφια, προσήγγισαν τους εφεσίβλητους για να τους αναθέσουν την κατασκευή για λογαριασμό της εφεσείουσας εταιρείας στην Έφεση Αρ. 39/2010 ("εφεσείουσα 2") ένα σκάφος τύπου "καταμαράν" για μεταφορά περιηγητών. Επήλθε συμφωνία και υπογράφηκε γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 15.1.2007 μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 2, η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων την κατασκευή περιγραφόμενου σκάφους έναντι του τιμήματος των £125.000 (€212.575,18) πλέον Φ.Π.Α., μη περιλαμβανομένης της αξίας αγοράς και κόστους τοποθέτησης των μηχανών και του συστήματος πρόωσης. Η ημερομηνία παράδοσης θα ήταν η 15.6.2007 και κατά τη διάρκεια της ναυπήγησης, οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα επιθεώρησης και επίβλεψης των εργασιών. Η αποπληρωμή του τιμήματος θα γινόταν σταδιακά και οι εφεσείοντες θα αποκτούσαν κατοχή του σκάφους μόνο εφόσον υπογραφόταν "Πρωτόκολλο Παράδοσης" και εξοφλείτο ολόκληρο το οφειλόμενο τίμημα. Όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι, λόγω κάποιας ελαττωματικότητας των μηχανών και του συστήματος πρόωσης, η προθεσμία ολοκλήρωσης της κατασκευής του σκάφους και παράδοσής του αναθεωρήθηκε κοινή συναινέσει και ως νέα ημερομηνία παράδοσης συμφωνήθηκε η 7.7.2008. Κατά τη νέα αυτή ημερομηνία, το σκάφος παραδόθηκε στους εφεσείοντες, αφού προηγήθηκε έλεγχος και δοκιμή του στη Μαρίνα Λάρνακας, επιβεβαιώθηκε ότι το ποσό των €94.000 ήταν το υπόλοιπο ποσό που οφειλόταν στην εφεσίβλητη και υπογράφηκαν όλα τα αναγκαία για τη νηολόγηση του σκάφους έγγραφα. Κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι την 7.7.2008, η εφεσείουσα 2 υπέγραψε και το "Πρωτόκολλο Παράδοσης" του σκάφους με το οποίο εδηλώνετο ότι το σκάφος παραλήφθηκε ανεπιφύλακτα, ότι ήταν της απόλυτης αρεσκείας της εφεσείουσας 2 και σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζουν οι κανονισμοί και η καλή ναυπηγική τέχνη και ότι η εφεσείουσα 2 δεν είχε καμιά άλλη απαίτηση από την εφεσίβλητη. Οι εφεσείοντες δεν ήσαν έτοιμοι να αποπληρώσουν το υπολοιπόμενο ποσό των €94.000 εφάπαξ, και για τούτο εξέδωσαν πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές πληρωτέες για τα ακόλουθα επί μέρους ποσά και στις ακόλουθες ημερομηνίες:

1. €17.000 ................. 25.8.2008

2. €17.000 ................ 25.9.2008

3. €16.000 ................ 25.10.2008

4. €22.000 ................ 25.6.2009

5. €22.000 ................ 25.7.2009

Κατά την 25.8.2008, που ήταν πληρωτέα η πρώτη επιταγή, ο Διευθυντής της εφεσίβλητης την παρουσίασε σε τράπεζα για πληρωμή, οπότε πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε ανακληθεί από τον εκδότη της. Αφού επικοινώνησε με τον εφεσείοντα 3, ο δεύτερος τον πληροφόρησε ότι ανακλήθηκαν και οι πέντε επιταγές που είχαν εκδοθεί. Η εφεσίβλητη προχώρησε τότε στην καταχώρηση ιδιωτικών ποινικών διώξεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των τριών εφεσειόντων ως κατηγορουμένων, αναφορικά με το αδίκημα της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση των Άρθρων 304Α(2) 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα. Οι λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρονταν στην έκδοση από τους εφεσείοντες της επιταγής για το ποσό των €17.000 η οποία ήταν πληρωτέα κατά την 25.8.2008 και σε σχέση με την οποία οι εφεσείοντες προκάλεσαν τη μη εξόφλησή της. Κατόπιν δίκης, το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων, οι τρεις εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία που αντιμετώπιζαν και το Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα 2 εταιρεία πρόστιμο ύψους €2.000, ενώ στους εφεσείοντες 1 και 3 επέβαλε πρόστιμο ύψους €1.600 στον καθένα.

Με τις παρούσες τρεις εφέσεις (μια για κάθε κατηγορούμενο), οι οποίες και συνεκδικάστηκαν, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της καταδίκης τους.

Για ευνόητους λόγους, οι τρεις εφέσεις συνεκδικάστηκαν.

Από τη δική τους πλευρά, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται προδικαστικά ότι οι εφεσείοντες με τις πράξεις τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά την καταδίκη τους και πριν από την επιβολή ποινής, απώλεσαν το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την καταδίκη τους. Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι επικαλούνται το γεγονός ότι, μετά την καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες ζήτησαν όπως τους παρασχεθεί χρόνος έτσι ώστε να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους και να εκληφθεί αυτή τους η ενέργεια ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής. Το Δικαστήριο τους παρέσχε χρόνο και η επιβολή ποινής αναβλήθηκε άλλες τρεις φορές για να δοθεί στους εφεσείοντες η ευκαιρία να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους και να ελαφρύνουν τη θέση τους, πράγμα που τελικά έγινε. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι παρούσες εφέσεις είναι πρόδηλα καταχρηστικές ως προς την προσβολή της καταδίκης αλλ' όχι της ποινής.

Δε θα συμφωνήσουμε με αυτή την εισήγηση των εφεσιβλήτων. Η ενέργεια των εφεσειόντων όπως αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους και οι παρατάσεις χρόνου που ζητήθηκαν και δόθηκαν γι' αυτό το σκοπό, είχαν ασφαλώς στόχο και επιδίωξη την ελάφρυνση της θέσης των εφεσειόντων οι οποίοι, μετά την καταδικαστική απόφαση, αντιμετώπιζαν και το ενδεχόμενο φυλάκισης. Πράττοντας τούτο, οι εφεσείοντες δε σημαίνει ότι άλλαζαν στάση, εγκαταλείποντες τη θέση τους περί αθωότητάς τους, παρά μόνο επέδειξαν συμμόρφωση προς την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και κατέβαλαν προσπάθεια μετριασμού της ποινής, χωρίς να απολέσουν το δικαίωμα καταχώρησης και προώθησης έφεσης.

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους προβληθέντες λόγους έφεσης.

Λόγος έφεσης αρ. 1 - Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι συμφωνήθηκε παράταση του χρόνου παράδοσης του σκάφους.

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων για τη μετάθεση της ημερομηνίας παράδοσης του σκάφους από την καθορισθείσα ημερομηνία της 15.6.2007 στην 7.7.2008 και προτάσσουν προς τούτο διάφορα επιχειρήματα βασιζόμενα σε μέρη της μαρτυρίας (προφορικής και πραγματικής) που δόθηκε από πλευράς υπεράσπισης.

Αυτός ο λόγος έφεσης έκδηλα δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο, αξιολογώντας την εκατέρωθεν δοθείσα μαρτυρία, αποδέχθηκε για καλούς λόγους τους οποίους και εξήγησε, τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσίβλητων και τίποτε δεν προβλήθηκε κατ' έφεση το οποίο θα δικαιολογούσε την παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς θέματα αξιοπιστίας.

Περαιτέρω, εδώ το κρίσιμο γεγονός ήταν ότι, ανεξάρτητα από τους όποιους λόγους της σημειωθείσας καθυστέρησης, οι εφεσείοντες παραλαμβάνοντας το σκάφος κατά την 7.7.2008, προέβηκαν στην έκδοση και υπογραφή της επίδικης επιταγής - αντικειμένου της κατηγορίας, μεταχρονολογημένης ως πληρωτέας κατά την 25.8.2008 και αφού υπέγραψαν τα σχετικά έγγραφα περί αναγνώρισης του υπολοίπου του χρέους τους και περί του ότι το παραληφθέν σκάφος ήταν της απόλυτης αρεσκείας τους και ότι συμφωνούσε με τις προδιαγραφές, καθώς επίσης και του ότι η εφεσείουσα δεν είχε καμιά άλλη απαίτηση από την κατασκευάστρια εφεσίβλητη. Η υπεράσπιση την οποία προέβαλαν οι εφεσείοντες περί ανάκλησης της επίδικης επιταγής για εύλογη αιτία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Πέραν των άλλων, το Δικαστήριο διαπίστωσε και έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των εφεσειόντων για τους ακόλουθους λόγους τους οποίους παρέθεσε στην απόφασή του:

"Όμως η απουσία καλής πίστης εκ μέρους των κατηγορουμένων αρ. 2 και 3 επιβεβαιώνεται και από την εκπληκτική παραδοχή του τελευταίου πώς στις 7.7.08, ο ίδιος και ο αδελφός του, εξέδωσαν την επίδικη επιταγή απλώς και μόνον για να επιτύχουν την παράδοση του σκάφους και την εγγραφή του επ΄ ονόματι της κατηγορουμένης αρ. 1 και όχι για να την τιμήσουν. Τέτοια συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει τους καλόπιστους. Ένας καλόπιστος, ο οποίος αισθάνεται ότι αδικήθηκε, θα διεκδικούσε τα συμβατικά του δικαιώματα διαφορετικά και δεν θα προσέφευγε στην έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών, τις οποίες δεν θα τιμούσε, για να ξεγελάσει τον αντισυμβαλλόμενό του. Ένας καλόπιστος θα επέλεγε να θέσει σε λειτουργία τους μηχανισμούς διεκδίκησης αποζημιώσεων αντί να επιλέξει να προσποιηθεί πως εξοφλεί την οφειλή του εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές, ενώ κατ' ακρίβειαν προαποφάσισε την ανάκλησή τους."

Συνεπώς, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός και απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης αρ. 2.

Προβάλλοντας αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης σε δύο σημεία:

α.    Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την ενοχή των εφεσειόντων παρασυρόμενο από το χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσείων 1 αποφάσισε να δώσει εντολή για τη μη πληρωμή της επιταγής, παραλείποντας να σχολιάσει ότι αυτός είχε όμως την πρόθεση να την εξοφλήσει αν οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν προς τους εφεσείοντες το ποσό των £155,00 για κάθε ημέρα καθυστέρησης παράδοσης του σκάφους.

β.    Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τη θέση της υπεράσπισης σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την ποινική δίωξη μόνο για να εισπράξουν το ποσό της επιταγής.

Ως προς τα δύο πιο πάνω σημεία του λόγου τούτου έφεσης τα οποία και μπορούν να συνεξετασθούν, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει ή να ασχοληθεί με τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων θα πλήρωνε το ποσό της επιταγής αν οι εφεσίβλητοι κατέβαλλαν στους εφεσείοντες συμφωνηθέν ποσό για καθυστερήσεις στην παράδοση του σκάφους, είναι άδικος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την εκδοχή των εφεσειόντων περί καθυστερήσεων και κακοτεχνιών, εκδοχή όμως την οποία απέρριψε με επαρκή αιτιολογία την οποία παρέθεσε. Πέραν της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη αξιοπιστίας που διέκρινε γενικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, ανέφερε και τα εξής στην Απόφαση:

"Πρώτον, αυτός επικαλείται, ως λόγο της ανάκλησης, την εκ μέρους της παραπονουμένης, κατά 388 ημέρες, καθυστέρηση στην κατασκευή και παράδοση του σκάφους καθώς και σοβαρές κακοτεχνίες στην κατασκευή του. Όμως, ουδεμία σχετική επιστολή διαμαρτυρίας απεστάληκε στην παραπονουμένη. Εάν, πράγματι, υπήρχαν αυτή η καθυστέρηση και οι κακοτεχνίες, το ελάχιστο που θα ανέμενε κάποιος από έναν έμπειρο δικηγόρο, όπως είναι ο κατηγορούμενος αρ. 3, ο οποίος μάλιστα γνωρίζει πώς να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντά του, να ενημέρωνε γραπτώς και εγκαίρως την παραπονουμένη για τα όσα της αποδίδει. Δεύτερον, απορία προκαλεί το γεγονός πως αντεξετάζοντας τον Παντελή Αναστάση (Μ.Κ.1), ο κατηγορούμενος αρ. 3 ουδόλως αναφέρθηκε στις κακοτεχνίες στην κατασκευή του σκάφους, τις οποίες ο ίδιος, στη συνέχεια, περιέγραψε αναλυτικά. Τρίτον, τα όσα ο κατηγορούμενος αρ. 3 ισχυρίζεται περί κακοτεχνιών αναιρούνται από τα όσα δηλώνονται το «Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ακτοπλοϊκού Επιβατηγού Σκάφους» (τεκμήριο 14), και σύμφωνα με τα οποία τις 19.7.08 το σκάφος ήταν αξιόπλοο και ασφαλές για τους επιβάτες του.

Ούτε η μαρτυρία του Ζαχαρία Αρχοντούς (Μ.Υ. 2), είναι ικανή να ενισχύει την μαρτυρία του κατηγορουμένου αρ. 3 όσον αφορά στις κακοτεχνίες και την καθυστέρηση. Το φωτογραφικό και άλλο υλικό που ο μάρτυρας αυτός παρουσίασε δεν είναι ασφαλές, τουλάχιστον, ως προς την ημερομηνία δημιουργίας του.

Αυτά τα μειονεκτήματα στην μαρτυρία του κατηγορουμένου αρ. 3 οδηγούν στον κλονισμό της αξιοπιστίας του και καθιστούν την εκδοχή των γεγονότων που αυτός προβάλλει ως απίθανη."

Ως προς το δεύτερο σημείο του λόγου έφεσης, δεν έχουμε εντοπίσει ούτε και μας υποδείχθηκε στα πρακτικά, οποιαδήποτε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει την ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων, απλά και μόνο για να καταφέρουν να εισπράξουν το ποσό της επίδικης επιταγής. Αντίθετα, όπως παρατηρούμε, στη σελίδα 71 των Πρακτικών, προκύπτει ότι κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα 1 ο συνήγορος των εφεσιβλήτων που είχε υποβάλει τα εξής:

"Ε. Σου υποβάλω ότι η παρούσα έχει εγερθεί εναντίον των κατηγορουμένων 1, 2 και 3 με την οποία η παραπονούμενη ζητεί την καταδίκη σας με βάση τα Άρθρα 304, Α 2, 20.2 του Ποινικού Κώδικα."

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο