ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
THE ATTORNEY GENERAL OF THE REPUBLIC ν. KYRIACOS CHRYSANTHOU PETROU (1972) 2 CLR 81
AZINAS AND ANOTHER ν. POLICE (1981) 2 CLR 9
ATTORNEY-GENERAL ν. SCHIZAS (1983) 2 CLR 328
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133
Γεν. Εισαγγελέας ν. Ετ. Μεταφ. Λινούς (1992) 2 ΑΑΔ 365
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151
Παναγιώτου Ευγένιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Χριστοδούλουκαι Άλλων (2002) 2 ΑΑΔ 67
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτήρη Μάρκου (2005) 2 ΑΑΔ 36
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τάσου Γεωργίου (2006) 2 ΑΑΔ 217
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου και Άλλων (2010) 2 ΑΑΔ 94
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Βαρνάβα Χριστοφή (2010) 2 ΑΑΔ 172
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Mourad Amer Mahmoud (2012) 1 ΑΑΔ 2677
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AMER MAHMOUD MOURAD, Πολιτική Αίτηση Αρ. 164/2012, 30/11/2012
Κωνσταντίνου Ανδρέας ν. Aστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 705, ECLI:CY:AD:2016:B335
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 166/15 , 8/7/2016, ECLI:CY:AD:2016:B335
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5-9/2012 )
11 Δεκεμβρίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΚΛΗΡΙΔΗ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Δ/στών.]
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΔΡΑΚΟΥ
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 6/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ AJET AVIATION LIMITED
ΠΡΩΗΝ HELIOS AIRWAYS LTD
(ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
Εφεσίβλητης
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
IANKO STOIMENOV
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΤΑΖΗ
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 9/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΙΚΚΙΔΗ
Εφεσίβλητου
_________________
Ε. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Πολίνα Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα σε όλες τις εφέσεις.
Γ. Παπαϊωάννου με Β. Ιωάννου (κα), για τους Εφεσίβλητους στις Εφέσεις Αρ. 5/2012, 7/2012, 8/2012 και 9/2012.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 6/2012.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Οι Εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν κατηγορίες ανθρωποκτονίας και πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης σε σχέση με το θάνατο των επιβαινόντων σε αεροσκάφος το οποίο κατέπεσε κατά τη διάρκεια της πτήσης του την 14.8.2005. Η Εφεσίβλητη στην έφεση 6/2012 ήταν η διαχειρίστρια εταιρεία του αεροσκάφους, ο Εφεσίβλητος στην έφεση 5/2012 (κατηγορούμενος 1) ο Εκτελεστικός Πρόεδρος της, ο Εφεσίβλητος στην έφεση 7/2012 (κατηγορούμενος 5) ο Αρχιπιλότος της, ο Εφεσίβλητος στην έφεση 8/2012 (κατηγορούμενος 3) ο Διευθύνων Σύμβουλος και Υπόλογος Διευθυντής της και ο Εφεσίβλητος στην έφεση 9/2012 (κατηγορούμενος 4) ο Διευθυντής Πτητικών Επιχειρήσεων της. Το κατηγορητήριο απέδιδε την ίδια ευθύνη σε όλους - την παράλειψη διασφάλισης ασφαλούς πτήσης κατά το ότι επέτρεψαν την πλοήγηση του αεροσκάφους από ανεπαρκές ή ακατάλληλο πλήρωμα και δη τον κυβερνήτη Merten και το συγκυβερνήτη Χαραλάμπους.
Μία πτυχή της μαρτυρίας αφορούσε τα αίτια της πτώσης του αεροσκάφους για να καταδεχθεί ότι το πλήρωμα, αποτυγχάνοντας να αντιληφθεί το πρόβλημα που προέκυψε και να αντιδράσει αναλόγως ώστε να το αντιμετωπίσει, με αποτέλεσμα την πτώση του αεροσκάφους, ήταν ανεπαρκές ή ακατάλληλο. Τούτο συνιστούσε τη βάση για τη σύνδεση της πτώσης του αεροσκάφους και των επακόλουθων θανάτων των επιβαινόντων με την κατ΄ισχυρισμό ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του πληρώματος ως αιτία των. To Κακουργιοδικείο όμως δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη πτυχή αυτή της μαρτυρίας, θεωρώντας ότι τα αίτια της πτώσης του αεροσκάφους, που η Δημοκρατία επεδίωξε να συνδέσει προς την ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα των Merten και Χαραλάμπους ως η βάση της όλης υπόθεσής της, δεν ήσαν σχετικά με την ευθύνη των Εφεσιβλήτων.
Για να αποδειχθούν οι κατηγορίες θα έπρεπε βεβαίως να καταδειχθεί περαιτέρω, και αυτό κατελόγιζε η Δημοκρατία στους Εφεσίβλητους, ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι το εν λόγω πλήρωμα ήταν ανεπαρκές ή ακατάλληλο και παρά ταύτα επέτρεψαν την πλοήγηση του αεροσκάφους από αυτό. Η άλλη και σημαντική πτυχή της μαρτυρίας αφορούσε πρωτίστως αυτό το θέμα. Η μαρτυρία που εδόθη εκάλυπτε την όλη εργοδότηση του Merten και του Χαραλάμπους τόσο στην Εφεσίβλητη εταιρεία όσο και σε άλλες εταιρείες και επεδίωκε να δείξει ότι, παρά την κατοχή από το Merten και το Χαραλάμπους όλων των σχετικών αδειών που τους παρείχαν το δικαίωμα πλοήγησης, εν τούτοις στην πράξη ήσαν ανεπαρκείς ή ακατάλληλοι.
Ως προς το Merten, εδόθη μαρτυρία σε σχέση με την εργοδότησή του στην Easy Jet (Μ.Κ.27 Lee, Μ.Κ. 38 Ring) και στη Bluebird Cargo (ΜΚ24 Singurdsson), όπως και σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη εργοδότησή του στην J2.com (ιδιαιτέρως οι ΜΚ19 Hayter, ΜΚ25 Bradshaw, ΜΚ29 Mc Vicker) την 7.3.2005 και τις συνθήκες της απόλυσης του μόλις δύο μήνες μετά τη 19.5.2005 για λόγους που αφορούσαν την επανειλημμένη μη συμμόρφωση του με τα SOP (Standard Operation Procedures), και με την παράλειψη της Εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία τον εργοδότησε αμέσως μετά, την 29.5.2005, να ζητήσει συστάσεις από τη J2.com εν όψει του σύντομου της εργοδότησής του εκεί. Εδόθη επίσης μαρτυρία σε σχέση με την εργοδότησή του στην Εφεσίβλητη εταιρεία τόσο στο παρελθόν (14.5.2004 μέχρι 31.10.2004), όσο και ως ανωτέρω (29.5.2005 μέχρι τη πτώση του αεροσκάφους). Για την πρώτη περίοδο η μαρτυρία του ΜΚ26 Lewis, κυβερνήτη και εκπαιδευτή τότε στην Εφεσίβλητη εταιρεία, αφορούσε τόσο παράπονα που του έγιναν από συγκυβερνήτες του Merten ότι αυτός δεν ακολουθούσε ορθούς τρόπους πτήσης όσο και εισήγηση του Lewis για τερματισμό του συμβολαίου του Merten που δεν έγινε δεκτή αφού ο Εφεσίβλητος στην έφεση 9/2012 προτίμησε να περιμένει τη λήξη του συμβολαίου του λόγω έλλειψης άλλων διαθέσιμων πιλότων και αφού μάλιστα πέταξε και ο ίδιος με το Merten και δεν διαπίστωσε συμπεριφορά ανάλογη προς εκείνη που του κατελογίζετο. Μαρτυρία για παράπονα που αφορούσαν τη μη συμμόρφωση του Merten με τα SOP έδωσε και ο ΜΚ28 Σωκράτους, συγκυβερνήτης στην Εφεσίβλητη εταιρεία μεταξύ 2004 και 2006. Άλλος συγκυβερνήτης, ο ΜΚ34 Μαυρογένης, ανεφέρθη σε δική του εμπειρία παράβασης των SOP από το Merten που κατά την άποψή του έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της πτήσης.
Ως προς το Χαραλάμπους, εδόθη μαρτυρία με επιδίωξη την τεκμηρίωση ανεπάρκειας του ως συγκυβερνήτη (ΜΚ13 Σολωμού, ΜΚ22 Betz, ΜΚ 14 Srnec, MK26 Lewis, MK32 Γερολέμου, ΜΚ35 Pantillon, MK36 Bachmann, MK37 McCorquodale).
Το Κακουργιοδικείο, κατά πλειοψηφία αποδεχόμενο σχετική εισήγηση των Εφεσιβλήτων, αποφάσισε ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους και τους αθώωσε. Απεφάσισε κατά πρώτον ότι, εφ΄όσον το κατηγορητήριο ανεφέρετο στη συγκεκριμένη ημερομηνία της 14.8.2005, τα αδικήματα περιορίζοντο και εστιάζοντο σε αυτή. Και ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει την κατ΄ισχυρισμό παράλειψη των Εφεσιβλήτων, περιοριζόμενη και εστιαζόμενη στην ημερομηνία εκείνη και μόνο, σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη γνώση τους, για ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα των Merten και Χαραλάμπους την ημέρα εκείνη, βασιζόμενη σε οτιδήποτε συγκεκριμένο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα (σ. 2479):
«. δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να συσχετίζει τους Κατηγορούμενους με το πλήρωμα του αεροσκάφους, και για κάποιο συγκεκριμένο συμβάν ή περιστατικό που έγινε στις 14.8.05, που θα το καθιστούσε ακατάλληλο και/ή ανεπαρκές. Ούτε και αντιστρόφως ανάλογα, υπάρχει μαρτυρία ότι στις 14.8.05 έγινε κάποιο γεγονός ή συμβάν που σχετιζόταν με το πλήρωμα, τέτοιας μορφής, που εκ των πραγμάτων το καθιστούσε ανεπαρκές και/ή ακατάλληλο, και το οποίο οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν, ή καθηκόντως όφειλαν να γνωρίζουν, και ως εκ τούτου δεν το απέτρεψαν να πλοηγήσει την ημέρα εκείνη το συγκεκριμένο αεροσκάφος.»
Η κατάληξη αυτή, απεφάνθη το Κακουργιοδικείο, απέληγε από μόνη της σε αθώωση.
Εν τούτοις το Κακουργιοδικείο εξέτασε περαιτέρω την υπόθεση στη βάση της εισήγησης της Δημοκρατίας ότι η αποδιδόμενη στους Εφεσίβλητους παράλειψη συναρτάτο όχι προς οτιδήποτε συγκεκριμένο κατά την 14.8.2005, που συνετελέσθη η όποια ποινική ευθύνη, αλλά προς την όλη ευθύνη τους να επιτρέψουν, την ημέρα εκείνη, την πλοήγηση του αεροσκάφους από ανεπαρκές ή ακατάλληλο πλήρωμα. Προχώρησε λοιπόν να εξετάσει τη μαρτυρία που αφορούσε το θέμα. Ως προς τον Merten, εξέτασε ιδιαίτερα την παράλειψη της Εφεσίβλητης εταιρείας να ζητήσει συστάσεις από τη J2.com. Η κατάληξη του ήταν ότι η μαρτυρία του MK19 Hayter, ότι συνιστά καλή πρακτική η αναζήτηση συστάσεων και ότι, αν τους εζητούντο, αυτοί θα περιλάμβαναν το λόγο απόλυσης του Merten, περιείχε κενά και αδυναμίες και ανετρέπετο από τη μαρτυρία του ΜΚ25 Bradshaw ότι για σκοπούς πρόσληψης εξετάζονται μόνο τα στοιχεία του φακέλου του υποψηφίου με αναφορά στα προσόντα και στην καριέρα του και υποβάλλεται στις σχετικές εξετάσεις. Το Κακουργιοδικείο έκρινε προς τούτο σημαντική και τη μαρτυρία του ΜΚ32 Γερολέμου ότι στη Eurocypria δεν ζητούνται συστάσεις για εποχιακούς πιλότους, όπως ήταν ο Merten, και του ΜΚ35 Pantillon ότι η λήψη συστάσεων δεν συνιστά προϋπόθεση πρόσληψης ούτε είχε τέτοια τακτική η Εφεσίλητη εταιρεία. Ελέχθησαν δε τα ακόλουθα (σ. 2485-2486):
«Το συμπέρασμα συνεπώς που εξάγεται με βάση τη μαρτυρία, είναι ότι, α) δεν ζητούνται συστάσεις από τους προηγούμενους εργοδότες των πιλότων και β) αν ζητηθούν, αυτή αφορά τις ώρες πτήσεις τους και θέματα σχετικά με το βιογραφικό τους. Κυρίως όμως και καθόσον αφορά τους εποχιακούς πιλότους, όπως ήταν και η περίπτωση του Merten, η μαρτυρία κατέδειξε ότι ούτως ή άλλως δεν ζητούνται συστάσεις. Επιπλέον, και αυτό επίσης κρίνεται σημαντικό, είναι πως ακόμα και να ζητούνται συστάσεις, δεν υπάρχει μαρτυρία τι είδους συστάσεις δίνει η μια εταιρεία στην άλλη. Η μαρτυρία του Nicholas Hayter (MK19) δεν θα μπορούσε να παρέχει ασφαλές βάθρο, αφού τουλάχιστον, ως ήταν φανερό, δεν ήταν της αρμοδιότητας του να απαντήσει. Κανένας ουσιαστικά μάρτυρας δεν εξήγησε, ή ανέφερε συγκεκριμένα αν δίνονται συστάσεις, και τι είδους, πέραν των ωρών πτήσης και θεμάτων σχετικών με το βιογραφικό των υποψηφίων πιλότων. Καθόσον δε αφορά την πτητική ικανότητα των πιλότων, αυτή εξάγεται από τα στοιχεία του φακέλου τους και τις σχετικές άδειες που κατέχουν, καθώς και από τις διάφορες εξετάσεις, όπως έχουν εξηγηθεί, που υποβάλλονται από τις εργοδότριες εταιρείες.
Στη βάση όσων έχουν εκτεθεί, η μαρτυρία δεν οδηγεί σε ένα έστω κατ΄αρχήν συμπέρασμα, ότι είναι κοινή πρακτική σε όλες, ή έστω μερικές, από τις εταιρείες αερομεταφορών η αναζήτηση συστάσεων του είδους και της φύσης που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί.»
Παρατηρώντας ότι δεν υπήρχαν στους ίδιους τους φακέλους των Merten και Χαραλάμπους στοιχεία που να αποκάλυπταν στους Εφεσίβλητους ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ως ακολούθως (σ. 2488):
«Αλλά ακόμα και έτσι να είχαν τα πράγματα, θα ήταν αντινομική, και πέραν των εξουσιών του παρόντος Δικαστηρίου, η επιβολή τέτοιου καθήκοντος στις διεθνείς μάλιστα επιχειρήσεις αερομεταφορών, όταν δεν υπάρχει μαρτυρία τι είδους συστάσεις δίνονται, πέραν των ωρών πτήσης και στοιχείων του βιογραφικού των πιλότων που εργάστηκαν κοντά τους. Αν οι εταιρείες, σύμφωνα με τον Bradshaw (MK25), δεν ενημερώνουν καν το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας για την απόλυση ενός πιλότου, πόσο μάλλον τους λόγους απόλυσης του, πως θα μπορούσε το Δικαστήριο να επιβάλει στις εταιρείες αερομεταφορών τέτοιο καθήκον πλήρους αποκάλυψης στοιχείων και δεδομένων για τους υπαλλήλους πιλότους τους, σε διεθνές μάλιστα επίπεδο. Αναφορά επί του συγκεκριμένου θα γίνει και στη συνέχεια. Γιατί τελικά, δεν είναι μόνο να ζητά κάποιος συστάσεις, αλλά το ερώτημα είναι και τι είδους συστάσεις μπορεί να λάβει.
Κατά συνέπεια, και στην απουσία μαρτυρίας ότι οι ώρες των πτήσεων του κυβερνήτη Merten, ή το βιογραφικό του ήταν υπό αμφισβήτηση από την κατηγορούμενη 2 εταιρεία, ώστε να αναζητήσουν συστάσεις για τα θέματα αυτά, και έχοντας επίσης και κυρίως υπόψη ότι ήταν εποχιακός πιλότος, κρίνουμε ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί το στοιχείο του καθήκοντος και της υποχρέωσης, ως κοινής πρακτικής στις αερομεταφορές, να αναζητούνται συστάσεις, πέραν των αναφερθέντων. Συνεπώς ούτε και η Κατηγορουμένη 2 εταιρεία είχε τέτοια υποχρέωση να αναζητεί συστάσεις για τους πιλότους που θα προσλάμβανε, πέραν των προαναφερθέντων, από τους προηγούμενους εργοδότες τους.»
Παρά την κατάληξη του αυτή, το Κακουργιοδικείο προχώρησε να εξετάσει τη μαρτυρία που αφορούσε τον Merten για να καταλήξει ότι η μη τήρηση των SOP δεν συνιστούσε άνευ ετέρου ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του. Προς τούτο, θεώρησε ότι, αν και, όπως το έθεσε, η πλέον αρμόδια να αποφανθεί επί του θέματος ήταν η ΜΚ29 McVicker, η μαρτυρία της δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη αφού «ξεπέρασε και τα ακραία όρια της έλλειψης πειστικότητας, αντιφατικότητας και ανακολουθίας», σχολιάζοντας σε έκταση τη μαρτυρία της.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε περαιτέρω ότι ούτε η μαρτυρία που αφορούσε την προηγούμενη εργοδότηση του Merten από την Εφεσίβλητη εταιρεία το 2004 βοηθούσε την υπόθεση. Σχολίασε προς τούτο τη μαρτυρία των ΜΚ28 Σωκράτους και ΜΚ34 Μαυρογένη για να καταλήξει ότι (σ. 2507):
«Πρόκειται περί ισχνής και αδύναμης μαρτυρίας και δεν περιέχει τα εχέγγυα για κατ΄αρχήν εξαγωγή συμπερασμάτων. Συναφώς προσθέτουμε, ότι και οι δύο τότε ήσαν άπειροι συγκυβερνήτες, γεγονός που έχει και αυτό τη δική του αξία.»
Το Κακουργιοδικείο υπέδειξε περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, η αντίδραση των Εφεσιβλήτων στις εφέσεις 7/2012 και 9/2012, σύμφωνα με τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων οι οποίοι ανεφέροντο σε εκείνους, έδειχνε ότι οι ίδιοι έπραξαν ότι ευλόγως θα ανεμένετο από αυτούς υπό τις περιστάσεις ώστε να μην μπορούσε να προέκυπτε ευθύνη τους.
Την ίδια άποψη είχε το Κακουργιοδικείο για τη μαρτυρία που αφορούσε την περίοδο της εργοδότησης του Merten από 29.5.2005 μέχρι τη πτώση του αεροσκάφους, περίοδο κατά την οποία ο Merten δεν παρουσίασε, όπως παρατήρησε, οποιοδήποτε πρόβλημα.
Ως προς το Χαραλάμπους, το Κακουργιοδικείο απεφάνθη ότι η μαρτυρία του ΜΚ26 Lewis «. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αινιγματική που δεν άγγιζε τα όρια, όχι μόνο των ελάχιστα απαιτούμενων για να είναι πειστική, αλλά ήταν ανακόλουθη και αντιφατική.» και ήταν αντιφάσκουσα με τη μαρτυρία του ΜΚ27 Lee και του ΜΚ14 Srnec. Ότι η μαρτυρία του ΜΚ37 ΜcCorquodale δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη διότι παραβίαζε τα προσωπικά δεδομένα του Χαραλάμπους και διότι οι πίνακες που παρουσίασε ήσαν ανεπαρκείς και παραπλανητικοί. Και ότι η μαρτυρία των ΜΚ35 Pantillon και ΜΚ36 Bachmann αφορούσε μάλλον την ενδεχόμενη ανικανότητα του Χαραλάμπους ως κυβερνήτη και όχι ως συγκυβερνήτη. Δεν υπήρχε λοιπόν, κατέληξε το Κακουργιοδικείο, μαρτυρία για ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του Χαραλάμπους, θέτοντας και το ακόλουθο ερώτημα (σ. 2533):
«Αν εκείνοι που προσέλαβαν τον συγκυβερνήτη Χαραλάμπους, δηλαδή οι μάρτυρες κατηγορίας, και του επέτρεπαν να συνεχίζει να εκτελεί πτητικό έργο, αφού τον υπέβαλαν σε σειρά εξετάσεων, εκπαιδεύσεων, επανεκπαιδεύσεων και ψυχομετρικών τεστ, δεν έκριναν ότι ήταν ακατάλληλος και/ή ανεπαρκής, αλλά αντίθετα τον κατέταξαν ως καλό και ικανό συγκυβερνήτη και είχε το αναγκαίο επίπεδο ως τέτοιος, ανεξάρτητα από την προοπτική του να γίνει ή όχι κυβερνήτης, το Δικαστήριο στη βάση ποιας μαρτυρίας θα μπορούσε, ή θα πρέπει να στηριχθεί για να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα περί ανεπάρκειας και/ή ακαταλληλότητας του ως συγκυβερνήτη;»
Το Κακουργιοδικείο απεφάσισε τέλος ότι (σ. 2541-2542):
«Από τα καθήκοντα και τις θέσεις των Κατηγορουμένων που κατείχαν στην Κατηγορουμένη 2 εταιρεία, λόγω της φύσης της εργασίας της, ως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, την θέση και την αποκλειστική αρμοδιότητα για την αξιολόγηση των πιλότων, μόνο οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 είχαν. Κατά συνέπεια μόνο αυτοί, με βάση την αρχή της ταύτισης της εταιρείας με τις ενέργειες των φυσικών προσώπων που την αντιπροσωπεύουν, ήταν η θέληση και το μυαλό της εταιρείας ως προς το υπό συζήτηση θέμα. Ως κατέδειξε η μαρτυρία, οι Κατηγορούμενοι 1 και 3, ούτε είχαν τις γνώσεις, ούτε και τις απαραίτητες εξουσιοδοτήσεις από την Πολιτική Αεροπορία, και δεν λάμβαναν μέρος στην επιτροπή για την πρόσληψη των πιλότων, ούτε και συμμετείχαν καθ΄οιονδήποτε τρόπο στους ελέγχους που υποβάλλονταν αυτοί. Ούτε καν για τα μεταξύ τους παράπονα δεν λάμβαναν γνώση, και τα ζητήματα αυτά επιλύονταν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από τους κατηγορούμενους 4 και 5 ως καθ΄ύλη αρμοδίους. Και ως η προέκταση της Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου εντός της Κατηγορουμένης 2 εταιρείας. Τα καθήκοντα των Κατηγορουμένων 4 και 5 σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, επιβεβαιώνουν ότι ο μεν Κατηγορούμενος 4 είχε την τελική απόφαση για την εργοδότηση του πτητικού πληρώματος, ο δε κατηγορούμενος 5, την επιτήρηση των πτητικών επιχειρήσεων, τη διενέργεια πτητικών επιθεωρήσεων και τον έλεγχο του επαγγελματικού επιπέδου και ανάπτυξης του προσωπικού καθώς και την απαίτηση πρόσθετης εκπαίδευσης. Πρόκειται, ως συνάγεται, για νευραλγικές θέσεις που εκτελούνται από πρόσωπα ειδικευμένα και αδειοδοτημένα από την Πολιτική Αεροπορία για να κατέχουν τις θέσεις αυτές. Τα καθήκοντα του Κατηγορούμενου 3 είναι ευρύτερα και διαφορετικά από εκείνα των Κατηγορουμένων 4 και 5. Έχει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να διατηρεί τους αναγκαίους πόρους για να διατηρείται η ασφάλεια των πτήσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις και φέρει ευθύνη για τις δομές και την ποιότητα της εταιρείας. Ο δε Κατηγορούμενος 1 είναι ο εκτελεστικός Πρόεδρος της εταιρείας.
Κατά συνέπεια, και αν ακόμα είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών, και πάλι οι Κατηγορούμενοι 1 και 3 θα απαλλάσσονταν, αφού σε σχέση με τις ενέργειες ή παραλείψεις που τους καταλογίζονται, δεν ήταν σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο ιθύνων νους, το μυαλό και η θέληση της εταιρείας, υπό την έννοια του αποφασίζοντος οργάνου πρόσληψης, αδειοδότησης, ελέγχου και επιθεώρησης του επαγγελματικού πτητικού επιπέδου και ικανοτήτων των πιλότων, άμεσα σχετιζόμενα με την ασφάλεια των πτήσεων και γενικώς των αερομεταφορών.»
Οι εφέσεις περιέχουν τέσσερις λόγους έφεσης. Οι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων και ο άλλος αντικανονικότητα της διαδικασίας. Υπεβλήθη εκ μέρους των Εφεσιβλήτων ότι ουδείς εκ των λόγων έφεσης μπορεί να εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 137(1)(α) το οποίο ρυθμίζει τη δυνατότητα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου. Το θέμα αυτό βεβαίως προέχει να εξετασθεί πριν υπεισέλθουμε στην ουσία της έφεσης.
Το άρθρο 137(1)(α) προνοεί:
«137(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε.
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας.
.............................»
Η ουσία των εισηγήσεων των Εφεσιβλήτων είναι, ως προς τους λόγους έφεσης που βασίζονται στο άρθρο 137(1)(α)(iii) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων, ότι, καθ΄όσον η έφεση είναι από απόφαση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, δεν μπορούσε να γίνει ούτε έγινε διαπίστωση πραγματικών γεγονότων που να συνεπάγεται πλημμελή εφαρμογή του νόμου επ΄αυτών όπως προνοείται στο άρθρο 137(1)(α)(iii). Το Κακουργιοδικείο, κατά τους Εφεσίβλητους, δεν προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας προς διαπίστωση πραγματικών γεγονότων παρά μόνο την αποτίμησε αντικειμενικά για σκοπούς εφαρμογής των αρχών που διέπουν την κρίση ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Γίνεται συναφώς παραπομπή στα λεχθέντα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151, σ. 160:
«Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence). Υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά.»
Περαιτέρω παραπομπή γίνεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2006) 2 ΑΑΔ 217, όπου ελέχθη ότι (σ. 224):
«Δεν έχουμε εδώ «γεγονός» σε σχέση με το οποίο εφαρμόστηκε πλημμελώς ο νόμος. Το περιεχόμενο των καταθέσεων είναι ισχυρισμοί υποκείμενοι σε αξιολόγηση και αυτή η αξιολόγηση, ως το μέσο για τη διαπίστωση των γεγονότων, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί κατ΄έφεση.»
Η εισήγηση, υποβάλλεται, υποστηρίζεται και από τη δεδηλωμένη στη νομολογία αναγνώριση ότι, εφ΄όσον το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση δημιουργείται και περιορίζεται από το νόμο, επιβάλλεται ανάλογα στενή ερμηνεία των όρων που τίθενται προς άσκηση του (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 ΑΑΔ 94). Το άρθρο 137(1)(α)(iii) λοιπόν, καταλήγουν οι Εφεσίβλητοι, καλύπτει μόνο περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο προβαίνει σε τελικές διαπιστώσεις ή ευρήματα πραγματικών γεγονότων επί των οποίων και στη συνέχεια εφαρμόζει πλημμελώς το νόμο.
Ως προς το λόγο έφεσης που αφορά αντικανονικότητα της διαδικασίας, οι Εφεσίβλητοι εισηγούνται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντικανονικότητα όπως εννοείται στο άρθρο 137(1)(α)(iv) και ότι υπό τη μορφή της αντικανονικότητας επιδιώκεται ουσιαστικά η συγκαλυμμένη προώθηση της θέσης που διατυπώνεται στους άλλους λόγους έφεσης. Η «διαδικασία», εισηγούνται, αφορά τη διαδικαστική πορεία της δίκης και όχι την απόφανση του δικαστηρίου επί του θέματος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Προτιθέμεθα να εξετάσουμε το θέμα με αναφορά στον κάθε λόγο έφεσης χωριστά.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την πρωταρχική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς κάτι το συγκεκριμένο κατά την 14.8.2005 που να καταδείκνυε ευθύνη των Εφεσιβλήτων σε σχέση με την ανεπάρκεια του πληρώματος. Ο λόγος έφεσης αυτός ουδόλως αφορά την αποτίμηση της μαρτυρίας παρά μόνο τη νομική άποψη του Κακουργιοδικείου ως προς την έκταση της ευθύνης η οποία απεδίδετο στους Εφεσίβλητους από το κατηγορητήριο ως γεγονός. Και η ευθύνη αυτή, κατά τη Δημοκρατία, δεν περιορίζετο σε κάτι το συγκεκριμένο κατά την 14.8.2005 αλλά ακριβώς αφορούσε την όλη προϋπάρχουσα της πτήσης της 14.8.2005, αναγόμενη όμως και σε αυτή, υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να μην επιτρέψουν την πλοήγηση του αεροσκάφους από ανεπαρκές ή ακατάλληλο πλήρωμα. Η ευθύνη εκείνη, κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας, αναγόμενη στην όλη εργοδότηση των πιλότων μέχρι και την 14.8.2005, απλώς είχε επέκταση σε ποινική ευθύνη την 14.8.2005 με την πτώση του αεροσκάφους και το θάνατο των επιβαινόντων σε αυτό. Ούτε εξυπάκουε η κρίση του Κακουργιοδικείου διαπίστωση γεγονότων. Η κρίση εκείνη εξεφράσθη ως νομική κρίση επί των ιδίων των ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεδομένων που περιλάμβαναν την αδιαμφισβήτητη προηγηθείσα εργοδότηση των Merten και Χαραλάμπους (προς την οποία συναρτάτο η κατά τη Δημοκρατία ευθύνη), την αδιαμφισβήτητη ανάθεση της πλοήγησης του αεροσκάφους σε αυτούς την 14.8.2005 και την αδιαμφισβήτητη επακολουθήσασα πτώση του και το θάνατο των επιβαινόντων σε αυτό. Ασφαλώς λοιπόν η κρίση του Κακουργιοδικείου είναι εφέσιμη δυνάμει του άρθρου 137(1)(α)(iii) ως καθαρά νομική κρίση.
Προχωρώντας δε να αποφανθούμε επ΄αυτής και επί της ουσίας τώρα, δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η κρίση εκείνη είναι θεμελιακά λανθασμένη. Το Κακουργιοδικείο παρανόησε πλήρως τα πράγματα και, παρερμηνεύοντας το κατηγορητήριο, οδηγήθηκε σε μια κατάληξη η οποία δεν είχε αντίκρισμα ούτε στη διατύπωση του κατηγορητηρίου ούτε στην όλη παρουσίαση της υπόθεσης της Δημοκρατίας αναφορικά με την ευθύνη που απεδίδετο στους Εφεσίβλητους. Ουδόλως έπασχε το κατηγορητήριο και ουδόλως μπορούσε να εθεωρείτο ότι η ευθύνη την οποία απέδιδε στους Εφεσίβλητους περιορίζετο σε στοιχεία που αφορούσαν αποκλειστικά την 14.8.2005 και για τα οποία δεν υπήρχε μαρτυρία. Παραθέτουμε με επιδοκιμασία τη λακωνικά περιεκτική αναφορά επί του θέματος του Δικαστή Σάντη, ο οποίος εξέφρασε διαφορετική θέση (σ. 2611-2612):
«Η ημερομηνία 14.8.05, με μια απλή ανάγνωση των λεπτομερειών, είναι φανερό ότι αφορά στον προσδιορισμό της μέρας του επίδικου συμβάντος, με όλα τα υπόλοιπα που σχετίζονται με το ζήτημα της ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας των πιλότων και άλλων τινών, να παραπέμπουν σε χρόνο προγενέστερο της 14.8.05, όχι μόνον ως ζήτημα συντακτικής ερμηνείας αλλά και κοινής λογικής, στη βάση του περιεχομένου των λεπτομερειών αυτών καθαυτών και των συμφραζομένων.
Τίποτε περισσότερον.»
Το κύριο παράπονο της Δημοκρατίας διατυπώνεται στο δεύτερο λόγο έφεσης. Αυτός έχει δύο πτυχές. Η μία αφορά την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι τα αίτια της πτώσης του αεροσκάφους ήσαν άσχετα προς την ευθύνη που απεδίδετο στους Εφεσίβλητους. Το θέμα που αφορά η πτυχή αυτή είναι σαφώς εφέσιμο αφού ουδόλως αφορά την αποτίμηση της μαρτυρίας αλλά συνιστά καθαρά νομικό θέμα που εδράζεται στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της πλοήγησης του αεροσκάφους από τους Merten και Χαραλάμπους, ως εργοδοτουμένους της Εφεσίβλητης, και της πτώσης του. Επί της ουσίας δε, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ως προς το σφάλμα του Κακουργιοδικείου, αφού ακριβώς το αντίθετο της κατάληξης του είναι το ορθό. Τα αίτια της πτώσης του αεροσκάφους, τα οποία επεδιώχθη από τη Δημοκρατία να συνδεθούν με την παράλειψη των Merten και Χαραλάμπους να αντιληφθούν το πρόβλημα που προέκυψε και να το αντιμετωπίσουν ως αποκαλύπτουσα ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα τους, συνιστούσαν το υπόβαθρο στο οποίο και μόνο θα μπορούσε να εστηρίζετο η περαιτέρω θέση της Δημοκρατίας ότι οι Εφεσίβλητοι εγνώριζαν ή όφειλαν να εγνώριζαν για την ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα αυτή και έτσι είχαν ευθύνη για την εκδήλωση της και για τα αποτελέσματά της την 14.8.2005 εφ΄όσον επέτρεψαν στο εν λόγω πλήρωμα να πλοηγήσει το αεροσκάφος. Η απόδειξη της ποινικής ευθύνης των Εφεσιβλήτων για ανθρωποκτονία και πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, απαραιτήτως διήρχετο μέσα από την εκδήλωση της ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας των Merten και Χαραλάμπους υπό τη μορφή της κατ΄ισχυρισμό αποτυχίας τους να αντιληφθούν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αφού, αν η εν λόγω ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα δεν εκδηλώνετο με τον τρόπο αυτό, η ενέργεια των Εφεσιβλήτων να τους επιτρέψουν να πλοηγήσουν το αεροσκάφος, έστω και αν ήσαν όντως ανεπαρκείς ή ακατάλληλοι, δεν θα είχε τις συνέπειες που ήσαν αναγκαίες προς στοιχειοθέτηση των αδικημάτων και θα παρέμενε απλώς δυνητικά αξιόποινη όπως σε κάθε προηγούμενη πτήση. Σχετικά είναι και τα όσα ήδη παρατηρήσαμε σε σχέση με το λόγο έφεσης που αφορά το κατηγορητήριο.
Η άλλη πτυχή του δεύτερου λόγου έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο προέβη, όχι σε αποτίμηση της μαρτυρίας στα πλαίσια των νομολογιακών αρχών που διέπουν το εκ πρώτης όψεως στάδιο, αλλά σε ουσιαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας κατά παράβαση των αρχών εκείνων. Οι αιτιάσεις των Εφεσιβλήτων ως προς αυτό το λόγο έφεσης έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού εγείρεται ευθέως το ερώτημα κατά πόσον η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στη μαρτυρία, ως κατά τη θέση της Δημοκρατίας πλημμελής εφαρμογή των νομολογιακών αρχών που διέπουν το εκ πρώτης όψεως στάδιο, συνιστά παράπονο για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων ώστε να είναι αντικείμενο έφεσης στα πλαίσια του άρθρου 137(1)(α)(iii). Η απάντηση συναρτάται πρωτίστως προς την έννοια των όρων «νόμος» και «πραγματικά γεγονότα».
Περιορίζεται ο όρος «νόμος» στο ουσιαστικό δίκαιο το οποίο ορίζει το υπό εξέταση αδίκημα, ή επεκτείνεται στην ευρύτερη αντίληψη του νόμου ως του συνόλου των εφαρμοστέων αρχών δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών που αφορούν το εκ πρώτης όψεως στάδιο; Οι εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων απευθύνονται ουσιαστικά μόνο στα αφορώντα τον όρο «πραγματικά γεγονότα» και μάλιστα φαίνονται να δέχονται ότι ο όρος «νόμος» καλύπτει και νομικές αρχές, όπως προκύπτει και από το όλο περιεχόμενο του διαγράμματος της Εφεσίβλητης και από την αναφορά ότι (στις σελ. 3-4) το δικαίωμα έφεσης παρέχεται όταν «πρόνοιες του νόμου ή νομικές αρχές ή ο νόμος γενικά» εφαρμόσθησαν πλημμελώς. Επ΄αυτού δεν έχουμε τον παραμικρό ενδοιασμό να πούμε ότι ο όρος «νόμος» όντως περιλαμβάνει κάθε εφαρμοστέα στην περίπτωση νομική πρόνοια αλλά και νομολογιακή αρχή, όπως είναι οι αρχές που διέπουν την κρίση του δικαστηρίου ως προς την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ούτε μας παρετέθη ούτε έχουμε υπ΄όψη μας οποιαδήποτε αυθεντία που να αντιστρατεύεται αυτή την αντίληψη. Αντιθέτως, η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94, την υποστηρίζει πλήρως. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας (Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Κραμβής, Χατζηχαμπής, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Νικολάτος, Ερωτοκρίτου, Ναθαναήλ (ο οποίος έδωσε και δική του απόφαση με διαφορετικό σκεπτικό σε συγκεκριμένο θέμα), Παμπαλλής, Κληρίδης, Πασχαλίδης, Δικαστές), σχολιάζοντας το τι συνιστά νομικό σημείο, με αναφορά στο ότι το δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα από αθωωτική απόφαση περιορίζεται στα νομικά σημεία που καλύπτονται από το άρθρο 137(i)(α), παρατήρησε (σ. 126):
«Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες και δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως επεξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.» [υπογράμμιση δική μας]
Αφού αναφέρθηκε δε στη νομολογία, σχολίασε ιδιαιτέρως την υπόθεση Attorney General v. Petrou (1972) 2 CLR 81, με αναφορά που ενδιαφέρει πρωτίστως ως προς την έννοια του όρου «νόμος» (σ. 127):
«.το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της παραπονούμενης. Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία, από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγησή της, να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν αναφέρθηκε σ' αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση. Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξ αιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία.» [υπογράμμιση δική μας]
Ως προς τον όρο «πραγματικά γεγονότα», προς τον οποίο συναρτώνται οι εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων, το πρώτο που θα παρατηρούσαμε είναι ότι ο όρος «πραγματικά» δεν προσθέτει οτιδήποτε στον όρο «γεγονότα». Αυτό είναι σαφές και ως θέμα εννοιολογικής αντίληψης και κοινής λογικής αλλά και έχοντας υπ΄όψη τον αντίστοιχο όρο «facts» στο αρχικό της μετάφρασης αγγλικό κείμενο. Ο όρος «πραγματικά γεγονότα», που θα ήταν άλλως αντίστοιχος του ανύπαρκτου όρου «real facts», είναι απλώς πλεονασμός χωρίς νομική έννοια πέραν εκείνης του όρου «γεγονότα». Και οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι, παρατηρούμε, δεν θέτουν θέμα επ΄αυτού, επιχειρηματολογώντας σε σχέση με την έννοια του όρου «πραγματικά γεγονότα» ως τα γεγονότα τα οποία το δικαστήριο διαπιστώνει υπό μορφή ευρημάτων, σε συνάρτηση και με τη σχετική νομολογία στην οποία παραπέμπουν. Πρέπει εξ άλλου να παρατηρήσουμε ότι, όπως υπεδείχθη στην Roula Bajbouj Mohamed (1988) 3 AAΔ 1034 και επανελήφθη στη Σοφρωνίου, ανωτέρω, το αγγλικό κείμενο διατηρεί την αυθεντικότητα του και υπερισχύει οποτεδήποτε η μετάφραση του δεν αποδίδεται πιστά. Να παρατηρήσουμε ότι η χαλαρότητα (για να μην πούμε οτιδήποτε περισσότερο) με την οποία ο όρος «πραγματικά γεγονότα» χρησιμοποιείται στη μετάφραση στο άρθρο 137(α)(iii) παρουσιάζεται και στο άρθρο 146(δ) όπου ο όρος «finding of fact» επίσης μεταφράζεται ως «διαπίστωση πραγματικού γεγονότος». Η χρήση όμως του όρου «finding of fact» στο άρθρο 146(2) είναι σημαντική και ως προς την ερμηνεία του όρου «facts» στο άρθρο 137(α)(iii) αφού δείχνει ότι οι δύο όροι δεν είναι ομοσήμαντοι. Ο όρος «finding of fact» αποδίδει ακριβώς την έννοια των «γεγονότων» ως ευρημάτων του δικαστηρίου. Ο όρος «facts» δεν είναι τόσο προσδιοριστικός αλλά έχει ευρύτερη έννοια η οποία και εξετάζεται στη συνέχεια.
Ότι η έκταση του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα περιορίζεται αυστηρά στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 137(1)(α) είναι δεδομένο. Οι λόγοι εξηγήθησαν από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 153:
"Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ.) 133, γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) και υποδεικνύεται ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα πηγάζει αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κεφ. 155˙ περαιτέρω, ότι αποτελεί παρέκκλιση από τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιικού μας συστήματος) και καθιστούν το πρωτόδικο δικαστήριο το μοναδικό κριτή της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου. Δικαιολογείται συνεπώς, όπως έχει υποδειχθεί στην πιο πάνω απόφαση, ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση στα πλαίσια που θέτει το άρθρου 137. Το γεγονός ότι στην Κύπρο ο δικαστής είναι ταυτόχρονα ο κριτής του δικαίου, δε μειώνει το ρόλο του ως κριτή των γεγονότων, ούτε αλλοιώνει το παραδοσιακό πλαίσιο της δίκης βάσει των αρχών του κοινού δικαίου.
Αποτελεί θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικάζεται για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές ή, ακόμα ακριβέστερα, δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα. Το άρθρο 12.2 ορίζει:
'Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.'
Η ερμηνεία του άρθρου αυτού του Συντάγματος δεν τέθηκε προς συζήτηση και ούτε εξετάστηκε αν οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, και εκείνες του άρθρου 145(1)(δ) του Κεφ. 155 για επανεκδίκαση συμβιβάζονται με τις πρόνοιες του άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο κάμνουμε αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 12.2 είναι για να επισημάνουμε το περιεχόμενό τους και να υποδείξουμε ότι παρέχουν πρόσθετο λόγο για τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση κατ΄ αθωωτικής αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια που θέτουν οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155.»
Το περιορισμένο του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα καταδεικνύεται και εκ του ότι, όπως παρετηρήθη στη Σωφρονίου, ανωτέρω, το δικαίωμα αυτό περιορίζεται σε νομικά θέματα, όπως είναι όλες οι περιπτώσεις του άρθρου 137(1)(α), χωρίς βεβαίως να σημαίνει ότι κάθε νομικό θέμα είναι εφέσιμο παρά μόνο όσα επί μέρους αναφέρονται εκεί.
Η περιοριστική προσέγγιση του νόμου στο δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα όμως, ώστε να υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ρητώς προνοούνται στο άρθρο 137(1)(α), δεν απαντά το ερώτημα της ορθής ερμηνείας των όρων που περιέχονται σε αυτό. Κατ΄αρχάς, το ίδιο το άρθρο 137(1)(α) παραχωρεί στο Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα έφεσης από «αθωωτική απόφαση» - «any judgment» στο αρχικό της μετάφρασης αγγλικό κείμενο, το οποίο και εκφράζει ευρύτερη διάσταση μέσω του όρου «any» ο οποίος δεν αποδίδεται στο ελληνικό κείμενο, ως θα έπρεπε, με τον όρο «οποιαδήποτε». Δεν περιορίζεται λοιπόν το δικαίωμα σε αθωωτική απόφαση κατόπιν πλήρους δίκης αλλά περιλαμβάνει και αθώωση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Αυτό είναι και λογικό - εφ΄όσον το δικαίωμα έφεσης παραχωρείται μόνο ως προς νομικά σημεία, ουδεμία διάκριση μπορεί να υφίσταται μεταξύ αθώωσης στο τελικό στάδιο και αθώωσης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α), ως επεκτεινόμενη σε νομικά θέματα μόνο, καθιστά λοιπόν αδιάφορο το αν η έφεση αφορά τελική απόφαση ή απόφαση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι όροι πού χρησιμοποιούνται στο άρθρο 137(1)(α) πρέπει να ερμηνεύονται αναλόγως της περίπτωσης στην οποία εντάσσονται, και έχοντας πάντοτε υπ΄όψη ότι δεν υπάρχει μαγεία στις λέξεις. Έτσι ερμηνευόμενος, ο όρος «γεγονότα» στο άρθρο 137(1)(α)(iii) δεν μπορεί, στην περίπτωση απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, να θεωρηθεί ως περιοριζόμενος σε γεγονότα υπό τη μορφή ευρημάτων ή καταλήξεων του δικαστηρίου αφού εκ των πραγμάτων δεν γίνονται ευρήματα ή καταλήξεις στο στάδιο εκείνο. Η μόνη έννοια την οποία ο όρος μπορεί να έχει στην περίπτωση αυτή είναι επομένως εκείνη των γεγονότων τα οποία αφορά η όλη μαρτυρία η οποία ετέθη ενώπιον του δικαστηρίου και η οποία εξετάζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ως να αποτελούσε τα γεγονότα επί των οποίων τίθεται θεωρητικά το ερώτημα αν θα μπορούσε να υπάρξει καταδίκη εφαρμοζομένων των νομικών αρχών που αφορούν το θέμα. Μόνο έτσι θα αποκτούσε νόημα η εφαρμογή του άρθρου 137(1)(α)(iii) στην περίπτωση εκ πρώτης όψεως απόφασης, άλλως το άρθρο θα περιορίζετο σε τελική απόφαση μόνο. Δεν μπορούμε όμως να αποδώσουμε στο νομοθέτη πρόθεση να περιορίσει μόνο ως προς τελική απόφαση τη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να επιδιώξει αποκατάσταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης σε περίπτωση πλημμέλειας στην εφαρμογή του νόμου, που είναι και η κατ΄εξοχήν ενέργεια του δικαστηρίου ως κριτή της νομικής υπαγωγής των γεγονότων στο νόμο. Αν ήταν έτσι, η ουσιαστικά όλη ευθύνη του δικαστηρίου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, που είναι να εφαρμόσει ορθώς τις νομολογιακές αρχές που αφορούν την αποτίμηση της μαρτυρίας, θα απέληγε να είναι ανεξέλεγκτη ακόμα και αν ήταν πασιφανώς λανθασμένη και η ευθύνη του Γενικού Εισαγγελέα στην παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου θα αναιρείτο, με ευρύτερες επεκτάσεις στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Αλλά και θα προέκυπτε το παράδοξο η δίκη που τερματίζεται με αθωωτική απόφαση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, οπότε δηλαδή εκδηλώνεται η κατ΄ισχυρισμό λανθασμένη ενέργεια του δικαστηρίου, να μην υπόκειται σε αποκατάσταση όπως υπόκειται η δίκη που απολήγει σε αθωωτική απόφαση μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία στο τελικό στάδιο.
Η νομολογία στην οποία έχουν βασίσει τις εισηγήσεις τους οι Εφεσίβλητοι δεν αντιστρατεύεται αυτή τη θεώρηση. Η Σοφρωνίου αφορούσε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα από αθωωτική απόφαση στο τελικό στάδιο και είναι με αναφορά σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να εκτιμηθεί το παρατεθέν απόσπασμα. Η αθωωτική απόφαση εβασίσθη στην αποδοχή της μαρτυρίας του γραφολόγου της υπεράσπισης και στην απόρριψη του γραφολόγου της Δημοκρατίας, ώστε να ήταν αβέβαιο ότι ο πλαστογράφος ήταν ο Εφεσίβλητος. Οι λόγοι έφεσης, διαπίστωσε το Εφετείο, αφορούσαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και όχι την εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα, τα οποία είχαν στη βάση της προηγηθείσας αξιολόγησης διαπιστωθεί από το Δικαστήριο και περιλάμβαναν το ότι δεν απεδείχθη ότι ο Εφεσίβλητος πλαστογράφησε τα έγγραφα. Δεν μπορούσε λοιπόν η έφεση να υπαχθεί στο άρθρο 137(1)(α)(iii) που αφορά πλημμελή εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα. Η απόφαση αυτή αποκλείει δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα με αναφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στο τελικό στάδιο. Δεν αφορά όμως το θέμα που απασχολεί εδώ στο εκ πρώτης όψεως στάδιο στο οποίο δεν εξετάζεται η ορθότητα αξιολόγησης αλλά η εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν την κρίση της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης στα γεγονότα τα οποία αφορά η όλη μαρτυρία, και μάλιστα εμπεριέχουν απαγόρευση αξιολόγησης.
Και η Γεωργίου ήταν στις ίδιες γραμμές. Ο Εφεσίβλητος είχε αθωωθεί στο τελικό στάδιο και αφού το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασισθεί με ασφάλεια στις καταθέσεις των παραπονουμένων, οι οποίες δεν προσήλθαν ως μάρτυρες, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να τους δοθεί βαρύτητα ως εξ ακοής μαρτυρίας. Το Εφετείο έκρινε ότι η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα ουσιαστικά εστρέφετο κατά της αξιολόγησης της βαρύτητας των εν λόγω καταθέσεων, που δεν συνιστά επιτρεπτό λόγο έφεσης, και έτσι δεν αφορούσε πλημμελή εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα. Και πάλι, είναι με αναφορά σε αυτό το υπόβαθρο που ελέχθησαν τα περιεχόμενα στο απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψαν οι Εφεσίβλητοι και αμέσως μετά την παρατήρηση του Εφετείου ότι «. η κρίση περί τη βαρύτητα δεν είναι δυνατό να μετατραπεί σε νομικό θέμα ενταγμένο στις πρόνοιες του άρθρου 137(1) του Κεφ. 155». Το ίδιο ίσχυε ως προς ενοχοποιητικές δηλώσεις του Εφεσίβλητου στις οποίες το δικαστήριο επίσης δεν απέδωσε βαρύτητα, για τους λόγους που εξήγησε αξιολογώντας τες.
Ανάλογα σχόλια αρμόζουν για τη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 67, στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση δυνάμει του άρθρου 137(α)(iii) αφού η αθώωση στο τελικό στάδιο είχε βασισθεί απόλυτα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Απεναντίας, η διαχρονική αντίληψη της νομολογίας, έστω και αν το θέμα δεν είχε εγερθεί ως επίδικο, είναι ότι το δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα σαφώς καλύπτει πλημμελή εφαρμογή των νομολογιακών αρχών που αφορούν την εκ πρώτης όψεως κρίση επί της ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρίας. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133 το Εφετείο εξέτασε τη μαρτυρία και την προσέγγιση του δικαστηρίου σε αυτή και κατέληξε ότι κακώς εκρίθη ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ανάλογη προσέγγιση συναντάται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Μεταφορών Λινούς-Φλάσους-Πέτρας Λτδ κ.α. (1992) 2 ΑΑΔ 365. Να αναφερθούμε περαιτέρω στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 ΑΑΔ 36, στην οποία η έφεση επετράπη στη βάση ότι η μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την απόρριψη της υπόθεσης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοφή (2010) 2 ΑΑΔ 172, στην οποία εκρίθη ότι η έφεση ήταν επιτρεπτή δυνάμει του άρθρου 137(α)(iii) όσον αφορούσε την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία η οποία δεν δικαιολογούσε την κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Σχετικά επί του προκειμένου είναι και τα ήδη λεχθέντα με αναφορά στην Ευσταθίου, ανωτέρω, σε σχέση με την Petrou, τα οποία και επαναλαμβάνουμε για να καταδειχθεί η αντίληψη της νομολογίας όπως εξεφράσθη από την Πλήρη Ολομέλεια ως προς το ότι το κρινόμενο σε έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο είναι η εφαρμογή των νομολογιακών αρχών επί της μαρτυρίας:
«Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας .»
Εξετάζοντας λοιπόν το δεύτερο λόγο έφεσης επί της ουσίας του, η κατάληξή μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ανεπαρκώς όσον αφορά τις νομολογιακές αρχές τις οποίες και εφάρμοσε πλημμελώς. Παραθέτουμε την αναφορά του στη νομολογία (σ. 2378-2379), βάσει της οποίας και προσέγγισε τη μαρτυρία:
«Στην R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, εξηγείται ότι ο δικαστής δεν πρέπει να αφήσει την υπόθεση για να προχωρήσει αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ασφαλές για τους ενόρκους να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση στηριζόμενοι στη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή. Σύμφωνα με την Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, δικαιολογείται η διακοπή της δίκης, μετά το πέρας της κατηγορίας και αθώωση του κατηγορουμένου όταν:
(α) Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος και,
(β) Η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, αλλά είναι αντικειμενικό, δηλαδή ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου που, εν όψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, σχετιζομένης με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Αυτά όμως, περισσότερο ως προς το δεύτερο κριτήριο που αφορά την προσέγγιση της μαρτυρίας, και την προσοχή που απαιτείται για τους εγκυμονούντες κινδύνους για τελική απόφανση από το στάδιο αυτό. Ακριβώς γιατί αυτό θα ήταν ανεπιθύμητο αλλά και αντινομικό, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου και την δημιουργία προκατάληψης σε βάρος του, αν στο στάδιο αυτό η μαρτυρία κριθεί αξιόπιστη. Αυτό κρίνεται ότι είναι το νόημα αλλά και το πνεύμα της, κατά κανόνα, αποφυγής αξιολόγησης της μαρτυρίας στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, πριν ακουστεί η πλευρά του κατηγορουμένου. Το αντικειμενικό κριτήριο που τίθεται εστιάζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας, αφού ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, θα πρέπει να είναι τέτοιας υφής, και να εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση αναγόμενη σε εγγενή αντινομία, που δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να την αντιπαρέλθει επί οιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολο της. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»
Η έκθεση αυτή, με έμφαση στο ανασφαλές της καταδίκης σε συνάρτηση με την εγγενή αντιφατικότητα, αντινομικότητα και έλλειψη πειστικότητας της μαρτυρίας με αναφορά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, συνιστά βεβαίως υπεραπλούστευση και δεν αντανακλά δεόντως τις εξειδικεύσεις στις οποίες έχει προβεί η νομολογία, η οποία παρετέθη σε έκταση στην απόφαση του διαφωνήσαντος Δικαστή, αρχίζοντας από την Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448) σύμφωνα με την οποία:
«A submission that there is no case to answer may property be made and upheld: (a) when there has been no evidence to prove an essential element in the alleged offence; (b) when the evidence adduced by the prosecution has been so discredited as a result of cross-examination or is so manifestly unreliable that no reasonable tribunal could safely convict on it. Apart from these two situations a tribunal should not in general be called on to reach a decision as to conviction or acquittal until the whole of the evidence which either side wishes to tender has been placed before it. If, however, a submission is made that there is no case to answer, the decision should depend not so much on whether the adjudicating tribunal (if compelled to do so) would at that stage convict or acquit but on whether the evidence is such that a reasonable tribunal might convict. If a reasonable tribunal might convict on the evidence so far laid before it, there is a case to answer.»
Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith (1981) 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:
"How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»
Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas et al v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191) την καθιστά και εδώ την κατ΄εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145):
«Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφασή του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»
Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):
«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»
Είναι η θεωρημένη μας άποψη ότι το Κακουργιοδικείο δεν ενήργησε στα πλαίσια αυτά και ότι προέβη, όπως υποστηρίζει ο Γενικός Εισαγγελέας, σε ουσιαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας και μάλιστα επιλεκτική και αποσπασματική και τέτοια που, επί των δικών της όρων, δεν δικαιολογούσε την κατάληξή του.
Ο Γενικός Εισαγγελέας στο διάγραμμα του κάνει λεπτομερή αναφορά σε όλους τους μάρτυρες ως προς τους οποίους βασίζει την εισήγησή του. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη μαρτυρία που εδόθη για να καταδειχθεί ότι οι Εφεσίβλητοι εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν για την κατ΄ισχυρισμό ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα των Merten και Χαραλάμπους. Υπενθυμίζουμε ότι, και αν ακόμα η προκειμένη εθεωρείτο περίπτωση που εμπίπτει στα πλαίσια της κατηγορίας 2 της Galbraith, που, δηλαδή, "there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence», θα εντάσσετο και στα πλαίσια της κατηγορίας 2(β) που «the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury».
Ο χειρισμός όμως της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο καταδεικνύει βαθύτερη απόκλιση από τις αρχές. Αυτό είναι εμφανές σε σχέση με τη μαρτυρία του Hayter, η οποία αφορούσε και την ακαταλληλότητα του Merten και το κρίσιμο θέμα των συστάσεων από τον αμέσως προηγούμενο εργοδότη του Merten. Η απόρριψη της μαρτυρίας του Hayter διήλθε μέσα από διαδικασία ουσιαστικής αξιολόγησης και μάλιστα με αναφορά σε περιορισμένες πτυχές της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων που παρέβλεπε την ουσία της αλλά και τη σημασία του κρίσιμου θέματος κατά πόσο η αναζήτηση συστάσεων πρέπει να αποτελεί μέρος του καθήκοντος επιμέλειας. Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπάρχει πρακτική αναζήτησης συστάσεων, προκειμένου μάλιστα περί εποχιακών πιλότων, παρακάμπτει το θέμα και εξυπακούει αντίληψη διαφορετικού επιπέδου επιμέλειας προκειμένου περί εποχιακών ή μη εποχιακών πιλότων, ως εάν το επίπεδο ασφάλειας των πτήσεων να μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν πρόκειται για εποχιακό ή μη εποχιακό πιλότο. Αυτό είναι θεμελιακό, καθ΄όσον προκύπτει ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία στη βάση λανθασμένης αντίληψης του επιπέδου επιμέλειας το οποίο θεώρησε ότι είναι μειωμένο στην περίπτωση εποχικών πιλότων.
Το ίδιο ισχύει για το χειρισμό της μαρτυρίας της McVicker, η οποία μάλιστα είχε χαρακτηρίσει το Merten ως «an accident waiting to happen». Η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία της διέπεται από έλλειψη πειστικότητας, αντιφατικότητα και ανακολουθία, συνιστά σαφώς αξιολόγηση, που δεν θα σχολιάσουμε αν καν αιτιολογείται.
Ομοίως ως προς τη μαρτυρία του ΜΚ26 Lewis, ΜΚ28 Σωκράτους, ΜΚ34 Μαυρογένη. Σαφώς η μαρτυρία αυτή έτυχε αξιολογητικής προσέγγισης μη αρμόζουσας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και αποκαλύπτουσας επιφανειακή και περιορισμένη αντίληψη των παραμέτρων της.
Αντίστοιχη προσέγγιση υπήρξε και ως προς τους μάρτυρες που αφορούσαν το Χαραλάμπους. Για το ΜΚ26 Lewis έχει ήδη γίνει αναφορά. Ο παραμερισμός της μαρτυρίας των ΜΚ35 Pantillon, ΜΚ36 Bachmann και ΜΚ37 McCorquodale (αυτού τούτου του Υπευθύνου του Τμήματος Προτύπων Ιπταμένων Πληρωμάτων της Αρχής Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, που ανέφερε ότι σε όλη την καριέρα του δεν είχε συναντήσει άλλο επαγγελματία πιλότο με τόσο χαμηλή επίδοση όπως ο Χαραλάμπους και ότι τον θεωρούσε «an accident waiting to happen»), αποκαλύπτει όχι μόνο κλασσική προσέγγιση αξιολόγησης αλλά και τέτοια κενά στην ίδια την αξιολόγηση ώστε να αφήνουν ερωτηματικά για την έκταση της αντίληψης του Κακουργιοδικείου της σημασίας της μαρτυρίας αυτής στο σύνολό της. Με κατάληξη βεβαίως το τελικό σχόλιο του Κακουργιοδικείου, το οποίο και αποφεύγει αντί να απαντά το ουσιαστικό ερώτημα, ότι, αν οι εργοδοτήσαντες το Χαραλάμπους δεν τον εθεωρούσαν ανεπαρκή ή ακατάλληλο ως συγκυβερνήτη ή και κυβερνήτη, τότε «το Δικαστήριο στη βάση ποιας μαρτυρίας θα μπορούσε, ή θα πρέπει να στηριχθεί για να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα περί ανεπάρκειας και/ή ακαταλληλότητας του ως συγκυβερνήτη;»
Στο σύνολο του θέματος, η μαρτυρία ήταν τέτοια που να εδικαιολογείτο, ως προς κάθε μία από τις πτυχές τις οποίες αφορά, πλήρης αξιολόγηση στο τέλος της υπόθεσης. Και αυτό βεβαίως εξυπακούει πρωτογενή κρίση στην οποία δεν μπορεί να προβεί το Εφετείο παρά μόνο το εκδικάζον δικαστήριο σε περίπτωση επανεκδίκασης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την καταληκτική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι οι Εφεσίβλητοι στις εφέσεις 5/2012 και 8/2012 εν πάση περιπτώσει δεν θα είχαν ευθύνη καθ΄όσον δεν ήσαν ο «ιθύνων νους» της Εφεσίβλητης εταιρείας. Η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, με αναφορά στην αγγλική νομολογία, είναι ότι όλοι οι Εφεσίβλητοι στις εφέσεις 5/2012, 7/2012, 8/2012 και 9/2012, και μέσω αυτών και η Εφεσίβλητη εταιρεία στην έφεση 6/2012, ήσαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία που αφορούσε τη θέση και τις αρμοδιότητές τους, άτομα που είχαν καθήκοντα διασφάλισης ασφαλούς πτήσης.
Θεωρούμε και αυτή την κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως εφέσιμη δυνάμει του άρθρου 137(1)(α)(iii) για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης. Η κατάληξη αφορά τη νομική κρίση του Κακουργιοδικείου, για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εδραζόμενη στη μαρτυρία που αφορούσε τη θέση και τις αρμοδιότητες των Εφεσιβλήτων στις εφέσεις 5/2012 και 8/2012, με αναφορά στις αρχές που διέπουν την ποινική ευθύνη αξιωματούχων εταιρείας.
Εξετάζοντας το λόγο έφεσης αυτό επί της ουσίας του τώρα, θεωρούμε ότι είναι εσφαλμένη η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο εβάσισε την κρίση του ως προς την ενδεχόμενη ευθύνη των Εφεσειόντων στις εφέσεις 5/2012 και 8/2012 στο ότι, με βάση τα καθήκοντα και τις ευθύνες των τεσσάρων αξιωματούχων που εκατηγορούντο, «την θέση και την αποκλειστική αρμοδιότητα για την αξιολόγηση των πιλότων, μόνο οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 είχαν», και ότι οι εν λόγω Εφεσίβλητοι δεν ενεπλέκοντο στις διαδικασίες πρόσληψης και ελέγχου των πιλότων. Όπως όμως προκύπτει από την Αγγλική νομολογία, στην οποία έκανε ευρεία αναφορά ο Δικαστής Σάντης στην απόφασή του, με την οποία διεφώνησε με τους άλλους Δικαστές (ίδε R. v. H.M. Coroner fro East Kent, Ex parte Spooner (1989) 88 Cr. App. R. 10, P & O European Ferries (Dover) Ltd (1990) 93 Cr App R 72, Attorney General´s Reference (No 2 of 1999) (2000) 3 All ER 182 CA), το θέμα της ποινικής ευθύνης αξιωματούχων εταιρείας, και κατ΄επέκταση και της ίδιας της εταιρείας, δεν μπορεί να υπεραπλουστευθεί με αναφορά μόνο στη θέση και στις αρμοδιότητες του αξιωματούχου αλλά επεκτείνεται σε όλα όσα μπορούν να αφορούν την καθόλα ορθή λειτουργία της εταιρείας στον τομέα που ενδιαφέρει. Αυτό συνεπάγεται εις βάθος ανάλυση όλων των παραμέτρων που αφορούν τη λειτουργία της εταιρείας και τη συμμετοχή και ευθύνη του συγκεκριμένου αξιωματούχου για αυτή ώστε να μπορεί να κριθεί, με αναφορά στο θέμα του καθήκοντος που επιδιώκεται να αποδοθεί στον εν λόγω αξιωματούχο, αν δικαιολογείται δική του ευθύνη εν όψει όλων των στοιχείων που αφορούν το εν λόγω καθήκον. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τούτο ήταν περιοριστικά ελλιπής και θα έπρεπε να είχε επεκταθεί αναλόγως. Εν πάση περιπτώσει, η τελική κρίση θα έπρεπε να γίνει όχι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο αλλά στο τέλος της ημέρας που θα αξιολογείτο πλήρως και η όλη μαρτυρία που αφορούσε το θέμα. Το Εφετείο δεν είναι βεβαίως σε θέση να αποφανθεί το ίδιο επ΄αυτού εφ΄όσον εξυπακούεται πρωτογενής κρίση επί των ορθών αρχών, η οποία αρμόζει να γίνει από το εκδικάζον δικαστήριο σε περίπτωση επανεκδίκασης.
Το παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης είναι ότι, καθ΄όσον το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που αφορούν την αποτίμηση της μαρτυρίας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, προβαίνοντας σε ουσιαστική και επιλεκτική αξιολόγηση της, υπήρξε αντικανονικότητα στη διαδικασία. Ασφαλώς, αν ευρεθεί ότι το Κακουργιοδικείο έπραξε όπως εισηγείται ο Γενικός Εισαγγελέας, θα προέκυπτε ότι ενήργησε λανθασμένα και έτσι «αντικανονικά» σε σχέση με τα προνοούμενα στις αρχές της νομολογίας. Αυτό όμως δεν είναι το νόημα του όρου «αντικανονικότητα διαδικασίας» κατά τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι εισηγούνται ότι ο όρος περιορίζεται σε παραβάσεις διαδικαστικής φύσης και δεν επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που το παράπονο αφορά το λανθασμένο της ενέργειας του δικαστηρίου στα πλαίσια της διαδικασίας η οποία και ακολουθήθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Η Δημοκρατία, σε στήριξη της θέσης της, παρέπεμψε στην υπόθεση Attorney General v. Schizas (1983) 2 CLR 328, όπου το Εφετείο θεώρησε ότι μπορούσε να ήταν εφέσιμος δυνάμει του άρθρου 137(1)(α)(iv) λόγος έφεσης ότι "The trial Court wrongly applied its discretion in not ordering the amendment of the second count in the charge," παρατηρώντας τα ακόλουθα (Τριανταφυλλίδης, Π., σ. 331, συμφωνούντων των Δημητριάδη, Δ. και Σαββίδη Δ.):
«. the manner of the exercise by a trial Court of a discretionary power in relation to a procedural matter may be found, in a proper case, to amount, and result in, an irregularity of procedure in the sense of subparagraph (iv) .»
Ανάλογη, εισηγείται η Δημοκρατία, προς την κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας είναι και η κατά τη θέση της ανεπίτρεπτη αξιολόγηση της μαρτυρίας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο.
Η Schizas όντως υποστηρίζει τη θέση της Δημοκρατίας, αφού η λανθασμένη προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς το καθήκον του για αποτίμηση της μαρτυρίας στο εκ πρώτης όψεως στάδιο μπορεί ομοίως να θεωρηθεί ότι απολήγει σε αντικανονικότητα της διαδικασίας ως επηρεάζουσα τη βάση στην οποία το εν λόγω καθήκον του δικαστηρίου θα πρέπει διαδικαστικώς να ασκηθεί. Δεν θεωρούμε όμως αναγκαίο να επεκταθούμε επί του θέματος εν όψει των όσων ελέχθησαν αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης και εφ΄όσον οι ουσιαστικές εισηγήσεις που γίνονται στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης παραπέμπουν στα λεγόμενα ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης.
Είναι λοιπόν η κατάληξή μας ότι η έφεση, για τους λόγους που εξηγήσαμε, επιτυγχάνει και η εφεσιβληθείσα απόφαση του Κακουργιοδικείου παραμερίζεται.
Ως εκ της έκβασης της έφεσης, προκύπτει θέμα επανεκδίκασης, ως προς το οποίο βεβαίως είναι αχρείαστη η επανάληψη των καλά καθιερωμένων σχετικών νομολογιακών αρχών. Με κατευθυντήριο κριτήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου το συμφέρον της δικαιοσύνης με αναφορά στα δεδομένα της υπόθεσης, φρονούμε ότι η προκειμένη είναι πρέπουσα περίπτωση επανεκδίκασης. Κατ΄αρχάς, ο λανθασμένος χειρισμός του Κακουργιοδικείου εξεδηλώθη στο εκ πρώτης όψεως στάδιο ώστε να απεκλείσθη η κανονική πορεία της δίκης. Έχουμε σχετικώς υπ΄όψη και το άρθρο 4.2 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικού) Νόμου του 2000 (Ν. 18(III)/2000) το οποίο προνοεί ότι δεν εμποδίζεται το επανάνοιγμα της υπόθεσης «αν υπάρχει ουσιαστικό ελάττωμα στην προηγούμενη διαδικασία, το οποίο θα εδύνατο να επηρεάσει το αποτέλεσμα της υπόθεσης». Έπειτα, πρόκειται για σοβαρότατη υπόθεση τόσο ως προς τη φύση των κατηγοριών όσο και ως προς την έκταση των συνεπειών. Δεν παραγνωρίζουμε ότι τα αποδιδόμενα στους Εφεσίβλητους αδικήματα αναφέρονται στο 2005 και ότι η πολυπλοκότητα και έκταση της υπόθεσης συνεπάγεται περαιτέρω δαπάνη και διάθεση χρόνου. Το δημόσιο συμφέρον όμως είναι τόσο εμφανές που πρέπει να υπερισχύσει, προκειμένου περί της ορθής και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης.
Διατάσσεται λοιπόν η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Κακουργιοδικείο.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΚΧ»Π