ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 53/2012)
10 Απριλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΣΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Χρ. Χ΄΄ Λοίζου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Θεοδώρου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων, που ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία, με δική του παραδοχή βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού (του δεύτερου κατηγορούμενου στην πρωτόδικη διαδικασία) κατά παράβαση των άρθρων 2 και 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι στις 4.12.2011 στη Λεμεσό εργοδότησε τον αλλοδαπό-δεύτερο κατηγορούμενο, χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία έκθεσης των γεγονότων από τις δύο πλευρές, προέκυψε ότι η υπεράσπιση του πρώτου κατηγορούμενου-εφεσείοντα ισχυριζόταν ότι η παραμονή, στην Κύπρο, του δεύτερου κατηγορούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν νόμιμη, ενώ η κατηγορούσα αρχή ισχυριζόταν ότι η παραμονή του ήταν παράνομη. Ενόψει των διϊστάμενων εκδοχών σε ζήτημα που, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν μεγάλης σημασίας και καθοριστικό της σοβαρότητας του αδικήματος και του είδους της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή περιορισμένης δίκης (Newton Hearing), για τη διαπίστωση του αμφισβητούμενου αυτού γεγονότος, δηλαδή του καθεστώτος παραμονής του αλλοδαπού-δεύτερου κατηγορούμενου στο έδαφος της Δημοκρατίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η απόφαση για διεξαγωγή Newton Hearing ήταν ορθή, εφόσον υπήρχε διάσταση εκδοχών σε σημείο που είχε σημασία για την επιμέτρηση της ποινής (Δέστε: Haggar v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52 και Robert John Newton, 77 Cr.App.R. 13 [1984]).
Κατά τη δίκη, η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε ως μάρτυρα το δεύτερο κατηγορούμενο ο οποίος ανέφερε ότι στις 4.12.2011, ημερομηνία που τον συνέλαβε η Αστυνομία, αυτός ήταν παράνομος, δηλαδή ζούσε παράνομα. Ήλθε στην Κύπρο ως φοιτητής και του δόθηκε αρχικά άδεια παραμονής και υπέβαλε και αίτηση πολιτικού ασύλου. Δεν διευκρινίστηκε ποια ήταν η τύχη της αίτησης πολιτικού ασύλου.
Με βάση τα προαναφερόμενα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο δεύτερος κατηγορούμενος βρισκόταν στη Δημοκρατία παράνομα.
Μετά την προαναφερόμενη περιορισμένη δίκη συμπληρώθηκε η έκθεση των γεγονότων ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 2 μηνών στον εφεσείοντα-πρώτο κατηγορούμενο. Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη την ανησυχητική έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος που παραδέχθηκε ο εφεσείων, με όλες τις σοβαρές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, στην αγορά εργασίας και στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία και συγκεκριμένα τις απόφασεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αθανασίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 311, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μιχαήλ (2001) 2 Α.Α.Δ. 74, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πάγκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 304 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438.
Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη την παραδοχή και απολογία του εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες περιλαμβανομένου και προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει καθώς και τις επιπτώσεις από την ποινή που θα του επιβαλλόταν. Ως προς τις επιπτώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε διοριστεί πρόσφατα ως δάσκαλος και αφού αναφέρθηκε σε εισήγηση της υπεράσπισης ότι ποινή φυλάκισης θα συνεπαγόταν την απόλυση από τη δουλειά του, παρέθεσε νομολογία και ειδικά την υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 243 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την ποινή που θα του επιβαλλόταν, η φύση του αδικήματος δεν δικαιολογούσε την απόλυση από τη δουλειά του. Όσον αφορά το πρόβλημα υγείας, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι και στη φυλακή υπάρχει η δυνατότητα ο εφεσείων να συνεχίσει να λαμβάνει τη φαρμακευτική του αγωγή απρόσκοπτα και να παρακολουθείται από γιατρό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Πρώτον ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, δεύτερον ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, και τρίτον ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι «ιδιαζόντως υπερβολική». Ο κ. Χ΄΄ Λοίζου αναφέρθηκε και σε νομολογία και ειδικά στις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2006) 2 Α.Α.Δ. 488, Lin Qinlong κ.α. ν. Αστυνομίας (2006 ) 2 Α.Α.Δ. 501 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και δεν υπόκειται σε παραμερισμό για οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα ορθά πλαίσια και καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές και αυθεντίες. Διέταξε τη διεξαγωγή περιορισμένης δίκης με σκοπό τη διαπίστωση του ζητήματος του καθεστώτος παραμονής του δεύτερου κατηγορούμενου, στην Κύπρο, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του δεύτερου κατηγορούμενου. Δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την τύχη της αίτησης ασύλου που υπέβαλε ο δεύτερος κατηγορούμενος και δεν θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι η κατηγορούσα αρχή είχε υποχρέωση να προσκομίσει και άλλη μαρτυρία γι΄ αυτό το ζήτημα. Ο ίδιος ο εφεσείων δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση εκείνης του δεύτερου κατηγορούμενου η οποία, στην πραγματικότητα, παρέμεινε αναντίλεκτη και κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αξιόπιστη. Σημειώνεται συναφώς ότι ο (πρώην) δεύτερος κατηγορούμενος έδωσε μαρτυρία, κατά τη διάρκεια της ακρόασης τύπου Newton, και (σ΄ αυτές τις περιπτώσεις που κατηγορούμενος δίνει μαρτυρία, κατά τη δίκη, εναντίον συγκατηγορούμενου του) η μαρτυρία του είναι νομικά, αποδεκτή μαρτυρία (Δέστε: Murphy on Evidence, 8η έκδοση, σελ. 298-299).
Παρατηρούμε όμως ότι ακόμα και αν ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είτε διότι ήταν φοιτητής, είτε διότι ήταν αιτητής πολιτικού ασύλου και η αίτηση του δεν είχε απορριφθεί ακόμα, αυτό δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την παραδοχή του εφεσείοντα και τη διάπραξη απ΄ αυτόν του αδικήματος το οποίο παραδέχθηκε. Το άρθρο 14Β του Κεφ. 105, στο οποίο βασιζόταν η κατηγορία, προνοεί την ποινικοποίηση της εργοδότησης αλλοδαπού, χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια, και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι £5.000.- (σήμερα το ισόποσο σε ευρώ) ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ούτε η ιδιότητα του φοιτητή, ούτε και η ιδιότητα του αιτητή πολιτικού ασύλου παρέχει αυτόματο δικαίωμα ή άδεια εργασίας στην Κύπρο στο φοιτητή ή τον αιτητή πολιτικού ασύλου. Το άρθρο 9(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν 6(Ι)/2000) προνοεί ότι αιτητής πολιτικού ασύλου έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης για άδεια εργασίας, δυνάμει των σχετικών νόμων, αλλά εάν δεν υποβάλει τέτοια αίτηση και δεν εξασφαλίσει τέτοια άδεια, νοείται ότι κανένα δικαίωμα δεν έχει να εργοδοτείται στην Κύπρο. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο πρώην δεύτερος κατηγορούμενος υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση για άδεια εργασίας ή ότι εξασφάλισε οποιαδήποτε άδεια εργασίας στην Κύπρο. Αντίθετα, είναι προφανές ότι αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε οποιαδήποτε άδεια εργασίας στην Κύπρο και ιδιαίτερα για να εργαστεί στο υποστατικό του εφεσείοντα.
Στην πρωτόδικη απόφαση δεν αναγράφεται οτιδήποτε ότι ο εφεσείων (ο κατηγορούμενος 1) παραδέχθηκε, από μόνος του, ότι ο κατηγορούμενος 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα. Εκείνο που παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι ο κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκε κάτι τέτοιο, όχι ο εφεσείων. Επομένως ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος.
Ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής παρατηρούμε ότι αυτό δεν είναι έκδηλα υπερβολικό αλλά αντίθετα συνάδει με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις τρεις αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, δηλαδή τις αποφάσεις Μιχαήλ, Πάγκαλου και Ζαννέτου (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε τις εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα και, σε παρόμοιες περιπτώσεις, αύξησε πρωτόδικες ποινές προστίμου σε ποινές φυλάκισης 2 μηνών. Στην υπόθεση Ζαννέτου, συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος ήταν οικογενειάρχης, 52 ετών, πατέρας τριών ανηλίκων τέκνων, με προβλήματα υγείας και λευκό ποινικό μητρώο, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή στο αδίκημα την παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών. Η πρωτόδικη ποινή προστίμου των £400, αυξήθηκε σε ποινή άμεσης φυλάκισης 2 μηνών.
Η υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Χ΄΄ Λοίζου, ήταν απόφαση που δόθηκε ex-tempore και με την οποία επικυρώθηκε ποινή προστίμου £300 για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού, αλλά το Εφετείο παρατήρησε ότι το ύψος του προστίμου θα μπορούσε να ήταν ψηλότερο. Η υπόθεση Qinlong (ανωτέρω) ήταν επίσης ex-tempore απόφαση του Εφετείου στην οποία είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης σε αλλοδαπούς φοιτητές (ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά ποινή φυλάκισης στον εργοδότη), εργαζόμενους περιστασιακά, και στην οποία, το Εφετείο, έκρινε ότι η περίοδος ποινής που ήδη εξέτισαν ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις, ενόψει των ευρύτερων συνεπειών που αυτή θα είχε στη δυνατότητα παραμονής των αλλοδαπών φοιτητών, στην Κύπρο. Θεωρούμε ότι οι δύο αυτές αποφάσεις κρίθηκαν στη βάση των δικών τους ιδιαζόντων γεγονότων και ότι η καθοδήγηση που είχε το πρωτόδικο δικαστήριο από τις προαναφερόμενες τρεις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μιχαήλ, Πάγκαλου και Ζαννέτου) ήταν απόλυτα ορθή.
Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.