ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 484

22 Νοεμβρίου, 2011

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ABDALLA EL SAYED,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 210/2009)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε ― Ακύρωση καταδίκης επί τω ότι, δεν ήταν επιτρεπτή η ένταξη στο αιτιολογικό της καταδίκης,  συμπερασμάτων που προέκυπταν από γεγονότα άλλης κατηγορίας στην οποία ο κατηγορούμενος είχε αθωωθεί στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

Ποινικός Κώδικας ― Εγκατάλειψη σκηνής δυστυχήματος χωρίς την παροχή βοήθειας ― Άρθρο 235Α του Ποινικού Κώδικα ― Η ενοχή με βάση το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από το εάν ο κατηγορούμενος ευθύνεται ή όχι για το ατύχημα στο οποίο έχει εμπλακεί ― Ποια τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Δικαστική απόφαση ― Παραμερισμός δικαστικής απόφασης λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 4 κατηγορίες αναφορικά με θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα. Οι κατηγορίες αφορούσαν πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία), εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας (2η κατηγορία), εγκατάλειψη σκηνής ατυχήματος χωρίς να σταματήσει και να δώσει τα στοιχεία του (3η κατηγορία) και οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος με άδεια μαθητευομένου χωρίς να επιβαίνει στο πρόσθιο διπλανό του οδηγού κάθισμα, πρόσωπο που να κατέχει ισχύουσα άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο 2 τουλάχιστον χρόνων (4η κατηγορία).

Επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης δυο χρόνια στην 1η κατηγορία, 10 βαθμοί ποινής και στέρηση της άδειας οδήγησης για 36 μήνες και 12 μήνες φυλάκιση στην 2η κατηγορία οι οποίες ποινές φυλάκισης συνέτρεχαν. Στην 3η και 4η κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή.

Η  απόφαση προσβλήθηκε με  έφεση με την οποία υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψης υπόθεσης αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από την 4η κατηγορία, ότι δηλαδή οδηγούσε με μαθητική άδεια χωρίς να έχει συνοδηγό αδειούχο πρόσωπο, στο τέλος της υπόθεσης τον καταδίκασε και γι' αυτή την κατηγορία.

β) Ότι εσφαλμένα εκρίθη ότι ο εφεσείων προέβη σε επικίνδυνη και αλόγιστη ενέργεια επειδή οδηγούσε χωρίς την επίβλεψη άλλου προσώπου.

γ)  Ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκαν νομολογημένες αρχές και υπήρξε κατάληξη σε εύρημα απειρίας του εφεσείοντα και στην καταδίκη του.

δ) Ότι εσφαλμένα εκρίθη ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία για καταδίκη.

     Με τον 7ο και 8ο λόγο έφεσης προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική η ποινή η οποία εσφαλμένα βασίστηκε και στην 4η κατηγορία για την οποία αθωώθηκε ο εφεσείων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα γεγονότα της υπόθεσης στην οποία στηρίχθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει ότι ο εφεσείων ήταν άπειρος, οδηγούσε χωρίς συνοδεία από άλλο οδηγό και κατ' επέκταση ένοχος αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης με την έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, δεν είχαν καμιά ομοιότητα και  εσφαλμένα βασίστηκε σ' αυτά για να καταλήξει ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος απερίσκεπτης και αλόγιστης συμπεριφοράς με την έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

2.  Ενώ ο εφεσείων είχε αθωωθεί από το εκ πρώτης όψης στάδιο της διαδικασίας, στη συνέχεια το δικαστήριο τον θεώρησε ένοχο (και τον καταδίκασε στο τέλος) ότι οδηγούσε με μαθητική άδεια χωρίς την προβλεπόμενη από το νόμο επιτήρηση. Έδωσε μάλιστα έμφαση στο γεγονός αυτό για να καταλήξει ότι οδηγούσε επικίνδυνα και αλόγιστα.

3.  Από τη στιγμή που ο εφεσείων αθωώθηκε στην 4η κατηγορία ότι δηλαδή οδηγούσε με μαθητική άδεια και χωρίς τη συνοδεία αδειούχου προσώπου, δεν ήταν επιτρεπτό να διατυπώνει στη συνέχεια το δικαστήριο ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να οδηγεί με μαθητική άδεια και χωρίς επίβλεψη έδειχνε απειρία και συνιστούσε αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη.

4.  Η καταδίκη του εφεσείοντα για το ότι οδηγούσε με αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη συμπεριφορά (1η κατηγορία) έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος. Με το ίδιο σκεπτικό ακυρώθηκε και η καταδίκη του στην 4η κατηγορία, στην οποία είχε αθωωθεί από το εκ πρώτης όψης στάδιο.

5.  Λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, δεν εκδόθηκε διαταγή επανεκδίκασης.

6.  Η καταδίκη του στην 2η και 3η κατηγορία (ότι εγκατέλειψε την τόπο του δυστυχήματος (α) χωρίς να παράσχει βοήθεια και (β) χωρίς να σταματήσει και να δώσει τα στοιχεία του) αποδεικνύονταν χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση με τα προαναφερθέντα σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν υπήρχε λόγος ακύρωσης τους. Ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεση του στην Αστυνομία  είχε παραδεχθεί ότι ενεπλάκη σε δυστύχημα και ότι εγκατέλειψε τη σκηνή γιατί φοβήθηκε.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα στην 1η και 4η κατηγορία παραμερίστηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας v. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 11,

Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486.

Χρίστου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 295.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10718/08), ημερομηνίας 8/10/09 και 14/10/09.

Χρ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε στο πρωτόδικο δικαστήριο την ποινική υπόθεση αρ. 10718/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και καταδικάστηκε σε 4 κατηγορίες αναφορικά με θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα ως εξής: Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία), εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας (2η κατηγορία), εγκατάλειψη σκηνής ατυχήματος χωρίς να σταματήσει και να δώσει τα στοιχεία του (3η κατηγορία) και οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος με άδεια μαθητευομένου χωρίς να επιβαίνει στο πρόσθιο διπλανό του οδηγού κάθισμα, πρόσωπο που να κατέχει ισχύουσα άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο 2 τουλάχιστον χρόνων (4η κατηγορία). Επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης δυο χρόνια στην 1η κατηγορία, 10 βαθμοί ποινής και στέρηση του δικαιώματος να οδηγεί για 36 μήνες από 7/10/2009, και 12 μήνες φυλάκιση στην 2η κατηγορία οι οποίες ποινές φυλάκισης να συντρέχουν. Στην 3η και 4η κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στο εν λόγω ατύχημα έχουν περιληπτικά ως ακολούθως: Στις 26/5/2008 και περί ώρα 15.30 στην Λεωφόρο Μακαρίου Γ΄στην Κ. Δευτερά ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο ΕΡΜ 802 και προσπάθησε να προσπεράσει άλλο αυτοκίνητο, απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας με αρ. ΕΥΑ 853 που οδηγούσε ο Νίκος Αυγουστή 20 ετών με συνεπιβάτιδα νεαρή 17 ετών, ο οποίος αφού πρώτα προσπέρασε άλλα τρία οχήματα που ακολουθούσαν τον εφεσείοντα, προσπαθούσε να προσπεράσει και το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε θανάσιμα ο οδηγός της μοτοσυκλέτας και κρίσιμα η συνεπιβάτιδα του. Καταλήγοντας στην καταδίκη του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια αχρείαστα μακροσκελή απόφαση ανάφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Στην ενώπιον μου υπόθεση και σύμφωνα με τα ευρήματα μου, ο Κατηγορούμενος οδηγώντας το όχημα του στον τόπο και χρόνο που αναφέρεται ανωτέρω, ήτοι σε δημόσιο δρόμο, μόνος και με ταχύτητα πέριξ των 60χαω, επιχείρησε να προσπεράσει το προπορευόμενο του αυτοκίνητο χωρίς να ελέγξει το πεδίο και την όπισθεν του ευρισκόμενη και ελαύνουσαν τροχαία κίνηση. Η ενέργεια και παράλειψη αυτή του Κατηγορουμένου σε δρόμο που είχε ορατότητα πέραν των 200 μέτρων, σηματοδοτημένο με οριζόντια σήμανση με άσπρη διακεκομέννη γραμμή και χωρίς να υπάρχει όπισθεν του οτιδήποτε που να του φράσσει ή εμποδίζει την ορατότητα, κρίνω ότι συνιστά άκρως επικίνδυνη αλλά και αλόγιστη ενέργεια. Η παράλειψη του Κατηγορούμενου να επισημάνει την παρουσία της μοτοσικλέτας του θύματος και των Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 και των αυτοκινήτων τους στο δρόμο χωρίς να παρεμβάλλεται οποιοδήποτε εμπόδιο, σε συνθήκες ημέρας και την ορατότητα που απολάμβανε δεν μπορεί να παρά να χαρακτηριστεί ως ανωτέρω. Δυστυχώς για το τραγικό θύμα το οποίο σύννομα βρισκόταν σε πορεία προσπεράσματος του οχήματος του Κατηγορουμένου, δεν υπήρξε ο απαραίτητος χρόνος και απόσταση όταν παρουσιάστηκε έμπροσθεν του ο κίνδυνος, με αποτέλεσμα συνεπεία και σαν επακόλουθο της πράξης και παράλειψης του Κατηγορούμενου και της αιφνιδίας ανακοπής της πορείας της μοτοσικλέτας του να μην καταστεί δυνατόν να αποφύγει την σύγκρουση με επακόλουθο την επέλευση των όσων τραγικών έλαβαν χώραν στην συνέχεια. Αν ο Κατηγορούμενος εξασκούσε τον απαραίτητο έλεγχο και επίβλεψη του όπισθεν του πεδίου, προτού επιχειρήσει να εξέλθει από την λωρίδα στην οποία εκινείτο και να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα, για να προσπεράσει το προπορευόμενο του αυτοκίνητο, θα εντόπιζε όπως και οι Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4, το τραγικό θύμα και ένας νεαρός άνδρας 20 ετών, θα ευρισκόταν σήμερα στην ζωή. Επίσης ο Κατηγορούμενος όπως προκύπτει από τα ευρήματα μου εκ της ενώπιον μου μαρτυρίας αλλά και όπως ο ίδιος έχει παραδέχεται, αφού υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της κατάθεσης του Τ.6 σαν μέρος της κυρίως εξέτασης του:

°   Οδηγούσε σε δημόσιο δρόμο.

°   Αντιλήφθηκε και είδε ότι προκάλεσε και ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα.

°        Εγκατέλειψε την σκηνή του δυστυχήματος χωρίς να σταματήσει να δώσει βοήθεια.

°   Εγκατέλειψε την σκηνή του δυστυχήματος χωρίς να σταματήσει να δώσει τα στοιχεία του.

°   Οδηγούσε με άδεια μαθητευομένου χωρίς να συνοδεύεται στο εμπρόσθιο κάθισμα του αυτοκινήτου του με πρόσωπο που να κατέχει άδεια οδήγησης της ίδιας κατηγορίας τουλάχιστον για περίοδο δύο χρόνων.

Συνακόλουθα κρίνω ότι η γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του επακολουθήσαντος θανάτου του θύματος ήταν η επικίνδυνη και αλόγιστη ενέργεια και παράλειψη του Κατηγορούμενου. Επίσης ο Κατηγορούμενος εγκατέλειψε την σκηνή του δυστυχήματος χωρίς να δώσει βοήθεια ή τα στοιχεία του και οδηγούσε κατά παράβαση των όρων της άδειας μαθητευομένου οδηγού που ήταν κάτοχος.

Επίσης επί τη βάσει των ανωτέρω, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος προτού οδηγήσει το αυτοκίνητο ΕΡΜ 802 γνωρίζοντας ότι δεν θα εσυνοδεύετο από άλλο πρόσωπο που να κατείχε άδεια οδήγησης της ίδιας κατηγορίας με την δική του για περίοδο τουλάχιστον δύο χρόνων, απεδέχθηκε συντοχρόνως το ενδεχόμενο χωρίς την επιβαλλόμενη επιτήρηση και καθοδήγηση από άλλο έμπειρο οδηγό, να διαπράξει οδηγικό σφάλμα με επακόλουθο την πρόκληση κινδύνου τόσο για το ίδιο αλλά και σε τρίτους που χρησιμοποιούσαν ή αναμένετο να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο με αυτόν δρόμο.

Συνακόλουθα κρίνω ότι η επικίνδυνη πράξη και αλόγιστη ενέργεια του Κατηγορούμενου ως ανωτέρω, σε συνδυασμό με την οδήγηση του αυτοκινήτου ΕΡΜ 802 χωρίς την επιβαλλόμενη υπό της νομοθεσίας επιτήρηση του υπό προσώπου κατέχοντος άδεια οδήγησης της ίδιας κατηγορίας για περίοδο τουλάχιστον δύο χρόνων, εμπίπτει στον ορισμό και της απερίσκεπτης και αδιάφορης πράξης και συμπεριφοράς (βλέπε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντώνη Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (ανωτέρω), στην οποία υιοθετήθηκε απόσπασμα από το σύγγραμμα Wilkinson's Road Traffic Offences 4η έκδοση παράγραφο 1-302 και 1-307 και Πέτρου ν. Αστυνομίας (επίσης ανωτέρω).  Η ενέργεια του Κατηγορούμενου, αμέσως μετά που έθεσε σε λειτουργία το τραφικέϊτορ του να εξέλθει από την λωρίδα στην οποία εκινείτο χωρίς να ελέγξει τον δρόμο όπισθεν και στο πλευρό του αυτοκινήτου του με αποτέλεσμα την σύγκρουση του με την μοτοσικλέτα του θύματος, ήταν παράλογη. Βρισκόταν έξω από κάθε μέτρο και αυτό, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δεν μπορεί παρά να είναι ευθέως συνυφασμένο με την απειρία του, την έλλειψη των απαραίτητων γνώσεων και συναφώς της απαιτούμενης ικανότητας για την οδήγηση αυτοκινήτου.

Των πιο πάνω δεδομένων και με την υπαγωγή των ευρημάτων μου στο νομικό πλαίσιο και πτυχή των Κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, καταλήγω και αποφασίζω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει στο βαθμό που επιβάλλεται, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του Κατηγορούμενου και στις τέσσερεις Κατηγορίες που αντιμετωπίζει.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση που βασίζεται στους εξής λόγους:

1ος Λόγος έφεσης

Ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψης υπόθεσης αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από την 4η κατηγορία, ότι δηλαδή οδηγούσε με μαθητική άδεια χωρίς να έχει συνοδηγό αδειούχο πρόσωπο, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, στο τέλος της υπόθεσης τον καταδίκασε και γι' αυτή την κατηγορία.

2ος Λόγος έφεσης

Ότι εσφαλμένα και ανεπίτρεπτα το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 57 της απόφασης αποφάσισε ότι ο εφεσείων διέπραξε οδικό σφάλμα να οδηγεί χωρίς να συνοδεύεται από άλλο πρόσωπο που κατείχε άδεια οδηγού για τουλάχιστον 2 χρόνια.

3ος Λόγος έφεσης

Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων προέβη σε επικίνδυνη και αλόγιστη ενέργεια επειδή οδηγούσε χωρίς την επίβλεψη άλλου προσώπου, ως ανωτέρω.

4ος Λόγος έφεσης

Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (αρ. 1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 11 για να καταλήξει σε εύρημα απειρίας του εφεσείοντα και στην καταδίκη του.

5ος Λόγος έφεσης

Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 και να απορρίψει άλλο.

6ος Λόγος έφεσης

Ότι εσφαλμένα κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία για καταδίκη.

Με τους 7ο και 8ο λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εκδηλα υπερβολική η ποινή η οποία εσφαλμένα βασίστηκε και στην 4η κατηγορία για την οποία αθωώθηκε ο εφεσείων.

Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι δεκτό και από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της εφεσίβλητης ότι αυτός ευσταθεί.  Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσείοντα στην 4η κατηγορία από το στάδιο της εκ πρώτης όψης υπόθεσης, στο τέλος της υπόθεσης βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα και γι' αυτή την κατηγορία. Βέβαια δεν του επιβλήθηκε οιαδήποτε ποινή. Ωστόσο ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο χρησιμοποίησε την καταδίκη όπως και τα γεγονότα που οδήγησαν σ' αυτή με τρόπο αντινομικό.

Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 2 μέχρι 4 αφού η ουσία τους είναι ότι το να επικαλείται και να βασίζεται το πρωτόδικο δικαστήριο στο γεγονός ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μαθητική άδεια χωρίς τη συνοδεία στο διπλανό κάθισμα αδειούχου προσώπου, όπως απαιτεί ο σχετικός κανονισμός, αποδεικνύεται η απειρία του και η μη επίβλεψή του, γεγονότα που συνιστούν οδήγηση με αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη συμπεριφορά. Μάλιστα το δικαστήριο βασίστηκε και στα όσα αποφασίστηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (πιο πάνω) για να καταλήξει ότι η απειρία του εφεσείοντα στην οδήγηση στοιχειοθετούσε την 1η κατηγορία.

Εξετάσαμε τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης τα οποία όμως κρίνουμε ότι είναι εντελώς διαφορετικά από την παρούσα.  Εκεί ο εφεσίβλητος (που είχε αθωωθεί πρωτόδικα) ήταν μόλις 17,5 ετών και ήταν κοινό έδαφος ότι δεν είχε καθόλου άδεια οδήγησης ή οποιεσδήποτε γνώσεις ή πείρα σχετικά με την οδήγηση και είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο της μητέρας του χωρίς τη συγκατάθεση της. Ενεπλάκη σε δυστύχημα και ένας από τους φίλους του που επέβαινε στο αυτοκίνητο και καθόταν στο πίσω κάθισμα, τραυματίστηκε θανάσιμα. Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα βασιζόμενο και στο γεγονός της απειρίας του εφεσείοντα. Στη σελ. 480 της απόφασης αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο εφεσίβλητος εδώ ήταν κινούμενος κίνδυνος. Δεν είχε οποιαδήποτε άδεια οδήγησης και ήταν εντελώς άπειρος, χωρίς βασικές γνώσεις σε σχέση με τον τρόπο οδήγησης αυτοκινήτου. Εν τούτοις, ανέλαβε να οδηγήσει το αυτοκίνητο της μητέρας μέσα σε κατοικημένη περιοχή, μεταφέροντας επιβάτες σε δρόμο στενό, με αλλεπάλληλες στροφές, μάλιστα κατά τη νύκτα. Αυτά αποτελούν απερίσκεπτη συμπεριφορά και θα στοιχειοθετείται το αδίκημα εφόσον καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πρόσκρουσης στον πάσσαλο και της έλλειψης γνώσεων, πείρας και ικανότητας για οδήγηση αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο στη δική μας περίπτωση βασίστηκε και στο πιο πάνω απόσπασμα για να καταλήξει ότι ο εφεσείων ήταν άπειρος, χωρίς συνοδεία από άλλο οδηγό και κατ' επέκταση ένοχος αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης με την έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

Κρίνουμε ότι τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης δεν έχουν καμιά ομοιότητα με την παρούσα και επομένως εσφαλμένα βασίστηκε σ' αυτά το δικαστήριο για να καταλήξει και εδώ ότι ο εφεσείων είναι ένοχος απερίσκεπτης και αλόγιστης συμπεριφοράς με την έννοια του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

Όμως το πιο πάνω δεν είναι το μόνο σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ενώ ο εφεσείων είχε αθωωθεί από το εκ πρώτης όψης στάδιο της διαδικασίας, στη συνέχεια το δικαστήριο τον θεωρεί ένοχο (και τον καταδικάζει στο τέλος) ότι οδηγούσε με μαθητική άδεια χωρίς την προβλεπόμενη από το νόμο επιτήρηση. Δίνει μάλιστα έμφαση στο γεγονός αυτό για να καταλήξει ότι οδηγούσε επικίνδυνα και αλόγιστα. Κρίνουμε ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510 που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα. Από τη στιγμή που ο εφεσείων αθωώθηκε στην 4η κατηγορία ότι δηλαδή οδηγούσε με μαθητική άδεια και χωρίς τη συνοδεία αδειούχου προσώπου, δεν ήταν επιτρεπτό να διατυπώνει συνέχεια το δικαστήριο ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να οδηγεί με μαθητική άδεια και χωρίς επίβλεψη έδειχνε απειρία και συνιστούσε αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη πράξη.

Η υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης δεν βοηθά την υπόθεση της καθ' ότι διαφοροποιείται από την παρούσα. Σε αντίθεση με την υπόθεση Ανδρονίκου, στην υπόθεση Σάκκος, οι κατηγορίες θεωρήθηκαν «άρρηκτα συνδεδεμένες και από πλευράς λογικής συνέχειας και από πλευράς γεγονότων» με αποτέλεσμα μαρτυρία για αδικήματα στα οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη άλλων κατηγοριών. Τα ίδια αποφασίστηκαν και στην Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 295. Ο εφεσείων σε εκείνη την υπόθεση αντιμετώπιζε 3 κατηγορίες σχετικά με την κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά εκρηκτικών υλών. Το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσείοντα στην 3η κατηγορία της μεταφοράς των ιδίων εκρηκτικών υλών που αφορούσαν οι 2 πρώτες κατηγορίες. Το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής βασιζόταν στην ενιαία σειρά γεγονότων και με το σκεπτικό της υπόθεσης Σάκκος, πιο πάνω, επέτρεψε την έφεση και αθώωσε τον εφεσείοντα και στις 2 πρώτες κατηγορίες.  Ανάφερε συγκεκριμένα τα εξής (σελ. 298):

«Όπως είπαμε όμως πιο πριν το κακουργιοδικείο έκρινε πως από τη μαρτυρία που προσήχθη ενώπιον του δεν αποδείκτηκε ότι ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο, όπου τελικά ανευρέθη. Η ετυμηγορία του κακουργιοδικείου, με την οποία αθωώθηκε ο εφεσείων στην κατηγορία της μεταφοράς, δεν τον απαλλάττει μόνο από το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο κατηγορείτο, αλλά έχει και ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων στα οποία αυτό στηρίζεται (Δες: Δημήτρη Π. Σάκκου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510).»

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η καταδίκη του εφεσείοντα για το ότι οδηγούσε με αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη συμπεριφορά (1η κατηγορία) θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος. Με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να ακυρωθεί και η καταδίκη του στην 4η κατηγορία, στην οποία είχε αθωωθεί από το εκ πρώτης όψης στάδιο.

Εξετάσαμε και το κατά πόσο θα μπορούσε να εφαρμοστεί το εδάφιο (γ) του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 δηλαδή για καταδίκη του εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως για παράδειγμα αμελή οδήγηση. Όμως λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που εκθέσαμε πιο πάνω οι οποίες και οδήγησαν στην ακύρωση της καταδίκης στις κατηγορίες 1 και 4 καθώς και το ότι ο εφεσείων  εξέτισε ήδη την προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης, δεν θεωρούμε κατάλληλη την υπόθεση για τέτοια διαταγή. Με το ίδιο σκεπτικό δεν διατάσσουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Τέλος μας απασχόλησε το κατά πόσο με την πιο πάνω κατάληξη μας επηρεάζεται και η καταδίκη του εφεσείοντα στην 2η και 3η κατηγορίες, δηλαδή ότι εγκατέλειψε την τόπο του δυστυχήματος (α) χωρίς να παράσχει βοήθεια και (β) χωρίς να σταματήσει και να δώσει τα στοιχεία του.

Σχετικά με τη 2η κατηγορία, το Άρθρο 235Α του Ποινικού Κώδικα διαλαμβάνει ως ακολούθως:

«235Α (1) Όποιος, αφού εμπλακεί σε ατύχημα το οποίο προκαλεί το θάνατο άλλου προσώπου ή σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο, εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»

Είναι δηλαδή σαφές ότι η ενοχή με βάση το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από το αν ο κατηγορούμενος ευθύνεται ή όχι στο ατύχημα στο οποίο έχει εμπλακεί.

Σχετικά με την 3η κατηγορία αυτή βασίζεται στον Καν. 61(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84 ως έχει τροποποιηθεί) ο οποίος, στην έκταση που μας αφορά, διαλαμβάνει ως εξής:

«61.(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οδηγός μηχανοκίνητου οχήματος εμπλακεί σε δυστύχημα σε οποιοδήποτε δρόμο, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

(α) ..................................................................................................

........................................................................................................

(δ) Να παράσχει στον οδηγό του οχήματος που έχει εμπλακεί στο δυστύχημα ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε εύλογα ζητήσει πληροφορίες αναφορικά με το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό άδειας οδηγού και της ταυτότητας του, το όνομα του ιδιοκτήτη του οχήματος, την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία το όχημα είναι ασφαλισμένο, τον αριθμό πιστοποιητικού της ασφάλειας και τον αριθμό του οχήματος ................................................................»

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε στην απόφαση του, και αυτό είναι ορθό, ότι ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεση του στην Αστυνομία (τεκμ. 6 στα αραβικά και τεκμ. 7 στα ελληνικά) παραδέχθηκε ότι ενεπλάκη σε δυστύχημα και ότι εγκατέλειψε τη σκηνή γιατί φοβήθηκε. Επομένως δεν βρίσκουμε λόγο γιατί η καταδίκη του στην 2η και 3η κατηγορίες θα πρέπει να ακυρωθεί αφού αυτές αποδεικνύονται χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση με τα προαναφερθέντα σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα στην 1η και 4η κατηγορίες παραμερίζονται.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα στην 1η και 4η κατηγορία παραμερίζονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο