ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 472
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 171/2011 και 177/11)
10 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2011)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΑΝΙΕΡΟΣ ΧΑΜΠΗ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2011)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΦΑΝΙΕΡΟΥ ΧΑΜΠΗ,
Εφεσίβλητου.
_________________________
Λ. Λουκαίδης, Αντ. Ιντιάνος, Μ. Πικής, Κρ. Τορναρίτης, Μ. Παναγιώτου και
Π. Λοίζου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 171/2011.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A´, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση 171/2011.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A´, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 177/2011.
Λ. Λουκαίδης, Αντ. Ιντιάνος, Μ. Πικής, Κρ. Τορναρίτης, Μ. Παναγιώτου και
Π. Λοίζου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 177/2011.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ.Μ. Νικολάτος.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την Ποινική Έφεση 171/11 ο εφεσείων Αντώνης Φανιέρος προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, ημερ. 10.10.2011, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι τις 2.12.2011 ημερομηνία κατά την οποίαν είναι ορισμένη υπόθεση εναντίον του για εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ως λανθασμένη, για τρεις λόγους:
1. Ότι το δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του στηριζόμενο στον κίνδυνο μη προσέλευσης του στη δίκη, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετωπίζει και της ποινής που είναι δυνατόν να του επιβληθεί.
2. Ότι η απόφαση του δικαστηρίου για κράτηση του λόγω του κινδύνου διαφυγής του, στερείται αιτιολόγησης, και
3. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του επειδή δεν έλαβε υπόψη του ότι η ισχύς της εναντίον του μαρτυρίας, κρινόμενη στην όψη της, ήταν αδύνατη.
Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης, εις βάθος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στην Ποινική Έφεση 171/11, με δήλωση του ενώπιον του δικαστηρίου, είπε ότι δεν υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το σκέλος της που αφορά στον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στη δίκη του και ως προς το διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε γι΄ αυτόν το λόγο. Θεωρούμε ότι ορθώς ο κ. Κέκκος δεν υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς αυτό το σκέλος της.
Υπό τις περιστάσεις η Ποινική Έφεση 171/11 επιτυγχάνει.
Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ εφόσον ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την Ποινική Έφεση 177/11 προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με ένα λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η απόφαση είναι λανθασμένη ως προς το συμπέρασμα ότι δεν καταδείχθηκε κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, σε περίπτωση απόλυσης του εφεσείοντα και, μέχρι την εμφάνιση του στο Κακουργιοδικείο, στις 2.12.2011. Κατά τον εφεσείοντα η πρωτόδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και εσφαλμένης εφαρμογής των σχετικών αρχών της νομολογίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η ανησυχία της Αστυνομίας για ενδεχόμενο επηρεασμό μαρτύρων, σε περίπτωση απόλυσης του εφεσείοντα, δεν ήταν εύλογη και δικαιολογημένη. Στη βάση της ένορκης μαρτυρίας του Λοχία 636 Γιάννου Γιωρκάτζη, αλλά και των υπόλοιπων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του, το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ανησυχίες της Αστυνομίας ήταν εύλογες.
Ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 177/11 ήγειρε ένσταση σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα και ο Νόμος δεν παρέχουν δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εφεσιβάλει απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η κράτηση κατηγορούμενου, εκκρεμούσης της δίκης του. Σύμφωνα με αυτή τη θέση το άρθρο 137Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, το οποίο προστέθηκε με το Ν 14(Ι)/2001, δεν παρέχει δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να εφεσιβάλει απόφαση για κράτηση κατηγορουμένου αλλά του παρέχει δικαίωμα να εφεσιβάλλει μόνον αποφάσεις για απόλυση κατηγορούμενου. Επιπρόσθετα το τι εφεσιβάλλεται με την προαναφερόμενη Ποινική Έφεση δεν είναι «απόφαση» σύμφωνα με την έννοια του Νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν 14/60, όπως τροποποιήθηκε). Ουσιαστικά προσβάλλεται η αιτιολογία του δικαστηρίου η οποία δόθηκε για να υποστηριχθεί η απόφαση του για κράτηση του εφεσίβλητου και όχι η απόφασή του.
Το άρθρο 137Α του Κεφ. 155 προνοεί ότι «κάθε απόφαση δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 17, 48 ή 93(θ), η οποία είτε διατάσσει τη φυλάκιση του κατηγορουμένου είτε διατάσσει την απόλυση του, υπόκειται σε έφεση και εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (4) του άρθρου 132 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 137, αναλόγως της περιπτώσεως». Ο τίτλος στο περιθώριο του άρθρου 137Α αναφέρει: «Έφεση από διάταγμα κράτησης».
Είναι γεγονός ότι το Σύνταγμα δεν καθιερώνει γενικό δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων. Το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων, το οποίο παρέχεται από το άρθρο 25(2) του Ν 14/60, τελεί υπό την αίρεση του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Το δικαίωμα έφεσης περιορίζεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις του Κεφ. 155. Έφεση, δηλαδή, από απόφαση ή διάταγμα ποινικού δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός όπου αυτό ορίζεται ρητά από Νόμο (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηλία (1996) 2 Α.Α.Δ. 79, Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 480 και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 2 Α.Α.Δ. 357).
Ως προς το τί συνιστά ενδιάμεση ή τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που υπόκειται σε έφεση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσίβλητου υποστήριξαν ότι τέτοια απόφαση θα πρέπει να είναι καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων (Δέστε: το Άρθρο 25(2) του Ν 14/60 και τις αποφάσεις Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1530, C.T. Tobacco Ltd κ.α. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212 και Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166, οι οποίες βέβαια πρέπει να διαβάζονται υπό το φως της μεταγενέστερης τροποποίησης του Νόμου).
Διαβάζοντας το άρθρο 137Α παρατηρούμε ότι σ΄ αυτό δεν υπάρχει οτιδήποτε που ρητά περιορίζει το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εφεσιβάλει απόφαση με την οποία διατάσσεται η φυλάκιση (περιλαμβανομένης και της κράτησης) του κατηγορουμένου.
Στην παρούσα υπόθεση, όμως, δεν είναι απαραίτητο να αποφανθούμε κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει, γενικά, το δικαίωμα έφεσης εναντίον απόφασης που διατάσσει την κράτηση κατηγορουμένου. Αφήνουμε αυτό το ζήτημα ανοικτό διότι κρίνουμε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απολύσει τον εφεσίβλητο απορρίπτοντας το συγκεκριμένο λόγο κράτησης που ήγειρε η Κατηγορούσα Αρχή, που ήταν ο επηρεασμός μαρτύρων. Κατά την εκτίμηση μας, δεν έχει σημασία, για τους σκοπούς της παρούσας έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και τον άλλο λόγο κράτησης του κατηγορούμενου-εφεσίβλητου τον οποίον προέβαλε η Κατηγορούσα Αρχή. Σημασία δεν έχει ούτε και το ότι το δικαστήριο, τελικά, δέχθηκε τον άλλο λόγο κράτησης που προβλήθηκε.
Με τα όσα έχουμε πει θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απόφαση για τους σκοπούς του άρθρου 25(2) του Ν 14/60, διότι με αυτή αποφασίζεται συγκεκριμένο ζήτημα που τέθηκε, δηλαδή η κράτηση ή η απόλυση του κατηγορούμενου-εφεσίβλητου, στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Επομένως ο Γενικός Εισαγγελέας, με βάση το άρθρο 137Α του Κεφ. 155, έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση.
Θα εξετάσουμε στη σύνεχεια την ουσία της έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στη μαρτυρία του Λοχία 636 Γιωρκάτζη. Σημείωσε ότι η μαρτυρία του επικεντρωνόταν στα εξής ουσιαστικά σημεία:
(α) Ότι υπήρχαν δύο παραπονούμενοι σε σχέση με τους οποίους υπήρχε μαρτυρία ότι απήχθησαν, οι οποίοι όμως ουδέποτε υπέβαλαν παράπονο.
(β) Ότι υπάρχει μαρτυρία αστυνομικού, ότι παραπονούμενος δέχθηκε τηλεφώνημα από άγνωστο, για να μην αναγνωρίσει κάποιο πρόσωπο, με ρόλο στην υπόθεση.
(γ) Ότι υπήρχε γραπτή μαρτυρία πως συγκεκριμένος μάρτυρας δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του.
(δ) Ότι βασικός μάρτυρας εναντίον του εφεσίβλητου, ο κ. Πουτζουρής, μια μέρα πριν την ακρόαση της Παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο μετέβη σε Αστυνομικό Τμήμα όπου αναίρεσε προηγούμενη του μαρτυρία.
(ε) Ότι την 6.10.11 βασικός μάρτυρας δέχθηκε πρόταση για χρηματικό ποσό με σκοπό να αλλάξει την κατάθεση του, και
(στ) Ότι δύο αστυνομικοί που έλαβαν μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν εμμέσως απειληθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας καθοδηγήθηκε, μεταξύ άλλων, από την υπόθεση Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689 και έκρινε ότι δεν μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο ζήτημα των «παραπονουμένων» για απαγωγή, ότι η μαρτυρία του Λοχ. Γιωρκάτζη αναφορικά με το ζήτημα Πουτζουρή δεν ήταν «του επιπέδου που απαιτείται ώστε να καταλήξει Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογος και δικαιολογημένος φόβος για επηρεασμό μαρτύρων», ότι η κατάθεση, εκ μέρους του Λοχία Γιωρκάτζη, δύο ημερολογίων ενεργείας του Αστυνομικού Σταθμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τίποτε περισσότερο από απλή αυτοενίσχυση, εκ μέρους της Αστυνομίας, της δήλωσής της περί της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων, και ότι οι ισχυρισμοί για δήθεν απειλή εναντίον αστυνομικών, στην απουσία καταθέσεων εκ μέρους τους, δεν παρείχαν στο δικαστήριο «τη δυνατότητα κατάληξης περί ύπαρξης εύλογου φόβου της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων».
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αστυνομία απέτυχε να καταδείξει την ύπαρξη της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων, στο βαθμό που απαιτείται.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα επέσυρε την προσοχή μας σε τουλάχιστον τρία στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να είχαν πείσει το πρωτόδικο δικαστήριο για το εύλογο του φόβου της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων σε περίπτωση απόλυσης του εφεσίβλητου.
Το πρώτο σημείο αφορά στο ημερολόγιο ενέργειας του ΤΑΕ Αρχηγείου που αφορά στο τί έγινε στα Κρατητήρια Λακατάμιας στις 5.10.11, το οποίο ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην καταχώρηση εκείνη, του Λοχία 306, αναγράφεται ότι στις 5.10.11 και ενώ ο Λοχίας 306 συνομιλούσε με το Σάββα Σαββίδη, ο οποίος είναι Μ.Κ. 46 στην υπόθεση αυτή, κτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Σαββίδη καλούμενο από τηλέφωνο του οποίου γινόταν απόκρυψη αριθμού και ο Λοχίας 306 άκουσε ανδρική φωνή η οποία έλεγε στο Σαββίδη, «να μην αναγνωρίσει το Ινδιανούϊ όταν θα τον καλέσει η Αστυνομία». Το «Ινδιανούϊ» φέρεται ως συνεργάτης του εφεσίβλητου.
Το δεύτερο σημείο είναι το ζήτημα της κατάθεσης Πουτζουρή. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε η κατάθεση του Χαράλαμπου Πουτζουρή ημερ. 25.9.11, στο Λοχία 636 Γιωρκάτζη. Στην κατάθεση εκείνη ο προαναφερόμενος εμπλέκει τον εφεσείοντα στη διάπραξη αδικημάτων για τα οποία είναι κατηγορούμενος. Μεταξύ άλλων ο προαναφερόμενος αναφέρει στην κατάθεση του και ότι «δεν τα πάει καλά» με τον εφεσίβλητο γιατί έβαλε κάποιους ανθρώπους να τον σκοτώσουν. Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 29.9.11, ο Πουτζουρής ανέφερε στο δικηγόρο του κ. Ιντιάνο, και αυτό γράφτηκε και σε υπολογιστή και τυπώθηκε και ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η Αστυνομία τον απείλησε ότι αν δεν δώσει κατάθεση εναντίον του εφεσίβλητου θα του καταχωρήσουν υπόθεση για να πάει στο Κακουργιοδικείο. Αναφέρει ρητά ο Πουτζουρής, στις 29.9.11, ότι δεν πρόκειται να δώσει κατάθεση για πράγματα με τα οποία δεν έχει σχέση και ότι δεν θα δώσει κατάθεση εναντίον του εφεσίβλητου. Καταλήγει η δήλωση, ότι η προσωποκράτηση του Πουτζουρή έγινε με σκοπό αυτός να δώσει κατάθεση εναντίον του εφεσίβλητου και όσα είπε ο Λοχίας 636 Γιωρκάτζης στην προσωποκράτηση του Πουτζουρή ήταν ψέματα. Ο Πουτζουρής έδωσε και δεύτερη κατάθεση στην Αστυνομία, στις 6.10.11, στην οποία αποενοχοποιεί τον εφεσίβλητο.
Το τρίτο σημείο είναι και πάλι ημερολόγιο ενέργειας του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας ημερ. 28.9.11, το οποίον υπογράφεται από τον Λοχία 593. Σ΄ αυτό αναγράφεται ότι στις 28.9.11 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το Λοχία 593 ο Adnan Alabdalrazakatash (Μ.Κ. 45 επί του κατηγορητηρίου) και ανέφερε ότι φιλικό του πρόσωπο του μετέφερε ότι ο Λούκας Φανιέρος θα βάλει να σκοτώσουν τόσο τον ίδιο όσο και φιλικό του πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο Νοσοκομείο, για το λόγο ότι έδωσαν κατάθεση στην Αστυνομία με την οποία ενοχοποιούν τον πατέρα του Αντώνη Φανιέρο. Το φιλικό του πρόσωπο του ανέφερε ότι θα τους σκοτώσουν πριν να προλάβουν να πάνε στο δικαστήριο και να καταθέσουν εναντίον του πατέρα του.
Η νομολογία μας είναι σαφής αναφορικά με το ζήτημα της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων. Αυτό που εξετάζει το δικαστήριο είναι το κατά πόσον οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων είναι εύλογα δικαιολογημένοι, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα. Ο δικαιολογημένος φόβος ότι ο κατηγορούμενος θα επέμβει με την πορεία της δικαιοσύνης είναι επιτρεπτός λόγος για την κράτηση του. Γενική δήλωση ότι ο κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει προς τούτο να δοθεί μαρτυρία που υποστηρίζει τη δήλωση (Δέστε: Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιημητράς ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 245 και Χριστούδιας, ανωτέρω). Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων δεν παρέχεται πεδίον εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου με εγγύηση (Δέστε: Κωνσταντινίδης, ανωτέρω).
Στην υπόθεση Χριστούδια (ανωτέρω) τονίστηκε ότι, και σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, εκείνο που εξετάζεται είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Στην υπόθεση εκείνη η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας είχε απειληθεί από ανώνυμο πρόσωπο. Το περιεχόμενο της απειλής είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου με κατάθεση του ίδιου του απειληθέντος μάρτυρα. Το Εφετείο έκρινε ότι η μαρτυρία καθιστούσε τους φόβους των διωκτικών αρχών εύλογα δικαιολογημένους.
Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου συνίστατο σε επιστολή δύο μαρτύρων κατηγορίας με την οποίαν αυτοί δήλωναν ουσιαστικά την πρόθεση τους να αναιρέσουν προηγούμενη κατάθεση τους με την οποίαν ενέπλεκαν τον κατηγορούμενο. Η μαρτυρία θεωρήθηκε επαρκής για να διαταχθεί η κράτηση του κατηγορουμένου.
Στην υπόθεση Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90 τέθηκε και πάλι ζήτημα πιθανότητας επηρεασμού μάρτυρος και τονίστηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας, αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός κατηγορουμένου αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Στην υπόθεση εκείνη υπήρχε μαρτυρία ότι ήδη είχε εκδηλωθεί προσπάθεια από τη σύζυγο του κατηγορούμενου-εφεσείοντος να επηρεάσει τη βασική μάρτυρα κατηγορίας. Η μαρτυρία κρίθηκε αρκετή για να διαταχθεί η κράτηση του κατηγορουμένου. Η μάρτυρας στην υπόθεση εκείνη είχε δώσει, η ίδια, κατάθεση ότι έγινε προσπάθεια επηρεασμού της από τη σύζυγο του κατηγορουμένου.
Στην παρούσα υπόθεση, κατά την κρίση μας, υπήρχε επαρκής μαρτυρία που δικαιολογούσε το φόβο της Αστυνομίας για ύπαρξη κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, αν διατασσόταν η απόλυση του εφεσίβλητου μέχρι τη δίκη του. Η μαρτυρία αυτή αποτελείτο κυρίως από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει ότι μας υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος. Πρόκειται για τα προαναφερόμενα δύο ημερολόγια ενέργειας και τα όσα αναγράφονται σ΄ αυτά, και για την αλλαγή της στάσης Πουτζουρή που στην αρχική κατάθεση ήταν ενοχοποιητική για τον εφεσίβλητο ενώ στη συνέχεια, και για άγνωστο λόγο, έγινε αποενοχοποιητική. Τα ημερολόγια ενέργειας και τα όσα αναγράφονται σ΄ αυτά μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι η γνησιότητα και η ορθότητα τους δεν αμφισβητήθηκε. Το ζητούμενο, εν πάση περιπτώσει, είναι η πιθανολόγηση του επηρεασμού μαρτύρων, δηλαδή, ουσιαστικά, η πρόθεση επηρεασμού μαρτύρων.
Δεν τίθεται θέμα ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Χρειάζεται απλά μαρτυρία που να φανερώνει ότι οι φόβοι και οι ανησυχίες της Αστυνομίας είναι γνήσιοι και δικαιολογημένοι. Συναφώς σημειώνουμε ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, αλλά μπορεί, να προέρχεται και από συγγενικά ή και δικά του πρόσωπα, όπως στην προκείμενη περίπτωση από το γιό του κατηγορούμενου-εφεσίβλητου. Το ίδιο ίσχυσε και στην υπόθεση Μακαρίτη (ανωτέρω) όπου ο κίνδυνος επηρεασμού προερχόταν από τη σύζυγο του κατηγορούμενου.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η Ποινική Έφεση 177/11 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται όσον αφορά το σκέλος της που καλύπτει τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Με βάση την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, στην παρούσα υπόθεση, αποδείχθηκε ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων σε περίπτωση απόλυσης του εφεσίβλητου και επομένως θα έπρεπε να είχε διαταχθεί η κράτηση του μέχρι τη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 2.12.11, γι΄ αυτό το λόγο. Ως εκ τούτου διατάσσεται η κράτηση του εφεσίβλητου μέχρι τη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 2.12.11.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.