ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 331

12 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΜΕΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 206/2009)

 

Τροχαία αδικήματα Ταχύτητα ― Υπέρβαση ορίου ταχύτητας ― Απόρριψη έφεσης εναντίον  καταδίκης και ποινής για υπέρβαση ορίου ταχύτητας.

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή ― Aν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν λογικά εφικτά, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― Επέμβαση δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν τα συμπεράσματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

Ο εφεσείων, καταδικάστηκε πρωτοδίκως για το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας.

Η θέση της υπεράσπισης, κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι και, ότι δεν αποδείχθηκε πως η χρησιμοποιηθείσα συσκευή λειτουργούσε κανονικά. Για προώθηση αυτής της θέσης έγινε εκτενής αντεξέταση των δύο μαρτύρων της Αστυνομίας και κλήθηκαν και από την υπεράσπιση άλλοι δύο μάρτυρες.

Εκρίθη τελικώς ότι η υπόθεση αποδείχθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία και το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, επιβάλλοντας του πρόστιμο €150 με 4 βαθμούς ποινής και €60 έξοδα.

Ο εφεσείων προσέβαλε με έφεση τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή ως υπερβολική.

Προβλήθηκαν κυρίως ζητήματα που αφορούσαν στην  αξιοπιστία μαρτύρων και σε αμφισβήτηση της κατάστασης και της λειτουργίας της συσκευής ραντάρ. Ετέθη επίσης και ότι λανθασμένα κλήθηκε ο εφεσείων σε απολογία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λογικά συμπεράσματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά αντίθετη μαρτυρία επί του προκειμένου και δεν δικαιολογείτο με κανένα τρόπο επέμβαση του Εφετείου.

2.  Δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στο ότι το  πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε στο στάδιο  του εκ πρώτης όψεως ικανοποιητική μαρτυρία που να δεικνύει την ύπαρξη όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.

3.  Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις. Ο Μ.Κ.1, που είχε διαπιστώσει την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον εφεσείοντα χειριζόμενος το ταχύμετρο, έδωσε σαφή και θετική μαρτυρία, αναφορικά με την χρήση του μηχανήματος. Έκαμε και αναφορά στους τρεις ελέγχους που οφείλει να κάνει ο χειριστής του για να διαπιστώσει την καλή του λειτουργία και επιβεβαίωσε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα έκαμε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και μετά ανέλαβε καθήκοντα σε περιπολία.

4.  Με εκείνη τη μαρτυρία, που ουσιαστικά παρέμεινε αναντίλεκτη και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ορθά ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, αφού δεν τέθηκε περαιτέρω άλλο στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου για να ανατρέψει τα πιο πάνω.

Η έφεση τόσο εναντίον της ποινής όσο και εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455,

Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 30,

Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1455/09), ημερομηνίας 16/9/09.

Γ. Μυλωνάς και για Δ. Μ. Δευτερά (κα), για Eφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, καταδικάστηκε για το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας. Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, στις 23.1.2009, στο δρόμο Αγίας Νάπας - Παραλιμνίου, οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγραφής ΚΚC 352, με ταχύτητα 88 χιλ. ανά ώρα αντί 65, που ήταν το επιτρεπόμενο όριο. Η ταχύτητα του κατηγορούμενου ελέγχθηκε και διαπιστώθηκε με συσκευή ραντάρ.

Η θέση της υπεράσπισης, όπως προέκυψε από τη διαδικασία, ήταν ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες ήταν αναξιόπιστοι και, επιπρόσθετα, ότι δεν αποδείχθηκε πως  η χρησιμοποιηθείσα συσκευή λειτουργούσε κανονικά. Για προώθηση αυτής της θέσης έγινε εκτενής αντεξέταση των δύο μαρτύρων της Αστυνομίας και κλήθηκαν και από την υπεράσπιση άλλοι δύο μάρτυρες, ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Χ. Ιωάννου (Μ.Υ.1) και η δικηγόρος κα Παπαμιλτιάδους (Μ.Υ.2), που αναφέρθηκε στην αλληλογραφία που είχε με τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας σχετικά με τους χειριστές ραντάρ.

Η πρωτόδικος Δικαστής, αφού άκουσε τη μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή, έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψης υπόθεση και κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία. Τελικά αξιολόγησε τη μαρτυρία και αποδεχόμενη εκείνη των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, έκρινε ότι η υπόθεση αποδείχθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία και καταδίκασε τον κατηγορούμενο, επιβάλλοντας του πρόστιμο €150 με 4 βαθμούς ποινής και €60 έξοδα.

Με την παρούσα του έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή ως υπερβολική.

Κατά την έφεση προβλήθηκαν με τους λόγους της βασικά και πάλι δύο θέματα. Η αξιοπιστία των μαρτύρων και η κατάσταση και λειτουργία της συσκευής ραντάρ.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής έχουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνα της Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455. Στην υπόθεση εκείνη οι λόγοι που πρόβαλε ο εφεσείων ήταν ότι (α) το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιόν του μαρτυρία και ιδιαίτερα την αξιοπιστία του Μ.Κ.1 και, (β)  ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία σχετικά με τη λειτουργία του ταχύμετρου που κατέγραψε την ταχύτητά του, δεν ήταν ικανή να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το ταχύμετρο λειτουργούσε σωστά.

Το Δικαστήριο, σε εκείνη την υπόθεση ασχολήθηκε και με το θέμα κρίσης της αξιοπιστίας και τα σχόλια του υιοθετούμε και παραθέτουμε:

«Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή και αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν λογικά εφικτά, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 30, 34).

Στην υπόθεση Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, 322 τονίστηκε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις επί των γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.»

Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι, με βάση τις πιο πάνω αρχές, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λογικά συμπεράσματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά αντίθετη μαρτυρία επί του προκειμένου. Έτσι, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο επέμβαση του Εφετείου.

Παραπονείται ο εφεσείων, επιπρόσθετα, ότι κακώς κλήθηκε σε απολογία, αφού το Δικαστήριο καλώντας τον υπέπεσε σε νομικά σφάλματα. Ειδικά, ισχυρίζεται ότι έκρινε τελικά την ύπαρξη όλων των συστατικών του αδικήματος, κάτι που θα έπρεπε να γίνει στο τέλος της υπόθεσης. Η θέση αυτή δε μας βρίσκει σύμφωνους. Για να μην κληθεί ο κατηγορούμενος  στο στάδιο της συμπλήρωσης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ή θα πρέπει η μαρτυρία να είναι τόσο αντινομική και να στερείται πειστικότητας που κανένα λογικό Δικαστήριο να μην μπορεί να καταδικάσει με βάση αυτή, ή αν ένα συστατικό του αδικήματος δεν αποδεικνύεται με μαρτυρία.  Έτσι, είναι προφανές ότι το τι έκρινε το Δικαστήριο ήταν ότι υπήρχε στο στάδιο εκείνο ικανοποιητική μαρτυρία που να δεικνύει την ύπαρξη όλων των συστατικών του αδικήματος.

Πολύς λόγος έγινε κατά την αντεξέταση, για τις οδηγίες που παίρνουν οι αστυνομικοί σχετικά με τα ταχύμετρα, καθώς και για τους ελέγχους που πρέπει να γίνονται σε αυτά και αφέθηκε να νοηθεί ότι δεν έγιναν τα αναγκαία προτού χρησιμοποιηθεί το ταχύμετρο στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Κατά την κρίση μας, όλα αυτά, παρόλο ότι μπορεί να είναι βοηθητικά, δεν έχουν ουσιαστική σημασία. Στην υπόθεση μας το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις. Ο Μ.Κ.1, που είχε διαπιστώσει την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον εφεσείοντα χειριζόμενος το ταχύμετρο, έδωσε σαφή και θετική μαρτυρία, όπως έκρινε και η πρωτόδικη Δικαστής, αναφορικά με την χρήση του μηχανήματος. Ανέφερε ότι το χειρίζεται εδώ και 2½ χρόνια, αφού είχε τύχει εκπαίδευσης σχετικά με τη χρήση του. Ερωτηθείς έκαμε και αναφορά στους τρεις ελέγχους που οφείλει να κάνει ο χειριστής του για να διαπιστώσει την καλή του λειτουργία και επιβεβαίωσε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα έκαμε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και μετά ανέλαβε καθήκοντα σε περιπολία.

Με αυτή τη μαρτυρία, που ουσιαστικά ήταν αναντίλεκτη και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ορθά ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, αφού δεν τέθηκε περαιτέρω άλλο στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου για να ανατρέψει τα πιο πάνω.

Η έφεση που αφορά την καταδίκη πρέπει να απορριφθεί.

Όσον αφορά το θέμα της ποινής, κατά την ακρόαση της έφεσης, δεν ασχολήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα με το ζήτημα και δεν εξηγήθηκε γιατί θεωρείται υπερβολική υπό τις συνθήκες, η ποινή. Δε θεωρούμε, εν πάση περιπτώσει, ότι η ποινή ήταν υπερβολική, έχοντας υπόψη το αδίκημα και την πορεία που ακολουθήθηκε από τον εφεσείοντα.

Η έφεση, τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και της ποινής, απορρίπτεται.

Η έφεση τόσο εναντίον της ποινής όσο και εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο