ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 272

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21/2011 και 25/2011)

 

 

14 Ιουλίου, 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 21/2011)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ  ΣΑΚΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

________________________

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 25/2011)

 

ΙΩΑΝΝΗΣ  ΝΤΑΜΟΥΤΣΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________________________

 

Μάριος Γεωργίου, με Βασίλη Μπίσσα και Ηράκλη Αγαθοκλέους, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 21/11 και τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 25/11.

Ανδρέας Αριστείδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείοντες παρόντες.

________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους, μετά από δική τους παραδοχή σε πέντε κατηγορίες που αυτοί αντιμετώπιζαν από κοινού, και τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη εκείνη των δυόμισι ετών για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 231 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - κατηγορία 1.  Τους επέβαλε, επίσης, ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών και πάλι για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης - κατηγορία 3 - και ποινές φυλάκισης τριών, ενός και τριών μηνών - κατηγορίες 2, 4 και 5, αντίστοιχα - για αδικήματα επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 243 και 20 του Κεφ. 154.

 

Οι εφεσείοντες, στην ουσία, παραπονούνται ότι η ποινή φυλάκισης των δυόμισι ετών, που τους έχει επιβληθεί, είναι έκδηλα υπερβολική και, ως θέμα αρχής, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, λανθασμένη.

 

Τα γεγονότα, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με γραπτό κείμενο και διευκρινίστηκαν από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και το συνήγορο των εφεσειόντων, σε συντομία, έχουν ως εξής:-

 

Κατηγορούμενοι και παραπονούμενοι δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, βρίσκονταν, όμως, τις πρώτες πρωινές ώρες της 23/8/2009 στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας, στη Λεμεσό.  Οι παραπονούμενοι, τρεις τον αριθμό, είχαν μαζί τους και κάποια φίλη τους.  Ενώ, λοιπόν, κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο του Ανδρέα Φραντζή, παραπονούμενου στις κατηγορίες 1 και 2, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος GALATEX, απέναντι από τις δισκοθήκες στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας, άγνωστά τους πρόσωπα, τρία - τέσσερα, τα οποία αντιλήφθηκαν ότι ήταν Πόντιοι, κάτι είπαν για την κοπέλα που συνόδευαν, χωρίς, όμως, να αντιληφθούν τι ακριβώς.  Τότε, ένας από αυτούς, ο Στέφανος Κακουλλής, παραπονούμενος στις κατηγορίες 3 και 4, ζήτησε από τον εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 25/11, (ο «δεύτερος κατηγορούμενος»), το λόγο σε σχέση με ό,τι είχε αναφέρει και, ταυτόχρονα, κινήθηκε εναντίον του με βρισιές, φωνές, απειλές, προτάσσοντας, μάλιστα, τα χέρια του.  Αμέσως, από τα αυτοκίνητα κατέβηκαν τόσο οι φίλοι του όσο και οι φίλοι του δεύτερου κατηγορούμενου, οι οποίοι βρίσκονταν σε δικό τους αυτοκίνητο, και άρχισαν να χειροδικούν.  Αποτέλεσμα ήταν ο Ανδρέας Φραντζής να υποστεί θλαστικό τραύμα, μώλωπες στη δεξιά μετωπική χώρα, αιμάτωμα μύτης, εκχυμώσεις, μώλωπες, μεγάλο θλαστικό τραύμα στη δεξιά ζυγωματική χώρα, κάταγμα ρινικού οστού, τρία κατάγματα στους μετωπιαίους κόλπους δεξιά και μικρό κάταγμα κρανίου.  Υποβλήθηκε σε εγχείρηση από ειδικό νευροχειρούργο, ο οποίος διαπίστωσε ότι το κάταγμα του ρινικού οστού ήταν συντριπτικό, με αιμάτωμα στη βάση του και ότι υπήρχε μεγάλο θλαστικό τραύμα μετωποκροταφικά, που εκτεινόταν πέραν του τριχωτού της κεφαλής του.  Υπέστη, επίσης, κρανιοεγκεφαλική κάκωση.  Χειρουργήθηκε από ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο, ο οποίος διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, κάταγμα ρινικού οστού και αιμάτωμα κάτω από το δεξί μάτι. 

 

Ο Στέφανος Κακουλλής, από την επίθεση που δέχτηκε, λιποθύμησε, υπέστη δε μώλωπες στη μύτη, το μέτωπο και κάταγμα ρινικού οστού. 

 

Ο Δημήτρης Δημητρίου, παραπονούμενος στην πέμπτη κατηγορία, από την επίθεση, υπέστη μικρό θλαστικό τραύμα στη μύτη, εκδορά στο δεξιό ώμο, αιμάτωμα στο δεξί δικέφαλο, εκδορά στον αριστερό ώμο και θλαστικό τραύμα στην κεφαλή, όπου του έγινε συρραφή. 

 

Για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ο συνήγορος των εφεσειόντων απέδωσε την αντίδρασή τους στην πρόκληση που αυτοί δέχτηκαν από τον παραπονούμενο στις κατηγορίες 3 και 4 και, στη συνέχεια, από τους φίλους του, οι οποίοι κινήθηκαν εναντίον του δεύτερου κατηγορούμενου.  Χωρίς να αμφισβητεί ότι η αντίδραση των εφεσειόντων ήταν, υπό τις περιστάσεις της απειλής που αυτοί δέχτηκαν, υπέρμετρη, υπέδειξε ότι στους παραπονούμενους, εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση Αρ. 7702/10, επιβλήθηκε χρηματική ποινή.  Περαιτέρω, πρόβαλε το νεαρό της ηλικίας τους, το λευκό ποινικό τους μητρώο, ειδικότερα δε για τον εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 21/11, (ο «πρώτος κατηγορούμενος»), ότι αυτός είναι αθλητής, μέλος της Εθνικής Ομάδας Box της Κύπρου και, για την προσφορά του στο εν λόγω άθλημα, τιμήθηκε, από τη Δημοκρατία, με την παραχώρηση σ' αυτόν κυπριακού διαβατηρίου.  Εισηγήθηκε ότι ελαφρυντικό παράγοντα αποτελεί και η συμφιλίωση μεταξύ παραπονουμένων και εφεσειόντων, για την οποία παρουσιάστηκαν γραπτές δηλώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων των κατηγοριών 1 και 3, τη μέγιστη προβλεπόμενη γι' αυτά ποινή φυλάκισης των επτά ετών - για τις υπόλοιπες κατηγορίες η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση μέχρι τριών ετών - παρέθεσε αριθμό υποθέσεων, όπου, για ανάλογες κατηγορίες, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μεγάλης διάρκειας.  Η σοβαρότητα των αδικημάτων, κατέληξε, προέκυπτε όχι μόνο από την προβλεπόμενη ποινή αλλά και από την έκταση των σωματικών βλαβών που προκλήθηκαν στους παραπονούμενους, η οποία καταδείκνυε το βάναυσο, άγριο και βίαιο τρόπο, με τον οποίο οι εφεσείοντες μεταχειρίστηκαν τα θύματά τους.  Σε σχέση με το διάστημα που παρήλθε από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης - ενάμισι έτος, περίπου - σημείωσε ότι αυτό οφειλόταν στην αρχική άρνηση των κατηγοριών από τους εφεσείοντες.

 

Παρά τη ρητή αποδοχή από την Κατηγορούσα Αρχή της ύπαρξης πρόκλησης από τους παραπονούμενους, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η βία που ασκήθηκε από τους εφεσείοντες ήταν δυσανάλογη προς τις αντιδράσεις βίας που η συμπεριφορά των παραπονουμένων ήταν ικανή να διεγείρει.  Ως εκ τούτου, δε δέχτηκε την ύπαρξη πρόκλησης.

 

Οι εφεσείοντες, με τέσσερις λόγους έφεσης, παραπονούνται ότι:-

 

(α)  Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.

 

(β)  Η ποινή είναι λανθασμένη ως θέμα αρχής.

 

(γ)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρξε πρόκληση, παρά την κοινή περί του αντιθέτου θέση.

 

(δ)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι πρόκειται για υπόθεση χρήσης ωμής βίας από πλευράς των εφεσειόντων.

 

Καταληκτικά, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι, ενδεχόμενα, η περίπτωσή τους να είναι κατάλληλη περίπτωση αναστολής της ποινής που τους έχει επιβληθεί.

 

Ενώπιόν μας ο κ. Γεωργίου, υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης, τόνισε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και, ως τέτοια, λανθασμένη.  Κατά την άποψή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δημιούργησε το ίδιο γεγονότα και επέβαλε ποινή, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε πρόκληση, την οποία ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ρητά αποδέχτηκε.  Χωρίς να παραγνωρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ενόψει των τραυμάτων τα οποία υπέστησαν οι παραπονούμενοι, ήταν η θέση του ότι οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες αυτά προκλήθηκαν, οδηγούν σε συμπλοκή και όχι σε σοβαρή μορφή επίθεσης.  Οι υποθέσεις από τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε αποτελούν σοβαρότατες μορφές επίθεσης, που δεν είναι η περίπτωση των εφεσειόντων, από την οποία απουσιάζει οποιοσδήποτε προσχεδιασμός ή χρησιμοποίηση αντικειμένου.  Το Δικαστήριο, επίσης, παρέλειψε να δώσει τη δέουσα σημασία στη συμφιλίωση των παραπονουμένων με τους εφεσείοντες, στο λευκό ποινικό τους μητρώο και στο νεαρό της ηλικίας τους.  Οι εφεσείοντες, κατέληξε, αντιμετωπίστηκαν ως να μην υπήρξε πρόκληση και κατά άνισο τρόπο, αφού αυτοί τιμωρήθηκαν με ποινή φυλάκισης, ενώ οι παραπονούμενοι, για παρόμοιες κατηγορίες, τιμωρήθηκαν με χρηματική ποινή.

 

Από την άλλη, ο κ. Αριστείδης δέχτηκε, κατά τρόπο ακριβοδίκαιο, ότι η ποινή είναι αυστηρή, άφησε, όμως, το ζήτημα εάν αυτή είναι υπερβολική στο Δικαστήριο.  Συμφώνησε, επίσης, ότι δε λήφθηκε υπόψη η πρόκληση που υπήρξε από πλευράς των παραπονουμένων, στο βαθμό που αυτή δηλώθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Η επιβολή ποινής είναι καθήκον που βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγώντας τον εαυτό του ορθά, τόνισε ότι η σοβαρότητα της φύσης των αδικημάτων που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες έγκειται στο ότι η βία στρέφεται εναντίον της προσωπικότητας και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του ατόμου, πλήττοντας, ταυτόχρονα, το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας - (βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464).  Η σοβαρότητα της βίας που ασκήθηκε από τους εφεσείοντες στους παραπονούμενους ήταν πρόδηλη από τις σωματικές βλάβες που αυτοί είχαν υποστεί.

 

Η ωμή χρήση βίας, όπως αναφέρεται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95:- (σελ. 99)

 

«... είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων.  Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»

 

 

 

Πάντοτε, βέβαια, παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, υπάρχει ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής, αφού στόχος του δικαστηρίου είναι η επιβολή δίκαιης ποινής, η οποία να αρμόζει τόσο στο έγκλημα όσο και στο δράστη.  Σε αδικήματα της φύσης που διέπραξαν οι εφεσείοντες, η ποινή που επιβάλλεται εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξής τους, την έκταση των σωματικών βλαβών που προκαλούνται στο θύμα και τις επιπτώσεις τους σ' αυτό.

 

Οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν από τους εφεσείοντες τα αδικήματα, φανερώνουν, όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και από την Κατηγορούσα Αρχή, πρόκληση από μέρους των παραπονουμένων.

 

Η έννοια της πρόκλησης περιγράφεται στη Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, όπου αναφέρεται:- (σελ. 23-24)

 

«Η έννοια της πρόκλησης, όπως είναι γνωστή στο κοινό δίκαιο, περιγράφεται στην κλασσική, καθώς χαρακτηρίστηκε, καθοδήγηση του Devlin J. στην Duffy [1949] 1 All E.R. 932.  ΄Εχει ως εξής:

 

'Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, a sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind.

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

 

«Πρόκληση είναι κάποια πράξη ή σειρά πράξεων που γίνονται από το (θύμα) προς τον κατηγορούμενο, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν σε οποιοδήποτε λογικό πρόσωπο, και πράγματι προκαλούν στον κατηγορούμενο, μια ξαφνική και προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου, καθιστώντας τον κατηγορούμενο τόσο υποκείμενο στην οργή, ώστε, προς στιγμή, αυτός να μην είναι κύριος της σκέψης του.»)

 

 

 

Η πρόκληση που δέχτηκαν οι εφεσείοντες θεωρούμε ότι δε δικαιολογούσε την έκταση και την ένταση της αντίδρασής τους.  Είναι φανερό, από τη βία που χρησιμοποίησαν, ότι αυτοί ήθελαν - ότι μπορούσαν δεν υπάρχει αμφιβολία, αφού ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν καλός γνώστης του Box - να εξουδετερώσουν αμέσως την απειλή που δέχτηκαν από τους παραπονούμενους και το πέτυχαν, χρησιμοποιώντας, όμως, υπέρμετρη βία.  Στους παραπονούμενους είναι γεγονός ότι, για αδικήματα που προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό, επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές, οι κατηγορίες, όμως, στην περίπτωσή τους, ήταν διαφορετικές.  Επρόκειτο για κατηγορίες επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και κοινής επίθεσης, για τις οποίες οι προβλεπόμενες από το νόμο ποινές είναι πολύ μικρότερες.

 

Το Δικαστήριο, κατά την άποψή μας, δε συνεκτίμησε ορθά όλες τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα και, ιδιαίτερα, ότι υπήρξε σχετική πρόκληση, ότι οι εφεσείοντες, έστω και αν κατά την ημέρα που διέπραξαν τα αδικήματα ήταν 23 χρονών, δεν έπαυαν να είναι νεαρά πρόσωπα, χωρίς προηγούμενες καταδίκες.  Υπό τις συνθήκες, η επιβληθείσα ποινή για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, της πρόκλησης, δηλαδή, βαριάς σωματικής βλάβης στον Ανδρέα Φραντζή, κρίνεται υπερβολική. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η ποινή φυλάκισης στην πρώτη κατηγορία, από δυόμισι χρόνια, μειώνεται σε δεκαοκτώ μήνες.

 

Η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων των εφεσειόντων, κρίνουμε ότι δε δικαιολογείται.

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο