ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σκούλλου Αυγουστίνος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87
Γιαννίδης Γεώργιος Ιωάννη ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 143
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2011) 2 ΑΑΔ 432
21 Οκτωβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΣΑΒΒΑ ΗΛΙΑ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 188/2010)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης τεσσάρων χρόνων στην κατηγορία κατοχής 20.1383 γραμμαρίων ηρωίνης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ― Υπό το βάρος πρόσφατης προηγούμενης καταδίκης για παρόμοιο αδίκημα, χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο επιεικής ― Οριακή υπέρβαση της καθορισθείσας ποσότητας δημιουργίας του μαχητού τεκμηρίου κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ― Ανεύρεση ζυγαριάς ακριβείας, και απόρριψη εξηγήσεων για την ύπαρξη της ― Μείωση ποινής στην κατηγορία της προμήθειας ναρκωτικών από άλλο πρόσωπο από 4 χρόνια σε 2½ χρόνια.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Προηγούμενες Καταδίκες ― Η προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα σε κατηγορία για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα, στην οποία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων, μείωσε και περιόρισε σημαντικά τα όποια περιθώρια επιείκειας θα μπορούσε να είχε επιδείξει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ναρκωτικά ― Δημιουργία τεκμηρίου κατοχής με σκοπό την προμήθεια ― Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε ― Είναι μαχητό και δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο, το οποίο παραμένει πάντα στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, πλην όμως θέτει στον κατηγορούμενο το βάρος όπως δημιουργήσει λογική αμφιβολία.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες που καταθέτουν προφορικά ενώπιόν του.
Ο εφεσείων πρωτόδικα είχε κριθεί ένοχος σε τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες, στις τρεις πρώτες κατόπιν δικής του παραδοχής και στην τέταρτη κατόπιν ακρόασης.
Η ανευρεθείσα ποσότητα της απαγορευμένης ουσίας ήταν 20.1383 γραμμάρια, ηρωίνης δηλαδή οριακά μεγαλύτερη από τα 20 γραμμάρια ελεγχόμενου φαρμάκου και ενεργοποίησε το τεκμήριο που τίθεται από το Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία κατείχε την ποσότητα εκείνη των ναρκωτικών για προσωπική του χρήση, και κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό να τα προμηθεύσει σε άλλα άτομα, αφού έλαβε υπόψη συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας.
Καταδίκασε τον εφεσείοντα στην 4η κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα την οποία αντιμετώπιζε και δεν είχε παραδεχθεί και του επέβαλε 4 χρόνια φυλάκιση. Στη δε κατηγορία χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου επέβαλε 1½ χρόνο φυλάκιση, στην κατηγορία της προμήθειας από άλλο πρόσωπο 4 χρόνια φυλάκιση και δεν επέβαλε ποινή στην κατηγορία κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου.
Στην επιμέτρηση των ποινών λήφθηκε υπόψη και μια προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα για παρόμοια αδικήματα.
Με την έφεση, ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα, αφενός, της καταδίκης του στην 4η κατηγορία, και, αφετέρου, το ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν σε όλες τις κατηγορίες. Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
α) η μαρτυρία του Μ.Κ.1 Αρχ/Αστυφ. της Υ.ΚΑ.Ν. Λάρνακας, δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, επειδή εντοπίζονταν κραυγαλέες αντιφάσεις στην ίδια την προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και άλλες μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας, των σημειώσεων του στο Τεκμήριο 2, και της γραπτής του κατάθεσης.
β) αδικαιολόγητα και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, επειδή ενώ έδωσε πειστικούς λόγους για τους οποίους είχε στην κατοχή του τη ζυγαριά ακριβείας, το Δικαστήριο αξιολόγησε μόνο τον ένα λόγο και δεν δέχθηκε ότι αυτός ήταν πειστικός.
γ) ήταν εσφαλμένο το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα και ειδικότερα η ποινή των τεσσάρων χρόνων έκδηλα υπερβολική και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς ή καθόλου υπόψη μετριαστικούς παράγοντες.
Αποφασίστηκε ότι :
1. Δεν υπήρχε σφάλμα στην αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, ούτε για τους λόγους που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα, αλλά ούτε και λόγω μικροαντιφάσεων στις οποίες αυτός υπέπεσε.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αναλυτικά και λεπτομερειακά με τη μαρτυρία και την κύρια εκδοχή του εφεσείοντα, έδωσε δε λόγους και αιτιολογία γιατί οι εξηγήσεις του δεν ήσαν πειστικές.
3. Έδωσε επίσης επαρκή αιτιολογία το Δικαστήριο, γιατί δεν βρήκε πειστική την άλλη εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων ως προς το γιατί διατηρούσε στο σπίτι του ζυγαριά ακριβείας. Η εξήγησή του ότι ήθελε έτσι να ελέγχει εάν ο προμηθευτής τον ξεγέλασε, κρίθηκε από το Δικαστήριο ως μη λογική και αντιστρατευόμενη δικές του απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει.
4. Έχοντας δε συμπεράνει έτσι το Δικαστήριο, προφανώς θεώρησε αχρείαστο να ασχοληθεί και με την άλλη, πρόσθετη εξήγηση που είχε δώσει ο εφεσείων σύμφωνα με την οποία ζύγιζε επακριβώς τη δόση που θα χρησιμοποιούσε κάθε φορά ως χρήστης για να μην προκαλέσει κακό στον εαυτό του.
5. Το Δικαστήριο δεν βασίστηκε στο Τεκμήριο 2, που ασχολείτο με καταγραφή στοιχείων από την παρακολούθηση του σπιτιού του εφεσείοντα. Η όποια συζήτηση ως προς τη δεκτότητα ή βαρύτητα του Τεκμηρίου, δεν μπορούσε παρά να έχει ακαδημαϊκή μόνο σημασία.
6. Στην υπό εξέταση περίπτωση, πέραν του τεκμηρίου που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η ποσότητα ναρκωτικών που ανευρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντα υπερέβαινε, έστω και οριακά, την υπό του νόμου καθοριζόμενη ποσότητα από την οποία δημιουργείται το τεκμήριο, υπήρχαν και τα άλλα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, τα οποία ισχυροποιούσαν το δημιουργηθέν τεκμήριο. Το μόνο σφάλμα στην παράθεση των στοιχείων εκείνων από το Δικαστήριο έγκειτο στο ότι ανέφερε ότι "πρόσωπα" εθεάθησαν από το Μ.Κ.1 στις 8.9.2010 να επισκέπτονται το σπίτι του εφεσείοντα, ενώ στην πραγματικότητα ο Μ.Κ.1 είχε δει προσωπικά μόνο ένα πρόσωπο.
7. Τα στοιχεία εκείνα, όχι μεμονωμένα, αλλά σωρευτικά λαμβανόμενα υπόψη, με δεδομένη την αδυναμία του εφεσείοντα να πείσει με τη μαρτυρία του δημιουργώντας λογική αμφιβολία και τη σοβαρότητα των κατηγοριών και των προβλεπόμενων ποινών, η καταδίκη του ήταν δικαιολογημένη και δεν εντοπιζόταν κάποιο σφάλμα στο ύψος της ποινής. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο εφεσείων εβαρύνετο και με μια σχετικά πρόσφατη καταδίκη για παρόμοια αδικήματα η επιβληθείσα στην 4η κατηγορία, ποινή των 4 χρόνων, μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επιεικής, παρά ως έκδηλα υπερβολική.
8. Η ποινή στην 1η κατηγορία, για προμήθεια ναρκωτικών από άλλο πρόσωπο μειώθηκε από 4 χρόνια σε 2½ χρόνια, συντρέχουσα με τις άλλες ποινές. Κατά το υπόλοιπο μέρος η έφεση απορρίφθηκε.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,
Γιάλλουρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320,
Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359,
Σκούλλου ν . Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15663/10), ημερομηνίας 26/11/10.
Δ. Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος A΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων πρωτόδικα είχε ευρεθεί ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες, στις τρεις πρώτες κατόπιν δικής του παραδοχής και στην τέταρτη κατόπιν ακρόασης.
Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι, σε άγνωστη ημερομηνία μέχρι και τις 12.9.2010, προμηθεύτηκε από άγνωστο πρόσωπο 20.1383 γραμμάρια ηρωίνης (1η κατηγορία), ότι στις 12.9.2010 έκανε χρήση άγνωστης ποσότητας ηρωίνης (2η κατηγορία) και ότι, κατά την ίδια ημερομηνία κατείχε την εν λόγω ποσότητα ηρωίνης που αναφερόταν στην 1η κατηγορία (3η κατηγορία). Στην 4η κατηγορία βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της κατοχής της ίδιας ποσότητας ηρωίνης με σκοπό να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρακολούθηση της οικίας όπου διέμενε ο εφεσείων από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. είχε γίνει κατά την 8.9.2010 και 10.9.2010, ενώ κατά την 12.9.2010 προηγήθηκε παρακολούθηση και, ακολούθως, διενεργήθηκε στην οικία του εφεσείοντα έρευνα, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, οπότε και διακριβώθηκε η διάπραξη των αδικημάτων.
Η ανευρεθείσα ποσότητα της απαγορευμένης ουσίας ήταν 20.1383 γραμμάρια, δηλαδή οριακά μεγαλύτερη από τα 20 γραμμάρια ελεγχόμενου φαρμάκου, η κατοχή του οποίου ενεργοποιεί το τεκμήριο που τίθεται από το Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου τούτου, εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο σε ποσότητα 20 ή περισσοτέρων γραμμαρίων, θεωρείται ότι το κατείχε με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε εμπεριστατωμένη ανάλυση των αρχών που διέπουν τη δημιουργία τεκμηρίου (Άρθρο 30Α του Νόμου), και έχοντας απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία κατείχε την ποσότητα εκείνη των ναρκωτικών για προσωπική του χρήση, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό να τα προμηθεύσει σε άλλα άτομα, αφού έλαβε υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία μαρτυρίας:
= Το γεγονός ότι πρόσωπα θεάθηκαν από τον αστυνομικό Μ.Κ.1 να ανεβαίνουν τη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του εφεσείοντα κατά την παρακολούθηση της 8.9.2010, τα οποία πρόσωπα ήσαν γνωστοί χρήστες ναρκωτικών.
= Το γεγονός ότι ο εφεσείων στις 12.9.2010, λίγο πριν την έφοδο της αστυνομίας στο σπίτι του, δέχθηκε επίσκεψη επίσης από πρόσωπο γνωστό χρήστη ναρκωτικών.
= Το γεγονός ότι τα ναρκωτικά βρέθηκαν στο υπνοδωμάτιό του ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, τα έκρυβε συνήθως εκτός της οικίας του, επειδή παρακολουθείτο από την αστυνομία.
= Το γεγονός ότι ανευρέθηκε ζυγαριά ακριβείας στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του όπου ανευρέθηκαν και τα ναρκωτικά.
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα και την υπόλοιπη μαρτυρία όπως την αξιολόγησε, το Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα και στην 4η κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε και την οποία δεν είχε παραδεχθεί και, ακολούθως, επέβαλε σ' αυτόν τις ακόλουθες ποινές:
1η κατηγορία:
(Προμήθεια από άλλο πρόσωπο) : 4 χρόνια φυλάκιση.
2η κατηγορία:
(χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου) : 1½ χρόνο φυλάκιση.
3η κατηγορία:
(Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου) : Καμιά ποινή.
4η κατηγορία:
(Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου
Τάξης 'Α' με σκοπό την προμήθειά
του σε άλλα πρόσωπα) : 4 χρόνια φυλάκιση.
Σημειωτέον ότι στην επιμέτρηση των ποινών λήφθηκε υπόψη και μια προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα κατά το 2005 για τα ακόλουθα αδικήματα:
Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξης 'Α' : 2 χρόνια φυλάκιση.
Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξης 'Α' : 1½ χρόνια φυλάκιση.
Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξης 'Α'
με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα
πρόσωπα : 3 ½ χρόνια φυλάκιση.
Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα, αφενός, της καταδίκης του στην 4η κατηγορία, και, αφετέρου, του ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν σε όλες τις κατηγορίες.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 Αρχ/Αστυφ. 2733 Κ. Κωνσταντίνου, της Υ.ΚΑ.Ν. Λάρνακας, δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, επειδή έβριθε αντιφάσεων, ήτοι επειδή εντοπίζονταν κραυγαλέες αντιφάσεις στην ίδια την προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και άλλες μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας, του Τεκμηρίου 2, και της γραπτής του κατάθεσης. Παρεμβάλλουμε εδώ ότι το Τεκμήριο 2 είναι κάποιο δακτυλογραφημένο έγγραφο, το οποίο είχε συντάξει ο Μ.Κ.1 και στο οποίο καταγράφηκαν στοιχεία από σημειώσεις τις οποίες ο ίδιος πήρε ή από πληροφορίες τις οποίες συνέλεξε από μέλη της ομάδας του κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των κινήσεων έξω από το σπίτι του εφεσείοντα, στις 8.9.2010, 10.9.2010 και 12.9.2010. Ενώ στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ο Μ.Κ.1 αναφερόταν σε πέντε πρόσωπα, τα δύο από τα οποία ήσαν γνωστοί χρήστες ναρκωτικών, τα οποία είδε να επισκέπτονται την οικία του εφεσείοντα, κατά την προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ίδιος δέχθηκε ότι πλείστες από τις κινήσεις προσώπων στις οποίες αναφέρθηκε στη γραπτή του κατάθεση και τις οποίες συγκεκριμενοποίησε με λεπτομέρεια στο έγγραφο - Τεκμήριο 2, τις είχε πάρει από άλλο ή άλλα μέλη της ομάδας παρακολούθησης της οικίας του εφεσείοντα. Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, επρόκειτο για μεταστροφή του Μ.Κ.1 κατά την αντεξέτασή του, για να δικαιολογήσει αντιφάσεις στις οποίες είχε υποπέσει και, τελικά, ενώ στην κατάθεσή του αναφερόταν σε πέντε πρόσωπα που επισκέφθηκαν το σπίτι του εφεσείοντα στις 8.9.2010, στο Τεκμήριο 2 αναφέρονταν μόνο τρία άτομα.
Σε σχέση με αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα, παρατηρούμε πως παρά το γεγονός ότι πράγματι στη γραπτή κατάθεσή του ο Μ.Κ.1 ομιλούσε στον ενικό, σε πρώτο πρόσωπο ως προς το τι είδε κατά τις παρακολουθήσεις, εν τούτοις, όμως, τόσο στη γραπτή κατάθεσή του, όσο και στο Τεκμήριο 2, ο Μ.Κ.1 επεξηγούσε ότι η όλη παρακολούθηση της οικίας έγινε από ομάδα μελών της Υ.ΚΑ.Ν., τους οποίους και κατονόμαζε. Με την πρώτη δε ευκαιρία που ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι, τόσο με το Τεκμήριο 2, όσο και με την προφορική του μαρτυρία, μετέδωσε εκείνα τα οποία ο ίδιος είχε δει, αλλά και άλλα τα οποία του διαβίβασαν οι συνάδελφοί του που έλαβαν μέρος στην παρακολούθηση.
Ως προς το Τεκμήριο 2, διαπιστώνεται ότι σ' αυτό καταγράφονται οι σχετικές κινήσεις πέντε συνολικά προσώπων που είχαν θεαθεί, πλην όμως είναι γεγονός ότι σε δύο ξεχωριστές καταχωρήσεις καταγράφονται οι κινήσεις ενός και του ιδίου προσώπου.
Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι τελικά η πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή της (σελίδες 8-9) ρητά ήταν που ανέφερε ότι, "από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 αποδέχομαι τα όσα περιήλθαν στην δική του προσωπική γνώση όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω." Στη δε μαρτυρία του, ο Μ.Κ.1, ερωτηθείς σχετικά τι ήταν που ο ίδιος είχε δει στις 8.9.2010, απάντησε ότι εκείνος είχε δει μόνο το πρόσωπο που περιγράφεται ότι ήταν με μπεζ παντελονάκι και μπλε φανέλα που διακριβώθηκε ότι ήταν κάποιος γνωστός χρήστης ονόματι Κ.Κ. (σελίδα 14 πρακτικών).
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, δεν συμφωνούμε ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία του Μ.Κ.1, είτε για τους προαναφερθέντες λόγους, είτε λόγω κάποιων μικροαντιφάσεων στις οποίες αυτός υπέπεσε και στις οποίες μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα.
Παραμένει όμως το θέμα ότι η αναφορά του Δικαστηρίου ότι έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι "πρόσωπα" θεάθηκαν από τον Μ.Κ.1 να ανεβαίνουν τη σκάλα έξω από το σπίτι του εφεσείοντα στις 8.9.2010, δεν ήταν ακριβής, αφού μόνο ένα άτομο είχε δει ο ίδιος ο Μ.Κ.1. Σ' αυτό όμως θα επανέλθουμε αργότερα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι αδικαιολόγητα και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Πιο συγκεκριμένα, επειδή ενώ ο εφεσείων έδωσε λογική εξήγηση ως προς το γιατί αυτή δεν έγινε δεκτή και επειδή ενώ ο εφεσείων έδωσε πειστικούς λόγους για τους οποίους είχε στην κατοχή του τη ζυγαριά ακριβείας, το Δικαστήριο αξιολόγησε μόνο τον ένα λόγο και δεν δέχθηκε ότι αυτός ήταν πειστικός.
Όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες που καταθέτουν προφορικά ενώπιόν του. Το Ανώτατο δε Δικαστήριο ως Εφετείο, έχει την ευχέρεια να επέμβει στο αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής μόνο εκεί όπου τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. [Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Γιάλλουρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320].
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αναλυτικά και λεπτομερειακά με τη μαρτυρία και την κύρια εκδοχή του εφεσείοντα, έδωσε δε λόγους και αιτιολογία γιατί οι εξηγήσεις του δεν ήσαν πειστικές ως προς το γιατί τη συγκεκριμένη ημερομηνία είχε τα ναρκωτικά στο υπνοδωμάτιό του εφόσον, όπως ο ίδιος είχε καταθέσει, πάντα τα φύλαγε εκτός οικίας και για δική του χρήση έπαιρνε τμηματικά μικρές ποσότητες για το φόβο της αστυνομίας. Έδωσε επίσης επαρκή αιτιολογία το Δικαστήριο, γιατί δεν βρήκε πειστική την άλλη εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων ως προς το γιατί διατηρούσε στο σπίτι του ζυγαριά ακριβείας. Η εξήγησή του ότι ήθελε έτσι να ελέγχει εάν ο προμηθευτής τον ξεγέλασε, κρίθηκε από το Δικαστήριο ως μη λογική και αντιστρατευόμενη δικές του απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει. Έχοντας δε συμπεράνει έτσι το Δικαστήριο, προφανώς θεώρησε αχρείαστο να ασχοληθεί και με την άλλη, πρόσθετη εξήγηση που είχε δώσει ο εφεσείων σύμφωνα με την οποία ζύγιζε επακριβώς τη δόση που θα χρησιμοποιούσε κάθε φορά ως χρήστης για να μην προκαλέσει κακό στον εαυτό του. Γενικά δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε κάτι το μεμπτό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κάτω από τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το Τεκμήριο 2, με αποτέλεσμα να το δεχθεί ως μαρτυρία και να στηρίξει την απόφασή του σε αυτό ή και σε αυτό.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει. Προσεκτική μελέτη της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο καθόλου δεν βασίστηκε στο Τεκμήριο 2, που ασχολείτο με καταγραφή στοιχείων από την παρακολούθηση του σπιτιού του εφεσείοντα, αλλά περιορίστηκε στο να δεχθεί μόνο τα όσα ο ίδιος ο Μ.Κ.1 είδε επί τόπου και μετέφερε στο Δικαστήριο. Επομένως, η όποια συζήτηση ως προς τη δεκτότητα ή βαρύτητα του Τεκμηρίου, εκείνη δεν μπορεί παρά να έχει ακαδημαϊκή μόνο σημασία.
Ο λόγος έφεσης αρ. 4 μεταφέρει τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε διαφορετικά κριτήρια για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από εκείνα που χρησιμοποίησε για τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Ο λόγος αυτός έφεσης παρέμεινε γενικός και ατεκμηρίωτος και συνακόλουθα εδικαιολογείτο η περαιτέρω διερεύνησή του από το Εφετείο.
Με το λόγο έφεσης αρ. 5 ο εφεσείων ισχυρίζεται γενικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στην ενοχή του κατηγορουμένου στην 4η κατηγορία. Επαναλαμβάνει προς τούτο τα επί μέρους στοιχεία των θέσεών του που έθεσε κάτω από προηγούμενους λόγους έφεσης, ενώ προσθέτει σχετικά και τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε στη σελίδα 16 της απόφασής του ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι, πριν από την έφοδο της αστυνομίας στις 12.9.2010, τον επισκέφθηκε γνωστός χρήστης ηρωίνης. Δεν είναι δηλαδή ορθό ότι ο εφεσείων είπε ότι το πρόσωπο που τον επισκέφθηκε ήταν γνωστός χρήσης ηρωίνης.
Σε σχέση με τούτο, ο εφεσείων έχει δίκαιο ότι πράγματι ποτέ δεν είπε ο ίδιος ότι το πρόσωπο που τον επισκέφθηκε ήταν γνωστός χρήστης ηρωίνης. Όμως, ούτε και το Δικαστήριο έσφαλε, καθότι δεν ανέφερε ή υπαινίχθηκε ότι είπε κάτι τέτοιο ο εφεσείων. Στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης, το Δικαστήριο είπε τα εξής:
". η επίσκεψη που δέχθηκε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με δική του παραδοχή, στις 12.9.2010 και πριν την έφοδο της αστυνομίας, από πρόσωπο (γνωστό χρήση ηρωίνης)."
Το ότι το πρόσωπο του οποίου την επίσκεψη δέχθηκε ο εφεσείων ήταν γνωστός χρήστης ηρωίνης δεν περιλαμβανόταν, ούτε προέκυπτε από μαρτυρία του εφεσείοντα, αλλά το Δικαστήριο το πρόσθεσε στην παρένθεση ως προερχόμενο από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, στη σύνοψη της οποίας αναφέρθηκε αυτό το στοιχείο και την οποία μαρτυρία αποδέχθηκε το Δικαστήριο προηγουμένως.
Τελικά, το θέμα της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του εφεσείοντα στην 4η κατηγορία, πρέπει να κριθεί, πέραν τις απόρριψης της δικής του μαρτυρίας, από την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ώστε να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ναρκωτικά τα κατείχε ο εφεσείων με σκοπό να τα προμηθεύσει σε άλλα άτομα, συνιστούσαν επαρκή βάση.
Υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, στην υπόθεση Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 30Α του Νόμου, αναφέρθηκε, με αναφορά στην υπόθεση Σκούλλου ν . Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87 ότι το νομοθετικό αυτό τεκμήριο είναι μαχητό και δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο, το οποίο βάρος παραμένει πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, πλην όμως θέτει στον κατηγορούμενο το βάρος όπως δημιουργήσει λογική αμφιβολία.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, πέραν του τεκμηρίου που δημιουργήθηκε απλά και μόνο από το γεγονός ότι η ποσότητα ναρκωτικών που ανευρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντα υπερέβαινε, έστω και οριακά, την υπό του νόμου καθοριζόμενη ποσότητα από την οποία δημιουργείται το τεκμήριο, υπήρχαν και τα άλλα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, τα οποία έχουμε παραθέσει προηγουμένως, τα οποία ισχυροποιούσαν το δημιουργηθέν τεκμήριο. Το μόνο σφάλμα στην παράθεση των στοιχείων εκείνων από το Δικαστήριο έγκειται στο ότι ανέφερε στο πρώτο από τα στοιχεία αυτά το ότι "πρόσωπα" εθεάθησαν από το Μ.Κ.1 στις 8.9.2010 να επισκέπτονται το σπίτι του εφεσείοντα, ενώ στην πραγματικότητα ο Μ.Κ1 είχε δει προσωπικά μόνο ένα πρόσωπο.
Όμως, θα πρέπει να πούμε ότι τα στοιχεία εκείνα, όχι μεμονωμένα, αλλά σωρευτικά λαμβανόμενα υπόψη, μαζί με το τεκμήριο του Άρθρου 30Α του Νόμου και με τη δεδομένη αδυναμία του εφεσείοντα να πείσει με τη μαρτυρία του δημιουργώντας λογική αμφιβολία, η καταδίκη του ήταν δικαιολογημένη.
Με τους λόγους έφεσης αρ. 6, 7 και 8 προσβάλλεται η ορθότητα του ύψους των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς ή καθόλου υπόψη τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:
α. Την άμεση παραδοχή του εφεσείοντα στην αστυνομία και στο Δικαστήριο επί των κατηγοριών 1, 2 και 3.
β. Την ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης η οποία είχε ανασταλεί κατά 6 μήνες όταν αποφυλακίσθηκε από τις Φυλακές με απονομή χάριτος υπό όρους.
γ. Τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.
Στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και έκανε ειδική αναφορά στα πιο πάνω στοιχεία προς επιμέτρηση των ποινών. Προφανώς, εκείνο το οποίο εννοεί ο εφεσείων είναι ότι δεν αποδόθηκε σ' αυτά η δέουσα βαρύτητα, αντικατοπτριζόμενη στο ύψος της ποινής.
Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή των 4 χρόνων φυλάκισης στην 1η κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολική και δεν συνάδει με τη νομολογία, ενώ το γεγονός ότι επιβλήθηκε η ίδια ποινή στην 4η κατηγορία καταδεικνύει τη λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης δήλωσε ενώπιόν μας ότι δεν στηρίζει την ορθότητα του ύψους των ποινών.
Σε σχέση με τούτα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
Όπως ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ως προς τις ποινές, τα αδικήματα στα οποία καταδικάσθηκε ο εφεσείων είναι εξαιρετικά σοβαρά, με σοβαρότερο εκείνο στην 4η κατηγορία, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι ισόβια, ενώ το αδίκημα της απλής κατοχής στη 2η κατηγορία και της αγοράς/προμήθειας από άλλο πρόσωπο στην 1η κατηγορία, επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι 12 χρόνων.
Με αυτό ως βάση, δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε κάποιο σφάλμα στο ύψος της ποινής στην κατηγορία 4.
Με γνώμονα το μέγιστο ύψος των προβλεπόμενων ποινών, η ποινή που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία θα έπρεπε να είναι υψηλότερη από εκείνη στην 1η κατηγορία, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται η αυξημένη αυστηρότητα την οποία έθεσε ο νομοθέτης ως προς την τιμωρία για αδίκημα, όπως αυτό στην 4η κατηγορία.
Αναφορικά με το ύψος των ποινών, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο εφεσείων εβαρύνετο και με μια σχετικά πρόσφατη καταδίκη και πάλι για παραβάσεις άρθρων του ίδιου Νόμου, κρίνουμε ότι η επιβληθείσα στην 4η κατηγορία ποινή των 4 χρόνων ως επιεικής μπορεί να χαρακτηρισθεί, παρά ως έκδηλα υπερβολική. Η προηγούμενη εκείνη καταδίκη του εφεσείοντα σε κατηγορία για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα, στην οποία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων, μείωσε και περιόρισε σημαντικά τα όποια περιθώρια επιείκειας θα μπορούσε να είχε επιδείξει το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται, με εξαίρεση την ποινή στην 1η κατηγορία, η οποία μειώνεται από 4 χρόνια σε 2½ χρόνια, συντρέχουσα με τις άλλες ποινές.
Διαταγή ως ανωτέρω.