ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 2 ΑΑΔ 166

23 Μαΐου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 36/2010)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 37/2010)

ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 36/2010, 37/2010)

 

Ναρκωτικά ― Κατοχή ναρκωτικών ― Άρθρο 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77), όπως τροποποιήθηκε ― Κατοχή σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της κατοχής ― Η έννοια της κατοχής έχει μεγάλη ευρύτητα ― Η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης.

Ναρκωτικά ― Άρθρο 30 Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77), όπως τροποποιήθηκε ― Δημιουργία μαχητού τεκμηρίου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε τρίτα πρόσωπα, όταν η ποσότητα των ναρκωτικών υπερβαίνει τα 30γρ.

Απόδειξη ― Ναρκωτικά ― Περιστατική μαρτυρία ― Το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε καταδίκη για συνωμοσία, κατοχή και κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε τρίτα πρόσωπα ― Η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Εφεσείων αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες: (1) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, (2) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77), και (3) κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του Νόμου 29/77 ― Εφεσείων ηλικίας 44 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν πατέρας 6 παιδιών ηλικίας 11 - 24 ετών από το γάμο του, και ενός παιδιού ηλικίας 4 ετών από τη σχέση του με αλλοδαπή με την οποία συζούσε ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Λήφθηκαν υπόψη δύο άλλες ποινικές υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν ναρκωτικά ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 4, 5 και 9 ετών αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Συνωμοσία, κατοχή και εμπορία ― Ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών λόγω της έξαρσης στη διάπραξή τους και των τραγικών συνεπειών τους στο κοινωνικό σύνολο.

Ποινικός Κώδικας ― Συνομωσία ― Η πράξη της συνομωσίας συνήθως αποδεικνύεται συμπερασματικά, ως εκ της φύσης του αδικήματος.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Η διαδικασία της εξατομίκευσης δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου οι τρεις κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν τρεις κατηγορίες για (1) συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, (2) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, και (3) κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα. Ο τρίτος κατηγορούμενος, αραβικής καταγωγής, αθωώθηκε στη μια κατηγορία που αντιμετώπιζε για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί εναντίον του εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων 1 (έφεση 37/2010) ενώ βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα 2 (έφεση 36/2010) στην πρώτη κατηγορία (συνωμοσία) και ένοχο στην απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου (Άρθρο 85(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155). Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του, επέβαλε στον εφεσείοντα 1 ποινή φυλάκισης 4 ετών στην πρώτη κατηγορία, 5 ετών στη δεύτερη και 9 ετών στην τρίτη κατηγορία. Στον εφεσείοντα 2, επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών στην πρώτη κατηγορία, ενός έτους στη δεύτερη και 3 ετών στην τρίτη.

Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος 3 αποκάλυψε στους αστυνομικούς, οι οποίοι τον είχαν συλλάβει στις 31.10.2008 για κατοχή ναρκωτικών, ότι τα ναρκωτικά του τα είχε προμηθεύσει ο εργοδότης του, εφεσείων 1, και ότι αυτός είχε και άλλη ποσότητα ναρκωτικών κρυμμένη σε συγκεκριμένο σημείο στο χωράφι του στο χωριό Αρχιμανδρίτα. Ο κατηγορούμενος 3 υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο εκείνο στην περίφραξη του χωραφιού, όπου κάτω από μια μεταλλική σχάρα βρήκαν πράσινο σακκούλι στο οποίο υπήρχαν τρία πράσινα σακκούλια τα οποία περιείχαν ξηρή φυτική ύλη κάνναβης. Ακολούθως οι αστυνομικοί αφού τοποθέτησαν τα ανευρεθέντα ναρκωτικά στο ίδιο σημείο που βρέθηκαν, έθεσαν το μέρος υπό παρακολούθηση. Οι εφεσείοντες 1 και 2 συνελήφθησαν αργότερα, όταν μετέβησαν στο σημείο στο οποίο ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά και ο μεν εφεσείων 1 άρχισε να σκάβει, ο δεν εφεσείων 2 του έφεγγε με φανάρι.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι το βράδυ της 31.10.2008, αυτοί μετέβησαν στο χωράφι για να πάρει ο εφεσείων 2 ένα κυνηγετικό σκύλο, τον οποίο θα του έδινε ο εργοδότης του, εφεσείων 1 και για να ελέγξουν τις σχάρες της περίφραξης του χωραφιού. Οι εφεσείοντες, δήλωσαν άγνοια για την παρουσία των αντικειμένων που ανευρέθηκαν, προβάλλοντας τη θέση ότι η όλη υπόθεση ήταν κατασκευασμένη από την αστυνομία.

Ο εφεσείων 1 εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή, ενώ ο εφεσείων 2 μόνο την καταδίκη του. Οι λόγοι έφεσης είναι κοινοί στην ουσία στην έφεση εναντίον της καταδίκης.

Έφεση εναντίον καταδίκης.

Λόγοι έφεσης.

1.      Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και αξιολόγησε εσφαλμένα την εκδοχή του καθενός από τους εφεσείοντες για το πως βρέθηκαν το βράδυ της 31.10.2008 στο χωράφι του εφεσείοντος 1, όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά.

2.      Το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, εσφαλμένα δεν εξέτασε καθόλου και/ή επαρκώς την κατάσταση που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στο χώρο όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, σε συνάρτηση με την παρεμπόδιση, λόγω σκότους και δέντρων, της ικανότητας των Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8 να αντιληφθούν τις ενέργειες και κινήσεις των εφεσειόντων στο χώρο της σκηνής.

3.      Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή του κάθε εφεσείοντος ως προς την εξήγηση που έδωσε για την παρουσία του στο συγκεκριμένο χωράφι το βράδυ της 31.10.2008.

4.      Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε εσφαλμένα τις νομικές αρχές ως προς την απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι στις τρεις κατηγορίες. Στα πλαίσια αυτού του λόγου έφεσης προβλήθηκε ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε για την καταδίκη των εφεσειόντων σε περιστατική μαρτυρία, η οποία δεν ήταν ικανοποιητική. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι ενώ το Κακουργιοδικείο ορθά προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων 1 δεν είχε κατοχή των ναρκωτικών λόγω της παρέμβασης της αστυνομίας, ωστόσο προέβη σε λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων «από τα περιστατικά της υπόθεσης είχε προηγούμενη φυσική κατοχή και/ή έλεγχο των ναρκωτικών».

5.      Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε ότι ο εφεσείων 1, ως εκ της προηγούμενης γνώσης που είχε για την ύπαρξη των ναρκωτικών, είχε τον έλεγχο τους πριν την παρέμβαση της αστυνομίας και ως εκ τούτου ήταν ένοχος στο αδίκημα της κατοχής των ναρκωτικών.

         Ο δε εφεσείων 2 εσφαλμένα βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της συνομωσίας και επίσης ως συναυτουργός, στο αδίκημα της απόπειρας της διάπραξης των αδικημάτων 2 και 3 εκ του γεγονότος ότι παρείχε συνδρομή στον εφεσείοντα 1, στην απόπειρα να λάβει φυσική κατοχή των ναρκωτικών. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος 2 εισηγήθηκε ότι η περιστατική μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, δεν δικαιολογούσε την καταδίκη του εφεσείοντος 2, καθότι το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας στο οποίο στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν μπορούσε να αποκλείσει και άλλη λογική ερμηνεία που να συνάδει με την αθωότητα των εφεσειόντων.

6.      Το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά την προσαχθείσα μαρτυρία και προσέγγισε λανθασμένα τις νομικές αρχές, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν γνώση της ύπαρξης των ναρκωτικών στο χωράφι. Η περιστατική μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν ικανή, σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου τους να αποδείξει πέραν λογικής αμφιβολίας την ενοχή των εφεσειόντων.

7 & 8.         Σημειώθηκαν αντιφάσεις στη μαρτυρία σε σχέση με τα διαδραματισθέντα στο χώρο ανεύρεσης των ναρκωτικών και επίσης υπήρξαν υστερόβουλες σκέψεις εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας για κάλυψη κενών στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.      Δεν έχει εντοπισθεί οτιδήποτε στην εκδοχή του καθ' ενός εκ των εφεσειόντων που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουσιώδης διαφορά, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ώστε να έχρηζε ειδικής εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.      Το Δικαστήριο, με τον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία, φαίνεται ότι είχε υπόψη του τόσο το χωράφι όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά όσο και τα έργα που γίνονταν σ' αυτό για τη διάνοιξη εσωτερικού δρόμου, ο οποίος θα ενώνετο με τον εξωτερικό δρόμο. Το Κακουργιοδικείο περιέγραψε επίσης με περισσή λεπτομέρεια την σκηνή και το χώρο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά, το είδος του εδάφους, καθώς επίσης και την ύπαρξη εκεί δέντρων και θάμνων. Περαιτέρω, το Δικαστήριο είχε στη διάθεσή του και φωτογραφικό υλικό, το οποίο το βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα την ενώπιόν του μαρτυρία.

3.      Με το λόγο έφεσης 3) ανωτέρω, φαίνεται να αμφισβητείται έστω και συγκαλυμμένα η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία των δύο εφεσειόντων ήταν «ένα συνονθύλευμα ψεμάτων», επειδή δεν ήταν, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, εύλογα επιτρεπτή, ενόψει των στοιχείων μαρτυρίας και των άλλων σχετικών στοιχείων. Το Εφετείο διαφωνεί με τη θέση αυτή. Κατ' αρχάς ο δικηγόρος φαίνεται να συμπλέκει την αξιοπιστία με το βάρος απόδειξης. Δεύτερον η σχετική εκδοχή του εφεσείοντος 1 δεν δόθηκε «ευθής εξ αρχής», όπως εισηγείται ο δικηγόρος του, αλλά δόθηκε σε κατάθεση μετά τη σύλληψή του.

          Από την άλλη ο εφεσείων 2 δεν ανέφερε οτιδήποτε συγκεκριμένο κατά τη σύλληψή του, και περιορίστηκε να δηλώσει ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε. Ούτε αργότερα όταν έδιδε κατάθεση, έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την παρουσία του στο συγκεκριμένο χωράφι η ώρα 9.30 το βράδυ, προτιμώντας να επιφυλάξει την υπεράσπισή του. Την εκδοχή για το σκύλο την ανέφερε στη δια ζώσης μαρτυρία του, στο δικαστήριο.

          Το Κακουργιοδικείο δεν ενήργησε εσφαλμένα απορρίπτοντας την εκδοχή της υπεράσπισης ως προς την παρουσία των δύο εφεσειόντων στη σκηνή. Όλα τα ευρήματα του ήταν εύλογα επιτρεπτά και υποστηρίζονταν από την ενώπιόν του μαρτυρία.

4.      Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά, τόσο για το θέμα της περιστατικής μαρτυρίας, όσο και για τις νομικές αρχές που διέπουν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ιδιαίτερα αυτό της κατοχής. Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία (κατοχή με σκοπό την προμήθεια), το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρθηκε στο Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77 και στην πρόνοια ότι κατοχή ποσότητας κάνναβης άνω των 30 γρ., δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι το πρόσωπο κατείχε την ποσότητα με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Τέλος, σε σχέση με το αδίκημα της συνομωσίας (1η κατηγορία), το Κακουργιοδικείο αφού προσδιόρισε τα συστατικά του αδικήματος, ορθά σημείωσε στην απόφασή του ότι η πράξη της συνομωσίας συνήθως αποδεικνύεται συμπερασματικά, ως εκ της φύσης του αδικήματος.

5.      Τόσο η νομική καθοδήγηση, όσο και η προσέγγιση και κατάληξη του Κακουργιοδικείου για το θέμα της κατοχής, είναι ορθή. Πέραν της νομολογίας που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256 και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 στις οποίες επιβεβαιώθηκε η πάγια θέση της νομολογίας, ότι κατοχή στα πλαίσια του Άρθρου 2(3) του Νόμου 29/77, σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της κατοχής. Η έννοια της κατοχής έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών, ακόμα και σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον φυσικό έλεγχό τους. Ως εκ τούτου, η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης.

6.      Ισχύουν και σε αυτό το λόγο έφεσης όσα αναφέρονται σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης.

7 & 8.         Οι δύο αυτοί λόγοι έφεσης αμφισβητούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι μικροδιαφορές ή μικροαντιφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά ο συνήγορος των εφεσειόντων, δεν συνιστούν ουσιώδεις διαφορές, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του Εφετείου. Η νομολογία δέχεται ότι μικροαντιφάσεις σε λεπτομέρειες στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θεωρούνται ότι ενδυναμώνουν μια μαρτυρία, που κατά τα άλλα είναι πειστική, και καταδείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων. Ο δε ισχυρισμός για υστεροβουλία, παραμένει απλή υπόθεση εκ μέρους της υπεράσπισης.

Έφεση του εφεσείοντος 1 εναντίον της ποινής.

Η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα 1 δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του Εφετείου. Όπως ορθά υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο, όλα τα αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, θεωρούνται πολύ σοβαρά, αφού ταλανίζουν την κοινωνία μας. Τα Δικαστήρια συνεχώς προειδοποιούν για τους κινδύνους διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα, με αποτέλεσμα να υπάρξει και ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια με την αύξηση των επιβαλλόμενων ποινών. Παρά το ότι υπάρχει η υποχρέωση εξατομίκευσης της ποινής, εν τούτοις το στοιχείο της αποτροπής αποτελεί πρώτο μέλημα του Δικαστηρίου στην επιμέτρηση της ποινής για τέτοιου είδους αδικήματα.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14,

Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256,

Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409,

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9,

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 104.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Πούγιουρου, Π.Ε.Δ., Μαλαχτός, Α.Ε.Δ., Κονής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14239/08), ημερομηνίας 26/2/10.

Α. Eυτυχίου και Χ. Σιμιλλίδης, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις.

Α. Χατζηκύρου, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες και στις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου τρεις κατηγορίες:- (1) συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (2) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77), και (3) κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του Νόμου 29/77. Αρχικά, οι κατηγορούμενοι ήταν τρεις. Ο Εφεσείων στην Έφεση 37/2010, ήταν ο κατηγορούμενος 1 (εργοδότης). Ο Εφεσείων στην Έφεση 36/2010, ήταν ο κατηγορούμενος 2 (υπάλληλος του πρώτου). Σ' αυτούς θα αναφερόμαστε ως ο Εφεσείων 1 και Εφεσείων 2, αντίστοιχα. Ο τρίτος κατηγορούμενος, αραβικής καταγωγής, αθωώθηκε στη μια κατηγορία που αντιμετώπιζε για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί εναντίον του εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής συνοψίζεται από το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, ως εξής:-

«Κατόπιν πληροφοριών για διακίνηση ναρκωτικών από κάποιο άτομο Αραβικής καταγωγής οργανώθηκε επιχείρηση της Αστυνομίας στις 31.10.2008 κατά την οποία συνελήφθη ο πρώην κατηγορούμενος 3 (Mohamad Terzlaki) στο χωριό Κισσόνεργα, για κατοχή και προμήθεια κάνναβης. Ακολούθησε έρευνα στην κατοικία του και στη συνέχεια μεταφορά του στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου. Ακολούθως ο κατηγορούμενος 3 μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου για ιατρική περίθαλψη λόγω του τραυματισμού του στην προσπάθεια του να διαφύγει της σύλληψης. Ενώ αναμένετο η εξέταση του στην αίθουσα αναμονής του Νοσοκομείου, ο κατηγορούμενος 3 εξέφρασε στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν, την επιθυμία να αποκαλύψει όλη την αλήθεια σε σχέση με την υπόθεση για την οποία συνελήφθηκε και πώς τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή του.

Αποκάλυψε ότι τα ναρκωτικά που θα πωλούσε στον υπό κάλυψη αστυνομικό του τα είχε προμηθεύσει ο εργοδότης του που είναι ο κατηγορούμενος 1 και ότι αυτός είχε και άλλη ποσότητα ναρκωτικών κρυμμένη σε συγκεκριμένο σημείο στο χωράφι του στο χωριό Αρχιμανδρίτα (που στο εξής θα αναφέρεται ως «το χωράφι») και ο κατηγορούμενος 3 ήταν πρόθυμος να τους υποδείξει το ακριβές σημείο. Αμέσως οι αστυνομικοί που τον είχαν συνοδεύσει στο Νοσοκομείο τον μετέφεραν στην Αρχιμανδρίτα και αφού μετακίνησαν μια μεταλλική σχάρα από ένα σημείο της περίφραξης του χωραφιού που τους υπέδειξε ο κατηγορούμενος 3 και ανευρέθηκε ένα πράσινο σακούλι (Τεκμήριο 10) το οποίο περιείχε τρία πράσινα σακούλια τυλιγμένα με τέλλα χρώματος καφέ (Τεκμήρια 13Α, 13Β και 13Γ) μέσα στα οποία υπήρχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης (Τεκμήρια 12Α, 12Β και 12Γ). Ακολούθως αφού τοποθέτησαν τα ανευρεθέντα ναρκωτικά στο ίδιο σημείο που βρέθηκαν, έθεσαν το μέρος υπό παρακολούθηση. Με την ανεύρεση των ναρκωτικών και την άφιξη στο μέρος και άλλης αστυνομικής δύναμης, δύο αστυνομικοί μαζί με τον κατηγορούμενο 3 αναχώρησαν για τα γραφεία της ΥΚΑΝ στην Πάφο.

Κατά τη διαδρομή προς Πάφο, ο κατηγορούμενος 3 πληροφόρησε τους αστυνομικούς που τον συνόδευαν, ότι αντιλήφθηκε τον κατηγορούμενο 1 να κατευθύνεται προς την Αρχιμανδρίτα με το αυτοκίνητο του και ενημερώθηκαν σχετικά οι αστυνομικοί που παρέμειναν στο χωράφι. Ο κατηγορούμενος 1 σταμάτησε το αυτοκίνητο του μέσα στο χωράφι και πεζός μαζί με τον κατηγορούμενο 2 πλησίασε στο σημείο που ήταν θαμμένα τα ναρκωτικά και άρχισε να σκάβει, ενώ ο κατηγορούμενος 2 του έφεγγε με το φανάρι (Τεκμήριο 14). Κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος 1 σταμάτησε να σκάβει αναφέροντας στον κατηγορούμενο 2 ότι κάποιος είχε σκάψει εκεί και ο κατηγορούμενος 2 προχώρησε προς τα δέντρα που ήταν κρυμμένος ένας από τους αστυνομικούς, ερευνώντας το χώρο με το φανάρι του.  Τότε επενέβη η Αστυνομία και τους συνέλαβε.»

Η εκδοχή των δύο Εφεσειόντων, σύμφωνα και πάλιν με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ήταν ότι το βράδυ της 31.10.2008, γύρω στις 9.30 μ.μ., αυτοί μετέβησαν στο χωράφι για να πάρει ο Εφεσείων 2 ένα κυνηγετικό σκύλο, τον οποίο θα του έδινε ο εργοδότης του, Εφεσείων 1 και για να ελέγξουν τις σχάρες της περίφραξης του χωραφιού. Οι Εφεσείοντες, δήλωσαν άγνοια για την παρουσία των αντικειμένων που ανευρέθηκαν, προβάλλοντας τη θέση ότι η όλη υπόθεση ήταν κατασκευασμένη από την αστυνομία.

Για την Κατηγορούσα Αρχή, κατάθεσαν συνολικά 13 μάρτυρες.  Για την Υπεράσπιση, οι Εφεσείοντες, μετά που κλήθηκαν σε απολογία, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως και κάλεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης τον Mohamad Terzlaki, πρώην κατηγορούμενο 3 (ΜΥ 1), τον Λειτουργό της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, Μάριο Θεοφίλου (ΜΥ 2) και τον ιατρό Φραγκίσκο Κασσέρα (ΜΥ 3). Ο πρώην κατηγορούμενος 3 κατάθεσε ότι προέβη στις αποκαλύψεις εμπλέκοντας τον Εφεσείοντα 1, μετά που οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν άσκησαν βία εναντίον του. Ο ΜΥ 2 κατάθεσε ότι το βράδυ της σύλληψης των δύο Εφεσειόντων (31.10.08), η σελήνη ήταν μόλις δύο ημερών, δηλαδή μικρότερη του 6% του μεγέθους της, οπότε ήταν εντελώς σκοτάδι. Τέλος, ο ΜΥ 3 κατάθεσε ότι ο Εφεσείων 2 υπέφερε από συμπτώματα ευερέθιστου εντέρου και γαστροοισοφαγητικής παλινδρόμησης και ότι του συνέστησε, μεταξύ άλλων, να αποφεύγει το άγχος και την έκθεση στο κρύο.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου δηλώθηκαν επίσης παραδεκτά γεγονότα, τα οποία έτυχαν έγκρισης από το Δικαστήριο.

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και τις εκατέρωθεν θέσεις, δέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και των ΜΥ 2 και 3 και απέρριψε αυτή των Εφεσειόντων και του ΜΥ 1 (πρώην κατηγορούμενου 3). Το Κακουργιοδικείο, σχολιάζοντας την αξιοπιστία του ΜΥ 1 ανέφερε:-

«.. κρίνουμε τον κατηγορούμενο 3 εντελώς αναξιόπιστο και απορρίπτουμε τη μαρτυρία του εκτός του ισχυρισμού του ότι ο ίδιος οδήγησε τους αστυνομικούς στο χωράφι και τους υπόδειξε περίπου το σημείο που ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά, τον οποίο αποδεχόμαστε. Αυτό το μέρος της μαρτυρίας του επιβεβαιώνεται από τους αστυνομικούς μάρτυρες οι οποίοι ενεργώντας βάσει των οδηγιών του βρήκαν τα ναρκωτικά στο χωράφι.»

Αναφορικά με την αξιοπιστία των δύο Εφεσειόντων, το Κακουργιοδικείο ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:-

«Εν ολίγοις η μαρτυρία τους ήταν ένα συνονθύλευμα ψεμάτων. Κατ' αρχάς σαν μάρτυρες στο εδώλιο μας έδωσαν την εντύπωση ατόμων που δεν είχαν κανένα δισταγμό στο τι θα μπορούσαν να ισχυριστούν φτάνει να κατάφερναν να διώξουν τις υποψίες που τους βάρυναν. Στη δια ζώσης μαρτυρία τους ισχυρίστηκαν ότι όλη η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη από την Αστυνομία. Αρνήθηκαν την ύπαρξη των ναρκωτικών στο χωράφι προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι στο συγκεκριμένο σημείο τα τοποθέτησε ο αστυνομικός για να βγάλει φωτογραφίες. Στην προσπάθεια τους αυτή πρόβαλαν δικαιολογίες για το κάθε τι που έκριναν ότι δυνατό να επιβαρύνει τη θέση τους.

....................................................

Γενικά η μαρτυρία των κατηγορουμένων συνολικά ιδωμένη, παρουσιάζει τόσες πολλές αδυναμίες και αντιφάσεις που κατά την άποψη μας δημιουργούν σοβαρά ρήγματα στην αξιοπιστία τους με αποτέλεσμα να μην είμαστε με κανένα τρόπο διατεθειμένοι να βασιστούμε πάνω σ' αυτή.».

Στη συνέχεια, αφού ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή της υπόθεσης και με τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων έθεσαν ενώπιόν του, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων 1, ενώ τον Εφεσείοντα 2 τον βρήκε ένοχο στην πρώτη κατηγορία (συνομωσία) και ένοχο στην απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου (Άρθρο 85(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του, επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 ποινή φυλάκισης 4 ετών στην πρώτη κατηγορία, 5 ετών, στη δεύτερη και 9 ετών στην τρίτη κατηγορία. Στον Εφεσείοντα 2, επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών στην πρώτη κατηγορία, ενός έτους στη δεύτερη και 3 ετών στην τρίτη.

Ο Εφεσείων 1 εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε, ενώ ο Εφεσείων 2 μόνο την καταδίκη του. Οι οκτώ λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης, στην ουσία είναι κοινοί, παρά την ύπαρξη δύο εφέσεων. Θα τους εξετάσουμε μαζί, εκτός όπου προβάλλονται διαφοροποιημένα επιχειρήματα από το δικηγόρο των Εφεσειόντων.

Το τετρασέλιδο διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της Εφεσίβλητης, είναι τόσο λιτό και τόσο αποψιλωμένο από οποιαδήποτε λεπτομέρεια, που στην ουσία επαναλαμβάνει το ζητούμενο, χωρίς να προσφέρει στο Δικαστήριο την αναμενόμενη βοήθεια, που αρμόζει σε μια σοβαρή ποινική έφεση.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και αξιολόγησε λανθασμένα την εκδοχή τους για το πώς βρέθηκαν το βράδυ της 31.10.2008 στο χωράφι του Εφεσείοντος 1, στο οποίο ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά. 

Πιο συγκεκριμένα, το παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία των Εφεσειόντων «αποσπασματικά», χωρίς να την «συναρτήσει με την ολότητα της προσαχθείσας μαρτυρίας και χωρίς να εξετάσει αυτή χωριστά» ως προς την εκδοχή του κάθε Εφεσείοντος. Όμως, ανέφερε ο δικηγόρος τους, το Κακουργιοδικείο εξέτασε την εκδοχή των δύο Εφεσειόντων ως αν να ήταν ενιαία, χωρίς να εντοπίσει τις ουσιώδεις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο εκδοχών.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Από την πολυσέλιδη απόφαση του Κακουργιοδικείου, προκύπτει σαφώς ότι το δικαστήριο, όχι μόνο εξέτασε την εκδοχή του καθ' ενός ξεχωριστά, αλλά την συνάρτησε και με την υπόλοιπη μαρτυρία. Η εκδοχή των δύο Εφεσειόντων στα κύρια και ουσιαστικά σημεία ήταν κοινή και ορθώς το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε τα κοινά σημεία μεταξύ της μαρτυρίας των Εφεσειόντων, για να τα συναρτήσει με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Δεν συμφωνούμε ότι τα σημεία στα οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, στην προφορική αγόρευσή του, ότι αποτελούν ουσιώδεις διαφορές. Πρόκειται για επουσιώδη σημεία για τα οποία δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά, αφού η ουσία της διαφοράς μεταξύ της κοινής εκδοχής των Εφεσειόντων και αυτής της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν αλλού. Από τη στιγμή που οι δύο Εφεσείοντες έδωσαν μαρτυρία ενόρκως, ήταν αναπόφευκτο να υπάρξουν κάποιες διαφορές στη μεταξύ τους μαρτυρία. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που το κάθε πρόσωπο αντιλαμβάνεται και περιγράφει τα γεγονότα και στην έμφαση που δίδει σε ορισμένα συμβάντα. Όμως, δεν έχουμε εντοπίσει να υπάρχει οτιδήποτε στην εκδοχή του καθ' ενός που να μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως εισηγείται ο δικηγόρος τους, ως ουσιώδης διαφορά, ώστε να έχρηζε ειδικής εξέτασης από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, λανθασμένα δεν εξέτασε καθόλου και/ή επαρκώς την κατάσταση που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στο χώρο όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, σε συνάρτηση με την παρεμπόδιση, λόγω σκότους και δέντρων, της ικανότητας των Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8 να αντιληφθούν τις ενέργειες και κινήσεις των Εφεσειόντων στο χώρο της σκηνής.  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, το δικαστήριο όφειλε, αφού αξιολογούσε τη σχετική μαρτυρία, να καταλήξει σε συγκεκριμένα ευρήματα για τον χώρο όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα και ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά. Τα ευρήματα αυτά, ως πραγματική πλέον μαρτυρία της σκηνής, θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας και ακρίβειας της μαρτυρίας τόσο των Εφεσειόντων, όσο και των λοιπών μαρτύρων.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Από την εβδομηντασέλιδη απόφαση του Κακουργιοδικείου, είναι έκδηλο ότι το δικαστήριο είχε υπόψη του κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε στη σκηνή όπου διακινήθηκαν οι Εφεσείοντες και στο χώρο όπου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά. Υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ήταν αχρείαστο να προβεί σε περαιτέρω ευρήματα αναφορικά με τη σκηνή. Το δικαστήριο, με τον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία, φαίνεται ότι είχε υπόψη του τόσο το χωράφι, όσο και τα έργα που γίνονταν σ' αυτό για τη διάνοιξη εσωτερικού δρόμου, ο οποίος θα ενώνετο με τον εξωτερικό δρόμο. Επίσης, είχε υπόψη του τις καγκελόπορτες στην είσοδο του χωραφιού, τα σημεία που ήταν τοποθετημένες οι σχάρες λόγω των έργων που διεξάγονταν, το χώρο της κληματαριάς στον οποίο ήταν φυλαγμένος ο σκύλος που υποτίθεται θα έπαιρναν, το χώρο που ήταν θαμμένα τα ναρκωτικά και περίπου τις αποστάσεις μεταξύ των διαφόρων χώρων.  Το Κακουργιοδικείο περιγράφει επίσης με περισσή λεπτομέρεια την σκηνή και το χώρο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά, το είδος του εδάφους, καθώς επίσης και την ύπαρξη εκεί δέντρων και θάμνων.  Περαιτέρω, το δικαστήριο είχε στη διάθεσή του και φωτογραφικό υλικό, το οποίο το βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα την ενώπιον του μαρτυρία.

Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας των Μ.Κ. 4, 5, 6 και 8. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία τους ακριβοδίκαια και απέκλεισε το ενδεχόμενο να υπήρξε συνεννόηση. Έκαμε αναφορά στις μικροαντιφάσεις που υπάρχουν στη δια ζώσης μαρτυρία ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας, αλλά εξήγησε ότι αυτές είναι χωρίς ουσιαστική σημασία και εν πάση περιπτώσει, καταδείκνυαν την έλλειψη προσυνεννόησης.

Υπήρξε εισήγηση ότι η περιορισμένη ορατότητα λόγω σκότους και δέντρων, αποτελούσε εμπόδιο στους μάρτυρες να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα. Δεν συμφωνούμε. Οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής με αρ. 5, 6 και 8, που βρίσκονταν κρυμμένοι περιμετρικά του σημείου που ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά, όχι μόνο είδαν τον Εφεσείοντα 1 να σκάβει, αλλά άκουσαν και τα όσα είπε στον Εφεσείοντα 2, ότι κάποιος είχε προηγουμένως σκάψει το σημείο που ήταν θαμμένα τα ναρκωτικά. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μας, που να θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή τη μαρτυρία, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε δεχτή από το Κακουργιοδικείο.  Επομένως, η εισήγηση ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε επαρκώς τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά το χρόνο σύλληψης των Εφεσειόντων, κρίνεται ανεδαφική, αφού το Κακουργιοδικείο, προτού καταλήξει στις δικές του διαπιστώσεις, εξέτασε με επάρκεια, τόσο το θέμα της έλλειψης φωτισμού, όσο και την ικανότητα των μαρτύρων να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο κάθε Εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του, ως προς την εξήγηση που έδωσε για την παρουσία του στο συγκεκριμένο χωράφι το βράδυ της 31.10.2008.

Αναφορικά με τον Εφεσείοντα 1, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εισηγήθηκε ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η μαρτυρία του, αφού ουσιώδεις πτυχές της ενισχύονται από άλλη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Όπως εξήγησε ο κ. Ευτυχίου, ο Εφεσείων 1 ισχυρίστηκε ότι το βράδυ εκείνο μετέβη στο χωράφι του μαζί με τον Εφεσείοντα 2 για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν για να ελέγξει τις σχάρες με τις οποίες ήταν περιφραγμένο το χωράφι, για προστασία από κοπάδι που περιτριγύριζε στην περιοχή και του προκαλούσε ζημιές. Ο δεύτερος ήταν για να δώσει ένα κυνηγετικό σκύλο στον Εφεσείοντα 2. Ο πρώτος ισχυρισμός, ενισχύεται, εισηγήθηκε ο κ. Ευτυχίου, από το Μ.Κ.12, Χρ. Νεοκλέους, Κοινοτάρχη της Αρχιμανδρίτας, ο οποίος κατάθεσε ότι ο Εφεσείων την περίοδο εκείνη τον ενημέρωσε ότι αφαίρεσε τις σχάρες από το χωράφι, επειδή διάνοιγε δρόμο και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τους βοσκούς, να μη βάζουν τα ζώα τους στο περιβόλι και να καταστρέφουν τα φθαρτά του. Ο δεύτερος ισχυρισμός, ενισχύεται από την ύπαρξη σκύλων στο χωράφι.

Αναφορικά με τον Εφεσείοντα 2, ο δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι η εκδοχή του ότι πήγε για να παραλάβει ένα κυνηγετικό σκύλο, ενισχύεται από το γεγονός: (α) ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Εφεσείων 1, πρόβαλαν την ίδια εκδοχή αμέσως μετά τη σύλληψη τους, (β) ότι είχε σε ισχύ άδεια κυνηγίου με σκύλο κατά τον ουσιώδη χρόνο, και (γ) ότι βρέθηκαν σκύλοι στο χωράφι. Όσον αφορά την εκδοχή του ότι φορούσε μάλλινα γάντια και ρούχινο σακάκι για να προστατευθεί από το κρύο, αυτό, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του, ενισχύεται: (α) από τη μαρτυρία των Μ.Υ.2, Μ. Θεοφίλου, της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και Μ.Κ.3, Αστυφ. 3174 Χρ. Αντωνίου, ότι επικρατούσε ψύχρα το βράδυ εκείνο και (β) από τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, Δρ. Φραγκίσκου Κασσέρα, ότι συνέστησε στον Εφεσείοντα 2 να προσέχει από το κρύο, διότι όταν το έντερο ερεθιστεί, προκαλεί συμπτώματα που ενοχλούν το στομάχι και ενεργοποιούν την γαστροοισοφαγητική παλινδρόμηση από την οποία υπέφερε.

Πρόκειται για συγκαλυμμένο λόγο αμφισβήτησης του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας των Εφεσειόντων.  Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, το Εφετείο κατά γενικό κανόνα δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία. Όμως, έχει την ευχέρεια να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα ή όταν ένα εύρημα του δεν είναι εύλογα επιτρεπτό, ενόψει της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14).

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία των δύο Εφεσειόντων, την χαρακτήρισε ως «ένα συνονθύλευμα ψεμάτων». Αυτή η κατάληξη του δικαστηρίου φαίνεται, έστω και συγκαλυμμένα, να αμφισβητείται, επειδή δεν ήταν, όπως εισηγήθηκε ο κ. Ευτυχίου, εύλογα επιτρεπτή, ενόψει των στοιχείων μαρτυρίας και εξηγήσεων που αναφέραμε πιο πάνω. Δεν συμφωνούμε. Κατ' αρχάς ο κ. Ευτυχίου φαίνεται να συμπλέκει την αξιοπιστία με το βάρος απόδειξης. Δεύτερον, η πιο πάνω εκδοχή δεν δόθηκε από τον Εφεσείοντα 1 «ευθύς εξ αρχής», όπως εισηγείται ο δικηγόρος του, αλλά δόθηκε σε κατάθεση που έδωσε μετά τη σύλληψή του. Εκείνο που ανέφερε όταν επέδραμε η αστυνομία ήταν: «Ρε παιθκιά αν μου τα εβάλετε πιάστε τα, φύετε γιατί εν να μπερτέψουμε». Ήταν αργότερα στο αστυνομικό σταθμό όταν έδιδε κατάθεση, που πρόβαλε τον ισχυρισμό για ένα «σκυλάκι» και για τις σχάρες.

Από την άλλη, ο Εφεσείων 2, όταν συνελήφθη δεν ανέφερε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, αλλά περιορίστηκε να δηλώσει ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε. Ούτε αργότερα όταν έδιδε κατάθεση, έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την παρουσία του στο συγκεκριμένο χωράφι η ώρα 9.30 το βράδυ, προτιμώντας να επιφυλάξει την υπεράσπισή του. Την εκδοχή για το σκύλο την ανέφερε στη δια ζώσης μαρτυρία του, στο δικαστήριο.

Όπως είναι νομολογημένο, τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220). Οι εξηγήσεις που έδωσαν οι Εφεσείοντες εξετάστηκαν και ορθά απορρίφθηκαν.  Όμως, ακόμα και αν ιδωθούν απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία, οι εξηγήσεις αυτές δεν είναι ικανές για να ανατρέψουν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία ήταν καθόλα εύλογα και επιτρεπτά. Ούτε η αποδοχή της μαρτυρίας του ιατρού Κασσέρα (Μ.Υ.3) και του Κοινοτάρχη Αρχιμανδρίτας, Χρ. Νεοκλέους (Μ.Κ.12) έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία των Εφεσειόντων, η οποία στηρίχθηκε στη συνολική εικόνα της μαρτυρίας τους. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε εσφαλμένα στο να απορρίψει την εκδοχή της υπεράσπισης ως προς την παρουσία των δύο Εφεσειόντων στη σκηνή. Όλα τα ευρήματα του ήταν εύλογα επιτρεπτά και υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία.

Τους επόμενους δύο λόγους έφεσης θα τους εξετάσουμε μαζί.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε λανθασμένα τις νομικές αρχές ως προς την απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι Εφεσείοντες ήταν ένοχοι στις τρεις κατηγορίες. Τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων σε σχέση με τον πέμπτο λόγο έφεσης, διαφοροποιούνται μερικώς. Ο Εφεσείων 1 προσβάλλει το εύρημα του δικαστηρίου για γνώση για την ύπαρξη των ναρκωτικών και για νομικό έλεγχο σε προγενέστερο χρόνο. Ο Εφεσείων 2 στα πλαίσια του αντίστοιχου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι από τη στιγμή που το δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων 1 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε στη φυσική κατοχή του τα ναρκωτικά, ο ίδιος δεν είχε λόγο να ενδιαφερθεί για την ανεύρεση τους και τα όσα του καταλογίστηκαν*, αποτελούν πιθανότητες, μη ικανές να οδηγήσουν σε καταδίκη.

Ένα από τα επιχειρήματα του κ. Ευτυχίου στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, είναι ότι το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε για την καταδίκη των Εφεσειόντων σε περιστατική μαρτυρία, η οποία δεν ήταν ικανοποιητική. Εξήγησε ότι ενώ το Κακουργιοδικείο ορθά προέβη σε εύρημα ότι ο Εφεσείων 1 δεν είχε κατοχή των ναρκωτικών λόγω της παρέμβασης της αστυνομίας, ωστόσο προβαίνει σε λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων «από τα περιστατικά της υπόθεσης είχε προηγούμενη φυσική κατοχή και/ή έλεγχο των ναρκωτικών». Το συμπέρασμα του δικαστηρίου, κατά τον κ. Ευτυχίου, στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία (παρουσία του Εφεσείοντος 1 κατά τη διάρκεια της νύχτας στο συγκεκριμένο χώρο, προσέγγιση στον απόμερο χώρο που ήταν κρυμμένα τα ναρκωτικά, σκάψιμο από τον Εφεσείοντα 1 στο σημείο εκείνο, συνοδεία από τον Εφεσείοντα 2 ο οποίος κρατούσε φανάρι και φορούσε γάντια). Αυτή όμως δεν ήταν, κατά τον κ. Ευτυχίου, ικανοποιητική μαρτυρία και δεν δικαιολογούσε την καταδίκη του Εφεσείοντος 1, καθότι όπως αναφέρει στο διάγραμμά του:-

«(α) Δεν βρέθηκαν αποτυπώματα ή Γενετικό Υλικό του Εφεσείοντα πάνω στα επίδικα ναρκωτικά που βρίσκονταν στα ΤΕΚ -10-, ΤΕΚ -13Α-, Β- και 13 Γ- (σελ. 460 πρακτικών).

(β) Η παρουσία του Εφεσείοντα στο σημείο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά μαζί με τον συγκατηγορούμενο 2 από μόνο του δεν συνιστά ύποπτη κίνηση του Εφεσείοντα.

(γ) Εάν ο συγκατηγορούμενος 2 φορούσε γάντια και κρατούσε ένα σχισμένο σακούλι (ΤΕΚ-17-) που ήταν άχρηστο για χρήση και κρατούσε φανάρι για να φέγγει μέσα στη νύκτα πως ενοχοποιεί τον Εφεσείοντα ο οποίος δεν φορούσε γάντια.

(δ) Η προσέγγιση του Εφεσείοντα στο σημείο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά το οποίο γειτνιάζει με το χωματόδρομο ουδόλως εμπλέκει τον Εφεσείοντα με την κατοχή ή έλεγχο των.

(ε) Πως έσκυψε και άρχισε να σκάβει ο Εφεσείοντας στο σημείο μέσα στη νύκτα ενώ ο συγκατηγορούμενος 2 είχε προχωρήσει πιο μπροστά από αυτόν αντί να μείνει εκεί μαζί του και να φωτίζει το σημείο που υπήρχε ισχυρισμός ότι άρχισε να σκάβει με τα χέρια του μέσα στη νύκτα. Αυτός ο ισχυρισμός δημιουργεί αμφιβολίες διότι δεν ήταν δυνατό να σκάβει μέσα στο σκότος.

(στ) Το ότι το έδαφος στο οποίο υπήρχε ισχυρισμός ότι άρχισε να σκάβει ο Εφεσείοντας ήταν πετρώδες και δεν μπορούσε να σκαφθεί όπως αποδεικνύεται από το ΤΕΚ-36- (δέσμη φωτογραφιών - φωτογραφίες 1,2,7) (σελ. 248, 294, 250 πρακτικών και ΤΕΚ-37- (δέσμη φωτογραφιών) στις σελίδες 13, 74, 248 πρακτικών, αφήνει αμφιβολίες ότι ο Εφεσείοντας έσκυψε και άρχισε να σκάβει.»*

Έχουμε μελετήσει την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, αλλά δεν συμφωνούμε. Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά, τόσο για το θέμα της περιστατικής μαρτυρίας, όσο και για τις νομικές αρχές που διέπουν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ιδιαίτερα αυτό της κατοχής. Όπως αναφέρει στην απόφασή του (σελ. 503 των πρακτικών):-

«Εφόσον τα παράνομα αντικείμενα βρίσκονται εν γνώσει του σε συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κρυμμένα και δύναται να επισκέπτεται τον χώρο και να λαμβάνει τη φυσική κατοχή τους, τότε αυτά είναι υπό τον έλεγχο και κατ' επέκταση υπό την κατοχή του. Κατοχή μπορεί να υπάρξει ακόμα και όταν τα αντικείμενα φυλάσσονται στα υποστατικά τρίτου, νοουμένου πάντοτε πως ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο τους (βλ. Χριστάκης Ιωάννου «Τίτος» ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. σελ. 409).

Αλληλένδετο στοιχείο της κατοχής είναι το στοιχείο της γνώσης (βλ. Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, 218-219 και Κυριάκος Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 662). Θα πρέπει δηλαδή να προσκομισθεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο φερόμενος κάτοχος είχε γνώση της κατοχής αλλά και γνώση του είδους του αντικειμένου.

Η ύπαρξη και η διαπίστωση της κατοχής ναρκωτικών ουσιών όπως και η πιστοποίηση της αναγκαίας γνώσης ως προς το περιεχόμενο, εξάγεται πλειστάκις από περιστατική μαρτυρία η οποία εξίσου οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388).»

Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία (κατοχή με σκοπό την προμήθεια), το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρθηκε στο Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77 και στην πρόνοια ότι κατοχή ποσότητας κάνναβης άνω των 30 γρ., δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι το πρόσωπο κατείχε την ποσότητα με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Τέλος, σε σχέση με το αδίκημα της συνομωσίας (1η κατηγορία), το Κακουργιοδικείο αφού προσδιόρισε τα συστατικά του αδικήματος, ορθά σημειώνει στην απόφασή του ότι η πράξη της συνομωσίας συνήθως αποδεικνύεται συμπερασματικά, ως εκ της φύσης του αδικήματος.

Ερχόμαστε τώρα στον πέμπτο λόγο έφεσης. Αναφορικά με το θέμα της κατοχής, το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ότι οι Εφεσείοντες είχαν φυσική κατοχή των ναρκωτικών. Ως εκ τούτου αναζήτησε περιστατική μαρτυρία. Βρήκε ότι υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρξε ελεγχόμενη παράδοση σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν. 3(Ι)/95). Ενόψει τούτου, κατέληξε ότι από τη στιγμή που η αστυνομία ανακάλυψε τα ναρκωτικά, ο Εφεσείων 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε φυσική κατοχή ή έλεγχο των ναρκωτικών. Στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσον είχε έλεγχο των ναρκωτικών, ως εκ της υφιστάμενης ή προγενέστερης γνώσης για την ύπαρξη των ναρκωτικών και των μετέπειτα ενεργειών του. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ο Εφεσείων 1, ως εκ της προηγούμενης γνώσης που είχε για την ύπαρξη των ναρκωτικών, είχε τον έλεγχο τους πριν την παρέμβαση της αστυνομίας και ως εκ τούτου ήταν ένοχος στο αδίκημα της κατοχής των ναρκωτικών. Στην πιο πάνω κατάληξή του, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων:- (α) Την παρουσία κατά τη διάρκεια της νύχτας των Εφεσειόντων στο χωράφι που καλλιεργούσε ο Εφεσείων 1, (β) την προσέγγιση στο απόμερο σημείο που υπέδειξε ο κατηγορούμενος 3, όπου ήταν θαμμένα τα ναρκωτικά και το οποίο ήταν σε κάποια απόσταση από το γειτνιάζοντα χωματόδρομο και (γ) το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο σημείο ο Εφεσείων 1 με τη βοήθεια φανού που κρατούσε ο Εφεσείων 2, άρχισε να σκάβει με τα χέρια και να απομακρύνει πέτρες που κάλυπταν τα κρυμμένα ναρκωτικά.

Τόσο η νομική καθοδήγηση, όσο και η προσέγγιση και κατάληξη του Κακουργιοδικείου για το θέμα της κατοχής, είναι ορθή. Πέραν της νομολογίας που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256 και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, στις οποίες επιβεβαιώθηκε η πάγια θέση της νομολογίας, ότι κατοχή στα πλαίσια του Άρθρου 2(3) του Νόμου 29/77, σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της κατοχής. Η έννοια της κατοχής έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών, ακόμα και σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον φυσικό έλεγχό τους. Ως εκ τούτου, η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (βλ. επίσης Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211 και Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409).

Αναφορικά με τον Εφεσείοντα 2, το παράπονο είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι αυτός, γνωρίζοντας την ύπαρξη των επίδικων ναρκωτικών, συνέδραμε τον Εφεσείοντα 1 με σκοπό ο τελευταίος να αποκτήσει φυσική κατοχή των ναρκωτικών, και ως εκ τούτου ήταν ένοχος στο αδίκημα της συνομωσίας. Βρέθηκε επίσης ένοχος ως συναυτουργός, στο αδίκημα της απόπειρας της διάπραξης των αδικημάτων 2 και 3 εκ του γεγονότος ότι παρείχε συνδρομή στον Εφεσείοντα 1, στην απόπειρα να λάβει φυσική κατοχή των ναρκωτικών. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος 2 εισηγήθηκε ότι η περιστατική μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, δεν δικαιολογούσε την καταδίκη του Εφεσείοντος 2, καθότι το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας στο οποίο στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο*, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν μπορεί να αποκλείσει και άλλη λογική ερμηνεία που να συνάδει με την αθωότητα των Εφεσειόντων.

Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, στο οποίο έκαμε αναφορά ο κ. Ευτυχίου, μπορεί από μόνο του να μην είναι αρκετό για να οδηγήσει σε καταδίκη, αλλά το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας δικαιολογεί, κατά την άποψή μας, την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, στις σελ. 119-120). Όπως αναφέρθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, 15:-

«Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, υπόθεση εμπρησμού φαρμακείου από τον ιδιοκτήτη του, που τα μεμονωμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν οδηγούσαν πουθενά. Όμως η σωρευτική τους θεώρηση δημιούργησε τέτοια αξιοθαύμαστη συνοχή που κατέστησε αναπόφευκτη την καταδίκη. Παραπέμπουμε επίσης στην Khadar & Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174 και Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.».

Με τον έκτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες 1 και 2 παραπονούνται ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά την προσαχθείσα μαρτυρία και προσέγγισε λανθασμένα τις νομικές αρχές, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι οι Εφεσείοντες είχαν γνώση της ύπαρξης των ναρκωτικών στο χωράφι. Η περιστατική μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν ικανή, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Ευτυχίου να αποδείξει πέραν λογικής αμφιβολίας την ενοχή των Εφεσειόντων. Τα όσα αναφέρουμε σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ισχύουν και εδώ, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε.

Ο έβδομος και ο όγδοος λόγος έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί. Με τον έβδομο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Κακουργιοδικείο για τα διαδραματισθέντα στο χώρο ανεύρεσης των ναρκωτικών στηρίχθηκε στη μαρτυρία των Μ.Κ. 4, 5, 6 και 8, η οποία όμως δεν έπρεπε να είχε γίνει δεχτή. Σύμφωνα με το δικηγόρο τους, οι μάρτυρες, λόγω του σκότους που επικρατούσε το βράδυ εκείνο, δεν ήταν σε θέση να δουν με ακρίβεια τα διαδραματισθέντα και ιδιαίτερα αν έσκαβε ο Εφεσείων 1. Πέραν τούτου, η μαρτυρία του καθ' ενός, διαφέρει από αυτή του άλλου επί του ίδιου σημείου. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από τον κ. Ευτυχίου, στην κατ' ισχυρισμό διάσταση στη μαρτυρία, στην ύπαρξη ή όχι σακουλιού, στη θέση που βρισκόταν ο Εφεσείων 2, σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1 κατά την ώρα της σύλληψης, στο πετρώδες έδαφος και στην εγγενή δυσκολία να σκάψει κάποιος. Έγινε επίσης εισήγηση στα πλαίσια του λόγου έφεσης 8, ότι υπήρξαν υστερόβουλες σκέψεις εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας με αρ. 4, 5, 6, 8 και 10, για να καλύψουν κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Πρόκειται και εδώ για λόγο αμφισβήτησης των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει στα πλαίσια προηγούμενων λόγων έφεσης για το ίδιο θέμα και για τα  περιθώρια επέμβασης του Εφετείου. Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του κ. Ευτυχίου, αλλά δεν συμφωνούμε ότι οι μικροδιαφορές ή μικροαντιφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά είναι ουσιώδεις, ώστε να χρειάζεται η παρέμβασή μας. Αναμφίβολα, μικρές διαφορές στη μαρτυρία πάντοτε υπάρχουν. Όμως, για να επέμβει το Εφετείο, αυτές θα πρέπει να είναι τέτοιες που είτε να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, είτε να είναι ουσιαστικής μορφής, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία των μαρτύρων (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506 και Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75). Η νομολογία δέχεται ότι μικροαντιφάσεις σε λεπτομέρειες στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θεωρούνται ότι ενδυναμώνουν μια μαρτυρία, που κατά τα άλλα είναι πειστική, και καταδείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων (βλ. Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 104). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εντοπίσαμε ουσιώδεις διαφορές. Η μαρτυρία σφαιρικά ιδωμένη, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε κενά. Το Κακουργιοδικείο προέβη σε λεπτομερή ανάλυση κάθε πτυχής της μαρτυρίας και κατά την κρίση μας, τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, ήταν εύλογα και ορθά. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της προσυνεννόησης μαρτύρων ή της «υστερόβουλης σκέψης» με στόχο οι μάρτυρες να δικαιολογήσουν γιατί ορισμένα γεγονότα δεν τα ανέφεραν στις καταθέσεις τους, όπως εισηγήθηκε ο κ. Ευτυχίου. Οι ίδιοι έδωσαν κατά την άποψή μας, εύλογες και πειστικές εξηγήσεις, γιατί δεν ανέφεραν στις καταθέσεις τους διάφορα γεγονότα, για τα οποία η υπεράσπιση επέλεξε να αντεξετάσει. Ο ισχυρισμός για υστεροβουλία, παραμένει απλή υπόθεση εκ μέρους της υπεράσπισης.

Η έφεση του Εφεσείοντος 1, κατά της ποινής

Μετά την καταδίκη του, ο Εφεσείων 1 ζήτησε να ληφθούν υπόψη δύο άλλες ποινικές υποθέσεις. Η πρώτη αφορούσε σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 2009, ενώ εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Πρόκειται για την υπόθεση 8691/09 του Κακουργιοδικείου Πάφου. Ο Εφεσείων 1 παραδέχθηκε ενοχή στις ακόλουθες 6 κατηγορίες:-

«1. Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία).

2. Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2) Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (2η κατηγορία) δηλαδή 15 φυτά κάνναβης.

3. Καλλιέργεια φυτών κάνναβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 7(Ι)(α)(2) Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του πιο πάνω Νόμου δηλαδή 15 φυτά κάνναβης (3η κατηγορία).

4. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 Πρώτος πίνακας, Μέρος ΙΙ, 5(1)(β), 6(1)(3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του πιο πάνω Νόμου, δηλαδή 15 φυτά κάνναβης (4η κατηγορία).

5. Καλλιέργεια φυτών κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 7(Ι)(α)(2) Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του πιο πάνω Νόμου, δηλαδή 15 φυτά κάνναβης (5η κατηγορία).

6. Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2) Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, δηλαδή 0,5 γρ. κάνναβης (6η κατηγορία).»

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά παρατίθενται στην ποινή του Κακουργιοδικείου:-

«Κατόπιν πληροφορίας η Αστυνομία εντόπισε σε δασώδη περιοχή του χωριού Αρχιμανδρίτα περιφραγμένο και καμουφλαρισμένο χώρο μέσα στον οποίο υπήρχαν 15 φυτά κάνναβης ύψους 20-50 εκ. περίπου και εκτός του χώρου αυτού αριθμό παγουριών.  Στις 15.6.2009 ο κατηγορούμενος 1 προσήλθε στο χώρο με το αυτοκίνητο του και από αυτό κατέβηκε αρχικά ο συνοδηγός του ο οποίος προχώρησε προς το χώρο κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Ακολούθως επέστρεψε στον κατηγορούμενο 1 και αφού του έκαμε σήμα ότι όλα ήταν εντάξει, προχώρησαν μαζί προς τον περιφραγμένο χώρο. Ο κατηγορούμενος 1 άρχισε να ποτίζει τα φυτά από ένα παγούρι με νερό που κρατούσε, ενώ ο συνοδηγός του παρακολουθούσε ως σκοπός. Στο σημείο αυτό επενέβησαν οι αστυνομικοί και ο κατηγορούμενος 1 τράπηκε σε φυγή. Συνελήφθηκε από την Αστυνομία μετά από καταδίωξη και όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε «δεν ξέρω τίποτε». Ακολούθησε έρευνα στην κατοικία του και ανευρέθηκε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτού που περιείχε 0,5 γρ. κάνναβης. Του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και απάντησε «εντάξει εν λίο χόρτο που μου έδωκε ένας Εγγλέζος στην Κάτω Πάφο πριν θκυο εφτομάδες, αλλά επειδή εν πίνω εξίασα το τσιαμέ».

Όταν κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε «δεν έχω να πω τίποτε».»

Η δεύτερη υπόθεση που λήφθηκε υπόψη, είναι η υπ' αρ. 12124/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στην οποία ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις πιο κάτω 5 κατηγορίες:-

«1. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του κεφ. 154.

2. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή 47,0265 γρ. κάνναβης.

3. Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β δηλαδή 47,0265 γρ. κάνναβης.

4. Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή ίχνη κάνναβης.

5. Παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάπνισε κάνναβη.»

Τα γεγονότα που σχετίζονται με αυτή την υπόθεση τα οποία έλαβαν χώρα το 2007, συνοψίζονται από το Κακουργιοδικείο ως εξής:-

«Την 18.8.2007 κατά την έρευνα σε αυτοκίνητο στο οποίο ο κατηγορούμενος 1 ήταν συνοδηγός ανευρέθηκε ένα ρούχινο καπελάκι μέσα στο οποίο βρίσκονταν δύο σακουλάκια με κάνναβη βάρους 47,0265 γρ., μια ζυγαριά ακριβείας και ένα χειροποίητο τσιγάρο. Όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «εν ηξέρω τίποτε εγώ κοπέλια».  Όταν κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε «δεν έχω να πω τίποτε.»»

Προς μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε από το συνήγορο του ότι ο Εφεσείων τότε ήταν ηλικίας 44, λευκού ποινικού μητρώου, ότι από τον πρώτο γάμο του απέκτησε 6 παιδιά ηλικίας τότε μεταξύ 11-24 ετών, την φροντίδα των οποίων ανέλαβε η μητέρα τους, ως αποτέλεσμα του χωρισμού τους. Από το 2003 συζούσε με αλλοδαπή, με την οποία απέκτησε ακόμα ένα παιδί, τότε ηλικίας 4 ετών. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο Νόμος για το αδίκημα της συνομωσίας προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, για το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών τάξεως Β, φυλάκιση μέχρι 8 χρόνια και για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, φυλάκιση διά βίου. Αφού στάθμισε τους διάφορους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του από τη μια, και τη σοβαρότητα των αδικημάτων από την άλλη, επέβαλε στον Εφεσείοντα 1 ποινές φυλάκισης 4, 5 και 9 ετών στις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ο Εφεσείων 1 παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, θεωρώντας, εσφαλμένα κατά την άποψη του δικηγόρου του, ότι αυτές δεν ήταν τέτοιες που θα μπορούσαν να επιφέρουν ουσιαστική διαφοροποίηση στον τρόπο αντιμετώπισης του. Με τον τρίτο λόγο, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις δύο υποθέσεις που ο Εφεσείων ζήτησε να ληφθούν υπόψη, με αποτέλεσμα να του επιβάλει έκδηλα υπερβολική ποινή.

Έχουμε εξετάσει την ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο και δεν έχουμε πεισθεί ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να χρειάζεται η παρέμβασή μας. Όπως ορθά υποδεικνύει το Κακουργιοδικείο, όλα τα αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, θεωρούνται πολύ σοβαρά, αφού ταλανίζουν την κοινωνία μας. Τα δικαστήρια συνεχώς προειδοποιούν για τους κινδύνους διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα, με αποτέλεσμα να υπάρξει και ανάλογη αντιμετώπιση από τα δικαστήρια με την αύξηση των επιβαλλόμενων ποινών (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577). Το Κακουργιοδικείο, ορθά τόνισε ότι ενώ η υποχρέωση για εξατομίκευση της ποινής ποτέ δεν ατονεί, εντούτοις το στοιχείο της αποτροπής αποτελεί πρώτο μέλημα του δικαστηρίου στην επιμέτρηση της ποινής για τέτοιου είδους αδικήματα.

Έχοντας υπόψη ότι στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη και δύο άλλες υποθέσεις οι οποίες επίσης αφορούσαν ναρκωτικά, η μια εκ των οποίων ήταν υπόθεση Κακουργιοδικείου, κρίνουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα 1, ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια που χαράσσει η νομολογία.

Οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

Οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο