ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 40/2011)
23 Φεβρουαρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALEKSEJ METERIN,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Μ. Παπαδημήτρη, για τον Εφεσείοντα.
Π. Κυριακίδης, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου, βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία του βιασμού κατά παράβαση των άρθρων 144, 145 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών. Ο εφεσείων άσκησε την υπό κρίση έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής. Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στη μαρτυρία της D.B. παραπονούμενης από τη Σκωτία, η οποία περιέγραψε λεπτομερώς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τόσο πριν όσο και κατά τη διάπραξη του αδικήματος καθώς και αυτά που συνέβησαν μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Ο βιασμός σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, διαπράχθηκε τις πρωινές ώρες της 10.4.2005 όταν άγνωστο πρόσωπο που είχε γνωρίσει νωρίτερα, την οδήγησε σε κατοικία όπου μαζί με τον εφεσείοντα και ένα άλλο πρόσωπο, παρά τη θέλησή της, με χρήση βίας και απειλών τη βίασαν διαδοχικά.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία είχε, με τη θέληση της παραπονούμενης, σεξουαλική επαφή μαζί της και ότι ουδέποτε άσκησε βία εναντίον της.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης, όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι στις 6.4.2005 ήρθε στην Κύπρο με τη μητέρα της, το γιό της τεσσάρων χρόνων και τις αδελφές της 15 και 17 χρόνων αντίστοιχα. Στην Κύπρο ήρθαν για διακοπές και διέμεναν σε ξενοδοχείο στην Πάφο. Ηταν τότε 27 χρόνων. Το βράδυ της 9.4.2005 αυτή και οι αδελφές της επισκέφθηκαν μπυραρία στην Πάφο όπου ήπιαν μερικά ποτά και ακολούθως κατευθύνθηκαν με τα πόδια σε άλλη μπυραρία. Στο δρόμο, συνάντησαν πέντε άντρες οι οποίοι προσπάθησαν να τις πιάσουν κουβέντα αλλά δεν τους έδωσαν σημασία. Εισήλθαν σε μια μπυραρία όπου ήπιαν από ένα ποτό. Φεύγοντας από τη μπυραρία η μικρότερη αδελφή τους επέστρεψε γύρω στις 11.00 μ.μ. με ταξί στο ξενοδοχείο όπως ήταν η επιθυμία της μητέρας τους. Η παραπονούμενη και η αδελφή της συνάντησαν ξανά στο δρόμο τα πέντε άτομα που είδαν προηγουμένως και οι τελευταίοι τους πρότειναν να παίξουν μπιλιάρδο. Δέχθηκαν την πρόταση και όλοι μαζί πήγαν στη μπυραρία απέναντι από τη «Woody» όπου με την αδελφή της ήπιαν από δύο ποτά κοκτέϊλ. Η ίδια κάθισε στο μπαρ και συνομιλούσε με τρία από τα πρόσωπα που γνώρισαν η δε αδελφή της έπαιζε μπιλιάρδο με τους άλλους δύο. Αφού ήπιαν και εκεί μερικά ποτά πήγε με την αδελφή της σε άλλη μπυραρία όπου τις ακολούθησαν τα ίδια πέντε πρόσωπα και καθήμενοι στο μπαρ άρχισαν να συνομιλούν μαζί τους. Φεύγοντας από εκεί πήγαν σε άλλη μπυραρία όπου και πάλιν τις ακολούθησαν δύο από τα πέντε πρόσωπα που γνώρισαν προηγουμένως. Ο ένας από τους δύο, που η παραπονούμενη αποκαλούσε ρώσσο γιατί έτσι της συστήθηκε, τη ρώτησε, όχι με καλά αγγλικά, αν ήθελε χασίς (hash). Όταν απάντησε καταφατικά εκείνος της είπε να τον ακολουθήσει και αυτή δέχθηκε χωρίς να πει τίποτε στην αδελφή της. Αφού περπάτησαν για πέντε περίπου λεπτά έφθασαν σε ένα σπίτι όπου σε ένα δωμάτιο, είδε ξαπλωμένο τον εφεσείοντα γυμνό από τη μέση και πάνω. Ο ρώσσος και ο εφεσείων έβγαλαν τα ρούχα τους και παρά τη θέλησή της, χρησιμοποιώντας βία, πέτυχαν ύστερα από πάλη και με τους δύο, να της βγάλουν και τα δικά της ρούχα. Ο ρώσος κατάφερε και ήρθε σε σεξουαλική (κολπική) επαφή μαζί της χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Ακολούθησε δεύτερη σεξουαλική επαφή αυτή τη φορά με δράστη τον εφεσείοντα και θύμα την ίδια και πάλι χωρίς τη θέλησή της και ύστερα από άσκηση βίας. Μετά από αυτά, φόρεσε το παντελόνι της και κατέβηκε στο ισόγειο. Ανοιξε την εξώπορτα και άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Ο ρώσος και ο εφεσείων που την ακολούθησαν την έσυραν στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Ο εφεσείων της είπε ότι θα έκανε έρωτα μαζί της ακόμα ένας άντρας. Στο μεταξύ όμως ο εφεσείων, στην παρουσία του ρώσου, ήρθε ξανά σε σεξουαλική επαφή μαζί της, πρώτα κολπικά ενώ στη συνέχεια, εκσπερμάτωσε στο στόμα της, γεγονός που της προκάλεσε εμετό. Κατά τα διαδραματισθέντα στο ισόγειο, η παραπονούμενη δεν αντιστάθηκε λόγω του φόβου που την είχε κυριεύσει όμως, τους παρακαλούσε να την αφήσουν να φύγει. Στο μεταξύ ήρθε στο σπίτι ακόμα ένας ρώσος από τους πέντε που είχε γνωρίσει εκείνο το βράδυ ο οποίος παρά τη θέλησή της, και αυτός ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Κατά την τέλεση της τελευταίας πράξης ήρθε στο σπίτι ο Thomas, ένας από τους πέντε που γνώρισε προηγουμένως και της έφερε τα ρούχα της. Ντύθηκε και επέστρεψε στο δρόμο των μπυραριών όπου συνάντησε τρεις αγγλίδες που ήταν σε ταξί και τους ζήτησε να τη μεταφέρουν στο ξενοδοχείο της αφού τους είπε τι είχε συμβεί. Εξω από το ξενοδοχείο την ανέμενε η αδελφή της στην οποία εξιστόρησε τα συμβάντα και ακολούθως πήγαν στο δωμάτιο της μητέρας τους όπου της είπαν για όσα τους είχαν συμβεί. Η παραπονούμενη και η αδελφή της πήγαν στο νοσοκομείο Πάφου ενώ η μητέρα τους παρέμεινε στο ξενοδοχείο με τη μικρότερη κόρη και τον εγγονό της. Κλήθηκε η αστυνομία η οποία άρχισε εξετάσεις. Το βράδυ της ίδιας ημέρας (10.4.2005) στην προσπάθεια εντοπισμού των δραστών, η παραπονούμενη συνοδευόμενη από την αδελφή της και αστυνομικούς, είδε στη μπυραρία Happy Bar τρία από τα πέντε άτομα που συνάντησαν το προηγούμενο βράδυ στο δρόμο των μπυραριών. Ο ένας από τους τρεις ήταν ο εφεσείων ο οποίος μόλις είδε τους αστυνομικούς διέφυγε τρέχοντας χωρίς να γίνει κατορθωτός ο εντοπισμός του. Οι άλλοι δύο παρέμειναν στη θέση τους και συνελήφθησαν από την αστυνομία. Ακολούθησε έρευνα στο σπίτι που διέμεναν στην Κάτω Πάφο όπου βρέθηκε και παραλήφθηκε από την αστυνομία το διαβατήριο του εφεσείοντα , καθώς και άλλα τεκμήρια. Η οικία που ερευνήθηκε από την αστυνομία είχε υποδειχθεί από την παραπονούμενη ως η οικία στην οποία διαδραματίστηκαν σε βάρος της τα προαναφερόμενα γεγονότα. Η παραπονούμενη παρέδωσε στην αστυνομία τη φωτογραφική της μηχανή με το φιλμ που βρισκόταν σ΄ αυτή. Η αστυνομία εμφάνισε το φιλμ και σε κάποιες από τις 14 φωτογραφίες που είχαν εκτυπωθεί, η παραπονούμενη αναγνώρισε το ρώσο που την οδήγησε στο σπίτι και τη βίασε καθώς και τον εφεσείοντα. Η παραπονούμενη παρέδωσε στην αστυνομία και τα ρούχα που φορούσε το βράδυ που έγιναν τα γεγονότα που περιέγραψε ήτοι, μπλούζα, παντελόνι τζιν, εσώρουχο (σλιπ), μπότες και ζώνη. Η ζώνη σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, έσπασε λόγω της βίας που άσκησαν σε βάρος της ο εφεσείων και ο ρώσος στην προσπάθειά τους να της βγάλουν τα ρούχα της. Κομμάτι της ζώνης που έλειπε βρέθηκε στο δωμάτιο του εφεσείοντα κατά τη δεύτερη έρευνα που διενήργησε η αστυνομία και αναγνωρίστηκε από την παραπονούμενη. Το εν λόγω κομμάτι της ζώνης εντοπίστηκε και κατά την πρώτη έρευνα από αστυνομικό που συμμετείχε στην έρευνα του δωματίου αλλά δεν παραλήφθηκε επειδή ο εν λόγω αστυνομικός, που έλαβε μέρος και στη δεύτερη έρευνα, δεν υποψιάστηκε ότι αυτό σχετιζόταν με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Η σημασία του εν λόγω τεκμηρίου έγινε αντιληπτή μετά που η παραπονούμενη παρέδωσε τη ζώνη στην αστυνομία αναφέροντας ότι αποκόπηκε από αυτή ένα κομμάτι.
Στις 10.4.2005 η παραπονούμενη εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Σοφοκλέους ο οποίος διαπίστωσε διάφορες κακώσεις στο σώμα της οι οποίες καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση. Λήφθηκαν επίσης κολπικά επιχρίσματα για σκοπούς εξετάσεων DNA.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντα όπως διαφάνηκε από την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, την ανώμοτη δήλωσή του και την αγόρευση της δικηγόρου του είναι ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο και με τη θέληση της παραπονούμενης, ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της.
Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στο νόμο και στις αυθεντίες που διέπουν το θέμα, άρθρα 144, 145 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, Blackstone's Criminal Practice 2009, παρ. 3.15, σελ. 277 και Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251 ορθά προσδιόρισε τα στοιχεία του αδικήματος του βιασμού όπου μεταξύ άλλων, απαιτείται να αποδειχθεί ότι η συνουσία έγινε χωρίς τη συγκατάθεση της παραπονούμενης. Το θέμα της απόδειξης του τελευταίου αυτού στοιχείου, αποτέλεσε, ως ήταν επόμενο το πλέον ουσιώδες επίδικο ζήτημα της υπόθεσης. Η μαρτυρία της παραπονούμενης αποτέλεσε το βασικό έρεισμα της κατηγορίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψη τη φύση της κατηγορίας και τις νομικές αρχές οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε παρόμοιες υποθέσεις, προχώρησε στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης αφού πρώτα έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των αστυνομικών μαρτύρων Χ. Νίττη (ΜΚ 4), Σ. Αντωνίου (ΜΚ 6) και Ν. Παπαριστοδήμου (ΜΚ 7) η οποία, κατά το πλείστο, ήταν τυπική με μικρή μόνο εξαίρεση τη μαρτυρία του Αντωνίου (ΜΚ 6) που αναφέρεται στην αναγνώριση του εφεσείοντα και των άλλων δύο προσώπων από την παραπονούμενη σε μπυραρία στην Κάτω Πάφο και στην αντίδραση του εφεσείοντα να διαφύγει μόλις είδε την παραπονούμενη καθώς και στην ταραχή που είδε να κυριεύει την παραπονούμενη μόλις αντίκρισε τα πιο πάνω άτομα.
Κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης, η μαρτυρία της παραπονούμενης κρίθηκε ως απολύτως πειστική και ειλικρινής. Παρά την εντατική αντεξέταση, η μαρτυρία της παρέμεινε ακλόνητη όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα. Το Κακουργιοδικείο σημειώνει στην απόφασή του ότι η περιγραφή του εφεσείοντα από την παραπονούμενη ως το ένα από τα άτομα που τη βίασαν, έγινε προτού εκτυπωθούν οι φωτογραφίες που τον απεικονίζουν και ότι η περιγραφή που έδωσε η παραπονούμενη όντως συνάδει με το πρόσωπο και τα λοιπά σωματικά χαρακτηριστικά του εφεσείοντα. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η ζώνη που παρέδωσε η παραπονούμενη στην αστυνομία ήταν εκείνη που φορούσε την ώρα που διαδραματίστηκαν τα κρίσιμα γεγονότα της υπόθεσης και ότι το μέρος της ζώνης που βρέθηκε στο δωμάτιο του εφεσείοντα ήταν μέρος της ίδιας ζώνης που είχε αποκοπεί την ώρα που ο εφεσείων και ο φίλος του βιαίως προσπαθούσαν να της αφαιρέσουν το παντελόνι της.
Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι οι μικροαντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε η εφεσείουσα είναι εντελώς επουσιώδεις και δεν μπορούσε να μολύνουν τη μαρτυρία της ώστε να καθίσταται επικίνδυνη ή άδικη η αποδοχή της από το δικαστήριο. Βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390. Αντιθέτως, όπως παρατήρησε, οι όποιες περαιτέρω λεπτομέρειες ή εξηγήσεις που έδωσε η παραπονούμενη και δεν περιλαμβάνονται στις καταθέσεις της ενισχύουν αντικειμενικά το λόγο της και ενδυναμώνουν το φυσικό των περιγραφών της οι οποίες παρέμειναν αναλλοίωτες.
Το Κακουργιοδικείο αφού κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης προχώρησε στην εξέταση της ποιότητας της εν λόγω μαρτυρίας προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο μπορούσε να στηριχθεί σ΄ αυτή χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας έχοντας προς τούτο υπόψη τον κίνδυνο που ελλοχεύει δηλαδή, να βασιστεί στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία της παραπονούμενης για αυτής της φύσεως αδίκημα. Η επί του προκειμένου κατάληξη του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοιας καλής ποιότητας ώστε μπορούσε να βασιστεί και βασίστηκε σ΄ αυτή χωρίς να χρειαζόταν αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και συνάδει με τις αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα. Βλ. D.P.P. v. Hester (1972) 3 All E.R. 1056, D.P.P. v. Kilbourne (1973) 1 All E.R. 440, Vouniotis v. The Republic (1975) 2 CLR 34, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224, Νικολάου (ανωτέρω), Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371 και Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258.
O ιατροδικαστής Σοφοκλέους εξέτασε την ίδια ημέρα την παραπονούμενη και ετοίμασε έκθεση την οποία παρουσίασε στο δικαστήριο. Πάνω στο σώμα της παραπονούμενης διέκρινε αποτυπώματα δακτύλων που προκλήθηκαν από πίεση, θλαστικές εκχυμώσεις οφειλόμενες σε ρήξη αιμοφόρων αγγείων κατά την πλήξη ή σύνθλιψη ιστών του δέρματος που επίσης μπορούσε να προκληθεί από την πίεση και τη δύναμη των δακτύλων. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι πολλές θλαστικές εκχυμώσεις και εκτυπώματα δακτύλων υπήρχαν και στους δύο βραχίονες, αντιβραχίονες, ισχιακή χώρα, αριστερή και δεξιά κνήμη, και δεξιό μηρό. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, οι προαναφερόμενες σωματικές κακώσεις προκλήθηκαν στο σώμα της παραπονούμενης σε χρόνο μικρότερο των δύο ημερών. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του ιατροδικαστή αποτέλεσαν μέρος των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου το οποίο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά με τη βία που ασκήθηκε σε βάρος της συνάδει με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή.
Ο Δρ. Καριόλου κατέθεσε ότι στα κολπικά επιχρίσματα της παραπονούμενης δεν εντόπισε αντρικό γενετικό υλικό. Εξήγησε ότι η απουσία αντρικού γενετικού υλικού από τα κολπικά επιχρίσματα δεν αποκλείει προηγούμενη συνουσία με άντρα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως να μην υπήρξε εκσπερμάτωση του αντρός εντός του κόλπου της γυναίκας ή να έγινε χρήση προφυλακτικού ή να ούρησε μετά τη συνουσία η γυναίκα. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επί του προκειμένου τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι μετά το βιασμό ούρησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου προτού μεταβεί στο νοσοκομείο. Σημείωσε επίσης και τη μαρτυρία της ότι δεν θυμόταν αν οι βιαστές της εκσπερμάτωσαν ή όχι στον κόλπο της. Στην εκκαλούμενη απόφαση καταγράφεται επίσης η μαρτυρία του Δρα Καριόλου ο οποίος εντόπισε στο εσώρουχο (σλιπ) της παραπονούμενης μικτό γενετικό υλικό τεσσάρων ατόμων συμπεριλαμβανομένων του εφεσείοντα και της παραπονούμενης. Εντοπίστηκε επίσης γενετικό υλικό του εφεσείοντα που απομονώθηκε από τούφα μαλλιών της παραπονούμενης ως κύρια συνεισφορά. Γενετικό προφίλ της παραπονούμενης εντοπίστηκε και στο κάλυμμα καναπέ στο ισόγειο της οικίας και μάλιστα ως κύρια συνεισφορά γεγονός το οποίο ενισχύει το σενάριο ότι υπήρξε γυμνή δερματική επαφή με το αντικείμενο. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του Δρα Καριόλου συμβαδίζει με τη μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά με την πλοκή των γεγονότων κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε και με τη μαρτυρία της μητέρας της παραπονούμενης η οποία κατέθεσε ότι η παραπονούμενη μόλις έφθασε στο ξενοδοχείο της είπε ότι την βίασαν τρεις ρώσοι. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε κατά πόσο αυτό που ανέφερε η παραπονούμενη στη μητέρα της μόλις τη συνάντησε μετά το περιστατικό, συνιστά πρώτο παράπονο στην έννοια του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και της νομολογίας. Το Κακουργιοδικείο αφού αναφέρθηκε στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 618, Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1, R. v. Wright (1990) Cr.App.R. 92, R. v. Mehmed and Others 8 CLR 78), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που κατά τα ανωτέρω ανέφερε η παραπονούμενη στη μητέρα της δεν συνιστά άμεσο παράπονο εν τη εννοία του άρθρου 10 του Κεφ. 9 και συνεπώς δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Οι λόγοι για τους οποίους το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση. Θεωρούμε ότι παρέλκει η επανάληψη τους εφόσον δεν θα εξυπηρετηθεί κανένας από τους σκοπούς της έφεσης. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μη αποδοχή της δήλωσης της παραπονούμενης προς τη μητέρα της ως πρώτο παράπονο εν τη εννοία του άρθρου 10 του νόμου δεν οφειλόταν στο ότι η μαρτυρία ήταν αναξιόπιστη ή ελλειμματική.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποβάλλεται η εισήγηση ότι η κρίση της Προέδρου του Κακουργιοδικείου δεν ήταν αμερόληπτη επειδή άκουσε προηγουμένως μαρτυρία στην ποινική υπόθεση αρ. 2255/05 και απάλλαξε τους κατηγορούμενους αφού διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους. Τα περιστατικά εκείνης της υπόθεσης σχετίζονταν με τα περιστατικά της παρούσας η δε παραπονούμενη ήταν και σ΄ εκείνη την υπόθεση μάρτυρας κατηγορίας. Ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ήταν διότι η μαρτυρία της παραπονούμενης κρίθηκε ασαφής. Το δικαστήριο κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα χωρίς οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση της μαρτυρίας και χωρίς να διατυπώσει ευρήματα επί γεγονότων ή επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης.
Το δικαίωμα για αμερόληπτη και ανεπηρέαστη δίκη κατοχυρώνεται από το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Στην Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 ΑΑΔ 268 λέχθηκε ότι «το κριτήριο για την εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.»
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εξαίρεση της Προέδρου του Κακουργιοδικείου από την εκδίκαση της υπόθεσης ούτε και έχουμε διακρίνει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί, έστω και κατ΄ ελάχιστον, ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Ο υπό αναφορά λόγος έφεσης είναι παντελώς αβάσιμος.
Οι λόγοι έφεσης 2 - 6 αναφέρονται σε επιμέρους παράπονα για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και συνεπεία τούτου σε λανθασμένα ευρήματα τα οποία καθιστούν επισφαλή την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου. Εξαρχής σημειώνουμε ότι πρόκειται για εντελώς επουσιώδη και ανάξια λόγου παράπονα. Επιχειρηματολογώντας επί του προκειμένου η δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ότι το εσώρουχο και η μπλούζα που φορούσε η παραπονούμενη κατά τον κρίσιμο χρόνο, παρόλο ότι είναι κατασκευασμένα από «εύθραυστα» υλικά δεν παρουσιάζουν σημάδια καταστροφής ή σκισίματα ή ο,τιδήποτε άλλο το οποίο θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της ότι βιαίως επιχειρήθηκε η αφαίρεση τους. Το προαναφερόμενο επιχείρημα προβλήθηκε και πρωτοδίκως και το Κακουργιοδικείο δεν το άφησε απαρατήρητο. Όπως ορθά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση αν η παραπονούμενη ήθελε να κατασκευάσει μαρτυρία θα μπορούσε, αφού είχε το χρόνο προτού παραδώσει την μπλούζα και το εσώρουχό της στην αστυνομία να προκαλέσει σ΄ αυτά σκισίματα.
Η δικηγόρος του εφεσείοντα στην αγόρευσή της αναφέρθηκε σε σημάδια που βρέθηκαν στο σώμα της παραπονούμενης τα οποία δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό της ότι ασκήθηκε σωματική βία σε βάρος της. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί γιατί τα σημάδια που βρέθηκαν στο σώμα της παραπονούμενης ήταν πολλά και σε διάφορα σημεία που σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή θα μπορούσαν λογικά να αποδοθούν σε πράξεις βίας εναντίον της. Η παραπονούμενη με κάθε ειλικρίνεια ανέφερε ότι κάποια από αυτά τα σημάδια προϋπήρχαν. Η στάση αυτή φανερώνει ότι η παραπονούμενη δεν είχε διάθεση αλλοίωσης των γεγονότων είτε προς ίδιον όφελος ή για να επιβαρύνει τη θέση του εφεσείοντα.
Η εισήγηση της υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης λόγω αντιφάσεων και δηλώσεων της επί γεγονότων που δεν έγιναν στην αρχική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, θεωρούμε ότι στερείται πειστικότητας. Η μαρτυρία της παραπονούμενης είχε συνοχή και ήταν χωρίς κενά ή ουσιώδεις αντιφάσεις. Δεν εντοπίσαμε ο,τιδήποτε το οποίο βάσιμα θα μπορούσε να στηρίξει αυτή την εισήγηση. Πρόκειται για κλασσική υπόθεση βιασμού γυναίκας η οποία υπέστη εξευτελιστική μεταχείριση μπροστά στα μάτια περισσοτέρων του ενός ατόμων χωρίς δυνατότητα διαφυγής ή άλλης αντίδρασης που θα τη βοηθούσε να απαλλαγεί από αυτά που βίωσε.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και την εκδίκαση της υπόθεσης γεγονός το οποίο επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα επήλθε μεταβολή στις προσωπικές του συνθήκες καθώς και αδυναμία εντοπισμού μάρτυρα υπεράσπισης. Ο εφεσείων λέγει επίσης ότι η αστυνομία ενώ γνώριζε το μέρος στο οποίο βρισκόταν στην Κύπρο δεν φρόντισε να τον ενημερώσει για την πρόθεση δίωξής του ούτε έλαβε μέτρα να τον εμποδίσει να ταξιδεύσει στο εξωτερικό από εγκεκριμένο αεροδρόμιο της Δημοκρατίας. Λέγει τέλος ότι η καθυστέρηση προώθησης της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Ενταλμα Σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του φέρει ημερομηνία 12.3.2010 χωρίς να έχει δοθεί οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση έκδοσής του. Σχετικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης η εφεσίβλητη υποβάλλει πως μετά την αναγνώριση του εφεσείοντα από την παραπονούμενη στην παρουσία αστυνομικών, ο εφεσείων εξαφανίστηκε, εγκατέλειψε το σπίτι στο οποίο διέμενε και ουδέποτε παρουσιάστηκε στην αστυνομία για να παραλάβει το διαβατήριο του και να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση της αστυνομίας προς διευκόλυνση των ερευνών. Αν όντως θεωρούσε τον εαυτό του αθώο δεν θα εγκατέλειπε το σπίτι στο οποίο διέμενε γεγονός το οποίο συνέβαλε στην μη εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του. Το εν λόγω ένταλμα δεν κατέστη δυνατό να εκτελεστεί και εκ του γεγονότος ότι ο εφεσείων διέφυγε στο εξωτερικό όπου εξασφάλισε καινούργιο διαβατήριο με όνομα άλλο από εκείνο του διαβατηρίου που είχε στην κατοχή της η αστυνομία. Προκύπτει από τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον εφεσείοντα ο οποίος αδικαιολόγητα επικαλείται αυτό τον παράγοντα για να αποδώσει σφάλμα στο δικαστήριο.
Συνοψίζοντας, εκτιμούμε ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε ορθά και με τον καλύτερο τρόπο τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του τα δε συμπεράσματα στα οποία κατέληξε συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς ανατροπή έστω και ενός εκ των συμπερασμάτων του δικάσαντος δικαστηρίου. Η έφεση είναι παντελώς αβάσιμη και την απορρίπτουμε.
Αβάσιμη θεωρούμε και την έφεση εναντίον της ποινής. Ο εφεσείων θεωρεί ότι η 7ετής ποινή φυλάκισης που του έχει επιβληθεί είναι εκδήλως υπερβολική. Επικαλείται προς τούτο τις προσωπικές του συνθήκες, το λευκό ποινικό του μητρώο και το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την τέλεση του αδικήματος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, στοιχείο που κατά την εισήγηση δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη από το Κακουργιοδικείο. Η διαπίστωσή μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο, ανάμεσα στους μετριαστικούς παράγοντες, έλαβε υπόψη και αυτό τον παράγοντα, ταυτόχρονα όμως, έλαβε υπόψη και άλλους σχετικούς, πλην όμως επιβαρυντικούς παράγοντες, οι οποίοι προσμέτρησαν στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Σε υποθέσεις ως η παρούσα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα το γεγονός των διαδοχικών βιασμών που υπέστη η παραπονούμενη από διάφορους άντρες μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων ο οποίος μάλιστα εκσπερμάτωσε στο στόμα της παραπονούμενης προκαλώντας της εμετό καθώς και τον εξευτελισμό της τελευταίας εφόσον αυτά που βίωσε διαδραματίστηκαν στην παρουσία και άλλων ατόμων αναλόγως του ποιος ήταν ο βιαστής κάθε φορά. Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά του εφεσείοντα θεωρούμε ότι, συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα ο οποίος ορθά προσμέτρησε στον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής η οποία, κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις, θα μπορούσε να ήταν και αυστηρότερη.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.