ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 772

ΑΝΩΤΑΤΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                     (Ποινική ΄Εφεση αρ.136/2012)

 

19 Noεμβρίου, 2012

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στες.

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Eφεσείων,

-        ν -

 

        ΜΑΡΚΟΥ ΑΔΑΜΟΥ

Εφεσίβλητου.

- - - - - - - - -

Α.Χαραλάμπους,  για τον εφεσείοντα

Α.Κουμής για Ν.Νικολάου, για την εφεσίβλητο

-        - - -- - -

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

--------------------------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στις 5 Ιουνίου 2012, επέβαλε στον εφεσείοντα, κατόπιν δικής του παραδοχής, τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός χρόνου και εννέα μηνών για τη διάπραξη των αδικημάτων της μη εξόφλησης επιταγής, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά παράβαση του άρθρου 305.Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. 

 

Τα γεγονότα τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου έχουν ως ακολούθως:  Η έκδοση των τεσσάρων επιταγών συνολικού ποσού €5.781,00  αφορούσε προϊόντα που αγόρασε ο εφεσείων από τον παραπονούμενο, ο οποίος διατηρούσε φρουταρία στη Σωτήρα και τα οποία δεν έχουν αποπληρωθεί.  Οι τέσσερις επιταγές δεν τιμήθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων.  Στο μεταξύ υπήρξε μια μικρή συμμόρφωση εκ μέρους του εφεσείοντα, ο οποίος είχε, προτού του επιβληθεί ποινή, καταβάλει το ποσό των €740,00  και έτσι παρέμεινε ένα υπόλοιπο €5.041,00. 

 

Είναι αποδεκτό και από τις δυο πλευρές ότι ο κατηγορούμενος, όπως άλλωστε τέθηκε και στο πρωτόδικο δικαστήριο, είναι λευκού ποινικού μητρώου, είναι πατέρας 5 ανηλίκων παιδιών, το μεγαλύτερο 16 χρόνων και το μικρότερο 2 ½.  Υπήρχαν και υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για τα παιδιά και την οικογένεια του εφεσείοντα, όπως και μεγάλα χρέη.  Η σύζυγος του εφεσείοντα εργάζεται σε εστιατόριο με μισθό €1,000 το μήνα, και αυτό αποτελεί το μόνο εισόδημα της οικογένειας. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση του ανέλυσε σε έκταση τη συνεχόμενη αύξηση αδικημάτων αυτής της μορφής, τα οποία επηρεάζουν την οικονομική ζωή του τόπου, χαρακτήρισε δε την έξαρση που παρατηρείται ως «μάστιγα για την οικονομική ανάπτυξη και δραστηριότητα των πολιτών του κράτους».  Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, τα αδικήματα που παραδέχτηκε ο εφεσείων έπρεπε να αντιμετωπιστούν με αποτρεπτική ποινή.  Ανέφερε δε, καταλήγοντας, το πρωτόδικο δικαστήριο το εξής:

 

«΄Εχοντας κατά νου τα πιο πάνω, στην περίπτωση που εξετάζουμε η ανάγκη για αποτροπή είναι μεγάλη και επιβάλλεται τόσο από τη σοβαρότητα των αδικημάτων όσο και από τη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, για την οποία έχω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που καταχωρούνται στο Δικαστήριο, όμως, πάντα μέσα στα δικά της ξεχωριστά πλαίσια και εξατομικεύοντας την ποινή, όπως επιβάλλεται στη νομολογία».

 

Θεώρησε δε το δικαστήριο ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης και επέβαλε την ποινή που έχουμε προαναφέρει.  Στη συνέχεια, το δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται με βάση τον περί Υφ΄όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972, (Ν.95/72), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 186(Ι)/2003.

 

Εξέθεσε με επάρκεια το δικαστήριο τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την άσκηση της πιο πάνω διακριτικής ευχέρειας και κατέληξε ότι:

 

«δεν υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση και τέτοια προσωπικά στοιχεία του κατηγορούμενου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης και επομένως οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης είναι άμεσες.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πρόβαλε ότι η επιβληθείσα ποινή του ενός έτους, αντιπαραβαλλόμενη με τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή των τριών χρόνων φυλάκισης, καταδεικνύει το έκδηλο της υπερβολής και κάλεσε επί τούτου το εφετείο να μειώσει την ποινή.  Ο κ.Χαραλάμπους εισηγήθηκε ότι η ποινή θα έπρεπε να είναι μικρότερης διάρκειας, ιδιαιτέρως, λαμβάνοντας υπόψη την προσπάθεια του εφεσείοντα για να ικανοποιήσει τη χρηματική απαίτηση, πληρώνοντας ήδη ένα ποσό €740,00.  Παρόλες τις προσπάθειες του εφεσείοντα και τη γνήσια πρόθεση του, λόγω των πολλών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει δεν κατόρθωσε να εξοφλήσει την απαίτηση του παραπονούμενου.  

 

΄Ηταν η διαζευκτική προσέγγιση του συνήγορου του εφεσείοντα ότι εκτός από την αναγκαιότητα μείωσης της ποινής θα ήταν επίσης επωφελές εάν το εφετείο εξέταζε και το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης, όπως είχε εισηγηθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς επιτυχία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν η δέουσα και αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις.  

 

Όπως έχει κατ΄επανάληψη ειπωθεί, σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ευθύνη καθορισμού της αρμόζουσας, υπό τας περιστάσεις, ποινής ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική σε βαθμό που δεν ικανοποιεί αφενός μεν το σκοπό του Νόμου και αφετέρου δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα ενός αδικήματος.  Βλ. InLoo ν. της Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 441 και Zak ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 854

 

Το αδίκημα της μη εξόφλησης επιταγής, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, με βάση το άρθρο 305.Α(1) του Κεφ.154, είναι, όπως τονίζεται, σε σειρά αποφάσεων στις οποίες έκαμε αναφορά ο πρωτόδικος δικαστής, σοβαρό.  Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή είναι φυλάκισης μέχρι 3 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €10.000, ή και τα δύο.

 

Η ευκολία διάπραξης αδικημάτων αυτής της μορφής, συνδυαζόμενη με την καταστρεπτική συνέπεια που επιφέρει στην κοινωνική εμπορική και οικονομική ζωή του τόπου, είναι αναντίλεκτα.  Η συχνότητα καταχώρισης υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων για παρόμοια αδικήματα, επίσης δεν αμφισβητείται.  Επιβάλλεται και συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αδικήματα αυτής της μορφής πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα αυστηρότητα. 

 

Εξετάσαμε με προσοχή κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιον μας αναφορικά με το ύψος των επιβληθεισών ποινών.  Η σοβαρότητα όμως των αδικημάτων η οποία, όπως σημειώσαμε, είναι δεδομένη, και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε αδικήματα αυτής της μορφής επιβάλλουν την αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας, που στοχεύει στη διασφάλιση της νομιμότητας των συναλλαγών.  Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε ορθά το καθήκον του για εξατομίκευση της ποινής και έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, συναφώς δεν βλέπουμε λόγο να επέμβουμε στο ύψος των επιβληθεισών ποινών, οι οποίες αν και αυστηρές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκδηλα υπερβολικές.

 

Μας έχει όμως προβληματίσει ιδιαιτέρως το επαναφερθέν θέμα του ενδεχομένου αναστολής των ποινών που έχουν επιβληθεί. 

 

Το άρθρο 3(2) του Νόμου 95/72 προβλέπει ότι:

«το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου». 

 

Το θέμα απασχόλησε πολλές φορές το εφετείο και αναφερόμαστε στις πρόσφατες υποθέσεις Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 339, Κονιζίδου ν. Αρέστη (αρ.2) (2009) Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. της Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής έθεσε με σαφήνεια τη νομολογία και τις αρχές οι οποίες πρέπει να ισχύουν όταν εξετάζεται τα ενδεχόμενο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για έκδοση ή όχι ενός τέτοιου διατάγματος, ήτοι της σοβαρότητας του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης, το ποινικό μητρώο και τη διαγωγή του εφεσείοντα. 

 

Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου, οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί, δεν παρουσιάζουν οποιονδήποτε ιδιαίτερο στοιχείο επιβαρυντικό, ήταν υπόλοιπο συναλλαγής το οποίο δεν έχει πληρωθεί και επίσης ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε άμεσα τα αδικήματα τα οποία έχει διαπράξει, δεν προχώρησε σε έκδοση διατάγματος αναστολής. 

 

Θεωρούμε ότι η επιβολή των συγκεκριμένων ποινών ήταν λόγω της σοβαρότητας δικαιολογημένη.  Πλην, όμως, υπό τας περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη την προσπάθεια του εφεσείοντα να αποπληρώσει το οφειλόμενο χρέος σε συνδυασμό με την οικογενειακή κατάσταση του τελευταίου, θεωρούμε ότι οι επιβληθείσες ποινές θα έπρεπε να είχαν ανασταλεί.

 

Με γνώμονα τις πρόνοιες της Οδηγίας Πρακτικής που ακολουθείται στην Αγγλία, όπως αυτή ενσωματώθηκε στην υπόθεση Μavros and others v. The Police (1975) 2 C.L.R. 171, όπου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το εφετείο προχωρεί στην επιβολή ποινής με αναστολή, θα ήταν δίκαιο υπό τας περιστάσεις, να λάβει υπόψη του την περίοδο φυλάκισης που έχει ήδη εκτίσει ο εφεσείων εκκρεμούσης της έφεσης του, και έχοντας αυτά κατά νου και το γεγονός ότι ο εφεσείων βρίσκεται υπό περιορισμό από τις 25 Μαϊου 2012, έχει δηλαδή εκτίσει περίπου 5 μήνες από την επιβληθείσα ποινή, θεωρούμε ότι η αναπροσαρμογή είναι αναγκαία και η περίοδος αναστολής πρέπει να αρχίσει από σήμερα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει στην έκταση που έχουμε αναλύσει πιο πάνω. 

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.

 

 

 ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                       

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο