ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 2 ΑΑΔ 494

9 Αυγούστου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 199/2011)

 

Ποινή ― Κλοπή υπό υπαλλήλου ― Άρθρα 268 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ως έχει τροποποιηθεί ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 6 χρόνων για 49 κατηγορίες κλοπής υπό υπαλλήλου, στις οποίες ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ενοχή ― Εφεσείων υπάλληλος Ημικρατικού οργανισμού ― Το ύψος της αξίας των κλοπιμαίων ανερχόταν στις € 60.000 και ουσιαστικά δεν είχε επιστραφεί ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Σημασία για σκοπούς επιβολής ποινής έχει η ζημιά που προκαλείται στον παραπονούμενο και όχι το ποσό που επωφελείται ο δράστης, παράγων που έχει πολύ πιο περιορισμένο ελαφρυντικό χαρακτήρα.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Η αρχή που προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα ποινής είναι απλώς βοηθητικές και κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά ― Η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν κατά την κρίση του επιεικέστερη αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.

Με έφεση προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική, ποινή φυλάκισης έξι χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην καθεμιά από 49 κατηγορίες κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των Άρθρων 268 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί) στις οποίες είχε παραδεχθεί ενοχή.

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, υπεύθυνος αποθήκης. Παραδέχθηκε την διενέργεια εικονικών πράξεων για την εκμετάλλευση καλωδίων, ενώ στην ουσία μετέφερε τα καλώδια σε κάποιο χωριό, τα έκαιγε και πωλούσε το χαλκό. Τα σχετικά έντυπα συμπληρώνονταν με λανθασμένα στοιχεία και χρέωνε τα κλαπέντα καλώδια σε εργολάβους που εκτελούσαν έργα για την Αρχή.

Ο εφεσείων περαιτέρω δέχθηκε ότι χρησιμοποιούσε υπογραφές των συναδέλφων του στις επιστροφές «άχρηστων» καλωδίων ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για τις ποσότητες των καλωδίων που έκλεβε.

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη από τη μια τη σοβαρότητα του αδικήματος τόσο της κλοπής υπό υπαλλήλου όσο και της κατηγορίας για νομιμοποίηση εσόδων €60.000 από παράνομη δραστηριότητα και από την άλλη, τους ελαφρυντικούς παράγοντες που ίσχυαν για την περίπτωση του εφεσείοντα, (όπως η άμεση παραδοχή, παραδοχή στο δικαστήριο, λευκό μητρώο, οι προσωπικές του συνθήκες περιλαμβανομένης και της κατάστασης της υγείας του). Κατέληξε ότι η ενδεδειγμένη ποινή για την κατηγορία της κλοπής υπό υπαλλήλου ήταν 6 χρόνια φυλάκιση σε κάθε κατηγορία και για την κατηγορία της συγκάλυψης 3 χρόνια φυλάκιση. Όλες οι ποινές συνέτρεχαν.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Η ποινή των 6 χρόνων ήταν έκδηλα υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους ελαφρυντικούς παράγοντες που ίσχυαν στην υπόθεση και έλαβε υπόψη επιβαρυντικούς παράγοντες που δεν ίσχυαν.

β) Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη επιβαρυντικούς παράγοντες που δεν έπρεπε, ήτοι ότι φρόντισε ο εφεσείων να καλύψει τις κλοπές με πλαστογραφίες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ύψος της αξίας των κλοπιμαίων ήταν αρκετά μεγάλο και ουσιαστικά δεν είχε επιστραφεί στους παραπονούμενους οποιοδήποτε ποσό, με εξαίρεση το αβέβαιο και ασήμαντο ποσό που μπορούσε να εισπραχθεί από την πώληση του αυτοκινήτου που ο εφεσείων αγόρασε με τα κλοπιμαία.

2.  Το ποσό που επωφελήθηκε ο εφεσείων, αποτελεί παράγοντα που είχε πολύ περιορισμένο ελαφρυντικό χαρακτήρα και εν πάση περιπτώσει, δεν επρόκειτο για μικρό ποσό αφού ανερχόταν στις € 60.000.

3.      Η αναφορά σε πλαστογραφίες στην απόφαση έγινε για να εξηγηθεί ο τρόπος της κλοπής, όπως τον περιέγραψε ο ίδιος ο εφεσείων και όχι με την έννοια ότι θα τιμωρείτο για το αδίκημα της πλαστογραφίας.

4.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση και κατέληξε στην ποινή των 6 χρόνων με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Συνεκτίμησε ορθά όλους τους σχετικούς παράγοντες και επέβαλε την ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις ποινή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 219,

Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 113,

Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 210,

Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19.

Έφεση κατά της Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 746/11), ημερομηνίας 21/11/11.

Χρ. Νικολάου με Α. Κουάλη και Κ. Φιλιππίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την ποινή των 6 χρόνων φυλάκισης, που του επιβλήθηκε στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 746/2011 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 21/11/2011 στην καθεμιά από 49 κατηγορίες κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των Αρθρων 268 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί), στις οποίες είχε παραδεχθεί ενοχή.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που απετέλεσαν κοινό έδαφος, ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο κάτω Cyta), υπεύθυνος αποθήκης στο Παραλίμνι. Άρχισε εργασία στη Cyta από το 1995. Στα πλαίσια των καθηκόντων του ήταν η παραλαβή υλικών για τις διάφορες υπηρεσίες της Cyta τα οποία παραλάμβανε από αποθήκες στο Δάλι και στη Λάρνακα. Τα υλικά παραλαμβάνονταν από τον εφεσείοντα με καθορισμένο έντυπο και χρεώνονταν από τον ίδιο σε διάφορες υπηρεσίες της Cyta με δεύτερο έντυπο. Όλες οι διακινήσεις καταχωρούνταν και στο ηλεκτρονικό σύστημα.

Στα πλαίσια προκαταρκτικού ελέγχου που διενήργησε η Cyta το Μάρτιο του 2011, διαφάνηκαν παρατυπίες στα έντυπα διακίνησης των καλωδίων και κλοπή μεγάλης ποσότητας από αυτά, περιουσίας της Cyta. Ακολούθησε πιο εκτενής έλεγχος στην αποθήκη στο Παραλίμνι, και διαπιστώθηκε η απουσία σωρείας εντύπων.  Διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 επί του κατηγορητηρίου (οι οποίοι είναι υπάλληλοι της Cyta) και του εφεσείοντα, κατά την οποία ο τελευταίος παραδέχθηκε την διενέργεια εικονικών πράξεων για την εκμετάλλευση καλωδίων, ενώ στην ουσία μετέφερνε τα καλώδια στο χωριό Σωτήρα, όπου, σύμφωνα με όσα ανέφερε, τα έκαιγε και πωλούσε το χαλκό. Τα έντυπα συμπληρώνονταν με λανθασμένα στοιχεία και χρέωνε τα κλαπέντα καλώδια σε εργολάβους που εκτελούσαν έργα για τη Cyta. Περαιτέρω δέχθηκε ότι χρησιμοποιούσε υπογραφές των συναδέλφων του στις επιστροφές «άχρηστων» καλωδίων ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για τις ποσότητες των καλωδίων που έκλεβε.

Στις 12/3/2011 ο εφεσείων συνελήφθηκε και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε «παραδέχομαι, έτσι έκαμα».

Με τον τελικό έλεγχο διαπιστώθηκε η κλοπή καλωδίων συνολικής αξίας €973.983,40σ μεταξύ 15.1.2010-30.11.2010. Τα επιμέρους ποσά αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Ο ίδιος παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέροντας ότι τα κλοπιμαία καλώδια τα πωλούσε σε κάποιους τουρκοκύπριους και σύμφωνα με τον ίδιο, οικειοποιήθηκε περί τις €60.000. Στα πλαίσια της θεληματικής του κατάθεσης παραδέχτηκε ότι ένα αυτοκίνητο μάρκας Mercedes το αγόρασε με μετρητά €23.000, προϊόν της κλοπής. Ο εφεσείων δεν έχει προηγούμενες καταδίκες.

Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη από τη μιά τη σοβαρότητα του αδικήματος τόσο της κλοπής υπό υπαλλήλου όσο και της κατηγορίας για νομιμοποίηση εσόδων €60.000 από παράνομη δραστηριότητα όπως προβλέπεται από τους σχετικούς νόμους και από την άλλη τους ελαφρυντικούς παράγοντες που ίσχυαν για την περίπτωση του εφεσείοντα, (όπως η άμεση παραδοχή, παραδοχή στο δικαστήριο, λευκό μητρώο, οι προσωπικές του συνθήκες περιλαμβανομένης και της κατάστασης της υγείας του) κατέληξε ότι η ενδεδειγμένη ποινή για την κατηγορία της κλοπής υπό υπαλλήλου ήταν 6 χρόνια φυλάκιση σε κάθε κατηγορία και για την κατηγορία της συγκάλυψης 3 χρόνια φυλάκιση, όλες οι ποινές να συντρέχουν και να αρχίζουν από τις 24/10/2011, που είχε τεθεί υπό κράτηση.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πιο πάνω ποινή των 6 χρόνων ως έκδηλα υπερβολική. Κύριο παράπονο είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους ελαφρυντικούς παράγοντες που ίσχυαν στην υπόθεση και ότι έλαβε υπόψη επιβαρυντικούς παράγοντες που δεν ίσχυαν. Όσον αφορά το είδος της ποινής, δηλαδή ότι αρμόζουσα ήταν η ποινή φυλάκισης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα δήλωσαν ότι αυτό δεν αμφισβητείται. Η διαφωνία τους είναι στο ύψος της ποινής.

Αγορεύοντας οι συνήγοροι του εφεσείοντα αναφέρθηκαν σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, όπου αδικήματα που αφορούσαν κλοπή πολύ μεγαλύτερου ποσού και όπου ο κατηγορούμενος δεν είχε παραδεχθεί ενοχή ούτως ώστε διεξήχθηκε ακρόαση, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 χρόνων. Τόνισαν ότι εδώ ο εφεσείων καρπώθηκε ποσό μόνο €60.000. Το ίδιο επικαλέσθηκαν και την υπόθεση Πέτρου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219 όπου επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων για κλοπή από υπάλληλο της Σ.Π.Ε. που είχε παραδεχθεί και το Εφετείο μείωσε την ποινή φυλάκισης σε 18 μήνες για το λόγο ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του, τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση.

Αναφορικά με την τελευταία υπόθεση (Πέτρου) σημειώνουμε ότι αυτή δεν βοηθά τον εφεσείοντα (α) γιατί όταν διαπράχθηκαν τα αδικήματα σε εκείνη την περίπτωση (το 1997), αυτά τιμωρούνταν με μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 7 χρόνια η οποία ποινή αυξήθηκε σε 10 χρόνια με το Νόμο 43(Ι)/2010 και (β) το ποσό (£36.000) που κλάπηκε σε εκείνη την περίπτωση, ήταν κατά πολύ μικρότερο από την παρούσα που είναι σχεδόν ένα εκατομμύριο ευρώ.

Επικαλέστηκαν επίσης την Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113, όπου υπάλληλος Σ.Π.Ε. έκλεψε £453.140 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 χρόνια και 3 χρόνια σε συγκατηγορούμενη συνάδελφο του, τονίζοντας ότι εκεί ο εφεσείων ήταν ο πρωταγωνιστής στη διαπραξη του αδικήματος και αμετανόητος.

Από δική της πλευρά η ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, ότι καμιά από τις αποφάσεις που επικαλέσθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα επηρεάζει την παρούσα. Η υπόθεση Ανδρονίκου, στην οποία βάσισαν ουσιαστικά την αγόρευση τους τονίζοντας ότι εκεί το ποσό ήταν πολύ περισσότερο και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών, αλλά μετά από πλήρη ακρόαση, ενώ εδώ ήταν παραδοχή, κρίνουμε ότι δεν έθεσε γενικό κανόνα ότι η εν λόγω ποινή ήταν η μόνη ορθή ούτως ώστε να γίνονται υπολογισμοί με βάση αυτή για έκπτωση στην παρούσα λόγω παραδοχής ενοχής.

Στη Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210 ο δράστης είχε παρουσιαστεί στους παραπονούμενους ως οικονομικός σύμβουλος και αφού τους πρότεινε ένα επενδυτικό σχέδιο που θα τους απέφερε μεγάλα κέρδη, σταδιακά και σε διάστημα 2 ετών, κατάφερε να τους αποσπάσει το τεράστιο ποσό του 1 περίπου εκατομμυρίου στερλινών. Προς επίτευξη του σκοπού του διέπραξε και αριθμό άλλων αδικημάτων, όπως πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων. Κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής. Του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν 7 χρόνια φυλάκιση. Εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα υπερβολική, αλλά το Εφετείο (με πλειοψηφία) απέρριψε την έφεση. Το άλλο μέλος του Εφετείου αποφάνθηκε ότι θα μείωνε την ποινή από τα 7 στα 5 χρόνια. Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσείοντα είναι ότι διαφοροποιείται γιατί εκεί το ποσό ήταν μεγαλύτερο και η απόφαση ήταν κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνη. Κρίνουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει ουσιαστική σημασία αφού το ποσό είναι αρκετά μεγάλο και στη δική μας περίπτωση, το δε γεγονός ότι υπήρξε και απόφαση μειοψηφίας, η οποία εν πάση περιπτώσει αποφάσισε για 5 χρόνια αντί 7, δεν θέτει την παρούσα υπόθεση εκτός των πλαισίων της ορθής ποινής.

Η υπόθεση Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, όπου, κατόπιν παραδοχής ενοχής επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, (32 ετών και με λευκό ποινικό μητρώο) για κλοπή ποσού Λ.Κ.79.909, 25 ποινή φυλάκισης 5½ χρονών αλλά μειώθηκε από το Εφετείο σε 3½ χρόνια αφού έκρινε ότι «η φυλάκιση από μόνη της είναι μεγάλη τιμωρία για τον εφεσείοντα λόγω της δημιουργίας σ' αυτόν καταστροφικών αποτελεσμάτων, ειδικά στον επαγγελματικό τομέα» και στην οποία επίσης βασίστηκαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα, κρίνουμε ότι επίσης δεν βοηθά τη θέση τους. Αυτή αποφασίστηκε αρκετά χρόνια πριν, το ποσό εκεί ήταν πολύ πιο μικρό και ο εφεσείων είχε επανορθώσει, σε αντίθεση με τη δική μας περίπτωση, τη ζημιά.

Στην Ευθυμίου v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω) η γραμματέας Σ.Π.Ε. μαζί με τον εφεσείοντα (Ευθυμίου) έκλεψαν μεγάλο χρηματικό ποσό (£453.140). Επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν 6 χρόνια στην κατηγορία της παροχής βοήθειας προς τη γραμματέα προς διάπραξη του αδικήματος. Ο εφεσείων διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην διάπραξη της κλοπής και καρπώθηκε ποσό £402.150. Στη γραμματέα επιβλήθηκε μικρότερη ποινή (3½ χρόνια φυλάκιση) αφού διαφάνηκε ότι η ίδια (που δεν άσκησε έφεση) δεν καρπώθηκε οποιοδήποτε ποσό και απώλεσε και την εργασία της. Η γραμματέας είχε πάρει ποσό £51.000, δηλαδή 10% του συνολικού ποσού ως η μεταξύ της ίδιας και του εφεσείοντα συμφωνία, ποσό όμως που τελικά επέστρεψε. Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και της ποινής η οποία όμως απορρίφθηκε. Η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ήταν ότι εκεί δεν ήταν παραδοχή όπως η παρούσα.

Η υπόθεση Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, (2011) 2 Α.Α.Δ. 19, αφορούσε επίσης κλοπή υπό υπαλλήλου. Ο εφεσείων ήταν 31 ετών, πατέρας ενός μικρού παιδιού και εργαζόταν ως λογιστής σε εταιρεία. Υπεξαίρεσε €604.572 (χωρίς να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό) και του επιβλήθηκε, κατόπιν δικής του παραδοχής ενοχής, ποινή φυλάκισης 5½ χρόνων. Με αναφορά και στην υπόθεση Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) λέχθηκε ότι η προαναφερθείσα υπόθεση Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας «δεν έχει θέσει άκαμπτους κανόνες και ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι εκδικάστηκε πριν από 16 χρόνια όταν ενδεχομένως τα εγκλήματα αυτής της φύσης ήταν ολιγότερα.

Εξετάσαμε όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας. Η αρχή που προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα ποινής είναι απλώς βοηθητικές και κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στους τόμους του Α.Α.Δ.) σελ. 3 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Επανειλημμένα υποδείξαμε ότι η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν κατά την κρίση του επιεικέστερη αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση οτι ο καθορισμός της ποινής ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.»

Στην παρούσα υπόθεση το ύψος του κλαπέντος ποσού είναι αρκετά μεγάλο και ουσιαστικά δεν έχει επιστραφεί στους παραπονούμενους οποιοδήποτε ποσό, με εξαίρεση το αβέβαιο και ασήμαντο ποσό που μπορεί να εισπραχθεί από την πώληση του αυτοκινήτου που αγόρασε ο εφεσείων για €23.000. Σημασία για σκοπούς επιβολής ποινής έχει η ζημιά που προκαλείται στον παραπονούμενο (εδώ σχεδόν είναι 1 εκατομμύριο ευρώ) και όχι το ποσό που επωφελήθηκε ο ίδιος ο εφεσείων, παράγων που έχει πολύ πιο περιορισμένο ελαφρυντικό χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει το ποσό των €60.000 που καρπώθηκε ο ίδιος ο εφεσείων, δεν είναι και μικρό.

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη επιβαρυντικούς παράγοντες που δεν έπρεπε, δηλαδή ότι φρόντισε ο εφεσείων να καλύψει τις κλοπές με πλαστογραφίες, κρίνουμε ότι ούτε αυτό ευσταθεί. Η αναφορά σε πλαστογραφίες έγινε για να εξηγηθεί ο τρόπος της κλοπής, όπως τον περιέγραψε ο ίδιος ο εφεσείων και όχι με την έννοια ότι θα τιμωρηθεί για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Τέτοια αναφορά ήταν αναγκαία για σκοπούς περιγραφής των γεγονότων της υπόθεσης και καθόλα επιτρεπτή, αφού τα γεγονότα ήταν αλληλένδετα. (Βλ. Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (πιο πάνω).

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση (που παρατέθηκαν πιο πάνω) και κατέληξε στην ποινή των 6 χρόνων με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Εξετάσαμε όλα τα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση αυτή αλλά δεν έχουμε εντοπίσει λάθος στην επιμέτρηση της ποινής. Το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε ορθά όλους τους σχετικούς παράγοντες και επέβαλε την ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις ποινή.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο