ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 699
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 190/2012)
26 Οκτωβρίου, 2012
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ILIE CATALIN SIMINOIU,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Σάββας Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Ανδρέας Αριστείδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τη Δικαστή Ε. Παπαδοπούλου
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από δική του παραδοχή στην κατηγορία διαφθοράς θήλεος μεταξύ 13 και 17 χρόνων - (΄Αρθρο 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (όπως τροποποιήθηκε)) - κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών.
Με την έφεση δεν αμφισβητείται το ύψος της ποινής αλλά η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη μη αναστολή της.
Το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων διαπράχθηκε μεταξύ Απριλίου 2012 και 29/7/2012, στην Πάφο. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων, ηλικίας 25 χρόνων, γνώρισε την L.C. από τη Ρουμανία, ηλικίας 15½ χρόνων, λόγω των φιλικών σχέσεων που είχε με τον πατριό της. Αρχικά, οι σχέσεις του εφεσείοντα και της L.C. ήταν φιλικές, με τη συγκατάθεση δε της μητέρας της και του πατριού της, έβγαιναν έξω μαζί. Από τον Απρίλιο, όμως, του 2012 μέχρι τις 29/7/2012, που διέκοψαν, είχαν σεξουαλικές επαφές, για τις οποίες η μητέρα της, όπως η ίδια δήλωσε στο Δικαστήριο, ήταν ενήμερη, διαφωνούσε, όμως, γι' αυτό και της θύμωνε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή προκύπτει από τη φύση του και την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τριών χρόνων, στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής, έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικούς παράγοντες το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, το νεαρό της ηλικίας του, τις προσωπικές του περιστάσεις - από παιδικής ηλικίας έχασε τον πατέρα του, λόγω καρδιακών προβλημάτων - την άμεση παραδοχή του στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο, ως και τις περιστάσεις του αδικήματος, ιδιαίτερα, ότι υπήρχε ανοχή και συγκατάθεση των γονιών της L.C., ότι η καταγγελία στην Αστυνομία δεν ήταν άμεση αλλά έγινε μετά που ο εφεσείων παραπονέθηκε στην Αστυνομία ότι συγγενικά πρόσωπα της μητέρας της του προκάλεσαν ζημιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, παρά τους πιο πάνω ελαφρυντικούς για τον εφεσείοντα παράγοντες, ότι η σοβαρότητα του αδικήματος και η συχνότητα διάπραξης αδικημάτων τέτοιας φύσης και μορφής και για σκοπούς αποτροπής επανάληψής τους, επέβαλλαν ως μόνη αρμόζουσα ποινή την ποινή της φυλάκισης τεσσάρων μηνών.
Στη συνέχεια, εξετάζοντας κατά πόσο δικαιολογείτο αναστολή της ποινής φυλάκισης, ως η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, κατέληξε ως εξής:-
«΄Οπως αναφέρθηκε πιο πάνω πρόκειται για σοβαρό αδίκημα. Το Δικαστήριο κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής έχει ήδη λάβει υπόψη του τόσο τα περιστατικά της υπόθεσης όσο και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, η σοβαρότητα όμως του αδικήματος καθώς και η αποτρεπτικότητα στην διάπραξη αυτού του είδους αδικημάτων οδηγούν στην κατάληξη ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ενώπιόν μας, δεν αμφισβήτησε ότι η φύση των αδικημάτων δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, εισηγήθηκε, όμως, ότι η επιβληθείσα ποινή, υπό τις περιστάσεις του αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, θα έπρεπε να ανασταλεί. Περαιτέρω, υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τη μη αναστολή της, έλαβε υπόψη του ανύπαρκτους επιβαρυντικούς παράγοντες· συγκεκριμένα ότι υπάρχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, παρά το γεγονός ότι η μητέρα της L.C. γνώριζε για την ερωτική σχέση της θυγατέρας της με τον εφεσείοντα και ότι υπάρχει συχνή διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά από πού αντλεί τη γνώση του αυτή. Αδίκημα αυτής της φύσης, κατέληξε, εξετάστηκε από το εφετείο για τελευταία φορά στην Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 338.
Είναι νομολογημένο ότι, μετά την τροποποίηση του περί της Υφ' ΄Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72), (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 186(Ι)/2003), η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).
Εξετάσαμε με κάθε προσοχή τα όσα ο δικηγόρος του εφεσείοντα ενώπιόν μας συζήτησε, δε συμφωνούμε, όμως, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την κατάληξή του να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης δεν έλαβε υπόψη του τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, ως και όλα τα ελαφρυντικά που υπήρχαν. Το γεγονός ότι δεν τα επανέλαβε στο στάδιο εξέτασης κατά πόσο θα ανέστελλε ή όχι την ποινή φυλάκισης δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν τα έλαβε υπόψη του. Από τη διατύπωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία έχουμε, ήδη, παραθέσει και η οποία θα λέγαμε δεν είναι η καλύτερη, συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, έκρινε, όμως, ότι αυτές δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής φυλάκισης, ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος.
Ούτε με τη θέση ότι προσμέτρησαν εναντίον του ανύπαρκτοι επιβαρυντικοί παράγοντες συμφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι δεν αναφέρει ρητά από πού αντλεί τη γνώση του για τη συχνότητα διάπραξης αδικημάτων της φύσης του αδικήματος που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, ως Δικαστήριο Ποινικής Δικαιοδοσίας, δεν μπορεί παρά τη γνώση του αυτή να την αντλεί από τις υποθέσεις που εκδικάζονται. Το ότι δεν εκδικάστηκαν από το Εφετείο τα τελευταία τέσσερα χρόνια υποθέσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας δεν αποτελεί στοιχείο που ανατρέπει τη συχνότητα διάπραξης σεξουαλικής φύσεως αδικημάτων, γενικά, όπως πρωτοδίκως διαπιστώθηκε και, τελικά, έγινε αποδεκτό και από το συνήγορο του εφεσείοντα.
Ούτε η εισήγηση ότι δεν ετίθετο θέμα εκμετάλλευσης της ανήλικης από τον εφεσείοντα, επειδή η σεξουαλική σχέση της με αυτόν ήταν εν γνώσει της μητέρας της ευσταθεί. Η L.C. ήταν μόλις 15½ χρόνων και ο εφεσείων κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερός της. Η εκμετάλλευσή της από αυτόν προκύπτει καθαρά μέσα από την ηλικία της.
Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ