κατά πλειοψηφία έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για να κληθούν οι κατηγορούμενοι σε απολογία και τους αθώωσε και απάλλαξε
ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5-9/2012 )
11 Δεκεμβρίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗ, Π., XATZHXAMΠΗ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΚΛΗΡΙΔΗ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Δ/στών.]
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΔΡΑΚΟΥ
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 6/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ AJET AVIATION LIMITED
ΠΡΩΗΝ HELIOS AIRWAYS LTD
(ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
Εφεσίβλητης
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 7/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
IANKO STOIMENOV
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΤΑΖΗ
Εφεσίβλητου
_________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 9/2012)
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΙΚΚΙΔΗ
Εφεσίβλητου
_________________
Ε. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Πολίνα Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα σε όλες τις εφέσεις.
Γ. Παπαϊωάννου με Β. Ιωάννου (κα), για τους Εφεσίβλητους στις Εφέσεις Αρ. 5/2012, 7/2012, 8/2012 και 9/2012.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 6/2012.
Π. Αρτέμης, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει ο Χατζηχαμπής, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Παπαδοπούλου, Δ., Νικολάτος, Δ., Ερωτοκρίτου, Δ., Παμπαλλής, Δ. και Πασχαλίδης, Δ.
Την απόφαση της μειοψηφίας θα την δώσω εγώ και με αυτή συμφωνεί ο Κληρίδης, Δ. Ο Ναθαναήλ, Δ. θα εκδώσει δική του απόφαση, με το ίδιο αποτέλεσμα.
AΠΟΦΑΣΗ (Μειοψηφίας)
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι εφεσίβλητοι φαίνονται στην πρώτη παράγραφο της απόφασης της πλειοψηφίας, στην οποία και παραπέμπουμε.
Το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για να κληθούν οι κατηγορούμενοι σε απολογία και τους αθώωσε και απάλλαξε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, ασκώντας το δικαίωμα που του δίδει το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καταχώρησε έφεση.
Το σχετικό άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:
«137(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής˙
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε˙
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων˙
(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας˙
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
(Ο όρος «απόδειξη» αποδίδει τον όρο "evidence" του αρχικού κειμένου, δηλ. σημαίνει «μαρτυρία»).
Oι λόγοι έφεσης βασίστηκαν στο άρθρο 137(1)(α)(iii), δηλαδή «ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Επιπρόσθετα, ένας λόγος βασίζεται στο άρθρο 137(1)(α)(iv), δηλαδή, «ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας». Λεπτομέρειες των λόγων έφεσης περιέχονται στην απόφαση της πλειοψηφίας.
Επισημαίνουμε ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, επιβάλλεται ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος έφεσης στα πλαίσια του άρθρου 137, τοσούτω μάλλον και εν όψει των διατάξεων του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που προνοούν ότι καταδικασθείς ή αθωωθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου. Επί του προκειμένου, παραπέμπουμε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 153, όπου ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) παρατήρησε τα πιο κάτω σημαντικά σχετικά με το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση από αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου:
"Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ.) 133, γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) και υποδεικνύεται ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα πηγάζει αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κεφ. 155˙ περαιτέρω, ότι αποτελεί παρέκκλιση από τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιικού μας συστήματος) και καθιστούν το πρωτόδικο δικαστήριο το μοναδικό κριτή της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου. Δικαιολογείται συνεπώς, όπως έχει υποδειχθεί στην πιο πάνω απόφαση, ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση στα πλαίσια που θέτει το άρθρου 137. Το γεγονός ότι στην Κύπρο ο δικαστής είναι ταυτόχρονα ο κριτής του δικαίου, δε μειώνει το ρόλο του ως κριτή των γεγονότων, ούτε αλλοιώνει το παραδοσιακό πλαίσιο της δίκης βάσει των αρχών του κοινού δικαίου.
Αποτελεί θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικάζεται για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές ή, ακόμα ακριβέστερα, δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα. Το άρθρο 12.2 ορίζει:
΄Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.΄
Η ερμηνεία του άρθρου αυτού του Συντάγματος δεν τέθηκε προς συζήτηση και ούτε εξετάστηκε αν οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, και εκείνες του άρθρου 145(1)(δ) του Κεφ. 155 για επανεκδίκαση συμβιβάζονται με τις πρόνοιες του άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο κάμνουμε αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 12.2 είναι για να επισημάνουμε το περιεχόμενό τους και να υποδείξουμε ότι παρέχουν πρόσθετο λόγο για τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση κατ΄ αθωωτικής αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια που θέτουν οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155.»
Σημειώνουμε πως ούτε στην υπό κρίση υπόθεση τέθηκαν προς συζήτηση οι συνέπειες των προνοιών του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος.
Ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση κατά αθωωτικής απόφασης μπορεί να λεχθεί ότι υποστηρίζεται και από την πρόνοια του άρθρου 137(4), όπου προνοείται πως σε περίπτωση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα και ασχέτως του αν αυτή επιτυγχάνει ή όχι, η Δημοκρατία καταβάλλει τα έξοδα του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα καθοριστούν από τον Αρχιπρωτοκολλητή.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσίβλητων υπέβαλαν, μεταξύ άλλων, στο Δικαστήριο, ότι οι λόγοι έφεσης δεν καλύπτονται από το άρθρο 137(1)(α)(iii).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
«. . .. πρόδηλο είναι από το κείμενο του άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.»
Στα πιο πάνω, κατά την άποψη μας, θα έπρεπε να προστεθεί και το «όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο αυτό και όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία». Τούτο θεωρούμε πως είναι αναγκαίο, αφού το άρθρο δεν αναφέρεται γενικά σε «νομικά θέματα», αλλά μόνο σε εκείνα που καθορίζονται από τις πρόνοιες του. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε πως τονίστηκε σε αριθμό αποφάσεων, όπως και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω), ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφαση, που προσβάλλει την αξιολόγηση της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος που είναι συναφές προς αυτή, όπως επίσης αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων. Σημειώνουμε πως η νομολογία αναφέρεται γενικά στην αξιολόγηση μαρτυρίας και όχι μόνο σε θέματα αξιοπιστίας.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο όρος ΄γεγονότα΄ (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο ΄μαρτυρία΄ (evidence), υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά».
Στην υπό κρίση περίπτωση, εν όψει του ότι η υπόθεση κρίθηκε στο στάδιο απόφανσης περί ύπαρξης ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν ευρήματα γεγονότων επί των οποίων να μπορεί να προταθεί επιχειρηματολογία ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς σε αυτά. Στην ουσία το τι εξετάστηκε ήταν η υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και η αποτίμησή της (evaluation), με την έννοια του αν η μαρτυρία αυτή στο σύνολό της θα μπορούσε λαμβανομένη υπόψη να οδηγήσει ένα λογικό Δικαστήριο σε καταδίκη.
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως όλες οι αυθεντίες στις οποίες αναφερθήκαμε αφορούσαν το τελικό στάδιο απόφασης και όχι εκείνο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ότι σε μια τέτοια περίπτωση στο αρχικό εκείνο στάδιο θα έπρεπε ο όρος «γεγονότα» να ερμηνευθεί με ευρύτητα, ώστε να καλύπτει και τη δοθείσα και υπάρχουσα μαρτυρία. Τούτο, κατά την άποψη μας, θα ήταν εντελώς αντίθετο με την αρχή ότι η ερμηνεία του άρθρου πρέπει να είναι αυστηρή και εν πάση περιπτώσει, αν διδόταν τέτοια ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε οποιαδήποτε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας έτσι σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.
Περαιτέρω, το επιχείρημα που έχει προβληθεί ότι, αν δεν ερμηνευθεί με αυτό τον τρόπο ο Νόμος στην περίπτωση του σταδίου του εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, τότε θα καθίστατο η υποπαράγραφος του άρθρου αυτού άνευ σημασίας, δεν μπορεί να ευσταθήσει, γιατί αυτή η θέση εκλαμβάνει ως δεδομένο, ότι πρέπει και αυτή η παράγραφος, πέρα από τις υπόλοιπες, να τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση και να μην περιορίζεται μόνο το εφέσιμο, με βάση τις υπόλοιπες υποπαραγράφους. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε, όμως, ότι και αυτή η συγκεκριμένη υποπαράγραφος μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν κοινώς παραδεκτά γεγονότα.
Το τι επιδιώκεται, με την παρούσα έφεση, είναι, στην ουσία, η αμφισβήτηση της αποτίμησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που το οδήγησε στην κατάληξή του ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Αποτελεί, δηλαδή, συγκεκαλυμμένη έφεση σχετιζόμενη με αξιολόγηση μαρτυρίας και δεν εμπίπτει στην υποπαράγραφο (ιιι), που αφορά την πλημμελή εφαρμογή νόμου σε πραγματικά γεγονότα.
Όσον αφορά τον τελευταίο λόγο έφεσης, που είναι η εισήγηση πως υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας, θεωρούμε ότι ούτε αυτός ευσταθεί.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι η πλειοψηφία του Δικαστηρίου προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας επιλεκτικά και τούτο έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη αντικανονικότητας διαδικασίας. Είμαστε της άποψης ότι η υποπαράγραφος (iv) του άρθρου 137(α) που αναφέρεται σε αντικανονική διαδικασία, πρέπει να ερμηνεύεται ως εννοούσα διαδικαστικά θέματα, δηλαδή παράβαση διαδικαστικών προνοιών ή κανονισμών και δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου ο ισχυρισμός είναι μία ενδεχομένως λανθασμένη νομική εκτίμηση σχετικά με την αξιολόγηση μαρτυρίας. Πέραν τούτου, έχοντας εξετάσει με λεπτομέρεια την πολυσέλιδη και λεπτομερή απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Δικαστήριο διέπραξε το σφάλμα, το οποίο καταλογίζει ο 4ος λόγος έφεσης, δηλαδή ότι χειρίστηκε το στάδιο της διαδικασίας της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ως τελικό στάδιο της δίκης.
Εν όψει των όσων εξηγούμε πιο πάνω, καταλήγουμε πως η παρούσα έφεση δεν καλύπτεται από το άρθρο 137(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ως εκ τούτου θα την απορρίπταμε.
Π. Αρτέμης, Π. Κ. Κληρίδης, Δ.
/Χ.Π.