ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 199
24 Μαΐου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
KEMAL SELIM,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 248/2009)
Ποινή ― Ανθρωποκτονία, κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε ― Εφεσείων 42 ετών, λόγω ζήλειας, στραγγάλισε τη σύζυγό του και ακολούθως την έριξε σε πηγάδι σε οικογενειακό κτήμα, σε απόμερη περιοχή ― Ομολογία, παραδοχή ενοχής, λευκό ποινικό μητρώο ― Ισχυρισμός για ύπαρξη πρόκλησης από πλευράς του θύματος ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 20 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Πρόκληση ― Η πρόκληση πρέπει να είναι ανάλογη και να δικαιολογείται ο συσχετισμός της προς τη σοβαρότητα του αδικήματος ― Όσο πιο σοβαρό είναι ένα αδίκημα, τόσο πιο σοβαρή πρέπει να είναι και η πρόκληση.
Στις 11.7.2009 περί τις 18.53 το θύμα έφυγε μαζί με το σύζυγό της, τον εφεσείοντα, από το Mall Έγκωμης όπου το θύμα εργαζόταν. Ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητό του μέσω χωματόδρομου κατευθυνόμενος προς το Δάλι και απ' εκεί στην απόμερη περιοχή «Αγρίδι» έδαφος του χωριού Ποταμιά. Στην ερημική εκείνη περιοχή, ο εφεσείων έπιασε με το δεξί του χέρι το θύμα και το έσφιξε με όλη του τη δύναμη. Ακολούθως το άφησε και τότε αντιλήφθηκε ότι ξεψύχησε γιατί δεν κινείτο. Το άφησε εκεί για 10 λεπτά και όταν διαπίστωσε ότι πράγματι δεν κινείτο το έριξε μέσα σε πηγάδι κτήματος που ανήκε στον παππού του και αφού έκλεισε το πηγάδι με τσίγγους, έβαλε από πάνω ένα μπλοκ και αναχώρησε από τη σκηνή του στυγερού εγκλήματός του.
Το θύμα καταγόταν από τη Ρουμανία. Είχε έλθει στην Κύπρο κάπου 11 χρόνια πριν τη δολοφονία του και στις 13/2/1999 παντρεύτηκε με τον εφεσείοντα στη Ρουμανία. Μετά από σύντομη παραμονή στη Ρουμανία ήλθαν στην Κύπρο και κατοίκησαν στο χωριό Ποταμιά σε οικία του εφεσείοντος. Απέκτησαν 3 παιδιά ηλικίας 10, 6 και 2 ετών. Πριν τη δολοφονία οι σχέσεις του ζευγαριού είχαν διαταραχθεί αφού ο εφεσείων ζήλευε τη σύζυγό του και την έλεγχε συνεχώς με αποτέλεσμα να έχουν συχνά προστριβές, οι οποίες κατέληξαν σε διάσταση το Φεβρουάριο του 2009. Στις 25.5.2009 ο γάμος του ζεύγους διαλύθηκε λόγω ισχυρού κλονισμού στη σχέση τους. Το θύμα εργαζόταν στο Home Centre στο Mall της Έγκωμης και μετά το διαζύγιο ενοικίαζε διαμέρισμα κοντά στη δουλειά του. Ενόψει κάποιας κακόβουλης ζημιάς που έγινε σε αυτοκίνητο του θύματος με την τοποθέτηση ζάχαρης στο ντεπόζιτο της βενζίνης, το θύμα αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι του εφεσείοντος ούτως ώστε να μπορεί ο εφεσείων να παίρνει τα παιδιά σχολείο. Αυτός εισηγήθηκε στο θύμα όπως μείνουν μαζί για το καλό των παιδιών, αλλά σε ξεχωριστά δωμάτια. Όμως και πάλιν συνέχισαν να τσακώνονται λόγω της ζήλειας του εφεσείοντος ο οποίος δημιουργούσε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις και προβλήματα στο θύμα, μεταξύ άλλων, και στο θέμα των παιδιών της.
Στις 13.7.2009 η Αστυνομία προέβη σε σύλληψη του εφεσείοντος στη βάση εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης εναντίον του για απαγωγή του θύματος. Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης έρευνας στην οικία του, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι σκότωσε τη σύζυγό του και οδήγησε την Αστυνομία στο χώρο του εγκλήματος. Εκδόθηκαν τότε νέα εντάλματα σύλληψης και έρευνας εναντίον του για υπόθεση φόνου εκ προμελέτης.
Αρχικά ο εφεσείων κατηγορήθηκε για φόνο εκ προμελέτης αλλά στη συνέχεια η κατηγορία αυτή αναστάληκε και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία την οποία και παραδέχθηκε.
Η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας όπου ο εφεσείων, μετά από παραδοχή του, καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία αφού επέφερε διά στραγγαλισμού το θάνατο της Ramona Ion Selim από τη Ρουμανία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών.
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, προσβάλλει την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή, ως εκδήλως υπερβολική.
Ενώπιον του Εφετείου, όπως και πρωτοδίκως, προβλήθηκε η θέση ότι υπήρξε πρόκληση εκ μέρους του θύματος την οποία το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη, παρά μόνο φραστικά, γι' αυτό και επέβαλε την υπερβολική ποινή της 20ετούς φυλάκισης.
Σύμφωνα με το λόγο έφεσης η πρόκληση συνίστατο στο ότι (α) η κόρη του εφεσείοντος δεν ήταν δική του και/ή το θύμα θα της αποκάλυπτε ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας ενώ η ανήλικη δεν το γνώριζε και (β) ενώ το θύμα ήταν επαγγελματίας πόρνη, ασχέτως αν διέκοψε από αυτή την εργασία για λίγο καιρό, επανήλθε στο επάγγελμά της διατηρώντας ερωτικούς δεσμούς, γεγονός που εξόργισε τον εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Εφετείο δεν συμμερίζεται τη θέση του εφεσείοντος ότι τα γεγονότα ήσαν τέτοια που υπήρξε σοβαρή πρόκληση ώστε να δικαιολογείτο συσχετισμός προς τον βάναυσο στραγγαλισμό του θύματος. Τα γεγονότα της υπόθεσης, μπορεί να λεχθεί, ότι είναι τέτοια που κατατάσσουν την υπόθεση στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης, δεδομένου ότι ο εφεσείων αρχικά παραπλάνησε το θύμα ότι θα πήγαιναν κάπου αλλού ενώ αυτός το μετέφερε στο απόμερο μέρος όπου τελικά το στραγγάλισε.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη δεόντως υπέρ του εφεσείοντος όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν όπως την ομολογία, παραδοχή ενοχής και το λευκό ποινικό μητρώο του, για τα οποία δεν υπάρχει παράπονο ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία, αφού το παράπονο περιορίστηκε μόνο στο θέμα της πρόκλησης. Εφάρμοσε δε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα επιβολής ποινής.
3. Όλες οι υποθέσεις τις οποίες επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος και στις οποίες η ποινή μειώθηκε κατ' έφεση λόγω ύπαρξης πρόκλησης, αφορούσαν περιπτώσεις όπου είτε η πρόκληση ήταν ουσιαστικής μορφής, είτε υπήρχαν τέτοια γεγονότα που μείωναν τη σοβαρότητα του αδικήματος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Περικλή ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 524,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8194/09), ημερομηνίας 18/12/09.
Μ. Γεωργίου, για τον Eφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων μετά από δική του παραδοχή, στις 18/12/2009 καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Υπόθεση Αρ. 8194/2009 για ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, δηλαδή για το ότι στις 11/7/2009 επέφερε διά στραγγαλισμού το θάνατο της Ramona Ion Selim από τη Ρουμανία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλει την πιο πάνω ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Με την απόσυρση του 2ου λόγου έφεσης με τον οποίο προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο είχε προκαταλήψεις λόγω εθνικής καταγωγής του εφεσείοντα, παρέμεινε ο 1ος λόγος σύμφωνα με τον οποίο το Κακουργιοδικείο «εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη πρόκλησης εκ μέρους του θύματος προς τον κατηγορούμενο παρά μόνο φραστικά».
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αποτελούν κοινό έδαφος, έχουν ως ακολούθως:
Το θύμα καταγόταν από τη Ρουμανία. Είχε έλθει στην Κύπρο κάπου 11 χρόνια πριν τη δολοφονία της και στις 13/2/1999 παντρεύτηκε με τον εφεσείοντα στη Ρουμανία. Μετά από παραμονή στη Ρουμανία για 2 περίπου μήνες ήλθαν στην Κύπρο και κατοίκησαν στο χωριό Ποταμιά σε οικία του εφεσείοντα. Απέκτησαν 3 παιδιά ηλικίας 10, 6 και 2 ετών. Κάποιο χρόνο πριν τη δολοφονία οι σχέσεις του ζευγαριού είχαν διαταραχθεί αφού ο εφεσείων ζήλευε τη σύζυγο του και την έλεγχε συνεχώς με αποτέλεσμα να έχουν συχνά προστριβές, οι οποίες κατέληξαν σε διάσταση το Φεβρουάριο του 2009. Στις 30/3/2009 η σύζυγος ανέθεσε σε δικηγορικό γραφείο την έκδοση διαζυγίου με τον εφεσείοντα προβάλλοντας ως λόγους την έλλειψη σεβασμού, τρυφερότητας και εκτίμησης και για ανάρμοστη συμπεριφορά. Το θύμα έφυγε επίσης από το σπίτι κατά τον Απρίλιο του 2009. Αποτέλεσμα ήταν να εκδοθεί το διαζύγιο στις 25/5/2009 με λόγο τον ισχυρό κλονισμό στη σχέση τους. Το θύμα έμενε σε διαμέρισμα που ενοικίασε κοντά στη δουλειά της (Home Centre στο Mall της Έγκωμης) όπου πήρε και τα 3 παιδιά της. Ενόψει κάποιας κακόβουλης ζημιάς που έγινε σε αυτοκίνητο της με την τοποθέτηση ζάχαρης στο ντεπόζιτο της βενζίνης, το θύμα αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι του εφεσείοντα ούτως ώστε να μπορεί ο εφεσείων να παίρνει τα παιδιά σχολείο. Αυτός της εισηγήθηκε όπως μείνουν μαζί για το καλό των παιδιών, αλλά σε ξεχωριστά δωμάτια.
Όμως και πάλιν συνέχισαν να τσακώνονται λόγω της ζήλειας του και του είπε ότι αποφάσισε να ξαναφύγει, καθορίζοντας του και την ημέρα που θα έφευγε. Όμως μια μέρα πριν φύγει, εξερράγη πυρκαγιά στο διαμέρισμα που είχε ενοικιασμένο με αποτέλεσμα να καούν όλα τα ρούχα και προσωπικά της αντικείμενα Έτσι αναγκάστηκε να συνεχίσει να μένει στο σπίτι του εφεσείοντα. Αυτός συνέχισε να της συμπεριφέρεται άσχημα και στις 15/6/2009 στις 10.00 το βράδυ μόλις αυτή επέστρεψε στο σπίτι, την άρπαξε από το λαιμό, την αποκαλούσε «πουτάνα» και ότι πήγε να κάνει σεξ με κάποιο πιο μεγάλο από τον πατέρα της. Ειδοποιήθηκε μάλιστα η αστυνομία, αλλά τελικά το θύμα ζήτησε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη. Στο μεταξύ έφυγε από το σπίτι και πήγε στο σπίτι του αδελφού της για ένα μήνα περίπου μέχρι που ενοικίασε άλλο διαμέρισμα κοντά στη δουλειά της. Ο εφεσείων συνέχισε να την ενοχλεί και να την ταπεινώνει πηγαίνοντας στη δουλειά της. Ταυτόχρονα της ζητούσε να επιστρέψει γιατί όπως της έλεγε, την αγαπούσε και δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτή. Τα παιδιά είχαν μείνει στο σπίτι του εφεσείοντα αφού δεν την άφηνε να τα πάρει μαζί της. Δημιουργούσε επίσης προβλήματα στο θύμα όταν πήγαινε να δει τα παιδιά της.
Το Σάββατο 11/7/2009 (ημέρα διάπραξης του αδικήματος) το θύμα συναντήθηκε περί τις 16.00 ώρα με τη θεία της που εργαζόταν στην ίδια δουλειά, για να της παραχωρήσει κάποιο χώρο στάθμευσης για αυτοκίνητο που θα της έδινε ο εφεσείων στα πλαίσια της απόφασης για διαζύγιο. Περί τις 18.21 ώρα της ίδια ημέρας, το θύμα μπήκε στην καφετέρια του Μall όπου εργαζόταν και περί τις 18.23 ώρα έφυγε για να συναντήσει τον εφεσείοντα, την δε 18.53 ώρα έφυγαν μαζί από το Mall της Έγκωμης. Ο εφεσείων μέσω χωματόδρομου κατευθύνθηκε προς το Δάλι και απ' εκεί στην περιοχή «Αγρίδι» έδαφος χωριού Ποταμιά, σε αρκετή απόσταση από τον ασφαλτικό δρόμο που ενώνει το παλιό δρόμο Λεμεσού - Λευκωσίας με το χωριό Ποταμιά. Είναι μια απομονωμένη περιοχή. Σε ένα χωράφι, που ανήκε στον παππού του εφεσείοντα, υπάρχει λάκκος γύρω από το στόμιο του οποίου υπήρχαν ψηλά χόρτα.
Σε κάποια στιγμή που ο εφεσείων ήταν μόνος του με το θύμα σ' αυτή την ερημική περιοχή, την έπιασε με το δεξί του χέρι και την έσφιξε με όλη του τη δύναμη. Ακολούθως την άφησε και τότε αντιλήφθηκε ότι ξεψύχησε γιατί δεν κινείτο. Την άφησε εκεί για 10 λεπτά μέχρι που διαπίστωσε ότι πράγματι δεν κινείτο. Ακολούθως σήκωσε τους τσίγκους από το πηγάδι που ήταν δίπλα και έριξε το θύμα μέσα. Μετά έριξε την τσάντα και τα παπούτσια της και αφού έκλεισε το πηγάδι με τους ίδιους τσίγκους, έβαλε από πάνω ένα μπλοκ και έφυγε.
Όταν την επόμενη μέρα το πρωΐ η θεία του θύματος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της στο κινητό τηλέφωνο, άρχισε να ανησυχεί. Δοκίμασε αρκετές φορές χωρίς να καταφέρει να την εντοπίσει. Όταν δε αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο του θύματος ήταν στο χώρο στάθμευσης του Mall πανικοβλήθηκε. Ειδοποίησε τον αδελφό του θύματος και άρχισαν να την αναζητούν χωρίς αποτέλεσμα και μετά κατάγγειλαν την εξαφάνιση της στην Αστυνομία.
Επίσης συγγενικά της πρόσωπα πήγαν σπίτι του εφεσείοντα ο οποίος τους είπε ψέματα ότι παρά το ότι συμφώνησαν με το θύμα να βρεθούν για να της δώσει το αυτοκίνητο και να πάρει τα παιδιά στη θάλασσα, αυτή δεν του τηλεφώνησε και έτσι πήρε ο ίδιος τα παιδιά θάλασσα γύρω στις 14.00 της 11/7/2009.
Στις 13/7/2009 η Αστυνομία μετέβηκε στο Mall Έγκωμης και από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης διαπιστώθηκε η παρουσία στο Mall κατά τις 11/7/2009 τόσο του θύματος όσο και του εφεσείοντα οπότε και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του όπως επίσης και ένταλμα έρευνας της οικίας του. Η Αστυνομία επισκέφθηκε τον εφεσείοντα στο σπίτι του και αφού τον πληροφόρησαν για την ύπαρξη εντάλματος σύλληψης για το λόγο ότι απήγαγε το θύμα, τον συνέλαβαν στις 20.00 ώρα. Ο εφεσείων απάντησε «εν έκαμα τίποτε». Στις 20.03 ώρα πληροφορήθηκε στην τουρκική γλώσσα για τα δικαιώματα του και είπε «τώρα δεν θέλω τίποτε». Στις 20.05 άρχισε η έρευνα της οικίας του και κατά τη διάρκεια της έρευνας ρωτήθηκε ξανά από τον Ανώτερο Υπαστυνόμο Ευθυμίου πού βρισκόταν η σύζυγος του, οπότε του ζήτησε να μείνουν μόνοι τους και να του πει την αλήθεια Τότε του ανέφερε στα ελληνικά «ήθελε να σκοτώσει την κόρη μου κύριε και εσκότωσα την». Στη συνέχεια πρόσθεσε «έσυρα την σε ένα λάκκο να πάω να σας δείξω». Έτσι στις 20.25 στις 13/7/2009 οδήγησε την Αστυνομία στο προαναφερθέν χωράφι και τους έδειξε το πηγάδι όπου είχε ρίξει μέσα το θύμα αφού πρώτα την στραγγάλισε. Εκδόθηκαν τώρα νέα εντάλματα σύλληψης και έρευνας για υπόθεση φόνου εκ προμελέτης.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν όπως στις 2.35 π.μ. ώρα της 14/7/2009 με την βοήθεια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας άρχισε η άντληση νερού από το πηγάδι. Εντοπίστηκαν πρώτα η τσάντα και τα παπούτσια του θύματος και στη συνέχεια η σωρός της. Τον θάνατο διαπίστωσε ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους. Ο εφεσείων έδωσε στον ίδιο χώρο κατάθεση όπου παραδέχεται την διάπραξη του αδικήματος και συνελήφθηκε για φόνο εκ προμελέτης.
Αρχικά ο εφεσείων κατηγορήθηκε για φόνο εκ προμελέτης αλλά στη συνέχεια η κατηγορία αυτή αναστάληκε και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία την οποία και παραδέχθηκε. Ήταν τότε 42 ετών και λευκού ποινικού μητρώου.
Τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας προβλήθηκε η θέση ότι υπήρξε πρόκληση εκ μέρους του θύματος την οποία το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα και με το λόγο έφεσης, δεν έλαβε υπόψη, παρα μόνο φραστικά, γιαυτό και επέβαλε την υπερβολική ποινή της 20ετούς φυλάκισης.
Σύμφωνα με το λόγο έφεσης η πρόκληση συνίστατο στο ότι (α) η κόρη του δεν ήταν δική του και/ή το θύμα θα αποκάλυπτε στη θυγατέρα τους ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας ενώ η ανήλικη δεν το γνώριζε και (β) υπήρχε συνεχής πρόκληση δηλαδή το γεγονός ότι ενώ το θύμα ήταν επαγγελματίας πόρνη, ασχέτως αν διέκοψε από αυτή την εργασία για λίγο καιρό, επανήλθε στο επάγγελμα της διατηρώντας ερωτικούς δεσμούς, γεγονός που εξόργισε τον εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι υπήρξε πρόκληση ανάφερε τα ακόλουθα:
«Έχουμε κατά νου τα γεγονότα και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο Κατηγορούμενος διέπραξε την ανθρωποκτονία. Δε θα τις επαναλάβουμε. Θεωρούμε ότι αυτές συνιστούν σε κάποιο βαθμό πρόκληση και θα τους δώσουμε τη δέουσα βαρύτητα όπως επιτάσσει η σχετική νομολογία (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).
Αποτιμήσαμε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, την πρόκληση που δέχθηκε ο Κατηγορούμενος από το θύμα - όπως αναλύονται στους μετριαστικούς παράγοντες υπό στοιχεία 5 και 6 ανωτέρω, τους οποίους επικαλέστηκε ο κ. Γεωργίου - το λευκό του ποινικό μητρώο, την ομολογία και συνεργασία του με την αστυνομία, την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Ειδικά για την πρόκληση όπως την ανέφερε ο κ. Γεωργίου σε σχέση με την πατρότητα της θυγατέρας τους λαμβάνουμε υπόψη ότι έγινε λογομαχία καθώς και τη συναισθηματική φόρτιση που φαίνεται να βρέθηκε ως εξ αυτής, ο Κατηγορούμενος χωρίς όμως αυτό επ' ουδενί να δικαιολογεί την πράξη του να σκοτώσει το θύμα και να ρίξει το πτώμα στο πηγάδι.»
Πρωτοδίκως υπήρξαν διάφοροι ισχυρισμοί ως προς το είδος της πρόκλησης ως εξής: Ότι το βράδυ που το θύμα είπε στον εφεσείοντα ότι θα αποκαλύψει στην 11χρονη τότε κόρη τους ότι δεν είναι ο πατέρας της, το θύμα άνοιξε την μπλούζα και έδειξε στον εφεσείοντα τα στήθη της όπου υπήρχαν σημάδια από ερωτικά δαγκώματα και του κατονόμαζε από πού προκλήθηκαν. Υπήρξε διαφωνία με την Κατηγορούσα Αρχή και μετά από αναβολή της υπόθεσης για να ακουστεί μαρτυρία στο θέμα αυτό, τελικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα περιόρισε την πρόκληση στη δήλωση του θύματος ότι θα αποκάλυπτε στη θυγατέρα τους ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο πατέρας της. Συγκεκριμένα ανέφερε τα εξής:
«Έχω πάρει οδηγίες από τον πελάτη μου συγκεκριμένα για τις λεπτομέρειες των όσων είχα πει προηγουμένως. Δεν εισηγούμαι ότι υπήρχαν σημάδια στο σημείο που του είχα αναφέρει ούτε και εισηγούμαι, εκ των υστέρων και μετά από συνομιλία που είχα με τον πελάτη μου, ότι ήταν αυτός ο λόγος πρόκλησης του επεισοδίου γιατί ο πελάτης μου της είχε πει ότι δεν τον ενδιαφέρει, αμέσως μετά έγιναν αυτά που περιγράφει η Κατηγορούσα Αρχή ή αφήνει να νοηθεί για αυτό θα διαμορφώσω τα γεγονότα μου ως εξής: υπήρχε λογομαχία μεταξύ θύτη και θύματος ότι το θύμα ανάφερε ότι θα πει στο μεγάλο παιδί της οικογένειας αυτά που αναφέρει η συνάδελφος μου ότι δεν είναι δικό του παιδί κάτι το οποίο πιθανόν να υποψιάζετουν ο θύτης αλλά που δεν γνώριζε το μεγάλο παιδί ή δεν γνώριζε ο θύτης εάν το γνώριζε το μεγάλο παιδί. Αυτό λειτούργησε σαν πρόκληση στο μυαλό του Κατηγορούμενου και σε αυτό το θέμα δε νομίζω να έχουμε διάσταση ως προς τα γεγονότα και για αυτό απάντησε στον αστυνομικό που τον συνέλαβε, μόλις τον συνέλαβε «εν έκαμα τίποτε» και μετά είπε «τωρά δεν θυμάμαι τίποτε» και για αυτό μετά είπα «ήθελε να σκοτώσει την κόρη μου κύριε τζιαί σκότωσα την», μέσα σε πέντε λεπτά έγιναν αυτά, εάν δείτε συνελήφθηκε όπως ανάφερε η κ. Παπαγαπίου, ευπαίδευτη συνήγορος, η ώρα 10.00, η ώρα 10:00 είπε «έν έκαμα τίποτε», 10:03 λέει «τωρά δεν θυμάμαι τίποτε», 10:05 «ήθελε να σκοτώσει την κόρη μου κύριε τζιαί σκότωσα την». Άμεση παραδοχή, ο τρόπος που λειτούργησε η απειλή του θύματος για το μεγαλύτερο παιδί ήταν η πρόκληση που ήταν operative και είναι ελαφρυντικό σας εισηγούμαι στα γεγονότα αυτής της υπόθεσης και το εξέλαβε ο κατηγορούμενος ότι θα σκότωνε την κόρη του ψυχικά.»
Επισημαίνουμε επίσης ότι πρωτόδικα έγινε κοινώς αποδεκτό το περιεχόμενο της κατάθεσης κάποιου Ανδρέα Παπασπύρου, 52 ετών, ο οποίος αναφέρει ότι πριν από επτά μήνες (δηλαδή αρχές του 2009) γνώρισε το θύμα και είχαν δεσμό με συχνές συναντήσεις.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες οι συνήθεις ποινές για ανθρωποκτονία όταν υπάρχει πρόκληση, κυμαίνονται από 9 έτη μέχρι 15 και ότι οι περιπτώσεις εκείνες που επιβλήθηκαν πιο ψηλές ποινές, όπως για παράδειγμα 18 μέχρι 28 έτη, ήταν υποθέσεις όπου δεν υπήρχε πρόκληση, είτε άγγιζαν τα όρια της προμελέτης, είτε αφορούσαν τη δολοφονία πέραν του ενός προσώπου.
Λάβαμε υπόψη όλα όσα ανάφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα και το είδος της πρόκλησης όπως τελικά αυτή διαμορφώθηκε, ότι δηλαδή συνίστατο απλώς στο ότι το θύμα είχε αναφέρει στον εφεσείοντα ότι θα αποκάλυπτε στη θυγατέρα τους ότι ο ίδιος δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας. Είμαστε της άποψης ότι πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε ότι τα ενώπιον του γεγονότα «συνιστούν σε κάποιο βαθμό πρόκληση». Δε συμμεριζόμαστε τη θέση του εφεσείοντα ότι τα γεγονότα ήσαν τέτοια που υπήρξε σοβαρή πρόκληση ώστε να δικαιολογείτο συσχετισμός προς τον βάναυσο στραγγαλισμό του θύματος. Μπορούμε δε να πούμε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που κατατάσσουν την υπόθεση αυτή στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης δεδομένου ότι από το Mall που παρέλαβε το θύμα ο εφεσείων με την προοπτική να πάνε να της δώσει το αυτοκίνητο που συμφώνησαν, την μετέφερε σε ένα απόμερο μέρος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όπου τελικά την στραγγάλισε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη δεόντως υπέρ του εφεσείοντα όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν όπως την ομολογία, παραδοχή ενοχής και λευκό μητρώο για τα οποία δεν υπάρχει παράπονο ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία, αφού το παράπονο περιορίστηκε μόνο στο θέμα της πρόκλησης. Εφάρμοσε δε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα επιβολής ποινής.
Επισημαίνουμε εδώ ότι όλες οι υποθέσεις που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι η ποινή είχε μειωθεί από το Εφετείο λόγω ύπαρξης πρόκλησης, ήταν περιπτώσεις όπου είτε η πρόκληση ήταν ουσιαστικής μορφής, είτε υπήρχαν τέτοια γεγονότα που μείωναν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Για παράδειγμα στην Περικλή ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 524 η πρόκληση συνίστατο από ύβρεις και ο εφεσείων ήταν πρόσωπο με μειωμένη κρίση λόγω ψυχοπαθολογικής κατάστασης και διανοητικής καθυστέρησης. Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692, επίσης η πρόκληση ήταν ουσιαστική αφού ο εφεσείων βρήκε το θύμα στο σπίτι του να επιδίδεται σε άσεμνες πράξεις με την ανήλικη θυγατέρα του και όχι μόνο αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απαίτηση του εφεσείοντα να φύγει, αλλά αντίθετα αντέδρασε με αποτέλεσμα να υπάρξει συμπλοκή κατά την οποία το όπλο που κρατούσε ο εφεσείων να εκπυρσοκροτήσει και να επέλθει ο θάνατος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω και παρόλο που θεωρούμε την ποινή κάπως αυστηρή, εν τούτοις αυτή δεν είναι έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να επιβάλλεται η επέμβαση μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.