ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 627
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2012)
19 Οκτωβρίου 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές.]
LIDIYA STARIPAVLOVA
Εφεσείουσα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________
Α. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα.
Μ. Πασιαρδή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(EX TEMPORE)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Η Εφεσείουσα παρεδέχθη ενοχή σε κατηγορία που αφορά βία στην οικογένεια και συγκεκριμένα επίθεση κατά του, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, πρώην συμβίου της, που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη. Η σωματική βλάβη ήταν εκδορές στο μέτωπο και στους βραχίονες. Η υπόθεση προέκυψε όταν ο παραπονούμενος συνάντησε την Εφεσείουσα για σκοπούς παράδοσης του παιδιού το οποίο είχαν αποκτήσει από την πενταετή συμβίωσή τους, οπότε ακολούθησε μια έντονη συζήτηση κατάληξη της οποίας ήταν να συμβεί αυτή η επίθεση που έχουμε αναφέρει.
Η Εφεσείουσα, αντιδρώντας στην κατηγορία που της είχε προσαφθεί, απάντησε στην αστυνομία «εγώ προστάτευσα τον εαυτό μου», θέμα όμως στο οποίο δεν εδόθη περαιτέρω συνέχεια για σκοπούς ενοχής, αφού παρεδέχθη και εκείνο το οποίο ανέφερε στο Δικαστήριο ήταν ότι τώρα που ήρθε η υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου ήδη είχαν συμφιλιωθεί με το σύζυγό της, όπως τον χαρακτήρισε, και μάλιστα είχαν μεταβεί στην αστυνομία για να αποσυρθεί η καταγγελία αλλά τους ελέχθη ότι ήταν πολύ αργά. Ότι υπήρξε συμφιλίωση έγινε δεκτό και από την αστυνομία η οποία είχε προσάψει την κατηγορία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος, παρατηρώντας μάλιστα ότι, ενώ για την επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη δυνάμει του ποινικού κώδικα η ποινή φυλάκισης που προνοείται είναι μέχρι τρία χρόνια, επειδή το αδίκημα αυτό εμπίπτει στην κατηγορία των αδικημάτων βίας στην οικογένεια τιμωρείται με την αυστηρότερη ποινή των 5 ετών. Και ήταν ακριβώς λόγω αυτής της σοβαρότητας του αδικήματος, είπε το Δικαστήριο, όπως έχει πιο πάνω επεξηγηθεί, δυνάμει δηλαδή της νομικής πρόνοιας, που θεώρησε ότι επιβάλλεται η ποινή φυλάκισης. Επέβαλε λοιπόν ποινή φυλάκισης τριών μηνών στην Εφεσείουσα, λαμβάνοντας υπόψη προς μετριασμό της ποινής το γεγονός ότι αυτή είχε δράσει κάτω από συναισθηματική φόρτιση, ότι τα τραύματα του παραπονούμενου δεν ήσαν σοβαρά, ότι οι σχέσεις της με τον παραπονούμενο έχουν αποκατασταθεί, ως επίσης και το ότι η Εφεσείουσα δεν είχε προηγούμενες καταδίκες.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο ανέστειλε την ποινή φυλάκισης, βασιζόμενο και πάλι στο προαναφερθέν επίπεδο της συναισθηματικής φόρτισης και του λευκού ποινικού μητρώου που ήδη είχαν ληφθεί υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, θέμα που δεν θα σχολιάσουμε εφ΄όσον δεν εγείρεται καθόλου από τους συνηγόρους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, αγορεύοντας σήμερα ενώπιον μας, επικεντρώθηκε στους παράγοντες εκείνους οι οποίοι έχουν ήδη αναφερθεί, και ιδιαίτερα τη διάσταση των συνθηκών υπό τις οποίες διεπράχθη το αδίκημα, ότι ήταν ένα αδίκημα της στιγμής ουσιαστικά και στο οποίο δεν υπήρξε συνέχεια, με την έννοια ότι και οι σχέσεις των μελών είχαν αποκατασταθεί και ότι δεν υπάρχει βεβαίως παράπονο πλέον από τον παραπονούμενο, και μάλιστα επεδίωξε να αποσύρει ανεπιτυχώς το παράπονό του πριν από την καταχώρηση της υπόθεσης, αλλά και το γεγονός ότι η ποινή φυλάκισης, έστω και υπό αναστολή, έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σταδιοδρομία της Εφεσείουσας ως εργοδοτούμενης αφού θα τη συναντά μπροστά της σε οποιαδήποτε εργασία ήθελε αποταθεί.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία επικεντρώθηκε κυρίως σε εκείνο στο οποίο επικεντρώθηκε το Δικαστήριο, δηλαδή τη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού εφ΄όσον εντάσσεται στα αδικήματα της βίας στην οικογένεια και επεσήμανε ότι το Δικαστήριο ανέφερε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες τους οποίους έλαβε υπ΄όψη για σκοπούς στάθμισης της ποινής.
Η έφεση αφορά βεβαίως το είδος της ποινής και όχι την έκταση της, και αυτό είναι το πρωταρχικό θέμα που θα έπρεπε να είχε εξετασθεί, όπως και εξετάσθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πιστεύουμε ότι υπάρχει λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου στη βάση αυτή, με την έννοια ότι απεδόθη σημασία μόνο στη νομική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν απεδόθη σημασία στη μειωμένη σοβαρότητα των δεδομένων του αδικήματος τα οποία και το χαρακτηρίζουν ανεξαρτήτως της νομικής ονομασίας των πραγμάτων. Δεν υπάρχει μαγεία στις λέξεις και η ονομασία ή ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος ως αδικήματος που αφορά βία στην οικογένεια δεν πρέπει να αποτρέπει το Δικαστήριο από του να εξετάσει την πραγματική σοβαρότητα του αδικήματος ως προς τα δικά του δεδομένα. Έτσι εξετάζοντας το, το αδίκημα φαίνεται να είναι πολύ μειωμένης σοβαρότητας σε συνάρτηση με τις επιδιώξεις του νομοθέτη και τις συνήθεις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος επιδιώκει να τιμωρήσει, εις τρόπον ώστε να συνιστά όντως μια συνηθισμένη περίπτωση επίθεσης η οποία δεν είναι προγραμματισμένη αλλά εξελίσσεται στην πορεία των πραγμάτων, δεν έχει σοβαρές συνέπειες και ακολουθείται από μια πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των μερών, όπου ακριβώς η διάσταση της οικογενειακής σχέσεως φαίνεται να επιδρά μάλλον θετικά προς την κατεύθυνση της αποφυγής περαιτέρω τιμωρίας, παρά αρνητικά ώστε να επηρέαζε τη μελλοντική σχέση.
Με αυτά τα δεδομένα, και λαμβανομένης υπ΄όψη της απουσίας οποιωνδήποτε καταδικών, δεν έχουμε αμφιβολία ότι το είδος της ποινής το οποίο επελέγη από το Δικαστήριο ήταν λανθασμένο ως θέμα αρχής ούτως ώστε να χωρεί παρέμβαση του Εφετείου. Η αναστολή στην ποινή φυλάκισης, η οποία εδόθη στη συνέχεια από το Δικαστήριο, δεν διορθώνει τα πράγματα εφ΄όσον η ποινή φυλάκισης παραμένει ως ποινή φυλάκισης.
Θα αντικαταστήσουμε την ποινή φυλάκισης, η οποία παραμερίζεται, με χρηματική ποινή προστίμου €300, με αποτέλεσμα η έφεση να επιτυγχάνει και να διαμορφώνεται η ποινή αναλόγως.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π