ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 2 ΑΑΔ 167

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 197/2010)

 

27 Μαρτίου, 2012

 

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  ΠΟΤΑΜΟΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ALPHA  BANK  CYPRUS  LTD,

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ  ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ  ΩΣ

ALPHA  BANK  LTD,

 

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Χριστάκης Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.

Χρίστια Μίτλεττον (κα), για Ανδρέα Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

________________________

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου την Ποινική Υπόθεση Αρ. 2473/10.  Κατηγορείτο ότι, ενώ ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης στην Αγωγή Αρ. 3822/99, Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις εκ £Κ100,00 ή το ισάξιο ποσό των €170,86, από 15/8/2001 και, ακολούθως, τη 15η ημέρα εκάστου επομένου μηνός μέχρι εξοφλήσεως, παρέλειψε να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις από 15/8/2008 μέχρι 15/1/2010.  Αντιμετώπιζε, συνολικά, 18 κατηγορίες.

 

Στις 16/4/2010, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν για πρώτη φορά ορισμένη, ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και αρνήθηκε τις κατηγορίες, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οριστεί για ακρόαση στις 26/5/2010 και ο ίδιος να διαταχθεί όπως υπογράψει εγγύηση €2.000,00, για να παρουσιαστεί κατά τη δίκη. 

 

Στις 26/5/2010, στην παρουσία του εφεσείοντα, η δίκη, για λόγους που δεν καταγράφονται στο πρακτικό, δεν έγινε και η υπόθεση ορίστηκε για προγραμματισμό στις 16/6/2010, ημερομηνία κατά την οποία, στην παρουσία του εφεσείοντα, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής - (εφεσίβλητης) - κ. Συμιλλίδης, δήλωσε ότι αυτή θα προχωρούσε στο διορισμό άλλου συνηγόρου και η υπόθεση αναβλήθηκε για προγραμματισμό στις 24/9/2010.  Στο πρακτικό της εν λόγω ημερομηνίας διαβάζουμε τα ακόλουθα:-

 

«Εμφανίσεις:

 

Για την Κατηγορούσα Αρχή:  κα Ν. Καλογήρου

Για τον Κατηγορούμενο:  καμία εμφάνιση

Κατηγορούμενος:  παρών

................................................................................................................

 

Κα Καλογήρου

Σήμερα η υπόθεση είναι για Προγραμματισμό.  Ζητώ όπως αποσυρθώ από δικηγόρος του Κατήγορου.

 

Δικαστήριο

΄Αδεια δίδεται στην κα Καλογήρου να αποσυρθεί από δικηγόρος του Κατήγορου.

 

΄Ηταν 26.5.10 για ακρόαση η υπόθεση και μετά ορίστηκε για Προγραμματισμό 16.6.

 

Κα Καλογήρου

Κάναμε αίτημα εμείς να αποσυρθούμε αφού μας πήραν τον φάκελο της ποινικής υπόθεσης και απλώς μας έδωσε χρόνο το Δικαστήριο.

 

Κατηγορούμενος

΄Ορισα δικηγόρο αλλά λόγω της εξέλιξης ότι θα αναβληθεί, ο δικηγόρος μου δεν ήρθε.

 

Δικαστήριο

Η υπόθεση ορίζεται για ακρόαση στις 12.11.2010 και ώρα 11.30.  Ο Κατηγορούμενος να είναι παρών με τους ίδιους όρους.»

 

 

 

Στις 12/11/2010, ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε και η υπόθεση, μετά από αίτημα της κ. Καλογήρου, για την Κατηγορούσα Αρχή, ορίστηκε για απόδειξη στις 16/11/2010 και, ακολούθως, στις 23/11/2010, ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο, στην απουσία του εφεσείοντα, προχώρησε, στη βάση της ένορκης δήλωσης από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, και ολοκλήρωσε την υπόθεση.  ΄Εκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε στις κατηγορίες 10 - 18 €15,00 πρόστιμο στην κάθε κατηγορία, δεν του επέβαλε, όμως, ποινή στις κατηγορίες 1 - 9.  Περαιτέρω, εξέδωσε εναντίον του διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων των μηνών από 15/8/2008 - 15/1/2010, σύνολο €3.074,48, ως χρηματική ποινή. 

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης, με τους εξής λόγους έφεσης:-

 

«Λόγος ΄Εφεσης 1

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εσφαλμένα άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 89(1) του Κεφ. 155, διακριτική του ευχέρεια υπέρ της εκδίκασης της υπόθεσης ερήμην του Εφεσείοντα αντί να εκδώσει ένταλμα σύλληψης του για να είναι παρών στην δίκη και να ακουστεί και/ή η καταδικαστική απόφαση είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή αυθαίρετη και/ή αδικαιολόγητη και/ή μη αιτιολογημένη επαρκώς ή καθόλου με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην τύχει δίκαιης δίκης σύμφωνα με τα άρθρα 12.5(γ) και (δ) και 30.3 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ.»

 

«Λόγος ΄Εφεσης 2

 

Η επιβληθείσα ποινή και/ή η έκδοση του διατάγματος είσπραξης των οφειλομένων δόσεων ως χρηματικής ποινής, δηλαδή του ποσού των €3074 το οποίο αντιπροσώπευε δήθεν τις καθυστερημένες δόσεις του Εφεσείοντα για τους μήνες 15.8.08 μέχρι 15.1.10, αμφοτέρων των μηνών συμπεριλαμβανομένων είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή αυθαίρετη.»

 

 

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα, με αναφορά στο Σύνταγμα - (΄Αρθρα 12.5 και 30) - την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - (΄Αρθρο 6) - τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155 - (΄Αρθρα 44, 45(1) και 63(3)) - (ο «Νόμος») - και νομολογία[1], ισχυρίζεται ότι τόσο η καταδίκη όσο και η επιβληθείσα ποινή πρέπει να παραμεριστούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη σαφή εκδήλωση της πρόθεσης του εφεσείοντα, με την εμφάνισή του από την πρώτη ημέρα, να είναι παρών κατά τη δίκη, προχώρησε στην απουσία του και τον έκρινε ένοχο, παραβιάζοντας το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.  Ο ορισμός της υπόθεσης για απόδειξη στην απουσία του εφεσείοντα, χωρίς να προκύπτει από το πρακτικό τι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να ακούσει την υπόθεση χωρίς ο ίδιος να είναι παρών, όταν, μάλιστα, αυτό είχε θέσει όρους για τη διασφάλιση της παρουσίας του κατά τη δίκη του, φανερώνει εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.  Η φύση, υπέβαλε, των αδικημάτων που ο εφεσείων αντιμετώπιζε[2] ενέχει το στοιχείο της ανεντιμότητας και δε δικαιολογούσε η υπόθεση να ακουστεί στην απουσία του.  Η έκδοση του διατάγματος είσπραξης των οφειλομένων δόσεων, ως χρηματική ποινή, καταλήγει, είναι μέτρο επαχθές και πολύ αυστηρό για τον εφεσείοντα, έτσι ώστε αυτός θα έπρεπε να ακουστεί.  

 

Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση έχει δικαίωμα να είναι παρών κατά τη δίκη του και να ακούεται, γι' αυτό, άλλωστε, κλητεύεται.  Σε περιπτώσεις συνοπτικής δίκης, το ζήτημα της παρουσίας ή μη κατηγορουμένου διέπεται από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 89(1)[3] του Νόμου.  Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο θα προχωρήσει στην απουσία κατηγορουμένου να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή ή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, επαφίεται στη διακριτική του εξουσία, η οποία ασκείται δικαστικά.  Κατά την άσκησή της, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η φύση και η σοβαρότητα των κατηγοριών, κατά πόσο αυτές ενέχουν το στίγμα της ανεντιμότητας, το είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλεται για τέτοιου είδους κατηγορίες, εάν ο κατηγορούμενος βαρύνεται ή όχι με προηγούμενες καταδίκες - (βλ. Niazi Ahmed v. Police 19 C.L.R. 127· Michael and Others v. Police (1987) 2 C.L.R. 78 και Αριστοδήμου ν. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193) - κατά πόσο αυτός έχει παραιτηθεί οικειοθελώς του δικαιώματος να είναι παρών, ή, καίτοι απών, εκπροσωπείται από συνήγορο και δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι παρών.      

 

Στην παρούσα περίπτωση, εξετάζοντας τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και, ιδιαίτερα, τα πρακτικά των ημερομηνιών 16/11/2010 και 23/11/2010, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και άκουσε την υπόθεση, χωρίς να εξετάσει, παρά την προηγούμενη απόφασή του ότι η παρουσία του εφεσείοντα ήταν απαραίτητη - γι' αυτό, άλλωστε, και τον δέσμευσε με εγγύηση - εάν η παρουσία του έπαυσε να είναι απαραίτητη και η δίκη μπορούσε να προχωρήσει στην απουσία του.  Δεδομένης της άρνησης των κατηγοριών από τον εφεσείοντα, κατά την πρώτη δικάσιμο, και της, κατ' επανάληψη,  παρουσίας του μέχρι τις 24/9/2010, ημερομηνία, μάλιστα, που αυτός δήλωσε ότι θα εκπροσωπηθεί από συνήγορο, το Δικαστήριο, προτού προχωρήσει να ορίσει την υπόθεση για απόδειξη, θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείτο αυτή να ακουστεί στην απουσία του, ή κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του και να κατασχεθεί η εγγύησή του.  Αυτά δε φαίνεται να το απασχόλησαν, με αποτέλεσμα τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή να επηρεάζονται.

 

Μας απασχόλησε κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δικαιολογείται η επανεκδίκασή της, απόφαση που πάντοτε λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης - (βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279). 

 

Προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης, η υπέρβαση του οποίου θα οδηγούσε μια ποινική υπόθεση έξω από τα όρια του εύλογου χρόνου ολοκλήρωσής της, δεν υπάρχει.  Για τη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης, σταθμίζονται διάφοροι παράγοντες, όπως τα περιστατικά της, το περίπλοκο και η δυσκολία της, η καθ' όλα στάση των ανακριτικών αρχών, οι χειρισμοί από πλευράς του κατηγορουμένου, καθώς και η συνολική δαπάνη, στην οποία αυτός θα υποβληθεί.

 

Εδώ, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο εφεσείων δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθούν σοβαρές.  Ο χρόνος που παρήλθε από την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων δε βρίσκεται, υπό τις περιστάσεις, έξω από τα αποδεκτά όρια.  Δεδομένης της πρόβλεψης επανεκδίκασης σε σύντομο χρόνο, η οποία γίνεται στη βάση των λεπτομερειών των αδικημάτων, πιστεύουμε ότι η απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 

Τα έξοδα κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.  Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα της υπόθεσης. 

 

 

 

 

 

 

                                                                         Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] R v Jones (Anthony) (HL(E)) [2003] I AC 1

  Αριστοδήμου ν. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193

 

[2] «Πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή κατά παράβαση των άρθρων 91Α και 91Β του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 134(1)/99 και Ν60(Ι)/08,  3(1)(γ), 4(2) και (3).»

[3]     «89(1)  Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο