ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 194
10 Απριλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 77/2010)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Σφάλματα στην αξιολόγηση που οδηγούν στον παραμερισμό της καταδίκης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον ήταν επιτρεπτό να διασυνδεθεί με την αξιοπιστία των μαρτύρων το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, έχασε τη ψυχραιμία του, και να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι επέδειξε τη συμπεριφορά για την οποία παραπονέθηκε η παραπονούμενη.
Επανεκδίκαση ― Διαταγή για επανεκδίκαση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον ενδείκνυτο τέσσερα χρόνια από τα γεγονότα.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του για επίθεση εναντίον παραπονούμενης γυναίκας.
Η έφεση στράφηκε και εναντίον της ποινής προστίμου που του επιβλήθηκε ύψους €800.
Τα γεγονότα αφορούσαν σε επεισόδιο το οποίο συνέβηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας όταν η παραπονούμενη μετέβη στο αεροδρόμιο Λάρνακας για να παραλάβει το σύζυγο της αλλά σύμφωνα με την εκδοχή της αυτός είχε αναχωρήσει επειδή δεν τον ειδοποίησε ότι θα τον παραλάμβανε. Aντί αυτού συνάντησε φίλη της η οποία είχε επιβιβαστεί στο ταξί του εφεσείοντα και η παραπονούμενη προσπάθησε να την πείσει να την μεταφέρει η ίδια στη Λευκωσία. Κατά τη συζήτηση των δύο γυναικών επενέβη ο εφεσείων οδηγός ταξί, με αποτέλεσμα το επεισόδιο για το οποίο κατηγορήθηκε.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε από τον εφεσείοντα ότι η καταδίκη του θα έπρεπε να παραμεριστεί ενόψει του πλημμελούς τρόπου με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία αλλά και της ανυπαρξίας συνακόλουθης κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσο η απώθηση, όπως την πρόβαλε ο ίδιος, θα συνιστούσε επίθεση ενόψει του Άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσπάθεια απόκρυψης από τις δύο γυναίκες της διασύνδεσης της φίλης της παραπονούμενης με το σύζυγο της τελευταίας, την οποία διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε, να αποσυνδεθεί από το όλο επεισόδιο το οποίο, κατά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, ήθελε τον εφεσείοντα, εντελώς αναίτια να παρεμβαίνει βίαια σε μια συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ φίλων.
2. Ενώ προηγουμένως το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε ότι δεχόταν ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και της Ναταλίας ως προς την επίθεση, συνοψίζοντας τις διαπιστώσεις του, δεν αναφέρθηκε σε κτυπήματα που κατάφερε στην παραπονούμενη ο εφεσείων όταν, όπως εξήγησε, η παραπονούμενη έπιασε την τσάντα της φίλης της για να τη σπάσει.
3. Αδυναμία, παρουσίαζε και η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων και ο Μ.Υ.1, αντέκρουαν ο ένας τον άλλο.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε πως το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, έχασε την ψυχραιμία του, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι «επέδειξε τη συμπεριφορά για την οποία παραπονέθηκε η Μ.Κ.1». Στοιχείο που ανεπίτρεπτα διασυνδέθηκε προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
5. Πράγματι, υπήρξαν σφάλματα σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία και δεν ήταν δυνατό πέρα από τον παραμερισμό της καταδίκης, να προέβαινε το Εφετείο σε διαπιστώσεις ώστε, αναλόγως, να προχωρούσε νομική συζήτηση.
6. Η υπόθεση ήταν ούτως ή άλλως μειωμένης σοβαρότητας. Κατά την ημερομηνία εκδίκασης, είχαν παρέλθει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τα γεγονότα, ο εφεσείων ήδη υπέστη την ταλαιπωρία τη δαπάνη της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης και κατά τις αρχές που διείπαν το θέμα, δεν δικαιολογείτο επανεκδίκαση.
7. Η καταδίκη παραμερίστηκε και εφεσείων απαλλάχθηκε.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πετρόπουλος v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 277,
Τούλουπου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 451,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.
Έφεση κατά της Καταδίκης και της Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 993/09), ημερομηνίας 6/5/10.
Γ. Λουκαΐδης για Α. Π. Ποιητής & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv vult.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά του εφεσείοντα προσάφθηκαν κατηγορίες για απλή επίθεση κατά της παραπονούμενης Δ. Παστού και για πρόκληση θορύβου ή ταραχής σε δημόσιο μέρος. Μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε πρωτοδίκως πως δεν στοιχειοθετήθηκε η δεύτερη κατηγορία. Βρέθηκε όμως ένοχος ο εφεσείων στην πρώτη και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου ύψους €800. Εφεσιβάλλεται η καταδίκη και, εν πάση περιπτώσει, η ποινή.
Ο εφεσείων είναι οδηγός ταξί στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Η παραπονούμενη, εντελώς άγνωστή του, τις πρώτες πρωινές ώρες της 13.8.08, μετέβη στο αεροδρόμιο Λάρνακας, όπως κατέθεσε, για να παραλάβει το σύζυγό της που θα επέστρεφε από επαγγελματικό ταξίδι στην Αγγλία. Δεν τον εντόπισε όμως, και υπέθεσε, όπως κατέθεσε, ότι είχε ήδη φύγει με ταξί αφού δεν του είχε αναφέρει πως θα τον παραλάμβανε. Ενώ απομακρυνόταν και η ίδια από το αεροδρόμιο, γύρω στις 6.30 π.μ., είδε τη φίλη της Ναταλία, (Μ.Κ.4), όπως την περιέγραψε, να κάθεται σε ένα ταξί, όχι εκείνο του εφεσείοντα, με ανοικτή ακόμα την πόρτα, έτοιμη όμως να φύγει. Δεν γνώριζε αν η Ναταλία είχε και εκείνη ταξιδέψει αλλά της είπε ότι ήθελε να της μιλήσει, προτείνοντας της να τη μεταφέρει η ίδια στη Λευκωσία. Η Ναταλία, συνεχίζει η εξιστόρηση της παραπονούμενης, αρνήθηκε επειδή βιαζόταν και τότε ένας εύσωμος άντρας, ο εφεσείων, άρχισε να της φωνάζει «γιατί να βγάλει τη Ναταλία από το ταξί». Του είπε «να μην τον νοιάζει» και τότε άρχισε να την σπρώχνει και να την κτυπά. Σημειώνουμε πως ο γιατρός (Μ.Κ.2), που επισκέφθηκε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας το βράδυ στις 20.10 μ.μ., εκείνης της ημέρας, δεν εντόπισε εξωτερικές κακώσεις και πως η διάγνωση του για θλάση ήταν «υποθετική». Προσθέτουμε πως ούτε ο αστυφύλακας (Μ.Κ.3), προς τον οποίο η παραπονουμένη υπέβαλε παράπονο στις 9.30 π.μ. διαπίστωσε οποιαδήποτε σημεία και πως η παραπονούμενη, που ήταν όμως σοκαρισμένη, δεν του παραπονέθηκε για πόνο.
Κατέθεσε ως τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας η Ναταλία. Είχε, εκείνο το βράδυ, ταξιδέψει από την Αγγλία στην ίδια πτήση που βρισκόταν και ο σύζυγος της παραπονούμενης και, μάλιστα, είχαν καθίσει μαζί. Του είχε ζητήσει να της εκδώσει εκείνος το εισιτήριο επειδή για πρώτη φορά ταξίδευε στο εξωτερικό αλλά «είχαν πάει ξεχωριστά απλά έκατσαν στο αεροπλάνο μαζί». Συνεχίζει η αφήγησή της, όπως τη συνοψίζει το πρωτόδικο δικαστήριο: Μπήκε σε ταξί και η παραπονούμενη, που ήταν φίλη της, της ζήτησε να κατεβεί διότι ήθελε να της μιλήσει. Αρνήθηκε διότι βιαζόταν και η παραπονούμενη έπιασε την τσάντα της, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα χερούλια και να πέσουν τα πράγματά της στο δρόμο. Πλησίασε τότε ένας γεροδεμένος άντρας, ο εφεσείων, τη ρώτησε γιατί να κατεβεί και όταν του απάντησε η παραπονούμενη αυτός νευρίασε, την έπιασε από τους ώμους, την έσπρωχνε και την κτύπησε με τα χέρια του.
Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως. Ουδέποτε, όπως ισχυρίστηκε, επιτέθηκε κατά της παραπονούμενης. Ήταν η παραπονούμενη που τραβούσε βίαια τη Μ.Κ.4 για να τη βγάλει από το ταξί, κόβοντας και την πλαστική τσάντα που κρατούσε. Ο ίδιος απλώς παρενέβη για να την εμποδίσει και ήταν εκείνη που άρχισε να φωνάζει αλλά και να του επιτίθεται. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η μαρτυρία και του οδηγού ταξί (Μ.Υ.1), στο οποίο είχε εισέλθει η Ναταλία. Ο εφεσείων ουδέποτε κτύπησε την παραπονούμενη αλλά μόνο προσπάθησε να την αποτρέψει απωθώντας την ενόψει της συμπεριφοράς της προς τη Ναταλία και το σπάσιμο της τσάντας της, αλλά και εναντίον του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε «μια δόση υπερβολής» στη μαρτυρία της παραπονούμενης και, όπως πρόσθεσε, «σίγουρα οι προθέσεις της αναφορικά με την κα Πυλή, Μ.Κ.4 (τη Ναταλία δηλαδή) δεν ήταν τόσο αθώες όπως η ίδια προσπάθησε να μεταφέρει στο Δικαστήριο». Κατά την εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου «προσπάθησε να μην αποκαλυφθεί ότι υποψιαζόταν την κα Πυλή ότι είχε δεσμό με τον άντρα της». Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό για να κλονίσει, κατά τα άλλα, την αξιοπιστία της και, όπως κατέληξε, είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια όσον αφορά την επίθεση. Είδε κάποιες αντιφάσεις μεταξύ της παραπονούμενης και της Ναταλίας αλλά, χωρίς να τις εξειδικεύει, τις απέδωσε στην «προσπάθεια και των δυο γυναικών να μην αποκαλυφθεί η σχέση της κας Πυλή με τον κ. Παστό». Όσον αφορά «αυτό τούτο το επεισόδιο η μαρτυρία των δυο γυναικών ήταν σε συνοχή». Αυτό, όμως, χωρίς αναφορά στη μαρτυρία της Ναταλίας η οποία, όπως και ο εφεσείων και ο μάρτυρας υπερασπίσεως κατέθεσαν, της τράβηξε την τσάντα της με αποτέλεσμα αυτή να σπάσει.
Εν τούτοις, η προσπάθεια απόκρυψης που διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε, θεωρούμε, να αποσυνδεθεί από το όλο επεισόδιο το οποίο, κατά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, ήθελε τον εφεσείοντα, εντελώς αναίτια να παρεμβαίνει βίαια σε μια συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ φίλων. Όταν ακριβώς ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα και του Μ.Υ.1 πως ήταν η παραπονούμενη επιθετική και πως ο εφεσείων απλώς την απώθησε ή προσπάθησε ο ίδιος να προστατευθεί.
Σημειώνουμε και τα ακόλουθα: Στο τέλος, ενώ προηγουμένως το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε ότι δεχόταν ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και της Ναταλίας ως προς την επίθεση, συνοψίζοντας τις διαπιστώσεις του, δεν αναφέρθηκε σε κτυπήματα που κατάφερε στην παραπονούμενη ο εφεσείων όταν, όπως εξήγησε, η παραπονούμενη έπιασε την τσάντα της Ναταλίας για να τη σπάσει. Μιλούσαν, ο εφεσείων θύμωσε και παρενέβη «τραβώντας την από τους αγκώνες και σέρνοντας την για 1,5 μ.». Αδυναμία, όμως, παρουσιάζει και η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων και ο Μ.Υ.1, αντέκρουε ο ένας τον άλλο. Αυτό, εξηγεί, επειδή ο εφεσείων ανέφερε ότι ο Μ.Υ.1 βρισκόταν στη γραμμή των ταξί που θα πήγαιναν εκτός πόλης ενώ ο ίδιος είπε ότι βρισκόταν στη σειρά των ταξί που θα πήγαιναν εντός της πόλης της Λάρνακας. Χωρίς όμως εξήγηση αναφορικά με το γιατί μια τέτοια διαφορά, με δοσμένη και την παρουσία και των δυο, θα ήταν δυνατό να έχει οποιαδήποτε σημασία. Πράγμα το οποίο ισχύει και για τη δεύτερη αντίφαση. Πως ο εφεσείων κατέθεσε ότι, τότε, καθόταν στο παγκάκι ενώ ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι καθόταν με άλλο συνάδελφό του. Ως άλλη αντίφαση αναφέρει τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 πως, αντίθετα προς όσα κατέθεσε ο εφεσείων, ο τελευταίος «δεν την άγγιξε». Ισχυρισμό, όμως, που δεν έχουμε δει στη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος ανέφερε ότι ο εφεσείων, όπως κατέθεσε και ο ίδιος, την απωθούσε. Σημειώνουμε ακόμα την καταγραφή ως αντίφασης των λεπτομερειών για το σχίσιμο της τσάντας της Ναταλίας όταν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε καν σε τέτοιο περιστατικό αλλά ήθελε το επεισόδιο να ακολουθεί απλώς την πρόσκληση της παραπονούμενης προς τη Ναταλία να βγει και να μιλήσουν. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο εμφανίζει τον εφεσείοντα να παραδέχεται ότι τράβηξε την παραπονούμενη για να βγει έξω και διερωτήθηκε από πού. Όμως, ακριβώς, δεν έχουμε δει ισχυρισμό του εφεσείοντα με τέτοιο νόημα, ως εάν δηλαδή, να βρισκόταν η παραπονούμενη μέσα στο ταξί.
Δυο ακόμα παρατηρήσεις: Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα επίθεσης της παραπονούμενης αφού ο εφεσείων ήταν εύσωμος, ύψους 1.90. Χωρίς όμως, αν μη τι άλλο, αναφορά στην ένταση της στιγμής και την κατ' ισχυρισμό απώλεια της ψυχραιμίας της παραπονούμενης. Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε πως το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του, έχασε την ψυχραιμία του, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι «επέδειξε τη συμπεριφορά για την οποία παραπονέθηκε η Μ.Κ.1». Στοιχείο που ασφαλώς ανεπιτρέπτως εν προκειμένω διασυνδέθηκε προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα πως ενόψει του πλημμελούς τρόπου με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία αλλά και η ανυπαρξία συνακόλουθης κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσο απώθηση, όπως την πρόβαλε ο ίδιος, θα συνιστούσε επίθεση ενόψει του Αρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως αυτό ειδικά εφαρμόστηκε στην Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574, θα πρέπει η καταδίκη να παραμεριστεί. Περαιτέρω πως, κάτω από τις περιστάσεις δεν θα ήταν ενδεδειγμένη η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.
Διαπιστώνουμε, πράγματι, σφάλματα σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία και, ασφαλώς, δεν θα ήταν δυνατό εμείς, πέρα από τον παραμερισμό της καταδίκης να προχωρήσουμε σε διαπιστώσεις ώστε, αναλόγως, να προχωρήσουμε σε νομική συζήτηση. Η εφεσίβλητη περιορίστηκε σε γενική υποστήριξη της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και αντίλογο στην εισήγηση ότι, εφόσον θα παραμεριζόταν η καταδίκη, δεν θα ενδείκνυτο επανεκδίκαση, δεν πρόβαλε.
Η υπόθεση είναι ούτως ή άλλως μειωμένης σοβαρότητας, παρήλθαν σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε, ο εφεσείων ήδη υπέστη την ταλαιπωρία και την δαπάνη της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης και, κατά τις αρχές που διέπουν το θέμα, όπως επανειλημμένα τις διατυπώσαμε (βλ. ενδεικτικά την Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 277, την Τούλουπου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 451) αλλά και την πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94) και κρίνουμε πως δεν δικαιολογείται επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη και συνακολούθως η ποινή και η διαταγή για τα έξοδα παραμερίζονται. Ο εφεσείων απαλλάσσεται.
Διαταγή ως ανωτέρω.