ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα Σάββα (1998) 2 ΑΑΔ 224
Πισκόπου Aνδρέας Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Xαράλαμπου Δημοσθένους Γεωργίου (1999) 2 ΑΑΔ 644
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλος ν. Γεώργιου Ανδρέα Πότση και Άλλης (2000) 2 ΑΑΔ 252
Χριστοφίδης Ανδρέας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 179
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Σ. Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 97/2022, 16/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B441
Αγαθοκλέους Χριστάκης Αγαθοκλή ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 564
ΦΕΛΛΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 256/2018, 16/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B430
KIREEV ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 273/2017, 22/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B154
Σάμπη Κωνσταντίνος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100
ΠΑΜΠΙΝΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 158/2011, 9/9/2013
Στυλιανίδης Παμπίνος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 581
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση αρ. 89/2012, 24/7/2013
xxx ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 177/2017, 20/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B550
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΑΜΠΙΔΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 110/11, 1/11/2013
ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B334
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΑΜΠΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.124/2010, 22 Φεβρουαρίου 2012
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου Αραμπίδη (Αρ. 1) (2013) 2 ΑΑΔ 713
(2012) 2 ΑΑΔ 17
26 Ιανουαρίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 27/2010)
Ποινή ― Επιμέτρηση ποινής ― Αποζήν από κέρδη πορνείας ― Άρθρα 164(1)(α), 35 και 20 του Κεφ. 154 ― Διατήρηση οίκου ανοχής ― Άρθρα 156(1)(α) και 35 του Κεφ. 154 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης τριών χρόνων ― Η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών και η καθοριστικής σημασίας συνδρομή του εφεσείοντα στη διάπραξη του αδικήματος επέτρεπε τη διαφοροποίηση της ποινής του από την ποινή συγκατηγορουμένου του.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Είναι ανθρωπίνως αδύνατο, όταν οι μάρτυρες καταθέτουν μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου, να περιγράφουν τα γεγονότα κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα έχουν περιγράψει στην Αστυνομία ― Αντιφάσεις σε μικρολεπτομέρειες δεν πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα, αντίθετα απομακρύνουν τον κίνδυνο ύπαρξης προσχεδιασμού στη μαρτυρία.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Πότε υφίσταται ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Καθήκον αυτοπροειδοποίησης Δικαστηρίου.
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης ― Το γεγονός της αναγραφής σ' αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους ― Το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωσή της να παρουσιάζει μαρτυρία που η ίδια δε θεωρεί αξιόπιστη.
Δικαστήρια ― Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καλεί ως μάρτυρα οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεν είναι, όμως, υποχρεωμένο να το πράττει.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία ― Επέμβαση του εφετείου σε ζητήματα αξιοπιστίας δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν διαπιστώνεται εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση, ή όπου η πρωτόδικη θεώρηση καταφαίνεται, σε συσχετισμό με άλλη μαρτυρία, λογικά εσφαλμένη.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την ευκαιρία που έχει να παρακολουθεί τους μάρτυρες, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογεί τη μαρτυρία τους και να προβαίνει σε ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία τους.
Ο εφεσείων και άλλα τρία πρόσωπα αντιμετώπιζαν ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, για εκμετάλλευση στην εργασία μέσω απειλών, μαστροπεία και αποζήν από κέρδη πορνείας. Επίσης, ο εφεσείων και άλλα δύο πρόσωπα αντιμετώπιζαν κατηγορία για διατήρηση οίκου ανοχής. Αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες, πλην της κατηγορίας για αποζήν από κέρδη πορνείας, για την οποία κρίθηκε ένοχος, με ακόμη δύο πρόσωπα, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε τόσο η ορθότητα της καταδίκης του όσο και το ύψος της ποινής ως έκδηλα υπερβολική.
Οι λόγοι έφεσης έθεταν μεταξύ άλλων τα εξής:
(α) Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη η ερμηνεία του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία.
(β) Υπήρξε παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα επί του κατηγορητηρίου ως επίσης και παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναζητήσει, ενόψει της φύσης της κατηγορίας, ενισχυτική μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εξετάστηκαν τα όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα θεωρούσε ως ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Όλα τα σημεία, στα οποία αυτός παρέπεμψε, απασχόλησαν πρωτόδικα και σχολιάστηκαν με περισσή λεπτομέρεια στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας, με σκοπό να διαπιστωθεί αν αυτά κατέστρεφαν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας.
2. Για κάθε ένα από τα σημεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξονύχισε τη μαρτυρία, έδωσε εξηγήσεις, καθ' όλα εύλογες, γιατί αυτό δεν μπορούσε να πλήξει το αξιόπιστό της.
3. Ήταν απόλυτα ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαφορά που υπήρχε μεταξύ της κατάθεσης της Μ.Κ.5 στην Αστυνομία και της κατάθεσής της στο Δικαστήριο, σε σχέση με την περιγραφή συγκεκριμένου χώρου εντός του καμπαρέ, δεν έπλητταν την αξιοπιστία της. Ουσιώδες δεν ήταν η με μαθηματική ακρίβεια περιγραφή του χώρου αλλά το τι η μάρτυς εξαναγκάστηκε να κάνει, για το οποίο ήταν σταθερή στη μαρτυρία της.
4. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα, όμως, σε περιπτώσεις αδικημάτων αυτής της φύσης, μικροαντιφάσεις είναι αναμενόμενες. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της Μ.Κ.5 εκτιμήθηκαν ορθά. Θα ήταν εξωπραγματικό η μάρτυς, η οποία δεν ανέμενε ότι τα καθήκοντά της θα ήταν η άσκηση από αυτήν πορνείας, να καταγράφει στο μυαλό της με ακρίβεια τους χώρους του καμπαρέ όπου συνέβησαν επίδικα περιστατικά.
5. Δεν ευσταθούσαν ούτε τα όσα ο εφεσείων πρόβαλε σε σχέση με τον τρόπο λήψης των καταθέσεων ούτε έπλητταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το αξιόπιστο της μαρτυρίας της Μ.Κ.5.
6. Σε υποθέσεις συνοπτικής διαδικασίας, όμως, η Κατηγορούσα Αρχή δεν υποχρεούται να καλεί όλους τους μάρτυρες που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και είναι γνωστοί στην Υπεράσπιση. Μπορεί και είναι δικαίωμα της Υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα, το όνομα του οποίου βρίσκεται στο κατηγορητήριο ως μάρτυρα υπεράσπισης, κάτι όμως, που εδώ δεν έγινε.
7. Οι λόγοι που δεν κλητεύθησαν μάρτυρες από την Κατηγορούσα Αρχή οι οποίες αναφέρονταν στο Κατηγορητήριο ήταν σαφείς και διάχυτοι μέσα από τη μαρτυρία και αποκαλύφθηκαν στο Δικαστήριο.
8. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί μη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τρόπο απόλυτα ορθό, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Το έπραξε έχοντας αναλογισθεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεών του.
9. Δεν ευσταθούσε ο λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να κλητεύσει τη μάρτυρα που δεν κλήτευσε η κατηγορούσα αρχή και η οποία βρισκόταν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και δεν μπορούσε να κλητευθεί από την Υπεράσπιση καθ' ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να το πράξει.
10. Ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα, αν πίστευε ότι αυτή μπορούσε να ρίξει φως στην υπόθεση, να ζητήσει από το Δικαστήριο να την κλητεύσει. Δεν το έπραξε, και, συνεπώς, δεν μπορούσε για δικές του παραλείψεις, να παραπονείται ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματά του.
11. Δεν διαπιστωνόταν σφάλμα αναφορικά με την ποινή η οποία προσβλήθηκε ως υπερβολική, ώστε να παρεχόταν περιθώριο επέμβασης. Ο εφεσείων ήταν ο πρωταγωνιστής σε σχέση με τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους οι οποίοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Η ποινή ανταποκρινόταν πλήρως στο πρόσωπο του εφεσείοντα, η συνδρομή του οποίου στη διάπραξη του αδικήματος ήταν καθοριστικής σημασίας.
12. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα εξετάστηκαν μέσα από ό,τι διαχρονικά καθορίζει η νομολογία, χωρίς, βέβαια, αυτές να αφεθούν να εξαφανίσουν την αποτρεπτικότητα που πρέπει να έχει η ποινή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αθανασίου κ.ά., ως διαχειριστής της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
C & A Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273,
Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,
Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,
Γεν. Εισαγγελέας v. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,
Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου (1999) 2 Α.Α.Δ. 644,
Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Γεν. Εισαγγελέας v. Χριστοφίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 179.
Έφεση κατά της Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12016/08), ημερομηνίας 11/1/10.
Σ. Πατσαλίδης, με Μ. Πατσαλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ιωαννίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων και άλλα τρία πρόσωπα αντιμετώπιζαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκτός από κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων - (Άρθρα 2 και 9(α) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, (Ν. 87(Ι)/2007), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (όπως τροποποιήθηκε), («Κεφ. 154») - κατηγορίες για εκμετάλλευση στην εργασία μέσω απειλών - (Άρθρα 2 και 8(α) του Νόμου και Άρθρο 20 του Κεφ. 154) - κατηγορίες για μαστροπεία - (Άρθρα 157(β) και 20 του Κεφ. 154) - και κατηγορία για αποζήν από κέρδη πορνείας - (Άρθρα 164(1)(α), 35 και 20 του Κεφ. 154). Επίσης, ο εφεσείων και άλλα δύο πρόσωπα αντιμετώπιζαν κατηγορία για διατήρηση οίκου ανοχής - (Άρθρα 156(1)(α) και 35 του Κεφ. 154). Αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες, πλην της κατηγορίας για αποζήν από κέρδη πορνείας, για την οποία κρίθηκε ένοχος, με ακόμη δύο πρόσωπα, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Ο εφεσείων αμφισβητεί τόσο την ορθότητα της καταδίκης του όσο και το ύψος της ποινής που του έχει επιβληθεί, η οποία, ισχυρίζεται, είναι έκδηλα υπερβολική.
Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, μεταξύ των ημερομηνιών 23/4/2008 και 27/5/2008, στη Λεμεσό, αποζούσαν από τα κέρδη πορνείας, την οποία ασκούσε η καλλιτέχνιδα Amador Francisco Carolina - M.K.5 - η βασική μάρτυς στην υπόθεση.
Στο κατηγορητήριο, παραπονούμενες, εκτός από την πιο πάνω μάρτυρα, ήταν ακόμη δύο καλλιτέχνιδες - (οι "Patricia και η Liseel"), οι οποίες, όμως, στην πορεία, για λόγους που θα διαφανούν πιο κάτω, δεν κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή να καταθέσουν.
Για απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε επτά, συνολικά, μάρτυρες: Τη Μ.Κ.5 - (περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή ήρθε στην Κύπρο και εργοδοτήθηκε από τον εφεσείοντα ως καλλιτέχνιδα στο καμπαρέ Mirage, ως και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε σχέση με αυτό για όσο χρόνο η ίδια ήταν εκεί, τα οποία, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, συνιστούσαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζαν ο εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του) - το Μ.Κ.1 - φωτογράφο, τους Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 - ανακριτική ομάδα και τους Μ.Κ. 6 και Μ.Κ.7 - διερμηνείς.
Από πλευράς Υπεράσπισης, κατέθεσαν ο εφεσείων, ένας συγκατηγορούμενός του και πέντε μάρτυρες.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, όλα όσα η Μ.Κ.5 του καταλόγιζε δεν ήταν παρά κατασκευάσματά της. Τόσο η ίδια όσο και η Patricia και η Liseel είχαν ενημερωθεί από αυτό για τα καθήκοντά τους, τα οποία περιορίζονταν στο να κάθονται με πελάτες για συντροφιά, να πίνουν μαζί τους ποτά, το γνωστό «κονσομανσιόν», να κάνουν "table dance", δικό τους show η κάθε μια και να συμμετέχουν στο show που ο ίδιος παρουσίαζε. Η ενημέρωσή τους έγινε, μάλιστα, και με έγγραφο, το οποίο υπέγραψαν όλες, εκτός από τη Μ.Κ.5, την Patricia και την Liseel, γιατί αυτό δεν ήταν μεταφρασμένο στα Ισπανικά, το περιεχόμενό του, όμως, εξηγήθηκε στη Μ.Κ.5 από την Patricia. Στις καλλιτέχνιδες απαγορευόταν αυστηρά οποιαδήποτε παράνομη και ανήθικη σεξουαλική δραστηριότητα εντός του καμπαρέ. Το πρόβλημα, είπε, της Μ.Κ.5 ήταν ότι αυτή ήταν «χοντρή» και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, γι' αυτό και καθόταν πάντα μόνη.
Η Μ.Υ.1, καλλιτέχνιδα και αυτή από τις 26/2/2008 στο εν λόγω καμπαρέ, ισχυρίστηκε ότι δεν εξαναγκάστηκε οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα να έλθει σε σεξουαλική επαφή με άλλο πρόσωπο στο χώρο του καμπαρέ ή εκτός αυτού, όπως και ότι δεν προέβη στην εν λόγω πράξη οποιαδήποτε από τις καλλιτέχνιδες, όπως ήταν ο ισχυρισμός της Μ.Κ.5. Η μάρτυς ανέφερε, επίσης, ότι η Μ.Κ.5 δεν άρεσε στους πελάτες, έτσι αυτή, ενόσω εργαζόταν στο καμπαρέ, καθόταν στο μπαρ και δεν την είδε ποτέ να κάνει table dance. Περιέγραψε τον εφεσείοντα, ο οποίος, μάλιστα, πολλές φορές, πήγαινε στην κουζίνα τους και μαγείρευε για όλες τις κοπέλες και έτρωγε μαζί τους, ως πολύ καλό με όλες τις καλλιτέχνιδες.
Οι Μ.Υ.2 έως Μ.Υ.5, υπάλληλοι διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων, με καθήκοντα τη διεκπεραίωση αιτήσεων αλλοδαπών καλλιτέχνιδων, αναφέρθηκαν στη διαδικασία που ακολουθείται για την εργοδότησή τους στην Κύπρο και σ' αυτήν που ακολουθήθηκε για τη Μ.Κ.5.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία, την οποία καταγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια στην απόφασή του, και εξέτασε διάφορα ζητήματα, που τέθηκαν από την Υπεράσπιση με σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και, ιδιαίτερα, της Μ.Κ.5 - αφορούσαν τον τρόπο που λήφθηκαν από την Αστυνομία οι καταθέσεις της ιδίας και των Patricia και Liseel, την απουσία από το Δικαστήριο των τελευταίων, με τις οποίες η Μ.Κ.5 διέφυγε από το καμπαρέ και, στη συνέχεια, όλες μαζί κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία - κατέληξε ότι αυτή, στο σύνολό της, ήταν αξιόπιστη και την αποδέχτηκε. Κατά την αξιολόγησή της, καθώς σημείωσε, έλαβε υπόψη τη φύση των αδικημάτων και το κατά πόσο τα όσα κατέθεσε η Μ.Κ.5 είχαν αλλότριο σκοπό. Διαπίστωσε, όμως, παρακολουθώντας την να καταθέτει και εξετάζοντας τη μαρτυρία της στο σύνολό της, ότι αυτή δεν κλονίστηκε από οτιδήποτε. Αφού αυτοπροειδοποιήθηκε για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας της χωρίς ενίσχυση - απαιτείται ως θέμα πρακτικής και όχι νομοθετικής επιταγής - κατέληξε ότι ήταν απόλυτα ασφαλές να βασιστεί σ' αυτή, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.
Απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ως εκ των υστέρων σκέψεις και επινοήματα, ασυμβίβαστα με τη λογική. Πολλά από όσα αυτός ισχυρίστηκε δεν τέθηκαν στη Μ.Κ.5, κατά την αντεξέτασή της, ώστε αυτή να τοποθετηθεί. Για σειρά λόγων, που εξηγούνται με σαφήνεια στην απόφαση, δεν έγινε, επίσης, δεκτή η μαρτυρία της Μ.Υ.1. Η μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων Υπεράσπισης - αφορούσε κυρίως σε διαδικασίες υπογραφής των εγγράφων εργοδότησης της Μ.Κ.5 στη χώρα της και στην Κύπρο - πάλι απορρίφθηκε, ένεκα ελλείψεων και κενών που διαπιστώθηκαν σ' αυτή.
Συνοπτικά, τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που αυτό αποδέχτηκε ως αξιόπιστη, έχουν ως εξής:-
Η Μ.Κ.5, με καταγωγή από τη Δομινικανή Δημοκρατία, ήλθε στην Κύπρο στις 16/4/2008, μετά από διευθετήσεις που έγιναν στη χώρα της από κάποια Madelin, με σκοπό να εργαστεί ως σερβιτόρα σε μπαρ. Με την άφιξή της στην Κύπρο, μεταφέρθηκε στο γραφείο του καλλιτεχνικού της πράκτορα, κατηγορουμένου 4, όπου έμεινε για τρεις μέρες. Στη συνέχεια, αυτός διευθέτησε όπως η μάρτυς εργαστεί στο καμπαρέ Mirage. Στις 20/4/2008, μεταφέρθηκε στο εν λόγω καμπαρέ, υπεύθυνος και διαχειριστής του οποίου ήταν ο εφεσείων, ενώ οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, που κρίθηκαν ένοχοι αλλά δεν ενδιαφέρουν εδώ, εργάζονταν ως σερβιτόροι και ταμίες. Τις πρώτες τρεις μέρες παρακολουθούσε την εργασία στο καμπαρέ και ξεναγήθηκε από τον εφεσείοντα στους χώρους του. Στις 23/4/2008, ο εφεσείων της παρουσίασε αριθμό εγγράφων στα Ελληνικά, τα οποία αυτή υπέγραψε, χωρίς να αντιλαμβάνεται το περιεχόμενό τους, αφού η μόνη γλώσσα που γνωρίζει είναι τα Ισπανικά. Η Patricia, η οποία, επίσης, κατάγεται από τη Δομινικανή Δημοκρατία και γνωρίζει Αγγλικά, της μετέφραζε από τα Αγγλικά στα Ισπανικά τις συνομιλίες της με τον εφεσείοντα και τους άλλους στο καμπαρέ. Ο εφεσείων της εξήγησε ότι η εργασία της στο καμπαρέ ήταν να χορεύει για πελάτες, να πίνει ποτά μαζί τους και να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μ' αυτούς μέσα στο καμπαρέ, καθώς, επίσης, μετά τις 03:00, που αυτό έκλεινε, να πηγαίνει με πελάτες σε ξενοδοχεία, για να έχει σεξουαλική επαφή μαζί τους. Το ίδιο βράδυ της 23/4/2008, εξαναγκάστηκε από τον κατηγορούμενο 3 να έλθει σε σεξουαλική επαφή "private sex" με πελάτη μέσα στο καμπαρέ και, συγκεκριμένα, στο γραφείο του εφεσείοντα και είδε τον πελάτη που πλήρωσε τον κατηγορούμενο 3. Όταν τέλειωσε, μέσω της Patricia, τηλεφώνησε στον καλλιτεχνικό της πράκτορα και του ανέφερε ότι δεν ήθελε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ και αυτός της είπε ότι είχε διευθετήσει συνάντηση την επομένη, για να συζητήσουν το όλο θέμα. Μετά που έκλεισε το καμπαρέ, στις 3.00 το πρωί, ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 2 της είπαν ότι θα έπρεπε να βγει με έναν πελάτη που ήταν πολύ καλός φίλος του εφεσείοντα, για να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του σε ξενοδοχείο. Αντέδρασε και τους είπε ότι δεν ήθελε να πάει, αυτοί, όμως, άρχισαν να φωνάζουν θυμωμένα, λέγοντάς της ότι έπρεπε να υπακούσει, διαφορετικά θα την έστελναν πίσω στον καλλιτεχνικό της πράκτορα. Φοβήθηκε, γιατί αυτό σήμαινε ότι ο καλλιτεχνικός της πράκτορας θα την έστελλε πίσω στη χώρα της, στην οποία είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο χρέος, για να έλθει στην Κύπρο. Προτού φύγει με τον πελάτη, είδε ότι αυτός πλήρωσε τον κατηγορούμενο 2, ενώ δίπλα του στεκόταν ο εφεσείων. Τελικά, με το συγκεκριμένο πελάτη δεν είχε σεξουαλική επαφή, αφού με χειρονομίες και φωνές του εξήγησε ότι δεν ήθελε. Την επομένη, στις 24/4/2008, μαζί με άλλες καλλιτέχνιδες, περιλαμβανομένης και της Patricia, πήγαν στο γραφείο του καλλιτεχνικού της πράκτορα και του παραπονέθηκε ότι δεν ήθελε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ. Η απάντησή του ήταν ότι, εάν δεν επιθυμούσε να κάμνει αυτό, δε θα είχε χρήματα είτε για να φάει, είτε για να στείλει στη χώρα της, είτε για να τηλεφωνήσει σ' αυτή. Ήλθε σε σεξουαλική επαφή με πελάτες του καμπαρέ, έναντι χρημάτων που αυτοί κατέβαλλαν στους κατηγορούμενους 2 και 3, εντός αυτού, μία φορά και, εκτός αυτού, σε ξενοδοχεία, επτά - εννέα φορές. Σε όλες τις περιπτώσεις, εξαναγκάστηκε να το πράξει από τον εφεσείοντα και τους κατηγορούμενους 2 και 3. Μία φορά που πήγε με πελάτη εκτός του καμπαρέ, επειδή αντιδρούσε και δεν ήθελε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του, αυτός την έσπρωξε από το αυτοκίνητό του και τραυματίστηκε. Όσο χρόνο παρέμεινε στο καμπαρέ τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιπες καλλιτέχνιδες διέμεναν σε σπίτι, το οποίο βρισκόταν πάνω από το καμπαρέ, και τις πρόσεχε να μην βγαίνουν έξω χωρίς την άδεια του εφεσείοντα κάποιος με το όνομα Αντρίκκος.
Στις 27/5/2008, η Μ.Κ.5, μαζί με την Patricia και τη Liseel, κάποια στιγμή που ο Αντρίκκος απουσίαζε, βρήκαν την ευκαιρία και, με τη βοήθεια κάποιας Έλενας, στην οποία τηλεφώνησε η Patricia, διέφυγαν με ταξί σε ένα καταφύγιο στη Λεμεσό, όπου έμειναν για 15 μέρες και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν σε καταφύγιο στη Λευκωσία. Για τα γεγονότα έδωσαν όλες κατάθεση στην Αστυνομία στις 9/6/2008.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο.
Ο εφεσείων, για παραμερισμό της καταδίκης του, διατυπώνει επτά λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν στο εσφαλμένο της:-
(α) Αξιολόγησης της μαρτυρίας.
(β) Αντίκρισης της παράλειψης της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει τη μάρτυρα επί του κατηγορητηρίου Patricia.
(γ) Παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναζητήσει, ενόψει της φύσης της κατηγορίας, ενισχυτική μαρτυρία στα όσα η Μ.Κ.5 ανέφερε· και
(δ) Ερμηνείας του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης σε σχέση με τη συνάφειά τους.
Λόγοι έφεσης 1, 2:
Με τους λόγους έφεσης 1 και 2, αμφισβητούνται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και, ιδιαίτερα, της Μ.Κ.5. Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, υπέβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα, και, συγκεκριμένα, ο πλημμελής τρόπος λήψης των καταθέσεων της Μ.Κ.5 και των Patricia και Liseel δε δικαιολογούσε να γίνει δεκτή είτε η μαρτυρία των Αστυνομικών που τις έλαβαν, είτε η μαρτυρία της Μ.Κ.5. Οι αντιφάσεις, ισχυρίστηκε, που υπήρχαν, όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, στη μαρτυρία της Μ.Κ.5, εσφαλμένα κρίθηκαν επουσιώδεις. Προς υποστήριξη του λόγου σε σχέση με την αντιφατικότητα της μαρτυρίας της, μας παρέπεμψε σε συγκεκριμένα σημεία, τα οποία αφορούν:-
(α) Στην περιγραφή του χώρου εντός του καμπαρέ, όπου η Μ.Κ.5 είχε σεξουαλική επαφή με πελάτη. Άλλοτε, η μάρτυς περιέγραφε αυτόν ως δωμάτιο χωρίς πόρτα και φωτισμό, όπου υπήρχε παγκάκι/καναπές, άλλοτε ως χώρο για σεξ, που δεν εμφανίζεται στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν - Τεκμήριο 2 - άλλοτε ως δωμάτιο με πόρτα που έφερε κλειδαριά και, άλλοτε, ως το γραφείο του εφεσείοντα.
(β) Στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα τα οποία την εξανάγκασαν να έχει σεξουαλική επαφή με πελάτες. Αυτή, ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία αναφέρθηκε ότι εξαναγκάστηκε από τον κατηγορούμενο 3, στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο το ανέτρεψε, λέγοντας ότι την εξανάγκασαν ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 2.
(γ) Στους χώρους εκτός του καμπαρέ, όπου αυτή εξαναγκάστηκε να έχει σεξουαλική επαφή με πελάτες. Ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία έκανε λόγο για σεξ με πελάτη, στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο ανέφερε ότι πήγε με πελάτες έξι - οκτώ φορές σε ξενοδοχεία της Λεμεσού, χωρίς να τα κατονομάζει.
(δ) Σε περιστατικό τραυματισμού της από πελάτη, με τον οποίο αυτή εξαναγκάστηκε να πάει εκτός του καμπαρέ για να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Για το συγκεκριμένο περιστατικό, ούτε στην κατάθεσή της στην Αστυνομία αναφέρθηκε ούτε στην κυρίως εξέτασή της στο Δικαστήριο. Για πρώτη φορά το ανέφερε κατά την αντεξέτασή της, ισχυριζόμενη ότι, γι' αυτό, μίλησε τόσο στην Αστυνομία όσο και σε κάποια Έλενα του ιδιωτικού καταφυγίου στη Λεμεσό, όπως, επίσης, στις Patricia και Liseel, οι οποίες, όμως, καίτοι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, δεν κλήθηκαν να καταθέσουν.
Αντιφάσεις, κατά τον εφεσείοντα, υπήρχαν και μεταξύ της μαρτυρίας της Μ.Κ.5 και εκείνης των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκαν οι καταθέσεις της Μ.Κ.5 και των Patricia και Liseel. Για να συμπίπτει το περιεχόμενό τους, η κάθε μια, μετά που έδωσε την κατάθεσή της, την διάβασε μεγαλοφώνως ενώπιον των υπολοίπων. Ακόμη, ενώ η Μ.Κ.6, η οποία παρίστατο κατά τη λήψη των καταθέσεων και μετέφραζε από τα Ισπανικά στα Ελληνικά, δεν αρνήθηκε ότι, κατά τη διαδικασία, δεχόταν σημειώματα από το Μ.Κ.7 σε σχέση με τη σημασία συγκεκριμένων λέξεων, ο τελευταίος αρνήθηκε κάτι τέτοιο. Οι πιο πάνω αντιφάσεις, ουσιώδεις κατά τον εφεσείοντα, καταδεικνύουν και το κατασκευασμένο της υπόθεσης.
Είναι καλά γνωστό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, με την ευκαιρία που έχει να παρακολουθεί τους μάρτυρες, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογεί τη μαρτυρία τους και να προβαίνει σε ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία τους. Επέμβαση του εφετείου σε ζητήματα αξιοπιστίας δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν διαπιστώνεται εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση, ή όπου η πρωτόδικη θεώρηση καταφαίνεται, σε συσχετισμό με άλλη μαρτυρία, λογικά εσφαλμένη - (βλ. Αθανασίου κ.ά., ως διαχειριστής της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614· C & A Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273· Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252).
Έχουμε εξετάσει τα όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ως ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και, ιδιαίτερα, σ' αυτήν της Μ.Κ.5. Πρέπει να πούμε ότι όλα τα σημεία, στα οποία αυτός μας παρέπεμψε, απασχόλησαν πρωτόδικα και σχολιάστηκαν με περισσή λεπτομέρεια στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας, με σκοπό να διαπιστωθεί αν αυτά κατέστρεφαν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας. Για κάθε ένα από τα σημεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξονύχισε τη μαρτυρία, έδωσε εξηγήσεις, καθ' όλα εύλογες, γιατί αυτό δεν μπορούσε να πλήξει το αξιόπιστό της.
Είναι απόλυτα ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαφορά που υπήρχε μεταξύ της κατάθεσης της Μ.Κ.5 στην Αστυνομία και της κατάθεσής της στο Δικαστήριο, σε σχέση με την περιγραφή του χώρου εντός του καμπαρέ, όπου αυτή είχε εξαναγκαστεί να έλθει σε σεξουαλική επαφή με πελάτη και σε σχέση με την περιγραφή του επεισοδίου εκτός του καμπαρέ, στο οποίο η ίδια τραυματίστηκε, δεν πλήττουν την αξιοπιστία της. Ουσιώδες δεν ήταν η με μαθηματική ακρίβεια περιγραφή του χώρου αλλά το τι η μάρτυς εξαναγκάστηκε να κάνει, για το οποίο ήταν σταθερή στη μαρτυρία της. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα, όμως, σε περιπτώσεις αδικημάτων αυτής της φύσης, μικροαντιφάσεις είναι αναμενόμενες. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο, όταν οι μάρτυρες καταθέτουν μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου, να περιγράφουν τα γεγονότα κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα έχουν περιγράψει στην Αστυνομία. Η περιγραφή, ιδιαίτερα όταν αυτή γίνεται στα πλαίσια μιας επίμονης αντεξέτασης, με περισσότερες λεπτομέρειες, δεν αναμένεται να είναι η ίδια με αυτήν που γίνεται στα πλαίσια μιας κατάθεσης στην Αστυνομία, όπου περιγράφεται το παράπονο. Αντιφάσεις σε μικρολεπτομέρειες δεν πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα, αντίθετα απομακρύνουν τον κίνδυνο ύπαρξης προσχεδιασμού στη μαρτυρία.
Θεωρούμε ότι οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της Μ.Κ.5 εκτιμήθηκαν ορθά. Θα ήταν εξωπραγματικό η μάρτυς, η οποία δεν ανέμενε ότι τα καθήκοντά της θα ήταν η άσκηση από αυτήν πορνείας, να καταγράφει στο μυαλό της με ακρίβεια τους χώρους του καμπαρέ, οι οποίοι, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 2, ήταν διαρρυθμισμένοι κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Ούτε τα όσα ο εφεσείων πρόβαλε σε σχέση με τον τρόπο λήψης των καταθέσεων της Μ.Κ.5 και των Patricia και Liseel πλήττουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το αξιόπιστο της μαρτυρίας της Μ.Κ.5. Οι Μ.Κ.2, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.7 κρίθηκαν, καθ' όλα, αξιόπιστοι. Άλλωστε, ο Μ.Κ.7 δεν αρνήθηκε ότι απέστειλε στη Μ.Κ.6 σημείωμα σε σχέση με τη σημασία λέξεων στα Ισπανικά, απλά δε θυμόταν αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί κατά την ώρα λήψης των καταθέσεων.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 7:
Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά αξιολόγησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της Patricia - Τεκμήρια 18Α και 18Β, η οποία δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο - την έκρινε, υπέβαλε, αναξιόπιστη, δικαιολογώντας, έτσι, την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να την παρουσιάσει ως μάρτυρα - εσφαλμένα θεώρησε ότι η Υπεράσπιση αποδεχόταν ότι η Patricia, με ένορκη δήλωσή της, είχε αναιρέσει το περιεχόμενο της κατάθεσής της στην Αστυνομία και ότι εσφαλμένα δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία.
Η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί στο δικαστήριο κάθε μάρτυρα από τον οποίο έχει πάρει κατάθεση και ο οποίος έχει κάτι σημαντικό να καταθέσει - (βλ. Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143). Σε υποθέσεις συνοπτικής διαδικασίας, όμως, όπως είναι η παρούσα, η Κατηγορούσα Αρχή δεν υποχρεούται να καλεί όλους τους μάρτυρες που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και είναι γνωστοί στην Υπεράσπιση. Μπορεί και είναι δικαίωμα της Υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα, το όνομα του οποίου βρίσκεται στο κατηγορητήριο ως μάρτυρα υπεράσπισης, πράγμα, όμως, που εδώ δεν έγινε.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224, όπου εξετάστηκε το ίδιο ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 230)
«Συμφωνούμε με την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας. (Βλ. το Άρθρο 38 του Κεφ. 155 και έντυπο αρ. 7 στο παράρτημα D των Θεσμών περί Ποινικής Δικονομίας. Και σε αντιδιαστολή το έντυπο 29 για κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου). Το γεγονός της αναγραφής σ' αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους. Η νομολογία, ως προς τους μάρτυρες των οποίων τα ονόματα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο με την πιο πάνω έννοια, δεν αφορά στην περίπτωση της συνοπτικής δίκης. Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.»
Το καθήκον, βέβαια, της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωσή της να παρουσιάζει μαρτυρία που η ίδια δε θεωρεί αξιόπιστη. Δεν έχει υποχρέωση να καλεί μάρτυρα, απλά για να βοηθήσει την Υπεράσπιση και να καταστρέψει την υπόθεσή της - (βλ. Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706).
Η Patricia ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου, όπως και η Liseel. Δεν κλητεύθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, αλλά ούτε και δόθηκε οποιοσδήποτε λόγος για τη μη κλήτευσή τους. Ο λόγος, όμως, ήταν σαφής και διάχυτος μέσα από τη μαρτυρία και αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο με πρωτοβουλία της Υπεράσπισης· ο συνήγορος του εφεσείοντα, με δήλωσή του, στις 27/4/2009, προτού ακόμη καταθέσει η Μ.Κ.5, έφερε σε γνώση του Δικαστηρίου ότι η Patricia είχε αναιρέσει την κατάθεσή της, η δε Liseel δεν μπορούσε να προσέλθει στο Δικαστήριο ως μάρτυρας, αφού είχε πέσει θύμα απόπειρας φόνου και βρισκόταν σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Mε πρωτοβουλία και πάλι της Υπεράσπισης, κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.7, κατατέθηκε στο Δικαστήριο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πολίτης» - (Τεκμήριο 19) - στο οποίο φαινόταν η καταγγελία της Patricia και, στη συνέχεια, η αναίρεση του περιεχομένου της με ένορκη δήλωση. Επίσης, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, αυτοί ερωτούνταν κατά πόσο γνώριζαν για την αναίρεση από την Patricia της κατάθεσής της.
Η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το αναξιόπιστο της Patricia έναντι της Κατηγορούσας Αρχής ήταν απόλυτα ορθή, όπως απόλυτα ορθή ήταν και η κρίση του ότι η απουσία της Patricia από το Δικαστήριο, για τους λόγους που έχουμε, ήδη, αναφέρει, δεν το εμπόδιζε να αποδεχτεί τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 ως την καλύτερη δυνατή που θα μπορούσε να παρουσιάσει η Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με όσα η μάρτυς έλεγε ότι της μετέφραζε η Patricia. Αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε, επίσης, ενώπιόν του τη μαρτυρία της ίδιας της Μ.Κ.5, η οποία έβλεπε τον εφεσείοντα, αντιλαμβανόταν το θυμό και τον εκνευρισμό του και άκουγε τις φωνές του, όταν αυτή αρνείτο να πάει με πελάτη του καμπαρέ για να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του. Η κατάληξή του δεν περιορίστηκε μόνο στα όσα η Patricia μετέφραζε στη Μ.Κ.5.
Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 7 απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 5:
Ενώ, ισχυρίζεται ο εφεσείων, για το αδίκημα που αυτός αντιμετωπίζει απαιτείται ως προϋπόθεση για την καταδίκη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν αναζήτησε τέτοια, αλλά χαρακτήρισε την Patricia, ερήμην της, ως αναξιόπιστη μάρτυρα, ερμηνεύοντας, έτσι, λανθασμένα τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία και τις προϋποθέσεις αποδοχής της. Εφόσον η Patricia ήταν η μόνη η οποία μετέφραζε τα όσα λέγονταν μεταξύ του εφεσείοντα και της Μ.Κ.5, απαιτείτο, ως εκ της φύσης του αδικήματος, ενισχυτική μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τρόπο απόλυτα ορθό, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Ανέφερε, χαρακτηριστικά:-
«Τίποτα δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Έχω κατά νου τη φύση των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι, τα οποία εμπίπτουν σε αυτά που καλύπτονται από το στοιχείο της σεξουαλικής υφής και την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Όχι ως θέμα νομοθετικής επιταγής αλλά πρακτικής. Είναι βεβαίως γνωστό ότι η αναγκαιότητα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας δεν είναι απόλυτη. Το Δικαστήριο, νοουμένου ότι αποδέχεται τη μαρτυρία της παραπονούμενης σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα, μπορεί να ενεργήσει στηριζόμενο μόνο σε αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασιστεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση. Ανέλυσα επίσης και αξιολόγησα τα όσα ενώπιον μου η Μ.Κ.5 έθεσε σφαιρικά και σε συσχέτιση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Στάθμισα κάθε λεπτομέρεια και κάθε απάντηση της και χωρίς να κατατεμαχίσω τη μαρτυρία της, εστίασα την προσοχή μου στα σημεία εκείνα που αποτέλεσαν τον πυρήνα της υπόθεσης. Διαπίστωσα ως αποτέλεσμα εξονυχιστικής ανάλυσης της μαρτυρίας της, ότι αυτή αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο και την αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη. Έχοντας αναλογισθεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων μου, κατέληξα ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι τέτοια που μπορώ, και έτσι αισθάνομαι με βεβαιότητα, να βασιστώ με απόλυτη ασφάλεια σ' αυτήν χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.»
Παραπονείται, περαιτέρω, ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να κλητεύσει το ίδιο την Patricia, η οποία βρισκόταν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και δεν μπορούσε να κλητευθεί από την Υπεράσπιση. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καλεί ως μάρτυρα οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεν είναι, όμως, υποχρεωμένο να το πράττει. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και, ιδιαίτερα, με την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Κ.5 ως καθ' όλα αξιόπιστης και μετά που το πρωτόδικο Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους να καταδικάσει χωρίς ενίσχυση, δε βλέπουμε γιατί αυτό θα έπρεπε να κλητεύσει την Patricia. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η Patricia, με τις ενέργειές της, έθεσε τον εαυτό της εκτός της δίκης. Ο εφεσείων, χωρίς να εξετάζουμε αν γνώριζε ή δε γνώριζε το μέρος όπου βρισκόταν η Patricia για να την κλητεύσει, είχε τη δυνατότητα, αν πίστευε ότι αυτή μπορούσε να ρίξει φως στην υπόθεση, να το ζητήσει από το Δικαστήριο, οπότε αυτό δε βλέπουμε πώς μπορούσε να του αρνηθεί. Δεν το έπραξε, όμως, και, συνεπώς, δεν μπορεί τώρα, για δικές του παραλείψεις, να παραπονείται ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματά του.
Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Λόγος έφεσης σε σχέση με την ποινή:
Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, το λόγο έφεσης που αφορά στην ποινή της τριετούς φυλάκισης. Τα γεγονότα και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διεπράχθη το αδίκημα έχουν, ήδη, εκτεθεί. Η ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα. Αναιτιολόγητη, επίσης, χαρακτήρισε ο εφεσείων και τη διαφοροποίηση της ποινής του από εκείνη που επιβλήθηκε στους συγκατηγορούμενούς του, που ήταν ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών.
Ενώ, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τη νομολογιακή θέση ότι οι προηγούμενες καταδίκες δε δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης, ουσιαστικά την αγνόησε, όπως αγνόησε και την προσπάθεια του εφεσείοντα για απεξάρτησή του από τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και ότι αυτός έχει δύο ανήλικα παιδιά και είναι ο μόνος προστάτης της οικογένειάς του και της ηλικιωμένης μητέρας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως επιβαρυντικό για τον εφεσείοντα το γεγονός ότι αυτός βαρυνόταν με δύο προηγούμενες καταδίκες, πράγμα που περιόριζε και το βαθμό επιείκειας που μπορούσε να επιδειχθεί στην περίπτωσή του. Η μια αφορούσε το ίδιο αδίκημα - (του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός χρόνου) - και η άλλη παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ - (του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με τριετή αναστολή). Διέπραξε το υπό κρίση αδίκημα δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του και εντός της περιόδου της τριετούς αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (1999) 2 Α.Α.Δ. 644, στην οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, αναφέρθηκε ότι:- (σελ. 657)
«Το αδίκημα το Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα ότι κάποιος αποζεί από τα αθέμιτα κέρδη πορνείας είναι σοβαρό. Τελευταία, με την έξαρση που παρατηρείται σε εγκλήματα κατά των ηθών, ο νομοθέτης αύξησε το ανώτατο όριο της ποινής από 2 σε 5 χρόνια (βλ. Άρθρο 4 του Τροποποιητικού Νόμου αρ. 99(Ι)/96). Το άρθρο δεν καταπολεμά μόνο την εκμετάλλευση της ακολασίας, αλλά και την πράξη ως εστία εγκληματικότητας. Ειδικά μέσα στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες.»
Η επιβολή της ποινής είναι καθήκον που βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν καταφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χριστοφίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 179, της οποίας τα γεγονότα ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας, επανατονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, αφού ποινή φυλάκισης εννέα μηνών αυξήθηκε σε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
Έχουμε εξετάσει την επιβληθείσα ποινή υπό το φως των αρχών που προσδιορίζει η νομολογία και δε διαπιστώνουμε σφάλμα, ώστε να παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα εξετάστηκαν μέσα από ό,τι διαχρονικά καθορίζει η νομολογία, χωρίς, βέβαια, αυτές να αφεθούν να εξαφανίσουν την αποτρεπτικότητα που πρέπει να έχει η ποινή.
Η εισήγηση ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η ποινή να είναι έκδηλα υπερβολική, δεν ευσταθεί. Η ποινή ανταποκρίνεται πλήρως στο πρόσωπο του εφεσείοντα, η συνδρομή του οποίου στη διάπραξη του αδικήματος ήταν καθοριστικής σημασίας. Υπό τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτού βρισκόταν το καμπαρέ Mirage. Αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής. Οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του, ως υπάλληλοι, που ήταν, εκτελούσαν τις οδηγίες του, ήταν, άλλωστε, λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.