ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 263

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 57/2010)

 

16 Μαΐου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Εφεσείοντας

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

 

Χριστάκης Χριστάκη για τον εφεσείοντα.

Νίκος Δημητρίου για την εφεσίβλητη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

 

 Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:   Κατά το κατηγορητήριο, οι Χρ. Γεωργίου (στο εξής ο πρώτος κατηγορούμενος), Π. Σωτηρίου (στο εξής ο τρίτος κατηγορούμενος) και ο εφεσείων συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα δηλαδή να εισαγάγουν και να εμπορευθούν ναρκωτικά (1η κατηγορία), εισήγαγαν, στις 17.11.08, 9.005,17 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (2η κατηγορία), κατείχαν αυτά τα ναρκωτικά (3η κατηγορία) και τα κατείχαν με σκοπό να τα προμηθεύσουν σε άλλα πρόσωπα (4η κατηγορία).

 

Ο πρώτος κατηγορούμενος κατ' αρχάς και, στη συνέχεια, ο τρίτος κατηγορούμενος παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες 2, 3 και 4.  Η πρώτη κατηγορία είχε διακοπεί γι' αυτούς αλλά παρέμεινε ως προς τον εφεσείοντα ο οποίος φερόταν να είχε συνομωτήσει με τους κατηγορουμένους 1 και 3, που βρίσκονταν μαζί του στο εδώλιο αλλά χωρίς, πλέον, εκείνοι να αντιμετωπίζουν τέτοια κατηγορία.  Με την εισήγηση όλων, δηλαδή της κατηγορούσας αρχής, των κατηγορουμένων 1 και 3 και του ίδιου του εφεσείοντα, παρά το ότι αυτοί δεν θα καλούνταν ως μάρτυρες κατηγορίας, για  λόγους που αναφέρθηκαν, το κακουργιοδικείο άκουσε γεγονότα και επέβαλε ποινή στους κατηγορούμενους 1 και 3.  Συμπληρώθηκε, στη συνέχεια, η ακροαματική διαδικασία ως προς τον εφεσείοντα που αρνείτο ενοχή σε όλες τις κατηγορίες, διακόπηκε και ως προς αυτόν η πρώτη κατηγορία και το κακουργιοδικείο, κατά πλειοψηφία, με αναφορά στην περιστατική μαρτυρία που προσκομίστηκε, τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 2, 3 και 4.  Ο δικαστής που μειοψήφησε έκρινε πως ενώ από την περιστατική μαρτυρία προέκυπταν εύλογες υποψίες, παρέμειναν αμφιβολίες αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα.  Το κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης εννέα ετών στις κατηγορίες 2 και 4 και έξι ετών στην κατηγορία 3.  Η έφεση αφορά και στην καταδίκη και στην ποινή.

 

Ο πυρήνας των γεγονότων, σε αρκετά μεγάλο βαθμό αναμφισβήτητος, προερχόταν από τη μαρτυρία των αστυφυλάκων Γ. Ιωάννου (ΜΚ3) και Σ. Θεοδοσίου (ΜΚ4).  Η μαρτυρία των άλλων δυο μαρτύρων κατηγορίας, των αστυφυλάκων Λ. Λοΐζου (ΜΚ1) και Χρ. Στυλιανού (ΜΚ2) αναφερόταν σε θέματα διερεύνησης.  Ο εφεσείων προέβη στην ανώμοτη δήλωση «είμαι αθώος» και δεν κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης.  Είχε, όμως, κατατεθεί η ανακριτική κατάθεσή του που δόθηκε το βράδυ της 17.11.08, ημέρα σύλληψης και των τριών, και το κρίσιμο ζήτημα, όπως το προσέγγισαν τα μέρη αλλά και το κακουργιοδικείο, αφορούσε στο κατά πόσο από αυτή, όπως την επικαλείτο ο εφεσείων, τουλάχιστον προέκυπταν αμφιβολίες αναφορικά με την ενοχή του.

 

Ο πρώτος κατηγορούμενος είναι υπάλληλος του εφεσείοντα στο κατάστημά του επιδιόρθωσης ελαστικών και πλύσης αυτοκινήτων, στην Ξυλοτύμπου.  Ο τρίτος κατηγορούμενος ήταν γνωστός τους.   Η Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών είχε πληροφορία ότι σε αυτοκίνητο τύπου Νissan με αρ. εγγραφής L848WΝJ, που θα εισαγόταν από το λιμάνι της Λεμεσού υπήρχε κρυμμένη ποσότητα ναρκωτικών.  Οι ΜΚ3 και 4 έθεσαν το λιμάνι κάτω από παρακολούθηση και περιέγραψαν ως ακολούθως τις κινήσεις:

 

Ο πρώτος κατηγορούμενος έφθασε στο λιμάνι της Λεμεσού περί τις 9.30 π.μ. της 17.11.08.  Έθεσε σε λειτουργία το Νissan με τη βοήθεια «πόλων» και, περί τις 10.30 π.μ., οδηγώντας το, βγήκε από το λιμάνι.  Μετά τον κυκλικό κόμβο του λιμανιού άρχισε να τον ακολουθεί το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΒΒΜ17, με οδηγό τον τρίτο κατηγορούμενο.  Τα δυο οχήματα κατευθύνθηκαν προς τη λεωφόρο Ομονοίας.  Το Νissan εισήλθε σε πρατήριο και εφοδιάστηκε με βενζίνη και μαζί, το ένα αυτοκίνητο πίσω από το άλλο, προχώρησαν και εισήλθαν στο νέο αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας. Μετά τον κυκλικό κόμβο της Γερμασόγειας συναντήθηκαν με τον εφεσείοντα που οδηγούσε το μονοκάμπινο όχημα με αριθμό εγγραφής ΚΡG861.  Aναφορικά με τη σειρά άφιξης των τριών οχημάτων στο σημείο εκείνο και στα διατρέξαντα εκδηλώθηκε διαφωνία.  Είναι, όμως, παραδεκτό πως, στη συνέχεια, τα τρία αυτοκίνητα κινήθηκαν το ένα πίσω από το άλλο, ως ακολούθως:  Εξήλθαν από τον αυτοκινητόδρομο από την έξοδο της Μονής, συνέχισαν προς το Ζύγι, πέρασαν το Μαρώνι και μετά από κάποια απόσταση εισήλθαν σε χωματόδρομο, διένυσαν περίπου δυο χιλιόμετρα σ' αυτόν και κατέληξαν σε απόμερη περιοχή, σε  ένα αδιέξοδο όπου βρισκόταν ένα υποστατικό που χρησιμοποιείτο ως εκπαιδευτήριο σκύλων από γνωστό των τριών.  Αναφορικά με τη σειρά άφιξης των τριών οχημάτων στο υποστατικό εκδηλώθηκε διαφωνία. Είναι όμως παραδεκτό πως εκεί είχε αποσυναρμολογηθεί η πισινή μαξιλάρα του Nissan και πως μέσα στο ντεπόζιτο καυσίμων υπήρχαν επτά σκευάσματα ρητίνης κάνναβης περιτυλιγμένα με αλουμινόχαρτο και άσπρη κολλητική ταινία.  ΄Αλλο ένα τέτοιο σκεύασμα βρέθηκε κάτω από τον πίσω δεξιό τροχό του Nissan και άλλα 12 μέσα σε αθλητική τσάντα.

 

Οι αστυφύλακες, όταν είδαν τις κινήσεις στο Nissan πραγματοποίησαν έφοδο και ο τρίτος  κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή πετώντας, σε κάποιο σημείο, την αθλητική τσάντα.  Για να συλληφθεί όμως αργότερα.  Κάποια προσπάθεια διαφυγής έκαμε και ο πρώτος κατηγορούμενος αλλά συνελήφθη επί τόπου και ήταν άμεση η παραδοχή του, όπως αυτή δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός και στο πλαίσιο της δίκης του εφεσείοντα.  Είχε αγοράσει τα ναρκωτικά στην Αγγλία, τα τοποθέτησε στο ντεπόζιτο της βενζίνης του Νissan και, βεβαίως, τα εισήγαγε στην Κύπρο.  Με ταυτόχρονες δηλώσεις του ο πρώτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε ως ο μόνος ένοχος.  Ο εφεσείων, όπως είπε στους αστυνομικούς, δεν γνώριζε οτιδήποτε και όταν ρωτήθηκε για τον τρίτο κατηγορούμενο απάντησε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί.  Ο εφεσείων, κατά τη μαρτυρία των αστυνομικών, δεν απάντησε οτιδήποτε και σημειώνουμε και επί του προκειμένου τη διαφωνία αναφορικά με το τι ακριβώς έκαμναν εκεί μέχρι την έφοδο της αστυνομίας αλλά και αναφορικά με τις αντιδράσεις του όταν εκδηλώθηκε η έφοδος.

 

Ήταν η υπόθεση του εφεσείοντα πως η όλη εμπλοκή του, από την αρχή μέχρι το τέλος, είχε εντελώς αθώα εξήγηση.  Δεν είχε ιδέα για  τα ναρκωτικά και απλώς ανταποκρίθηκε στην τηλεφωνική παράκληση του πρώτου κατηγορούμενου να τον βοηθήσει επειδή ένα από τα ελαστικά του Nissan είχε πρόβλημα και χρειαζόταν αντικατάσταση.  Κάτω από περιστάσεις που περιέγραψε στην ανακριτική του κατάθεση, έφθασε από την Ξυλοτύμπου στον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας στη Λεμεσό και αφού δεν εντόπισε το Nissan, πήρε το δρόμο της επιστροφής.  Είδε τότε σταθμευμένο στη λωρίδα ασφάλειας του αυτοκινητόδρομου το Νissan και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο τρίτος κατηγορούμενος.  Τους είδε να «σάζουν» το αριστερό πισινό ελαστικό του Nissan και πράγματι, με τη συνδρομή και του ίδιου το αντικατέστησαν με ελαστικό που είχε μεταφέρει εκεί.

 

Αυτό ήταν το πρώτο σημείο αιχμής.  Όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, πράγματι, στο χώρο αποσκευών του Nissan  βρέθηκε κατεστραμμένο ελαστικό.  Περαιτέρω, το δεξί μπροστινό ελαστικό του ήταν διαφορετικό από τα άλλα.  Συναφώς το κακουργιοδικείο δέχτηκε πως είχε γίνει αντικατάσταση ελαστικού στο Nissan αλλά σημειώθηκε αντίφαση αφού αυτό προέκυπτε να μην ήταν εκείνο στο οποίο ο εφεσείων αναφερόταν στην ανακριτική του κατάθεση.  Διαφορά επουσιώδης, κατά τον εφεσείοντα, οφειλόμενη σε λάθος.  Ό,τι στη συνέχεια συζητήθηκε ήταν, η σημασία, ζωτική κατά τον εφεσείοντα, στις διαπιστώσεις του κακουργιοδικείου πως η αντικατάσταση του ελαστικού δεν έγινε κατά το χρόνο εκείνο.  Σ' αυτό το πλαίσιο συζητήθηκε η μαρτυρία των ΜΚ3 και 4, το τελικό από την οποία, με αναφορά πως εξ αιτίας της απόστασης που τους χώριζε τότε, έβλεπαν μόνο φιγούρες, δεν μπορούσαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να είχε, πράγματι, τότε γίνει αντικατάσταση ελαστικού.  Είναι, λοιπόν, η εισήγηση του εφεσείοντα πως η διαπίστωση του κακουργιοδικείου ήταν αντίθετη προς τη μαρτυρία που προσάχθηκε, και πως, στην πραγματικότητα, όσα συναφώς θεωρήθηκαν πρωτοδίκως ως κρίκος στην αλυσίδα της περιστατικής μαρτυρίας στη βάση της οποίας το κακουργιοδικείο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα, δεν υπήρχαν.  Ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν στο τέλος το κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ο εφεσείων προέβη, ως προς την ιστορία του ελαστικού αλλά και της σειράς άφιξης, σε ενσυνείδητο ψέμα, και αυτό αποκαλυπτικό ενοχής.  Ενώ τα ίδια σημεία ήταν, ακριβώς, συναρτημένα και προς την αξιοπιστία των αξιωματικών αλλά και προς τα περαιτέρω στοιχεία, όπως τα επικαλέστηκε ο εφεσείων.  Ταυτόχρονα, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, το κακουργιοδικείο θα έπρεπε να προβληματιστεί από το γεγονός ότι, προφανώς από έκδηλο λάθος του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν είχε αμφισβητηθεί πως στον αυτοκινητόδρομο δεν έφθασε πρώτα ο εφεσείων, κατά παραγνώριση της σαφούς επί του προκειμένου θέσης του στην ανακριτική του κατάθεση.  Αλλά και στοιχείων που έδειχναν πως θα έπρεπε με καχυποψία να προσεγγιστεί η μαρτυρία των ΜΚ3 και 4.

 

Άλλο σημείο αιχμής αφορούσε στη σειρά άφιξης των οχημάτων στο υποστατικό που αναφέρθηκε και, συναφώς, οι ενέργειες του εφεσείοντα σε εκείνο το στάδιο.  Αναπτύχθηκαν και επί του προκειμένου επιχειρήματα περί την αξιοπιστία των ΜΚ3 και 4, πάλιν σε συνάρτηση προς τη μη συναφή αντεξέταση τους αλλά προσδόθηκε ιδιαίτερη σημασία στις αντιδράσεις του εφεσείοντα κατά τη στιγμή της εφόδου των αστυνομικών.  Ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα ότι, αφού αντικατέστηκε το ελαστικό στον αυτοκινητόδρομο, ανταποκρίθηκε στην παράκληση να ακολουθήσει τους κατηγορούμενους 1 και 3 επειδή το Nissan «έκαμνε διακοπές».  Γεγονός, κατά τον εφεσείοντα, εντελώς συμβατό προς το ότι εξ αρχής, στο λιμάνι, χρησιμοποιήθηκαν «πόλοι» για  την εκκίνησή του, αλλά ανεξάρτητα από αυτό και από το αναμφισβήτητο ότι στο ντεπόζιτο των καυσίμων του ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά.  Προς το τέλος, όμως, της πορείας τους, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων, χρειάστηκε να σταματήσει για να ανταποκριθεί σε τηλεφώνημα της συζύγου του με αποτέλεσμα να φθάσει στο υποστατικό με κάποια καθυστέρηση, έστω λεπτών.  Σημειώνει επ' αυτού ο εφεσείων ότι με κατάλληλη διερεύνηση, που δεν έγινε, θα ήταν εύκολο να διαπιστωθεί αν είχε, πράγματι, δεχτεί τέτοιο τηλεφώνημα.  Όταν, συνεχίζει η αφήγηση του εφεσείοντα, έφθασε στο υποστατικό, η πισινή μαξιλάρα του Νissan ήταν αποσυναρμολογημένη και ο πρώτος κατηγορούμενος κάτι έβγαζε από το ντεπόζιτο των καυσίμων.  Είδε κάτι τέλλες εκεί, τις πέταξε, είδε ότι υπήρχε κάτι τυλιγμένο σε τέλλα, ρώτησε τον πρώτο κατηγορούμενο τι κάμνει, αυτός του είπε να του φέρει ένα ρούχο από ένα τραπέζι που βρισκόταν δίπλα και τότε κατάλαβε ότι επρόκειτο για  ναρκωτικά.  Δεν πρόλαβε όμως, να κάμει οτιδήποτε αφού αμέσως εκδηλώθηκε η έφοδος της αστυνομίας.  Τους φώναξε να μείνουν ακίνητοι, αυτός πράγματι έμεινε ακίνητος και συνελήφθη.

 

Συζητήθηκαν διάφορες λεπτομέρειες αλλά περισσότερο το ζήτημα της αντίδρασης του εφεσείοντα κατά την εκδήλωση της εφόδου αλλά και στη συνέχεια.  Το κακουργιοδικείο κατέγραψε στην απόφασή του πως ο εφεσείων «όταν καταφθάνουν οι αστυνομικοί προσπαθεί κατ' αρχάς να απομακρυνθεί».  Τέτοια αντίδραση, επισημαίνει ο εφεσείων, δεν θα εναρμονιζόταν προς τη δική του εκδοχή, της ως τότε πλήρους άγνοιάς του, και αφού, όπως είναι η εισήγηση του, δεν συνάδει προς τη μαρτυρία, έχουμε περαιτέρω περίπτωση διάσπασης της αλυσίδας της περιστατικής μαρτυρίας, όπως την προσδιόρισε το κακουργιοδικείο.  Επισημάνθηκαν επί του προκειμένου τα ακόλουθα:  Στη γραπτή του κατάθεση ο ΜΚ3 ανέφερε πως, μόλις εκδηλώθηκε η έφοδός τους, οι τρεις, δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος, ο τρίτος κατηγορούμενος και ο εφεσείων, «τράπηκαν σε φυγή».  Κατά τη δίκη, αναίρεσε αυτόν τον ισχυρισμό και προέβη σε περιγραφή που δεν δικαιολογούσε είτε τον αρχικό ισχυρισμό του είτε και τη διαπίστωση του κακουργιοδικείου ότι προσπάθησε κατ' αρχάς να απομακρυνθεί.  Αυτό δε πέρα από το ότι ο ΜΚ4 είδε τον εφεσείοντα, όπως κατέθεσε, κατά τη στιγμή της εφόδου, να κάθεται σε μια καρέκλα όπου και συνελήφθη.  Επομένως, προέκυπτε ζήτημα γενικότερο ως προς την αξιοπιστία του ΜΚ3 και ήταν αυθαίρετη η προτίμηση της δικής του μαρτυρίας από εκείνη του ΜΚ4.  Όσο και αν ο εφεσείων δεν είχε αναφέρει στην ανακριτική του κατάθεση ότι καθόταν, τότε, σε καρέκλα.  Αναξιοπιστία, κατά την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα που προέκυπτε και από το γεγονός ότι ο ΜΚ3, πάλιν στη γραπτή του κατάθεση, ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων, όταν συνελήφθη μύριζε βενζίνη.  Στοιχείο προφανώς άμεσης επαφής του με το ντεπόζιτο του Nissan ή με τα ίδια τα ναρκωτικά που βρίσκονταν σ' αυτό.  Κατά τη δίκη αυτός ο ισχυρισμός αναιρέθηκε.  Δηλώθηκε πως δεν ήταν ο εφεσείων που μύριζε βενζίνη αλλά η περιοχή.  Το κακουργιοδικείο θεώρησε αυτή την επεξήγηση ως ενδεικτική δίκαιης προσέγγισης του πράγματος από το ΜΚ3.  Ο εφεσείων υποστηρίζει πως στην πραγματικότητα ήταν ενδεικτική αναξιοπιστίας.

 

Θα αναμενόταν, έκρινε το κακουργιοδικείο, να είχε προβάλει ο κατηγορούμενος την εκδοχή για την αντικατάσταση του ελαστικού και τα συναφή, αμέσως.  Εν τούτοις, τα πρόβαλε το βράδυ, με την ανακριτική του κατάθεση, αξιοποιώντας την ανεύρεση του σπασμένου ελαστικού στο Νissan και το ότι ένα από τα ελαστικά του ήταν διαφορετικό από τα άλλα.  Ο εφεσείων θέτει ερωτήματα αναφορικά με το πώς, έστω τότε, έμαθε αυτά τα στοιχεία, όντας υπό σύλληψη αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, παραπέμπει σε στοιχεία της μαρτυρίας τα οποία, όπως εισηγείται, δείχνουν πως ήταν εξ αρχής που πρόβαλε τον ισχυρισμό για  το ελαστικό.  Οπότε, και εν προκειμένω, διασπάται βασικός κρίκος της αλυσίδας της περιστατικής μαρτυρίας στη βάση της οποίας, ενόψει και των υποκειμενικών εκτιμήσεων του κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία, κατέληξε στην καταδικαστική απόφαση.  Μας παρέπεμψε, συναφώς, ο εφεσείων στη μαρτυρία του ΜΚ2 σε απάντηση ευθείας σχετικής ερώτησης πως ο εφεσείων ήταν «από την πρώτη στιγμή» που αναφέρθηκε στο ελαστικό, χωρίς να είχε διερευνηθεί τότε, ποια ήταν γι' αυτόν η πρώτη στιγμή.  Επίσης, στην πιο κάτω απάντηση του ΜΚ3 στην ευθεία ερώτηση ότι μόλις συνέλαβε τον εφεσείοντα αυτός του ανέφερε «εγώ δεν έχω καμιά σχέση, εμένα απλώς τηλεφώνησαν μου να τους αλλάξω το λάστιχον»:  «Μου τα είπε μετά στη συζήτηση που είχαμε μεταξύ μας, μετά τη σύλληψη του. Εντάξει μεταξύ άλλων, μου είπε και αυτά, μου είπεν και αρκετά».

 

Όπως αναφέραμε συζητήθηκαν και άλλα, αλλά τα πιο πάνω είναι αρκετά για να προσεγγίσουμε στην αρμόζουσα διάσταση την εισήγηση του εφεσείοντα πως, για  λόγους που εξηγήθηκαν, παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωώτητας και η δίκη του δεν ήταν δίκαιη.  Αυτή η βασική εισήγηση του εφεσείοντα ανατρέχει στη ρίζα ώστε το ερώτημα στην παρούσα υπόθεση, να μην υποβιβάζεται σε απλή θεώρηση της μαρτυρίας, αυτής καθ' εαυτής.  Παραθέτουμε τα δεδομένα:

 

Είχε αρχικώς παραδεχτεί ενοχή στις τρεις κατηγορίες ο πρώτος κατηγορούμενος αλλά, όταν δηλώθηκε από την κατηγορούσα αρχή πως δεν ήταν πρόθεση της να τον καλέσει ως μάρτυρα κατηγορίας, το κακουργιοδικείο, με αναφορά στη  νομολογία, έκρινε πως δεν θα έπρεπε τότε να του επιβληθεί ποινή, αλλά στο τέλος.  Συμπληρώθηκε η κατάθεση του ΜΚ1, και όταν ο ΜΚ2 επιχείρησε να καταθέσει ως τεκμήριο την κατάθεση του τρίτου κατηγορούμενου στην αστυνομία, υποβλήθηκε ένσταση.  Διεξάχθηκε δίκη εντός δίκης αλλά, πριν την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του κακουργιοδικείου συναφώς, ο τρίτος κατηγορούμενος παραδέχθηκε και εκείνος ενοχή στις κατηγορίες 2, 3 και 4.  Διακόπηκε τότε ως προς αυτόν αλλά και ως προς τον πρώτο  κατηγορούμενο η κατηγορία για τη συνωμοσία η οποία, όπως σημειώσαμε, παρέμεινε μόνο για τον εφεσείοντα.  Ζήτησε τότε η κατηγορούσα αρχή να επιβληθεί, σε εκείνο το στάδιο, ποινή στους κατηγορούμενους 1 και 3 για  τρεις λόγους.  Θα περισωζόταν δικαστικός χρόνος αφού διαφορετικά η κατηγορούσα αρχή θα προσκόμιζε μαρτυρία και γι' αυτούς.  Περαιτέρω, θα περιοριζόταν η αμοιβή των δικηγόρων των κατηγορουμένων 1 και 3 που τους αντιπροσώπευαν στο πλαίσιο νομικής αρωγής.  Τελικά, θα κατατίθετο στο πλαίσιο της δίκης σωρεία παραδεκτών γεγονότων και ενδεχομένως θα επηρεάζονταν οι κατηγορούμενοι 1 και 3.  Συμφώνησαν οι κατηγορούμενοι 1 και 3 αλλά και ο συνήγορος του εφεσείοντα, ο οποίος παρέθεσε τους δικούς του λόγους.  Δεν θα ακουόταν μαρτυρία άσχετη προς αυτόν και θα αποφευγόταν το ενδεχόμενο διαφωνίας των κατηγορουμένων 1 και 3 προς τα παραδεκτά γεγονότα που προγραμμάτιζαν να δηλωθούν σε σχέση με τις κατηγορίες κατά του εφεσείοντα.  Το κακουργιοδικείο δέχτηκε την κοινή εισήγηση και αφού συμπληρώθηκε η σύντομη μαρτυρία του ΜΚ2, άκουσε τα γεγονότα και επέβαλε ποινή στους κατηγορούμενους 1 και 3.

 

Κατά τα γεγονότα, όπως τα εξέθεσε η κατηγορούσα αρχή, οι κατηγορούμενοι 1 και 3 «είχαν συμφωνήσει με τρίτο πρόσωπο να εισάξουν ναρκωτικές ουσίες στην Κύπρο» από την Αγγλία.  Αγόρασε τις ναρκωτικές ουσίες ο πρώτος κατηγορούμενος, με χρήματα που θα κατέβαλλε ο  τρίτος κατηγορούμενος και «άλλο πρόσωπο».  Όταν έφθασε το Nissan στο λιμάνι της Λεμεσού, με τα ναρκωτικά συσκευασμένα στο ντεπόζιτο των καυσίμων του, το παρέλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος τον οποίο, από ένα σημείο, τον ακολουθούσε και ο τρίτος κατηγορούμενος.  Στον αυτοκινητόδρομο προς τη Λευκωσία, μετά τον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας, «ενσωματώθηκε και τρίτο αυτοκίνητο και αφού παρέμειναν τρία άτομα εκεί για  χρονική περίοδο δύο με τρία λεπτά», αναχώρησαν.  Στο χώρο του υποστατικού, «αφού σταμάτησαν και τα τρία οχήματα εκεί άρχισαν να βγάζουν ναρκωτικά, άρχισαν να βγάζουν από το ντεπόζιτο καυσίμων ορισμένες συσκευασίες και να τα τοποθετούν σε μια αθλητική τσάντα».  Εκδηλώθηκε τότε η έφοδος των αστυνομικών και οι τρεις παρευρισκόμενοι προσπάθησαν «να διαφύγουν».  Ακολούθησε η σύλληψη και, όπως καταλήγει η έκθεση των γεγονότων από την κατηγορούσα αρχή, ο τρίτος κατηγορούμενος, με κατάθεσή του, «ενοχοποίησε το άτομό του και επιβεβαίωσε τα γεγονότα ως αναφέρθηκαν προηγουμένως».

 

Η ποινή επιμετρήθηκε ακριβώς πάνω στην πιο πάνω βάση.  Σημείωσε συναφώς το κακουργιοδικείο στην απόφασή του:  Οι κατηγορούμενοι 1 και 3 «και ένα τρίτο πρόσωπο» συμφώνησαν να εισάξουν ναρκωτικά στη Δημοκρατία από την Αγγλία. Τα χρήματα θα τα κατέβαλλε ο τρίτος κατηγορούμενος και το «άλλο πρόσωπο».  Την αποστολή του οχήματος στην Κύπρο ανέλαβε ο τρίτος κατηγορούμενος και το «τρίτο πρόσωπο».  Μετά την παραλαβή του Νissan στα αυτοκίνητα των κατηγορουμένων 1 και 3 «προσετέθει και τρίτο αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε το τρίτο πρόσωπο».  Όταν δε εκδηλώθηκε η έφοδος των αστυνομικών, «οι δυο κατηγορούμενοι και το τρίτο άτομο, προσπάθησαν να διαφύγουν» αλλά και οι κατηγορούμενοι και το «τρίτο πρόσωπο» «ανεκόπησαν και συνελήφθησαν».  Στη συνέχεια, κατά την αναφορά του στο ρόλο των κατηγορουμένων 1 και 3, αφού επανέλαβε πως ο κατηγορούμενος 3 «ήταν ένα από τα δυο πρόσωπα που χρηματοδότησε την όλη επιχείρηση» και ότι «ο κατηγορούμενος 1 παρά τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε οργάνωσε μαζί με άλλα πρόσωπα και εκτέλεσε μια περίτεχνη επιχείρηση παράνομης εισαγωγής σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών», αναφέρθηκε σε επ' αυτοφόρω σύλληψη και στην ύπαρξη συντριπτικής μαρτυρίας ως στοιχείο που άμβλυνε τη σημασία της παραδοχής των κατηγορουμένων 1 και 3.

 

Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα, ορθή όπως κρίνουμε, πως κάτω από τα δεδομένα, το «τρίτο πρόσωπο», όπως ήταν άλλωστε η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, δεν ήταν άλλο από τον εφεσείοντα.  Δεν ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής πως εμπλεκόταν άλλος από τους τρεις, αυτή ήταν η μαρτυρία στη βάση της οποίας παραπέμφθηκαν στο κακουργιοδικείο και που, εν μέρει, προσκομίστηκε αρχικώς αλλά και στη συνέχεια, όπως άλλωστε υποδήλωνε και η πρώτη κατηγορία, κατά την οποία οι κατηγορούμενοι 1 και 3 και ο εφεσείων συνωμότησαν μεταξύ τους.  Κατηγορία, όπως σημειώσαμε που διακόπηκε ως προς τον εφεσείοντα στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Ο εφεσείων μας παρέπεμψε σε νομολογία ως προς τις επιπτώσεις από την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας με συνακόλουθο να μην είναι δίκαιη η δίκη, στη βάση του πάγιου κριτηρίου ως προς το κατά πόσο ένας δικαιόφρων και πληροφορημένος παρατηρητής θα ήταν δυνατό να συμπεράνει πως ετίθετο ζήτημα προκατάληψης, εξ αντικειμένου.   Δεν θα επεκταθούμε σε συζήτηση ως προς αυτό το γενικό κριτήριο, το οποίο ασφαλώς δεν τίθεται ούτε ετέθη υπό αμφισβήτηση.  Θα αναφερθούμε, όμως, στη νομολογία που επέλυσε ζητήματα ιδιαιτέρως σχετικά.  Προέρχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την Αγγλία.

 

Μία διευκρίνιση κατ' αρχάς.  Ο εφεσείων συνέδεσε τα περί την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωώτητας και τα περί τη δίκαιη δίκη, αυτοτελώς και προς την επιλογή, αυτή καθ' εαυτή, να ακουστούν γεγονότα και να επιβληθεί ποινή στο στάδιο που αναφέρθηκε. Για να εισηγηθεί πως η ενέργεια του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα, όχι μόνο να μην ενστεί αλλά και να εισηγηθεί ο ίδιος να επιβληθεί σε εκείνο το στάδιο ποινή στους κατηγορούμενους 1 και 3 ήταν εκδήλως ανίκανη δικηγορία οπότε, στη βάση της νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε[1], η καταδίκη θα πρέπει να παραμεριστεί.  Σ' αυτό το πλαίσιο, μας παρέπεμψε στη νομολογία[2] πως ο κανόνας πρέπει να  είναι να επιβάλλεται η ποινή στο τέλος εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ιδίως εφόσον πρόκειται ο κατηγορούμενος στον οποίο θα επιβληθεί ποινή να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας.  Αυτή, όμως, η νομολογία, που αφορά κατ' εξοχήν σε ποινές και σε επακόλουθη δίκη από διαφορετικούς δικαστές δεν είναι σχετική αυτοτελώς προς το θέμα που εδώ εγείρεται.  Αφορά στην εν τέλει ποινή, στους δυο, και στις δυνατότητες ορθών συσχετισμών κατά την επιμέτρησή της, ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.  Το θέμα εδώ αφορά στα δηλωθέντα και καταγραφέντα ως γεγονότα, στη βάση των οποίων και επιβλήθηκε η ποινή.

 

Παρεμβάλλουμε εδώ την άποψη της κατηγορούσας αρχής ως προς αυτό το θέμα. Ο εφεσείων δεν αντέδρασε αλλά «δέχθηκε τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν από την κατηγορούσα αρχή» η οποία, «εκθέτοντας τα γεγονότα για  τους κατηγορουμένους 1 και 3 όφειλε και έτσι έπραξε να αποκρυσταλλώσει το ρόλο συμμετοχής των κατηγορουμένων στη διάπραξη των αδικημάτων».  Ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρεί η κατηγορούσα αρχή ότι ο εφεσείων δέχθηκε, ως το «τρίτο πρόσωπο», τέτοια γεγονότα, αρνούμενος όμως τις κατηγορίες.  Εκλαμβάνουμε δε πως η αναφορά στο ρόλο των κατηγορουμένων, παραπέμπει στους κατηγορούμενους 1 και 3.  Είναι προφανές πως, στην αντίληψη όλων, η αναφορά σε «τρίτο πρόσωπο» και όχι ονομαστικά στον εφεσείοντα, αρκούσε.  Αναδύεται, όμως, εξ αντικειμένου το θέμα που προσδιορίσαμε αφού δεν ήταν δυνατό να υπάρξει αμφιβολία πως αυτό το «τρίτο πρόσωπο» δεν μπορούσε να ήταν άλλο από τον εφεσείοντα.

 

Στη  Yiangos Pilavakis and Another v. The Queen, 19 CLR 163, Criminal Appeal No. 1930, 2/01/1953 η ενοχοποιητική κατάθεση στην αστυνομία του συγκατηγορουμένου που παραδέχθηκε ενοχή, περιλήφθηκε στις καταθέσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.  Περαιτέρω, στην εισαγωγική ομιλία της κατηγορούσας αρχής (opening) έγινε αναφορά σ' αυτή, χωρίς εκείνος να είχε ή να επρόκειτο να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας και χωρίς ακόμα να του είχε επιβληθεί ποινή.  Περαιτέρω, χωρίς και να είχε προσαχθεί η κατάθεσή του ως μαρτυρία.  Αυτή η κατάθεση ήταν καταστροφική για  την υπεράσπιση του εφεσείοντα και συζητήθηκε ως σοβαρό το θέμα της πιθανής επίδρασης της στην καταδικαστική απόφαση.  Κρίθηκε πως ενώ μόνο κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις θα εδικαιολογείτο φόβος ότι η απόφαση δεν στηρίχτηκε στη μαρτυρία και μόνο, εν προκειμένω, αφού τόσο ζημιογόνα κατάθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως μέρος της διαδικασίας, ως αληθής, ήταν αδύνατο να λεχθεί πως δεν επηρεάστηκε το Δικαστήριο.  Παρόλον τούτο, η έφεση απορρίφθηκε επειδή, στη βάση των περιστατικών, μόνο συμπέρασμα ενοχής μπορούσε να εξαχθεί και συνεπώς δεν υπήρχε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.

 

Στην υπόθεση Ismoilov v. Russia, Application No. 2947/06 (2009) 49 EHRR 42, ημερ. 24.4.2008, το θέμα αφορούσε σε διάταγμα έκδοσης των αιτητών, από τη Ρωσσία στο Ουζμπεκιστάν για να αντιμετωπίσουν κατηγορίες, μεταξύ άλλων, για  τρομοκρατικές ενέργειες.  Απασχόλησε σειρά θεμάτων αλλά εδώ ενδιαφέρει το τελευταίο.  Στην απόφαση του ρωσικού δικαστηρίου που διέταξε την έκδοση, αναφέρθηκε, ως γεγονός, ότι οι αιτητές διέπραξαν πράξεις τρομοκρατίας και άλλα ποινικά αδικήματα στο Ουζμπεκιστάν.  Αυτή η απόφαση περιλήφθηκε στο υλικό που στάληκε στις δικαστικές αρχές του Ουζμπεκιστάν και περιλήφθηκε στον ποινικό τους φάκελο.  Με αναφορά στο τεκμήριο της αθωότητας που αποκλείει την πρόωρη διατύπωση γνώμης ότι ένα πρόσωπο είναι ένοχο, αποφασίστηκε ότι η πιο πάνω αναφορά, προκαταλαμβάνει τη γνώμη του κοινού αλλά και των δικαστικών αρχών στο Ουζμπεκιστάν ως προς την ενοχή των αιτητών.  Διαπιστώθηκε, συνεπώς, παραβίαση του άρθρου 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για  τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως προς το τεκμήριο της αθωώτητας.

 

Στην υπόθεση Ferrantelli and Santagelo v. Italy, Application no. 19874/92, ημερ. 07.08.1996, δικαστής που συμμετέσχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου που καταδίκασε τους αιτητές, συμμετέσχε και στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, ξεχωριστά, άλλο πρόσωπο, ως συνεργό του.  Στη δίκη του συνεργού έγινε αναφορά στους αιτητές ως συναυτουργούς και στην απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν γίνεται αναφορά και σε απόσπασμα εκείνης της πρώτης απόφασης.  Η υπόθεση εξετάστηκε στη βάση όχι υποκειμενικής μεροληψίας αλλά τέτοιας, ως φαινομένης, εξ αντικειμένου.  Εξηγήθηκε πως ό,τι διακυβεύεται είναι η εμπιστοσύνη την οποία τα Δικαστήρια, σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να  εμπνέουν στο κοινό.  Οπότε, κατά την κρίση ως προς το αν υπάρχει λόγος που να προκαλεί το φόβο τέτοιας εξ αντικειμένου μεροληψίας, η στάση του ίδιου του κατηγορούμενου, όσο και αν είναι σημαντική, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.  Με αναφορά δε και στην Hauschildt ν. Denmark, Application no. 10486/83 της 24.05.1989, Series A No. 154 την οποία και εδώ επικαλέστηκε ο εφεσείων  το ΕΔΑΔ κατέληξε πως υπήρχε παράβαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης, ως προς το δίκαιο της δίκης.

 

Στην υπόθεση  Νestak v. Slovakia, Application no. 65559/01, ημερ. 27.2.2007, το Δικαστήριο που καταδίκασε τον αιτητή, προηγουμένως, κατά το στάδιο της διαδικασίας για  την κράτησή του, θεώρησε ότι, με βάση τη μαρτυρία, διέπραξε το έγκλημα και υπήρχε κίνδυνος επανάληψης.  Εξηγήθηκε πως μόνη η συμμετοχή σε διαδικασία κράτησης δεν δημιουργεί αφ' εαυτής φόβο για  εξ αντικειμένου μεροληψία.  Όμως, αφού εν προκειμένω, προηγήθηκαν δηλώσεις για  πράγματι διάπραξη του αδικήματος, όπως κρίθηκε, παραβιάστηκε το άρθρο 6(1) της Σύμβασης, ως προς δίκαιη δίκη.

 

Στην υπόθεση R v. KS [2009] EWCA Crim 2377 - (2010 1 Crim App R 20), ο δικαστής, ενόψει πληροφορίας για  επηρεασμό ενόρκων, αποφάσισε να τους απαλλάξει για να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση.  Όμως ο ίδιος είχε προηγουμένως προεδρεύσει σε άλλες δίκες ενώπιον ενόρκων και, σε εκείνο το πλαίσιο, άκουσε όγκο πληροφοριών που επηρέαζαν τον κατηγορούμενο αλλά προέβη και σε παρατηρήσεις ως προς αυτόν εξειδικευμένες και επικριτικές, κατά την επιμέτρηση της ποινής στους άλλους.  Κρίθηκε πως, ανεξάρτητα από την ανυπαρξία υποκειμενικής μεροληψίας, υπήρχε θέμα φαινομένης μεροληψίας και η έφεση επετράπη.

 

Η εφεσίβλητη δεν σχολίασε αυτή τη νομολογία αλλά επικαλέστηκε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Pal κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551.  Παραθέτουμε τα δεδομένα της.  Η βασική μάρτυς κατηγορίας είχε, κατά την εξέλιξη της δίκης, παραδεχθεί ενοχή και η εισήγηση για  φαινομένη μεροληψία στηρίχτηκε στο γεγονός ότι, κατά την επιβολή της ποινής, το κακουργιοδικείο σημείωσε ότι έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το ότι σε κατάθεσή της «ανέφερε όλα τα γεγονότα και κατονόμασε όλα τα πρόσωπα που επλέκονται στην παρούσα υπόθεση».  Ενώ, και στη συνέχεια, ότι ήταν έτοιμη «όχι μόνο να δεχθεί την τιμωρία της αλλά και να συνδράμει αποτελεσματικά και καταλυτικά στην τιμωρία των οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών ..».  Σχολιάστηκε η νομολογία, μέρος της οποίας παραθέσαμε και εδώ, και, βεβαίως, τίποτε από αυτή δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση.  Αντιθέτως τονίστηκε η ανάγκη για προσοχή κατά την αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια των διαφόρων θεμάτων «ώστε να μην αφήνεται να αιωρείται έστω και σκιά ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους».  Δεν συμφώνησε όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο πως με τις πιο πάνω φράσεις, στο πλαίσιο σειράς στοιχείων που με λεπτομέρεια εξήγησε, περιλαμβανομένων και μη αμφισβητηθέντων δεδομένων, ότι οι πιο πάνω φράσεις έδειχναν ότι το κακουργιοδικείο είχε προαποφασίσει είτε τη συμμετοχή των εφεσειόντων στη διάπραξη των αδικημάτων είτε ότι ήσαν μεγαλέμποροι ναρκωτικών, εκδοχή η οποία, όπως παρατηρήθηκε, μόνο με στρέβλωση της χρησιμοποιηθείσας γλώσσας θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί.

 

Είναι προφανές πως τα δεδομένα, εν προκειμένω, διαφέρουν ριζικά από εκείνα στην πιο πάνω υπόθεση[3].  Δεν έχουμε εδώ γενικές αναφορές αλλά ρητές και εξειδικευμένες.  Το «τρίτο πρόσωπο» το οποίο, κάτω από το σύνολο των στοιχείων δεν μπορούσε να εννοείται ως άλλος από τον εφεσείοντα, προσχεδίασε, ανέλαβε τη δαπάνη, στοχευμένα συνεννοήθηκε με τους κατηγορούμενους 1 και 3, ενεπλάκη στην αφαίρεση των ναρκωτικών από το ντεπόζιτο των καυσίμων του Nissan και, όταν εμφανίστηκε η αστυνομία, προσπάθησε να διαφύγει.  Έχουμε δει δε συναφώς τα σημεία που συζήτησε ο εφεσείων ως προς σοβαρές αδυναμίες στην απόδοση και αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με κάθε μια από τις κρίσιμες φάσεις, περιλαμβανομένης και της πτυχής που αφορούσε στην αντίδρασή του και στο πότε αναφέρθηκε στο ελαστικό.  Δεν θα αποφανθούμε ως προς αυτά ούτε και θα επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες.  Η εισήγηση πως, εξ αντικειμένου, τίθεται ζήτημα δίκαιης δίκης, στη βάση των αρχών όπως αυτές προκύπτουν από τη σταθερή νομολογία, είναι βάσιμη.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η καταδίκη του εφεσείοντα και συνακολούθως η ποινή που του επιβλήθηκε πρέπει να  παραμεριστούν.  Σαφώς, όμως, έχουμε εν προκειμένω, περίπτωση σοβαρότατης κατηγορίας για ναρκωτικά και, όπως εκτιμούμε, λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων, κατά την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και τις επιπτώσεις στον εφεσείοντα, στη βάση της νομολογίας μας ως προς το θέμα, όπως και πρόσφατα εξηγήθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 ΑΑΔ 94, λαμβάνοντας υπόψη πως, ως εκ του λόγου του παραμερισμού της καταδίκης, αφήνεται ακάλυπτο το ερώτημα της ενοχής του εφεσείοντα στις κατηγορίες, είναι δίκαιο να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλους δικαστές.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την καταδίκη και την ποινή παραμερίζονται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήριο με άλλη σύνθεση.  Κατά τη διάρκεια της δίκης, με διαταγές του κακουργιοδικείου ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση.  Δεν θα υπαγορεύσουμε εμείς τον τρόπο με τον οποίο πρωτογενώς το δικαστήριο, κατά την επανεκδίκαση, θα χειριστεί αυτό το θέμα αλλά οφείλουμε να εκδώσουμε διαταγή για το διάστημα που θα μεσολαβήσει ως την ανάληψη δικαιοδοσίας από άλλο πρωτόδικο δικαστήριο.  Στο πλαίσιο των δεδομένων, έχοντας υπόψη συναφώς και τις υποθέσεις Georghios Petrides and Others v. The Republic (1964) CLR 413, Aristotelis Constantinou Loizias alias Aristos v. The Republic (1969) 2 CLR 217 και Phivos Petrou Pierides v. The Republic (1971) 2 CLR 263, διατάσσουμε την παραμονή του εφεσείοντα υπό κράτηση μέχρι την ανάληψη δικαιοδοσίας από πρωτόδικο δικαστήριο που αναμένουμε πως θα γίνει χωρίς καμιά καθυστέρηση.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Μσιαμπαρτα



[1] Γιουρούκκης ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 402, Βύρωνος ν Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 ΑΑΔ 275, R v Clinton (Dean) [1993] 1 WLR 1181; [1993] 2 All ER 998, Regina v Ensor [1989] 1 WLR 497, R v Christopher Inch [1990] 91 Cr App R 51, R v Swain [1988] Crim LR 109, R v Christopher Irwin [1987] 85 Cr App R 294.

[2] R v Alan John Weeks and Other [1982] 74 Cr App R 161, Robert Antony Payne [1950] 34 Cr App R 43, R v Stephen Broadbridge (1983) 5 Cr App R (S) 269, R v Kenneth John Fawcett and Others (1983) 5 Cr App R (S) 158, R v Leigh Hill [2007] EWCA Crim 3368, R v John Laurie Keeling Depledge (1979) 1 Cr App R (S) 183,  R V Harry Ashley Jason Palmer (1994) 99 Cr. App. R 83, Ιάκωβος Χριστοδούλου Δημητρίου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141.

[3] Βλ. την επίσης διαφορετική περίπτωση Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο