ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 930
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 221/12
19 Δεκεμβρίου 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
ΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΣΗΦ
Εφεσείοντας
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
___________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. - Ο εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε τρεις κατηγορίες με σοβαρότερη την τέταρτη, η οποία αφορούσε σε πράξη που στοχεύει την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Οι άλλες δύο αφορούσαν στη μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ σε κλειστή περίοδο κυνηγίου (2η κατηγορία) και στη μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (3η κατηγορία). Αντιμετώπιζε και κατηγορία για απόπειρα φόνου η οποία διακόπηκε κατόπιν καταχώρισης αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 2½ ετών στην τέταρτη κατηγορία, ενώ στις άλλες δύο δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, την 1.4.2012 και ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν εντός του χώρου στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διαμένει, δέχτηκε ξαφνικά πυροβολισμό από κυνηγετικό όπλο. Ο πρώτος πυροβολισμός τον έπληξε στο μπροστινό μέρος του σώματος του. Αμέσως άρχισε να τρέχει καλώντας σε βοήθεια, οπότε δέχτηκε και δεύτερο πυροβολισμό ο οποίος τον έπληξε στο πίσω μέρος του σώματος του. Ωστόσο, συνέχισε να τρέχει προσπαθώντας να βρει τόπο για να κρυφτεί, οπότε αντιλήφθηκε ότι ο δράστης, ο οποίος τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ο εφεσείων, δεν τον ακολουθούσε πλέον. Αφού ειδοποιήθηκαν η Αστυνομία και ασθενοφόρο, ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι είχε πολλαπλά μικρά τραύματα σε διάφορα σημεία του σώματος του τα οποία προήλθαν από τα σκάγια φυσιγγιών κυνηγετικού όπλου. Δύο από αυτά έπληξαν το δεξιό πνεύμονα του. Εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης του, η ανάρρωση του ήταν ομαλή. Εξήλθε από το Νοσοκομείο στις 7.4.2012.
Αφού οι έρευνες της Αστυνομίας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο δράστης ήταν ο εφεσείων, ο τελευταίος εντοπίστηκε αργότερα την ίδια μέρα σε σωματείο στη Λακατάμια, όπου ερωτηθείς για την υπόθεση ανέφερε, «αντί να μου αφταίνει η αγγόνισσά μου το καντήλι μου, αφταίνω εγώ το καντήλι της, εβαρέθηκα τούτην την κατάσταση τζιαι έπεξα τον». Ο εφεσείων παραδέχτηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων, ενώ παρέδωσε το κυνηγετικό όπλο που είχε χρησιμοποιήσει και 26 πλήρη φυσίγγια.
Η εγγονή στην οποία αναφερόταν ο εφεσείων, η Στάλω, είχε αποβιώσει δύο χρόνια πριν από τη διάπραξη των αδικημάτων, υποκύπτουσα στα τραύματα που είχε υποστεί μετά που αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μαζί με φίλη της και το οποίο οδηγείτο επικίνδυνα από τον παραπονούμενο, με υπερβολική ταχύτητα, σε δρόμο γεμάτο στροφές και παρά τις προτροπές των επιβαινόντων να ελαττώσει ταχύτητα, ο παραπονούμενος συνέχισε προσκρούοντας σε κιγκλίδωμα παραπλεύρως του δρόμου. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε θανάσιμα η 18χρονη Στάλω. Ο θάνατος της άλλαξε άρδην την ζωή του εφεσείοντα. Όπως σημειώνεται από το Κακουργιοδικείο:
«Το διάστημα εκείνο, η Στάλω ήταν φοιτήτρια, ο δε Κατηγορούμενος είχε μια ξεχωριστή σχέση μαζί της, η οποία εκτεινόταν πέραν της συνηθισμένης σχέσης παππού με εγγονή, αφού ήταν ο μέντορας και καθοδηγητής της. Η Στάλω ξεψύχησε στα χέρια του Κατηγορούμενου και έκτοτε η ζωή του ανατράπηκε εντελώς, αφού αντί να πηγαινοέρχεται στο Πανεπιστήμιο για να μεταφέρει την εγγονή του, πηγαινοερχόταν πλέον στο κοιμητήριο».
Ο εφεσείων έκτοτε θεωρούσε τον παραπονούμενο ως τον υπεύθυνο για το θάνατο της εγγονής του. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν την ημέρα του δεύτερου ετήσιου μνημοσύνου της Στάλως, που ήταν και τα γενέθλια του εφεσείοντα - έκλεινε τα 74 του έτη. Μετά το μνημόσυνο, ο εφεσείων ενεργώντας υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φόρτισης και αφού μετέβη στο σπίτι του στη Λακατάμεια, στη Λευκωσία, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και οδήγησε στα Λειβάδια, στη Λάρνακα, όπου διέπραξε τα αδικήματα στα οποία παραδέχθηκε ενοχή. Μέχρι τότε, ήταν φιλήσυχο άτομο, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή φυλάκισης 2½ ετών ως έκδηλα υπερβολική λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος αλλά και των προσωπικών περιστάσεων του και άλλων μετριαστικών παραγόντων. Είναι επίσης η θέση του πως η εκτέλεση της ποινής θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να είχε ανασταλεί. Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την άποψη ότι η ποινή της άμεσης φυλάκισης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος και του μέσου που χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα για τη διάπραξη του. Δεν υποστήριξε όμως το ύψος της ποινής θεωρώντας ότι λόγω των περιστάσεων και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα θα έπρεπε να του επιβληθεί μικρότερη ποινή. Δεν μας αφήνει αδιάφορους ασφαλώς η τελική τοποθέτηση της Δημοκρατίας σε σχέση με την αντιμετώπιση του εφεσείοντα όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε το γεγονός ότι η ίδια η κατηγορούσα αρχή, ενώ γνώριζε τα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, επέλεξε να οδηγήσει αρχικά και να διατηρήσει μέχρι τέλους την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου εκδικάζονται τα πλέον σοβαρά αδικήματα.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Τόνισε την τραυματική παιδική του ηλικία, το θάνατο της μητέρας του στην παρουσία του, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 10 ετών, ενώ μετέπειτα ο πατέρας του έγινε πιο επιθετικός και τον κακοποιούσε συχνά σωματικά και ψυχολογικά. Στην ηλικία των 16 ετών έφυγε από την πατρική του εστία και δημιούργησε δική του οικογένεια, της οποίας υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο κεντρικός άξονας. Είναι έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, σήμερα ηλικίας 47, 45 και 42 ετών. Εργάστηκε στον τομέα των οικοδομών για περίπου εξήντα χρόνια, ως επιστάτης οικοδομών και ως αυτοεργοδοτούμενος οικοδόμος, εντάσσοντας και τα παιδιά του στην επιχείρηση του μετά τις σπουδές τους. Σήμερα είναι συνταξιούχος.
Αναφορά έγινε στην παραδοχή του εφεσείοντα και στη συνεργασία του με την Αστυνομία, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο λευκό ποινικό μητρώο του σε συνάρτηση με την ηλικία του, 74 ετών, και στον άμεμπτο και έντιμο πρότερο βίο του. Τέθηκαν υπόψη του Κακουργιοδικείου και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ίδιος μετά από την υποβολή του το 2007 σε ολική αρθροπλαστική αριστερού ισχίου λόγω προχωρημένης οστεοαρθρίτιδας, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με χειρουργική επέμβαση καθώς και τα προβλήματα υγείας της συζύγου του. Πέραν τούτων, έγινε αναφορά και στις συνέπειες που έχει η ποινή φυλάκισης για τον ίδιο και την οικογένεια του, ενώ τονίστηκε παράλληλα η δυσμενής επίδραση που είχε η απώλεια της εγγονής του εφεσείοντα, όπως περιγράφεται σε Ψυχολογική Αναφορά (Παράρτημα Β) που ετοιμάστηκε από κλινικό ψυχολόγο σε σχέση με το πρόσωπο του, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο εφεσείων παρουσίαζε κλινικά σημαντική διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος στάθηκε ιδιαίτερα στις απόψεις που διατυπώνονται στην Ψυχολογική Αναφορά, ότι πέρα από την πραγματική απώλεια της εγγονής του, ο θάνατος της ώθησε τον εφεσείοντα στην επαναβίωση του τραύματος που σχετίζεται με το θάνατο της μητέρας του, που προήλθε από τη γέννα και τη μεταφορά σε αυτόν της ευθύνης του μεγαλώματος της αδελφής του, κινητοποιώντας μέσα του ευθύνες και ενοχές για το θάνατο της μητέρας του, τις οποίες μετέφερε στην εγγονή του. Το διπλό τραύμα ενεργοποίησε με τη σειρά του το μηχανισμό άμυνας του εφεσείοντα, δηλαδή το ρόλο του προστάτη. Επρόκειτο μεν για μια πάγια κατάσταση - στην απόφαση του Κακουργιοδικείου περιγράφεται ως «κατάσταση μόνιμης συναισθηματικής φόρτισης» - ωστόσο ο εφεσείων δεν είχε ακραία αισθήματα. Την ημέρα της διάπραξης των αδικημάτων ο ρόλος του προστάτη, σε μια έκρηξη της στιγμής, τον οδήγησε να κάνει κάτι το οποίο ήταν εκτός του χαρακτήρα του.
Όπως έχει νομολογηθεί, το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686).
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχουμε ενώπιον μας μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε με τους συνηγόρους των δύο πλευρών ότι οι συνθήκες που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση αλλά και το πρόσωπο του εφεσείοντα είναι τέτοιες που να επιτρέπουν την μείωση της ποινής ως έκδηλα υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, αφού παρατήρησε ότι το αδίκημα είναι από τα πλέον σοβαρά που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας, γεγονός που προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας φυλάκισης, σημείωσε με αναφορά στη νομολογία[1] ότι παρέχεται ευρύ πεδίο στο δικαστήριο ως προς το ύψος της ποινής, η οποία, μεταξύ άλλων, εξαρτάται από της συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης και την έκταση των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα. Όλα αυτά το Κακουργιοδικείο ορθά τα συνυπολόγισε με τους υπόλοιπους παράγοντες που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του οι οποίοι μπορούσαν να προσμετρήσουν στην επιμέτρηση της ποινής, τους οποίους και δεν θα επαναλάβουμε. Ταυτόχρονα όμως σημειώνει πως δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ότι ο εφεσείων πήρε ο ίδιος το Νόμο στα χέρια του, προβαίνοντας στην εγκληματική πράξη με τη χρήση κυνηγετικού όπλου, κατά τρόπο που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ζωή του παραπονούμενου.
Δεν διαπιστώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείο σφάλμα αρχής. Η ποινή που επέβαλε, στα πλαίσια των δεδομένων, ήταν ισορροπημένη και δεν μπορεί να κριθεί ως έκδηλα υπερβολική. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση μας στο ύψος της ποινής.
Ως προς το ζήτημα αναστολής της ποινής, παρατηρούμε ότι μετά την τροποποίηση του περί της Υφ' ΄Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72), (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 186(Ι)/2003), η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).
Είναι γεγονός ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, όπως εξετέθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι παρά το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και τη διαγωγή την οποία επέδειξε μετά τη διάπραξη του αδικήματος, τα περιστατικά της υπόθεσης είναι τόσο σοβαρά που δεν δικαιολογείτο η αναστολή της επιβληθείσας ποινής. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Η επιείκεια του Δικαστηρίου στην προκείμενη περίπτωση εξαντλείται στο ύψος της επιβληθείσας ποινής αφού η σοβαρότητα των περιστάσεων του αδικήματος είναι τέτοιου βαθμού που δεν επιτρέπει την αναστολή της ποινής παρά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και την απουσία ενδείξεων για επανάληψη παρόμοιας συμπεριφοράς μελλοντικά. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, ο εφεσείων μετέβη στο σπίτι του στη Λακατάμεια, στη Λευκωσία, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και οδήγησε στα Λειβάδια, στη Λάρνακα, όπου πυροβόλησε τον παραπονούμενο δύο φορές, τη δεύτερη ενώ ο τελευταίος έτρεχε καλώντας σε βοήθεια και προσπαθώντας να βρει τόπο για να κρυφτεί. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεδομένης της σοβαρότητας των περιστατικών της υπόθεσης και της φύσης του αδικήματος, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα για αυτού του είδους τη συμπεριφορά.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
[1] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδουλίδη (2001) 2 Α.Α.Δ.753, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Φαναρτζής ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 43.