ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 221

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 213/2008)

 

31 Μαΐου 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Α. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Εφεσείων,

-         V.  -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

--------------------------------

Λ. Κληρίδης με Α. Τήλλυρο, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για την Εφεσίβλητη.

--------------------------------

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Ο εφεσείων, μαζί με τον πρώην συγκατηγορούμενο του Βούλγαρο Vasilev Boris Genkov, (εφεξής «ο Genkov»), αφίχθηκαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 12.12.07 με πτήση των Τσέχικων Αερογραμμών από την Πράγα.  Τα δύο αυτά άτομα ταξίδευαν χωριστά στην ίδια πτήση και χωρίς ο Genkov να γνωρίζει την ταυτότητα του εφεσείοντα.  Η Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (εφεξής «η ΥΚΑΝ»), είχε πληροφορίες από τις 9.3.07, ότι ο εφεσείων μεταβαίνει συχνά στο εξωτερικό κυρίως στην Ολλανδία και εισάγει μέσω των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών χρησιμοποιώντας προς τούτο άλλο άτομο το οποίο έχει στην κατοχή του αποσκευή στην οποία συσκευάζονταν τα ναρκωτικά και το οποίο συνταξιδεύει με τον εφεσείοντα στην ίδια πτήση, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να το ελέγχει και να βεβαιώνεται ότι τα ναρκωτικά περνούν τον τελωνειακό έλεγχο.  Μετά την ασφαλή έξοδο του μεταφορέα από το χώρο του Τελωνείου διευθετείτο από τον εφεσείοντα και ο τρόπος παραλαβής των ναρκωτικών ουσιών.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η μαρτυρία του λοχία 4743 Γιάννου Ιωάννου, Μ.Κ.5, ήταν ότι ο εφεσείων είχε από προηγουμένως τεθεί υπό διακριτική παρακολούθηση, διαπιστώθηκε δε ότι σε διάστημα δέκα μηνών είχε ταξιδέψει σε 13 προορισμούς παραμένοντας στο εξωτερικό από 18 ώρες μέχρι 15 ημέρες.  Στην Κύπρο διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν εργαζόταν, κοιμόταν τις πρωϊνές ώρες, ξυπνώντας γύρω στο μεσημέρι, ενώ προέβαινε σε διάφορες συναντήσεις που ο μάρτυρας χαρακτήρισε ύποπτες, χωρίς όμως να εντοπιστεί συγκεκριμένη παράνομη ενέργεια.  Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο εφεσείων χρησιμοποιούσε για τις διακινήσεις του όχημα τύπου Mini με αριθμούς εγγραφής KNT 905 και αργότερα ένα B.M.W τύπου Ζ4, χωρίς πινακίδες εγγραφής. 

 

        Για τη συγκεκριμένη άφιξη του εφεσείοντα στις 12.12.07 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, η ΥΚΑΝ είχε αυτή τη φορά συγκεκριμένη πληροφορία ως προς την ταυτότητα του ετέρου ατόμου που ο εφεσείων θα χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά των ναρκωτικών ουσιών στην Κύπρο.  Ο αναπληρωτής λοχίας Ιωάννου, μαζί με άλλους αστυνομικούς, έθεσαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας υπό διακριτική παρακολούθηση τον εφεσείοντα και τον Genkov, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε ο υπεύθυνος του υποκλιμακίου της ΥΚΑΝ στο αεροδρόμιο λοχίας 587, Μάριος Αντωνιάδης, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον υπεύθυνο βάρδιας της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, καθώς και την υπεύθυνη βάρδιας του Τελωνείου.  Οι δύο ύποπτοι κινήθηκαν ως εξής στο χώρο παραλαβής των αποσκευών, χωρίς οποιαδήποτε επαφή μεταξύ τους:  Ο Genkov παρέλαβε πρώτος από τον ιμάντα την αποσκευή του, ακολούθως δε ο εφεσείων παρέλαβε τη δική του προχωρώντας βιαστικά προς την έξοδο προσπερνώντας τον Genkov, ενώ στη συνέχεια άρχισε να περπατά με κανονικό ρυθμό.

 

Αμφότεροι ανακόπηκαν για τελωνειακό έλεγχο από τους Μ.Κ.9 και Μ.Κ.10, Νεόφυτο Δημητρίου και Δημήτρη Κίτσιο.  Η έρευνα στην αποσκευή του εφεσείοντα δεν αποκάλυψε οτιδήποτε παράνομο, αλλά ο αστυφύλακας 690 Α. Κουτσίδης, Μ.Κ.6, οδήγησε τον εφεσείοντα στα γραφεία της ΥΚΑΝ στο αεροδρόμιο για περαιτέρω εξετάσεις μετά από οδηγίες του Δημητρίου.  Στο μεταξύ ο Κίτσιος προσπάθησε να ερευνήσει την αποσκευή του Genkov στην οποία υπήρχε ετικέτα με το όνομα του.  Λόγω του ότι αυτή ήταν κλειδωμένη ζητήθηκαν από τον Genkov τα κλειδιά, τα οποία όμως αυτός δεν είχε στην κατοχή του.  Προσπάθεια παραβίασης της αποσκευής με τη χρήση διαφόρων εργαλείων, δεν απέφερε αποτέλεσμα.  Μετά από διάστημα 20-30 λεπτών, έφθασε στο σημείο του τελωνειακού ελέγχου ο αστυφύλακας 690, Μ.Κ. 6, συνοδευόμενος από τον εφεσείοντα, κρατώντας μια μικρή δέσμη από δύο κλειδιά που είχαν ανευρεθεί στην μικρή τσάντα ώμου που έφερε ο εφεσείων.  Τα κλειδιά παρεδόθηκαν στο Κίτσιο ο οποίος εφαρμόζοντας τα στις δύο κλειδαριές της αποσκευής του Genkov πέτυχε εύκολα το άνοιγμα της, με αποτέλεσμα να εντοπιστούν σ΄ αυτήν 23 πλαστικά σακούλια τα οποία περιείχαν ξηρή φυτική ύλη κάνναβης και ένα μαύρο πλαστικό κρεμαστάρι.  Στην επίστηση της προσοχής του Genkov στο νόμο σε σχέση με τα ανευρεθέντα, αυτός απάντησε «I don´t know», ενώ ο εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση τόσο για την ύπαρξη των κλειδιών, όσο και για τις ναρκωτικές ουσίες. 

 

        Στις 03:15 ο Genkov συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα αφού δε του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επεστήθη η προσοχή στο νόμο, αυτός απάντησε και πάλι «I don´t know».  Στην κατοχή του Genkov βρέθηκαν επίσης τρεις κάρτες επιβίβασης.  Να σημειωθεί ότι ο Βοηθός Τελώνης Νεόφυτος Δημητρίου, Μ.Κ.9, ο οποίος ανέκοψε προς έλεγχο τον εφεσείοντα, κατέθεσε ότι βρήκε τα εν λόγω κλειδιά στο τσαντάκι ώμου του εφεσείοντα καθώς και ένα ηλεκτρονικό εισιτήριο του Genkov.  Στο ίδιο τσαντάκι του εφεσείοντα το οποίο ερευνήθηκε και αργότερα από τον Μ.Κ.6, αστυφύλακα 690 Α. Κουτσίδη, εντοπίστηκε και ποσό χρημάτων, το εισιτήριο του εφεσείοντα, δύο ηλεκτρονικά εισιτήρια-κρατήσεις εκ των οποίων το ένα ήταν στο όνομα του εφεσείοντα και το άλλο στο όνομα του Genkov και μια αλυσίδα με δύο όμοια κλειδιά αποσκευών.  Όταν ο Μ.Κ.6 ρώτησε τον εφεσείοντα, αφού του επέστησε την προσοχή στο νόμο, ποια αποσκευή ανοίγουν τα κλειδιά, αυτός απάντησε «Εν ηξέρω τίποτε». 

 

Ο αστυφύλακας 1850 Α. Κακουλλής, Μ.Κ.2, αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας μετά την ανεύρεση των ναρκωτικών και αφού παρέλαβε διάφορα τεκμήρια κατά τη διάρκεια της διερεύνησης συνέλαβε τον εφεσείοντα στις 06:10 της 12.12.07, με δικαστικό ένταλμα σύλληψης, ο δε εφεσείων αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του και επεστήθη η προσοχή του στο νόμο, απάντησε ότι ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στο Δικαστήριο, φράση που στερεότυπα χρησιμοποίησε και ως απάντηση στις 40 ερωτήσεις που του απηύθυνε ο αστυφύλακας 1850, όταν στις 14.12.07 έλαβε από αυτόν ανακριτική κατάθεση. 

 

        Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας έγινε παραδεκτή η νομότυπη λήψη και διακίνηση όλων των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν, και ότι το Τεκμ. 6, μέρος των ανευρεθέντων στην αποσκευή του Genkov, αποτελείτο από 12 νάϋλον σακούλια που περιείχαν ξηρή φυτική ύλη κάνναβης.  Ολόκληρα τα 23 σακούλια που είχαν ανευρεθεί στη βαλίτσα είχαν συνολικό βάρος 13 κιλά και 352 γρ., που αντιστοιχούσαν μετά από σχετική διερεύνηση, με 11 κιλά και 538,61 γρ. ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.  Σημειώνεται ότι με βάση τη μαρτυρία του λοχία 2566, Μ.Κ.12, της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών, δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε δακτυλικό αποτύπωμα στα εξετασθέντα από αυτόν τεκμήρια που ήταν τα πλαστικά σακούλια εντός των οποίων ήταν συσκευασμένες οι ναρκωτικές ουσίες, το πλαστικό κρεμαστάρι και διάφορα σημεία από την εσωτερική επένδυση της αποσκευής του Genkov.  Σημειώνεται περαιτέρω ότι τα κλειδιά που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντος δεν είχαν σταλεί για δακτυλοσκοπική εξέταση, όπως δε εξήγησε ο εν λόγω μάρτυρας το μικρό μέγεθος των κλειδιών και η τραχεία τους επιφάνεια περιορίζουν την πιθανότητα να εντοπισθεί αποτύπωμα αρκετά μεγάλο που να περιέχει τα αναγκαία 16 σημεία για σκοπούς ικανοποιητικής σύγκρισης.  Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Δρ. Μάριος Καριόλου, Μ.Κ.13, του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου, κατέθεσε ότι στη δειγματοληψία που έγινε στα ίδια αντικείμενα (πλην των κλειδιών), η ποσότητα του ανιχνευθέντος γενετικού υλικού ήταν μηδαμινή προς μηδέν και μη ικανοποιητική για να γίνουν οποιεσδήποτε συγκρίσεις με τα δείγματα γενετικού υλικού που λήφθηκαν τόσο από τον εφεσείοντα, όσο και από τον Genkov

 

        Δόθηκε και άλλη μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου προερχόμενη από άλλα αστυνομικά όργανα που συνόδευαν τον λοχία Ιωάννου και από τους επί καθήκοντι τελωνειακούς λειτουργούς και το λειτουργό του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης σε σχέση με τις κινήσεις των δύο υπόπτων κατά την άφιξη τους στο αεροδρόμιο, καθώς και μαρτυρία που σχετιζόταν με τα δύο οχήματα τα οποία είχε κατά καιρούς χρησιμοποιήσει ο εφεσείων εκ των οποίων το B.M.W Z4, χωρίς αριθμούς εγγραφής, ήταν στις 12.12.07 σταθμευμένο στο χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου Λάρνακας.  Μαρτυρία δόθηκε επίσης από τον Βάσο Ψαρά, Μ.Κ.15, υπεύθυνο της Τουριστικής Εταιρείας Λούης στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με το ταξίδι των δύο ατόμων, σύμφωνα με το αρχείο της εταιρείας Λούης και τη λίστα επιβατών.  Τόσο ο εφεσείων, όσο και ο Genkov, είχαν ταξιδέψει με την πτήση ΟΚ619 από Άμστερταμ-Πράγα στις 11.12.07 και στη συνέχεια με την πτήση ΟΚ406 από Πράγα-Λάρνακα.  Ο εφεσείων μετέφερε μια αποσκευή βάρους 10 κιλών και ο Genkov μια αποσκευή βάρους 20 κιλών.  Οι κρατήσεις για τα δύο αυτά άτομα έγιναν στο εκδοτήριο εισιτηρίων της εταιρείας KLM στο αεροδρόμιο Schipol του Άμστερνταμ την ίδια μέρα με τον ίδιο αριθμό κράτησης και από τον ίδιο υπάλληλο.  Ο αριθμός κράτησης και για την πτήση του εφεσείοντος και για την πτήση του Genkov ήταν ο ίδιος.  Ο αριθμός κράτησης («booking reference»), είναι μοναδικός και καθορίζεται ηλεκτρονικά, όπως μοναδική είναι και μια άλλη ένδειξη, η ΟΚ/ΖΒ1MC, που δίνει αυτόματα το σύστημα κρατήσεων της KLN, για  σκοπούς επικοινωνίας με το σύστημα της CSA, δηλαδή, τις Τσέχικες Αερογραμμές. 

 

        Δόθηκε επίσης μαρτυρία από το Χάρη Αβετή, Μ.Κ.7, κλειδαρά στο επάγγελμα, ο οποίος εξέτασε την αποσκευή του Genkov και τα κλειδιά εκφράζοντας την άποψη ότι τόσο τα κλειδιά όσο και οι δύο κλειδαριές της αποσκευής, μια με κωδικό και μια με κλειδί, ήταν καλής ποιότητας.  Ακριβώς λόγω αυτής της καλής ποιότητας των κλειδαριών ήταν ιδιαίτερα δύσκολο τα κλειδιά που παραλήφθηκαν από το τσαντάκι ώμου του εφεσείοντος να ταίριαζαν σε άλλη αποσκευή.  Η πιθανότητα να ταίριαζαν τα κλειδιά σε άλλη αποσκευή αυτής της ποιότητας ήταν ελάχιστη, εφόσον μπορούσε μέσα σε κάθε 1.000 ή 2.000 αποσκευές να βρεθούν μόνο δύο που να δέχονται τα ίδια κλειδιά. 

 

        Ο Genkov έδωσε τελικά ένορκη κατάθεση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας, Μ.Κ.3.  Προηγουμένως και συγκεκριμένα κατά τη διαδικασία παραπομπής, ο Genkov εξήγησε στο μάρτυρα Σ. Παναγιώτου, αστυφύλακα 2732, Μ.Κ.11, που γνώριζε και τη βουλγαρική γλώσσα, ότι το πρόσωπο που συνελήφθη μαζί του στο αεροδρόμιο, δηλαδή ο εφεσείων, ήταν το πρόσωπο που του είχε δώσει την αποσκευή με τα ναρκωτικά στο Άμστερταμ για μεταφορά στην Κύπρο.  Ανεφέρθη επίσης στο μάρτυρα ότι ο εφεσείων είχε αγοράσει το αεροπορικό εισιτήριο από το αεροδρόμιο του Άμστερταμ και είχαν ταξιδέψει μαζί για τη Λάρνακα, ενώ  δέκα μέρες πριν από τη σύλληψη του είχε ξαναέλθει στην Κύπρο μέσω του αεροδρομίου της Πάφου και είχε παραδώσει σε ξενοδοχείο της Λεμεσού στον εφεσείοντα μια αποσκευή με ναρκωτικά.  Ο Genkov είχε εκφράσει την επιθυμία να δώσει κατάθεση, αλλά λόγω της διαδικασίας παραπομπής του λήφθηκε θεληματική κατάθεση αργότερα στην οποία ενέπλεξε τον εφεσείοντα.

 

 Στην ένορκη μαρτυρία του ο Genkov αναφέρθηκε στις ευρύτερες συνθήκες προσέγγισης του στην Ισπανία από κάποιο άτομο για να μεταφέρει ναρκωτικά στην Κύπρο μέσω Ολλανδίας έναντι €3.000 αμοιβής.  Αυτή ήταν η πρώτη μεταφορά ναρκωτικών στην Κύπρο.  Τα ναρκωτικά αυτά αντικείμενο της πρώτης μεταφοράς τα παρέδωσε στον εφεσείοντα έξω από ξενοδοχείο στη Λεμεσό.  Σ΄ ότι αφορά τα υπό κρίση γεγονότα, η εκδοχή του Genkov ήταν ως εξής: Στις 11.12.07, το ίδιο πρόσωπο του τηλεφώνησε εκ νέου για να μεταφέρει και άλλα ναρκωτικά.  Στο αεροδρόμιο του Άμστερταμ συνάντησε τον εφεσείοντα, ο οποίος του παρέδωσε μια κλειδωμένη αποσκευή χωρίς το κλειδί της.  Του χορήγησε επίσης ένα αεροπορικό εισιτήριο για Λάρνακα μέσω Πράγας και του έδωσε οδηγίες να παραδώσει την αποσκευή σε πρόσωπο που θα τον προσέγγιζε έξω από το χώρο αεροδρομίου της Λάρνακας όπου σταθμεύουν τα ταξί. 

 

        Εξήγησε ότι στην πρώτη του αστυνομική κατάθεση δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με τον εφεσείοντα θέλοντας να αποκρύψει τη σχέση μαζί του, αλλά στην πορεία και κατά την οκταήμερη κράτηση του, είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί την όλη υπόθεση και εφόσον αντιλήφθηκε ότι η αστυνομία είχε εν πάση περιπτώσει στοιχεία που  τον συνέδεαν με τον εφεσείοντα, αποφάσισε να πει την αλήθεια ώστε να καταδειχθεί ότι ο ίδιος ήταν απλώς ο μεταφορέας και όχι ο πωλητής των ναρκωτικών.  Ο Genkov αναφέρθηκε στη μαρτυρία του και σε λεπτομέρειες της αγοράς εισιτηρίου από την KLM από τον εφεσείοντα και την όλη διαδρομή που ακολούθησαν και τον τρόπο της συνεννόησης του με τον εφεσείοντα. 

 

        Το Κακουργιοδικείο αφού έκρινε ότι είχε αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, κάλεσε τον εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπιση του εξηγώντας του βέβαια τα δικαιώματα του.  Ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ενώ κάλεσε και πέντε μάρτυρες υπεράσπισης. Η θέση του ήταν ότι δεν είχε καμία σχέση με την όλη υπόθεση και ότι απλά υπήρξε προσπάθεια ενοχοποίησης του σε υπόθεση μεταφοράς ναρκωτικών, χωρίς ο ίδιος να είχε ποτέ ιδέα και χωρίς ποτέ να είχε συναντήσει προηγουμένως τον Genkov.  Εξήγησε ότι ενώ ελέγχθηκαν οι αποσκευές του από τελωνειακούς και  του έγινε και σωματική έρευνα χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε με αποτέλεσμα να του επιτραπεί να φύγει, λίγα μέτρα πριν την έξοδο του αεροδρομίου τον πλησίασαν αστυνομικοί οι οποίοι τον οδήγησαν στο γραφείο της ΥΚΑΝ.  Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί αστυνομικοί, ένας από τους οποίους τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο πρόσωπο λέγοντας του «φίλε μου ξέρω το εν ηφταίεις αλλά εννά σου την κάτσω.». Στη συνέχεια κάποιος αστυνομικός του άρπαξε το τσαντάκι από τον ώμο και απομακρύνθηκε λίγα βήματα, ενώ άλλοι αστυνομικοί στάθηκαν μπροστά του απειλώντας τον και εμποδίζοντας τον να δει καθαρά τι έκανε ο αστυνομικός με το τσαντάκι του.  Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο αστυνομικός που του άρπαξε το τσαντάκι, γύρισε προς το μέρος του υποδεικνύοντας του κάποια χαρτιά και κάποια κλειδιά ρωτώντας τον «τι είναι τούτα».  Στο τσαντάκι του, όμως, δεν είχε οτιδήποτε άλλο εκτός από το κλειδί του αυτοκινήτου του.

 

  Μετά τη σύλληψη του τον επισκέφθηκε δικηγόρος, ο οποίος και του έδωσε αυστηρές οδηγίες να μην απαντά σε οποιαδήποτε ερώτηση αστυνομικών, αλλά να δηλώνει «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο», συμβουλή που ακολούθησε πιστά διότι είχε τρομοκρατηθεί από την όλη υπόθεση.  Δεν είχε ιδέα πώς βρέθηκε στο τσαντάκι του η ηλεκτρονική κράτηση του εισιτηρίου του Genkov, ούτε και τα κλειδιά και πιστεύει ότι τα τοποθέτησε εκεί ο αστυνομικός της ΥΚΑΝ προς ενοχοποίηση του, έμαθε δε μετά με έκπληξη του ότι η ΥΚΑΝ ήδη τον παρακολουθούσε για διάστημα δέκα μηνών.  Ανέφερε επίσης ότι μετά την απόλυση του από τον στρατό ασχολήθηκε με την εμπορία αυτοκινήτων και μοτοσυκλεττών για την οποία μετέβαινε συχνά στο εξωτερικό, γεγονός που του προκαλούσε προβλήματα με την κοπέλα με την οποία διατηρούσε σταθερό δεσμό, σκοπεύοντας να τη νυμφευθεί.  Όταν έφθασε στην Πράγα, η κοπέλα του, του τηλεφώνησε λέγοντας του ότι αν δεν επέστρεφε στην Κύπρο θα χώριζαν.  Το ίδιο έγινε και μόλις έφθασε στο Άμστερταμ.  Αποτάθηκε λοιπόν για επιστροφή στις Κυπριακές Αερογραμμές, αλλά επειδή δεν βρήκε θέση, αναγκάστηκε να επιστρέψει με τις Τσέχικες Αερογραμμές, μέσω Πράγας. 

 

        Οι μάρτυρες υπεράσπισης αναφέρθηκαν σε περιφερειακά ζητήματα που αφορούσαν τον κατηγορούμενο και προς αυτό δόθηκε  μαρτυρία  από τη Βάσω Χαριλάου του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, αναφορικά με την ιδιοκτησία του οχήματος KNT 905 και ενός άλλου οχήματος του KMN 048, ιδιοκτησία της Ελισάβετ Πηγασίου (της κοπέλας του εφεσείοντος) και της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις, ενώ ο μάρτυρας Νικόλας Λάμπρου  επιβεβαίωσε την πώληση και μεταβίβαση του οχήματος KNT 905 τον Οκτώβρη του 2007, από τον ίδιο προς τον εφεσείοντα.  Ο Λουκάς Λουκά κατέθεσε για την εργασία του εφεσείοντος, αρχικά κοντά του σε εργαστήριο ξυλουργικών εργασιών και στο γεγονός ότι αρχές του 2005 έφυγε για να εργαστεί σε άλλο άτομο που πωλούσε εξαρτήματα αυτοκινήτων και για να αγοράζει και πωλεί οχήματα.  Ο Κώστας Αντωνίου βεβαίωσε ότι διατηρεί επιχείρηση πώλησης εξαρτημάτων οχημάτων και ότι εργοδότησε για ένα μήνα τον εφεσείοντα, αλλά επειδή ο εφεσείων έκανε και δικές του εργασίες, παρόμοιας φύσης, έφυγε από την εργοδοσία του.  Αυτό είχε λάβει χώραν γύρω στο 2004 με 2005.  Τέλος, η αρμόδια Πρωτοκολλητής του Ποινικού Τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατέθεσε τα πρακτικά που αφορούσαν τη διαδικασία προσωποκράτησης του εφεσείοντος και του Genkov.

 

        Το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε σε κάθε πτυχή της υπόθεσης, προέβηκε σε λεπτομερή αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και έκρινε ότι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής είπαν την αλήθεια, κατέθεσαν με ειλικρίνεια και κατά τρόπο λογικό και πειστικό.  Δεν παρέλειψε να εντοπίσει διαφορές στη μαρτυρία κάποιων αστυνομικών οργάνων, αλλά τις απέδωσε στην αποσπασματική αντίληψη γεγονότων που ο κάθε αστυνομικός είχε στο δικό του οπτικό πεδίο παρακολούθησης, ενώ εν πάση περιπτώσει οι διαφορές αυτές ήταν επουσιώδεις.  Δέχθηκε επίσης ως αξιόπιστη όλη την υπόλοιπη μαρτυρία των τελωνειακών λειτουργών, καθώς και του κλειδαρά και του υπαλλήλου της εταιρείας Λούης, σε σχέση με τις δικές τους αντίστοιχες καταθέσεις. 

 

        Όσον αφορά το βασικό μάρτυρα κατηγορίας τον Genkov, τον οποίο έκρινε ως συνεργό, το Κακουργιοδικείο διεξήλθε τη μαρτυρία του και την αξιολόγησε στη βάση των αρχών που έχουν νομολογιακά τεθεί σε ό,τι αφορά την προσέγγιση της μαρτυρίας συναυτουργών.  Η μαρτυρία Genkov κρίθηκε, παρά την έντονη αμφισβήτηση της από την υπεράσπιση, ως «.. ακλόνητη και δυνατή χωρίς αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις.».  Επεσημάνθη δε περαιτέρω από το Κακουργιοδικείο ότι ο Genkov απαντούσε στις υποβληθείσες ερωτήσεις με σταθερότητα, αποφασιστικότητα, κατά τρόπο φυσικό εμπλέκοντας και τον εαυτό του χωρίς δισταγμό στο όλο εγχείρημα διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών.  Και πάλι διαφορές που εντοπίστηκαν σε ότι αφορά επιμέρους λεπτομέρειες της μαρτυρίας του Genkov με αστυνομικούς μάρτυρες, αποδόθηκαν στη διαφορετική αντίληψη των γεγονότων από τον κάθε μάρτυρα, αλλά και στο ότι σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε στην ουσία αντίφαση ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας. 

 

        Το Κακουργιοδικείο θεωρώντας τη μαρτυρία Genkov αξιόπιστη έκρινε ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του, έχοντας αυτοπροειδοποιηθεί σχετικά με τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού, ακόμη και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Παρά ταύτα, προχώρησε να θεωρήσει ότι υπήρχε και ικανή ενισχυτική μαρτυρία προερχόμενη από τον εντοπισμό των κλειδιών στο τσαντάκι του εφεσείοντος, τον εντοπισμό στο ίδιο τσαντάκι της ηλεκτρονικής κράτησης του Genkov και στο γεγονός ότι οι δύο κρατήσεις για την αεροπορική μεταφορά των δύο ατόμων έγιναν με την ίδια πράξη, οι κωδικοί της οποίας εμφανίζονταν και στο εισιτήριο του εφεσείοντος. 

 

        Όσον αφορά τη μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσείων, πέραν της ανώμοτης δήλωσης του, αυτή κρίθηκε αποδεκτή, με εξαίρεση τη μαρτυρία του Νικόλα Λάμπρου σε σχέση με τις αναφορές και την εκδοχή του εφεσείοντος για το χρόνο παραλαβής του οχήματος KNT 905.  Το Κακουργιοδικείο εν πάση περιπτώσει δεν εντόπισε μαρτυρία βοηθητική προς τον εφεσείοντα από οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης ενόψει του ότι είτε η μαρτυρία τους αφορούσε σε χρόνο πολύ προγενέστερο του χρονικού σημείου παρακολούθησης του εφεσείοντος από την ΥΚΑΝ ή που δεν συνδεόταν εν πάση περιπτώσει με τις εργασίες ή ευρύτερες κινήσεις του εφεσείοντος κατά την περίοδο που ο εφεσείων ανεμείχθη στην υπό κρίση υπόθεση μεταφοράς ναρκωτικών.  Όσον αφορά την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι θέσεις που προβλήθηκαν από αυτόν δεν ήταν λογικές, συγκρούονταν με την αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο μαρτυρία, ενώ η εκδοχή ότι η αστυνομία κατασκεύασε την υπόθεση για να τον ενοχοποιήσει δεν έγινε δεκτή, διότι αν αυτή ήταν η πρόθεση της αστυνομίας, προέβαλλε το λογικό ερώτημα ποια η ανάγκη καταφυγής σε «θεατρινισμούς», όπως ότι ο αστυφύλακας Κουτσίδης αγκάλιασε τον εφεσείοντα, τον φίλησε και του είπε ουσιαστικά ότι θα τον παγιδεύσει και να μην περιοριζόταν η αστυνομία απλά στη θέση ότι τα κλειδιά είχαν βρεθεί στο τσαντάκι του εφεσείοντος.  Άλλωστε, τα κλειδιά εντοπίστηκαν στο τσαντάκι από τον τελωνειακό Δημητρίου κατά τη διάρκεια που ο ίδιος ερεύνησε το τσαντάκι και που προηγήθηκε χρονικά του επεισοδίου που περιέγραψε ο εφεσείων.  Η υπεράσπιση όμως απέδωσε την ενέργεια του εναγκαλισμού και φιλιού στον λοχία Ιωάννου, αντί στον Κουτσίδη, ο οποίος όμως κατά τον εφεσείοντα, ήταν ο αστυνομικός που προέβη σε αυτές τις ενέργειες. 

 

        Αφού το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιολόγησης του κατέγραψε τα σχετικά ευρήματα του, προχώρησε στην υπαγωγή των ευρημάτων αυτών στη νομική πτυχή που κάλυπτε τις τέσσερεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.  Οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β (1η κατηγορία), κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου (2η κατηγορία) και κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια (3η κατηγορία), κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου αρ. 29/77, ως τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Η τέταρτη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος.  Στη βάση της νομικής ανάλυσης που κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε νομολογία, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και στις τέσσερεις κατηγορίες απορρίπτοντας τις προς το αντίθετο θέσεις που προέβαλε η υπεράσπιση για ελλιπή διερεύνηση της υπόθεσης, ιδιαιτέρως λόγω της μη διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων, παράλειψη που κατ΄ ισχυρισμόν επηρέασε αρνητικά τον εφεσείοντα στην υπεράσπιση του. 

 

        Το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών στις κατηγορίες 1 και 3 και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στις κατηγορίες 2 και 4 εφόσον τα γεγονότα αυτών περιλαμβάνονταν αντίστοιχα στις άλλες δύο κατηγορίες. 

 

        Ο εφεσείων με διάφορους λόγους έφεσης, όπως εξηγούνται και στο σχετικό διάγραμμα του, μέμφεται την κρίση του Κακουργιοδικείου αρχής γενομένης ότι λανθασμένα καταδίκασε τον εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας εφόσον υπήρχε η ταυτόχρονη κατηγορία του ουσιαστικού αδικήματος για εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο.  Αυτό στη βάση, κατά την εισήγηση του κ. Κληρίδη, νομολογίας που καθιστά ανεπιθύμητη τη συμπερίληψη κατηγορίας συνωμοσίας ταυτόχρονα με κατηγορία για το ουσιαστικό αδίκημα, συμπερίληψη που μπορεί να είναι και άδικη για τον κατηγορούμενο σε βαθμό που δυνατό να οδηγήσει στην αθώωση του εάν από την κατηγορία της συνωμοσίας επηρεάστηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.  Ο εφεσείων επίσης αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης του Genkov εστιάζοντας την εισήγηση του στη μαρτυρία του κατά την κυρίως εξέταση ότι η αποσκευή του Genkov ανοίχθηκε από αστυνομικό με κάποιο σίδερο, θέση η οποία αντιβαίνει τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η αποσκευή του Genkov άνοιξε με τα κλειδιά που βρέθηκαν στο τσαντάκι του εφεσείοντος.  Αυτή η βασική και θεμελιακή θέση που προώθησε η κατηγορούσα αρχή παρέμεινε επομένως υπό αμφισβήτηση, το δε Κακουργιοδικείο δεν συζήτησε επαρκώς ή καθόλου την αντίφαση αυτή.  Περαιτέρω το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε έστω και άθελα από το γεγονός ότι απεδέχθη το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του Genkov ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που με τον εφεσείοντα μετέφερε ναρκωτικά στην Κύπρο.  Λανθασμένα πρόσθετα το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε για την καταδίκη στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του Genkov και δεν έλαβε υπόψη επαρκώς το γεγονός ότι στην πρώτη κατάθεση του ο Genkov δεν ανέφερε ούτε και ενέπλεξε τον εφεσείοντα.  Η δε δεύτερη κατάθεση του Genkov δόθηκε πριν την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και σε χρόνο πριν την επιβολή της ποινής, οπότε o Genkov είχε την ευκαιρία να αναφέρει τα γεγονότα όπως τα ήθελε για να ελαφρύνει τη θέση του.  Ο εφεσείων προσθέτει ότι η σύλληψη του στις 12.12.07 ήταν παράνομη ως λαβούσα χώρα χωρίς ένταλμα και χωρίς σε εκείνο το χρόνο να υπήρχε οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο.  Αυτό αντίκειτο προς τη νομολογία και τα όσα ακολούθησαν την παράνομη σύλληψη του, δηλαδή, η ανεύρεση των κλειδιών και των ηλεκρονικών κρατήσεων στο τσαντάκι αυτού, δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως τεκμήρια στο Δικαστήριο διότι ήταν προϊόν παράνομης έρευνας. 

 

        Εφεσιβάλλεται επίσης και η ποινή των 12 ετών ως υπερβολική εφόσον το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, τη νεαρή του ηλικία, την ειλικρινή μεταμέλεια του, το γεγονός ότι είναι αρραβωνιασμένος και επρόκειτο να τελέσει το γάμο του και τις εν γένει προσωπικές περιστάσεις του.  Θέση περαιτέρω του συνηγόρου είναι ότι η ποινή είναι υπερβολική διότι εφόσον δεν επεβλήθη ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας, η ποινή που θα έπρεπε να επιβαλλόταν στην τέταρτη κατηγορία «εφορτώθη» στην πρώτη κατηγορία του ουσιαστικού αδικήματος.  Με γνώμονα περαιτέρω ότι ο Genkov με δική του παραδοχή ήταν πρόσωπο αναμεμειγμένο στην εισαγωγή ναρκωτικών σε αρκετές περιπτώσεις, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτός ήταν ο ιθύνων νους και όχι απλώς ένας μεταφορέας σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που ανεμείχθη σε τέτοια παράνομη δραστηριότητα για πρώτη φορά, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. 

 

        Αντίθετα η κα Ευθυβούλου στο δικό της διάγραμμα, αλλά και κατά τη συζήτηση της έφεσης υπεστήριξε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου ως προς την καταδίκη, αλλά και ως προς την επιβληθείσα ποινή.  Αντέκρουσε τα επιχειρήματα του εφεσείοντος ως προς τη συμπερίληψη της κατηγορίας της συνωμοσίας εισηγούμενη ότι η απλή συμπερίληψη της κατηγορίας αυτής δεν οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε και το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο ως εξ αυτής στην τελική του απόφαση για την ενοχή του εφεσείοντος.  Το Κακουργιοδικείο δεν επηρεάστηκε ούτε και από την αποδοχή της μαρτυρίας του Genkov ότι είχε μεταφέρει ναρκωτικά σε προγενέστερη περίπτωση, της μαρτυρίας αυτής ληφθείσας υπόψη μόνο ως προς την ετοιμότητα του συναυτουργού να αποκαλύψει το δικό του ρόλο στη διακίνηση ναρκωτικών.  Ορθά περαιτέρω το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία του Genkov και την έκρινε αξιόπιστη, ενώ πρωτοδίκως η υπεράσπιση σε κανένα στάδιο δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της έρευνας που είχε γίνει στον εφεσείοντα και στο τσαντάκι του, αλλά ούτε και τέθηκε θέμα ότι παρανόμως αυτός συνελήφθη.  Στα πλαίσια αυτά δεν αμφισβητήθηκε σε καμιά περίπτωση ότι σε όλα τα στάδια οι αστυνομικοί μάρτυρες είχαν επιστήσει την προσοχή του εφεσείοντος στο Νόμο.  Τέλος, η ενισχυτική μαρτυρία που υπήρχε εναντίον του εφεσείοντος και που υποστήριζε τη μαρτυρία του συναυτουργού ήταν ιδιαίτερης σημασίας και ορθά το Κακουργιοδικείο την έλαβε υπόψη.  

 

        Ο πρώτος λόγος έφεσης που εγείρει ο κ. Κληρίδης είναι το παράτυπο της συνύπαρξης στο ίδιο κατηγορητήριο της κατηγορίας της συνωμοσίας, ενώ ταυτόχρονα ο εφεσείων κατηγορείτο και για ουσιαστικά αδικήματα.  Κατά τη θέση του, η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι τέτοια συμπερίληψη είναι τουλάχιστον ανεπιθύμητη, υποδεικνύοντας ότι συνιστά ουσιώδη παρατυπία, η οποία δυνατόν να οδηγήσει και στην αθώωση του εφεσείοντος.  Συναφής με το επιχείρημα αυτό  είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με τα ουσιαστικά αδικήματα, αντί να εξετάσει πρωτίστως την τέταρτη κατηγορία της συνωμοσίας.  Σύμφωνα με το συνήγορο, η λανθασμένη αυτή ενασχόληση θα πρέπει να οδηγήσει σε αθώωση, διότι προηγείτο λογικά η εξέταση και η τυχόν στοιχειοθέτηση της κατηγορίας της συνωμοσίας. 

 

        Αποτελεί γεγονός ότι η συνύπαρξη της κατηγορίας της συνωμοσίας μαζί με το ουσιαστικό αδίκημα δεν είναι επιθυμητή διότι πιθανόν να προκαλέσει επιπλοκές.  Στο σύγγραμμα του Archbold: "Criminal Pleading Evidence & Practice" 2007, αναφέρεται στις σελ. 2906-2907, στις παρ. 34-54 μέχρι 34-56, ότι δεν μπορούν να τεθούν ανελαστικοί κανόνες σε σχέση με το επιθυμητό ή την ορθότητα συμπερίληψης σε κατηγορητήριο κατηγορίας συνωμοσίας.  Κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται στη βάση των δικών της δεδομένων (R. v. Jones (J.) 59 Cr. App. R. 120).  Η γενική αρχή του ανεπιθύμητου της συμπερίληψης στη βάση των αποφάσεων Verrier v. DPP (1967) 2 A.C. 195, R. v. Griffiths (1966) 1 Q.B. 589 και R. v. Greenfield 57 Cr. App. R. 849, υπόκειται στις εξής εξαιρέσεις: (i) Η συμπερίληψη είναι επιθυμητή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης σε περίπλοκες υποθέσεις, όπου είναι αναγκαία η παρουσίαση ολοκληρωμένης εικόνας, που δεν μπορεί να επιτευχθεί με μόνη την ένθεση σχετικών ουσιαστικών κατηγοριών (R. v. Hammersley  42 Cr. App. R. 207). (ii) Υποθέσεις όπου η συνωμοσία μπορεί να εξαχθεί γενικώς από τα περιφερειακά γεγονότα, ενώ οι συγκεκριμένες ενέργειες που συνιστούν, για παράδειγμα, το καθαυτό αδίκημα της κλοπής υποστηρίζονται από νεφελώδη, κατά τα άλλα, μαρτυρία.  Όπου λοιπόν υπάρχει καθαρή μαρτυρία για συνωμοσία, αλλά ελάχιστη μαρτυρία όσον αφορά τη διάπραξη από τους συνωμότες των ουσιαστικών αδικημάτων, η συμπερίληψη της κατηγορίας της συνωμοσίας είναι και δικαιολογημένη και αναγκαία. (R. v. Cooper and Compton 32 Cr. App. R. 102).  (iii) Όπου η συμφωνία για τη διάπραξη του αδικήματος είναι από μόνη της πλέον ειδεχθής, παρά το ίδιο το αδίκημα.  Ως παράδειγμα αναφέρεται η συνωμοσία προς βεβήλωση κοιμητηρίου που επιφέρει μεγαλύτερη ποινή από την ποινή που επιφέρει το ουσιαστικό αδίκημα της καταστροφής  περιουσίας εντός του χώρου του κοιμητηρίου. 

 

        Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης από τον κ. Κληρίδη, που δεν χειρίστηκε την υπόθεση πρωτοδίκως, θα έπρεπε να είχε εγερθεί κατά την έναρξη της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείο ώστε να τύχει του ανάλογου χειρισμού, πράγμα που δεν έγινε.  Εν πάση περιπτώσει κρίνεται ότι η θέση αυτή δεν έχει ουσιαστικό έρεισμα.  Το ανεπιθύμητο με βάση τη νομολογία δεν εξισούται με απαγόρευση.  Η συμπερίληψη απλώς και μόνο της κατηγορίας της συνωμοσίας δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου σε ακυρότητα της διαδικασίας εκτός εάν, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε δυσμενώς κατά την υπεράσπιση του ή ήταν γενικότερα άδικη γι΄ αυτόν.

 

Ούτε τέθηκε πρωτοδίκως ζήτημα επηρεασμού λόγω της συμπερίληψης και επομένως η δεύτερη ουσιαστική τοποθέτηση του συνηγόρου του εφεσείοντος με τον τέταρτο λόγο έφεσης, παραμένει μια θεωρητική προσέγγιση διότι δεν έχουν αναφερθεί δεδομένα από τα οποία να εξάγεται ότι όντως ο εφεσείων αδικήθηκε ή επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο κατά τη δίκη του.  Αναφέρθηκε βέβαια στην υπόθεση Griffiths - ανωτέρω - με παραπομπή στην υπόθεση R. v. Dowson 44 Cr. App. Rep. 887, ότι μια πιθανή επίπτωση που μπορεί να επέλθει από τη συμπερίληψη της κατηγορίας της συνωμοσίας, είναι να γίνει δεκτή μαρτυρία για την κατηγορία της συνομωσίας  που  δεν είναι κατά τα άλλα  παραδεκτή για το ουσιαστικό αδίκημα.  Όπως εξηγείται περαιτέρω στο σύγγραμμα του John Sprack: Criminal Procedure 11η έκδ. (2006), σελ. 261 η πρακτική της ενσωμάτωσης στο ίδιο κατηγορητήριο αδικήματος συνωμοσίας μαζί με το ουσιαστικό αδίκημα, φαίνεται να έχει την πηγή του στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ενώπιον των ενόρκων μαρτυρία δεκτή μεν στην κατηγορία της συνωμοσίας, αλλά όχι στην κατηγορία του ουσιαστικού αδικήματος, με την ελπίδα ότι στο τέλος της ημέρας εφόσον ακούστηκε η μαρτυρία γενικώς, αυτή θα ληφθεί τελικώς υπόψη για όλες τις κατηγορίες.  Μάλιστα στην R. V. Jones - ανωτέρω - υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναζητήσει από την Κατηγορούσα Αρχή το λόγο της συνένωσης και αν κριθεί ότι δεν είναι αιτιολογημένος, τότε πρέπει να γίνει επιλογή ως προς το μέρος του κατηγορητηρίου που θα προωθηθεί. 

 

Εκτός όμως από τη γενική τοποθέτηση του συνηγόρου στο περίγραμμα ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων καταδικάστηκε στην κατηγορία της συνωμοσίας επηρέασε την τελική απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν υπάρχει οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή επεξήγηση που να δικαιολογεί αυτή την τοποθέτηση.  Δεν δόθηκε καμιά εξήγηση, με αναφορά στο σκεπτικό του Κακουργιοδικείου, κατά πόσο έγινε δεκτή μαρτυρία στην κατηγορία της συνωμοσίας που ήταν ανεπίτρεπτη για το ουσιαστικό αδίκημα και ως εξ αυτού η καταδίκη του εφεσείοντος κατέστη επισφαλής.

 

        Ούτε και είναι αντιληπτό πώς η ενασχόληση του Κακουργιοδικείου με τα ουσιαστικά αδικήματα κατά πρώτο λόγο και με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά δεύτερο λόγο, έχουν επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ουσία της υπόθεσης.  Τη δομή της απόφασης την επέλεξε το Κακουργιοδικείο.  Η διαπίστωση από νομικής πλευράς της στοιχειοθέτησης της κατηγορίας της συνωμοσίας έγινε στις σελ. 49-50 του σκεπτικού και αφού προηγουμένως το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή των τριών πρώτων κατηγοριών, δηλαδή, της εισαγωγής, της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών ουσιών.  Ίσως το Κακουργιοδικείο να έπρεπε να ασχοληθεί πρώτα με την κατηγορία της συνωμοσίας ενόψει της φύσης του αδικήματος όπως αυτό ορίζεται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Andrew Ashworth: "Principles of Criminal Law" 3η έκδ. στις σελ. 471-476, η ουσία της συνωμοσίας έγκειται στη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ταξινομείται δε ως ένα από τα τρία θεωρούμενα ανεκδήλωτα αδικήματα στο κοινοδίκαιο  («inchoate offences»), εφόσον οι συνωμότες τιμωρούνται για ενέργειες πριν τη διάπραξη του καθ΄ αυτού ουσιαστικού αδικήματος.  Όπως εξηγείται, η αιτιολογία για την ύπαρξη αδικήματος συνωμοσίας εδράζεται στην ανάγκη πρόληψης, ενώ οι συνωμότες θεωρούνται ως έχοντες εξίσου ένοχη διάνοια με αυτούς που διαπράττουν το ουσιαστικό αδίκημα, εφόσον συλλαμβάνουν αφενός την ιδέα διάπραξης αδικήματος, αλλά και προχωρούν σε συμφωνία η οποία περιλαμβάνει και τον τρόπο της ουσιαστικής εκδήλωσης ή διάπραξης του καθ΄ αυτού αδικήματος.

 

 Εδώ, όμως, το γεγονός ότι ο Genkov παραδέχθηκε και έδωσε μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή, διαφοροποίησε τα δεδομένα της υπόθεσης ενόψει του ότι η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας της συνωμοσίας από τον εφεσείοντα διερχόταν αναγκαστικά μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Genkov.  Όπως αναφέρεται και  στον  Archbold - ανωτέρω - σελ. 2907, παρ. 34-59, όπου δύο κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ομού κατηγορία για συνωμοσία και ένας από αυτούς παραδέχεται, ενώ ο άλλος όχι, η μαρτυρία του πρώτου είναι αποδεκτή εναντίον του άλλου.  (R. v. Gallagher (1883) 15 Cox 291 και R. v. Plummer (1902) 2 K.B. 339). 

 

        Διαφαίνεται από την πιο πάνω ανάλυση ότι ουδέν ουσιαστικό λάθος διέπραξε το Κακουργιοδικείο και ο εφεσείων απέτυχε να δείξει τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον τον ουσιαστικό επηρεασμό του, είτε λόγω της συμπερίληψης της κατηγορίας της συνωμοσίας, είτε λόγω του ευρύτερου χειρισμού που έτυχε από το Κακουργιοδικείο.  Συναφώς οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται. 

 

        Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης σχετίζονται με την κατ΄ ισχυρισμόν πλημμελή αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.  Εγείρεται πρωτίστως το εξής ζήτημα: ότι ενώ ο Genkov στην κυρίως εξέταση του ανεφέρθη χωρίς περιστροφές στο γεγονός ότι την αποσκευή του, την άνοιξε κάποιος άνθρωπος από την αστυνομία με «κάποιο σίδερο», στην αντεξέταση του μετατόπισε τη θέση αυτή λέγοντας ότι το άνοιγμα με το σίδερο ήταν μόνο μια πιθανότητα γιατί προσπαθούσαν να την ανοίξουν με αυτόν τον τρόπο, ενώ δε ήταν παρών, ήταν περικυκλωμένος από πολλούς ανθρώπους της ΥΚΑΝ, ήταν συγχυσμένος και δεν μπορούσε να δει ακριβώς τι έπραττε ο κάθε ένας.  Όσον αφορά τον εφεσείοντα είπε ότι νόμιζε ότι έπρεπε να ήταν εκεί.  Η εισήγηση είναι διπλή:  αφενός ότι η απάντηση του στην κυρίως εξέταση ότι η αποσκευή δεν άνοιξε με κλειδιά παρέμεινε αλώβητη και αφετέρου το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη διάσταση αυτή, ούτε και την αξιολόγησε με οποιοδήποτε τρόπο.  Εφόσον δεν ήταν επομένως υπόψη του, υποβόσκει αμφιβολία ως προς την όλη διασύνδεση του εφεσείοντα και την υπ΄ αυτού κατοχή των κλειδιών με τα οποία κατά τον ύστερο ισχυρισμό του Genkov, ανοίχθηκε η αποσκευή του.

 

        Αποτελεί γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν κατηύθυνε την προσοχή του σ΄ αυτή την φαινομενική διάσταση στη μαρτυρία του Genkov, και επ΄ αυτής της πτυχής εντοπίζεται  αδυναμία στο καταγραφέν σκεπτικό.  Ενώ αναφέρθηκε σ΄ άλλες παρουσιαζόμενες αντιφατικές θέσεις της μαρτυρίας Genkov, είτε αυτούσια, είτε σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, έκρινε γενικώς τον Genkov ως αξιόπιστο μάρτυρα χωρίς να συνυπολογίσει τα ως άνω τεθέντα από τον κ. Κληρίδη.  Αυτή όμως δεν ήταν η μοναδική μαρτυρία σε σχέση με τον τρόπο που άνοιξε η αποσκευή του Genkov.  Αυτό, διότι όντως η αρχική δήλωση του Genkov στη σελ. 70 των πρακτικών κατά την κύρια εξέταση του, δεν επιδεχόταν παρερμηνείας.  Σε σχετική ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής τι είχε γίνει με την αποσκευή εφόσον είχε πει ότι ο ίδιος δεν είχε κλειδί, απάντησε: «Απ΄ εκεί ήρθε άνθρωπος από την αστυνομία με κάποιο σίδερο με το οποίο άνοιξε τη βαλίτσα και όταν άνοιξαν τη βαλίτσα είδαν τι είχε μέσα και με συνέλαβαν.».  Στην αντεξέταση υπήρξε μετατόπιση από τη βέβαιη αυτή θέση, στην πιθανότητα και στη σύγχυση που είχε λόγω των πολλών ατόμων που ήταν εκείνη την ώρα κοντά του.  Η διασύνδεση της πτυχής αυτής με τον εφεσείοντα είναι εμφανής.  Αν η αποσκευή του Genkov άνοιξε με σίδερο και όχι με τα κλειδιά που βρέθηκαν στο τσαντάκι του εφεσείοντος, τότε η εκδοχή του τελευταίου ότι η αστυνομία τοποθέτησε επίτηδες τα κλειδιά στο τσαντάκι, αποκτά κάποια αληθοφάνεια. 

 

        Όμως, η ευρύτερη μαρτυρία που δόθηκε τοποθετούσε τα κλειδιά που άνοιξαν την αποσκευή Genkov μέσα στο τσαντάκι του εφεσείοντος, όπου και ανευρέθησαν.  Ο Μ.Κ.6, Κουτσίδης, κατέθεσε σαφώς ότι ερεύνησε το τσαντάκι του εφεσείοντος στην παρουσία του, μετά που του επέστησε την προσοχή στο νόμο, εντός του οποίου βρέθηκε μεταξύ άλλων και μια δέσμη, δύο κλειδιών, πάνω σε μια αλυσίδα.  Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία, η αποσκευή του εφεσείοντος δεν έφερε κλειδαριές και ερωτούμενος ποια κλειδωνιά άνοιγε με τα κλειδιά, αυτός απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτε.  Στη συνέχεια ο Κουτσίδης, με οδηγίες του λοχία 4743 Ιωάννου, πήγε με τον εφεσείοντα στο χώρο του Τελωνείου του αεροδρομίου όπου ο τελώνης Κίτσιος προσπαθούσε να ανοίξει την αποσκευή του Genkov και δίδοντας του τα κλειδιά, ο Κίτσιος πέτυχε με την εφαρμογή τους το άνοιγμα της αποσκευής.  Ήταν μάλιστα ο Κουτσίδης που αντελήφθη τη σημασία των ανευρεθέντων κλειδιών σε σχέση με την αποσκευή του Genkov, όταν ο Λοχίας 4743 του ανέφερε ότι  μέχρι τότε η αποσκευή δεν είχε ανοίξει, ο δε λοχίας του είπε να του πάρει τα κλειδιά για να εξετάσει κατά πόσο μ΄ αυτά μπορούσε να ανοίξει η αποσκευή.

 

        Τα συγκεκριμένα κλειδιά τα είχε εντοπίσει κατά τον τελωνειακό έλεγχο και ο βοηθός τελώνης Δημητρίου, Μ.Κ.9, ο οποίος σε εκείνο το στάδιο δεν είχε λόγο να υποψιαστεί οτιδήποτε, αναγνώρισε όμως τα κλειδιά που είχε βρει στο τσαντάκι όταν αργότερα ο Κουτσίδης έφερε τα κλειδιά, τα έδωσε στον τελώνη Κίτσιο, στη δική του παρουσία και πέτυχε το άνοιγμα της αποσκευής.  Ο μάρτυρας Δημητρίου είχε δηλώσει κατά την αντεξέταση του ότι όντως προσπαθούσε ο Κίτσιος να ανοίξει την αποσκευή με ένα σίδερο, χωρίς αποτέλεσμα.  (σελ. 232-233-234 των πρακτικών).  Την ίδια μαρτυρία έδωσε και ο Κίτσιος, Μ.Κ.10, στη σελ. 250 των πρακτικών.  Εξήγησε ότι μόνος του προσπάθησε να ανοίξει την αποσκευή με κάποιο «λιβέρι», με τη συγκατάθεση του Genkov.  Η αποσκευή δεν άνοιγε, μέχρι που ο Κουτσίδης έφερε τα κλειδιά με τα οποία και άνοιξε με «μεγάλη ευκολία παρόλο ότι προσπαθούσαμε να την παραβιάσουμε».  Δοκίμασε και με ένα μικρό κατσαβίδι. Παρομοίως και ο λοχίας Ιωάννου, Μ.Κ.5, στις σελ. 157-158 των πρακτικών, κατά την αντεξέταση, επιβεβαίωσε το άνοιγμα της αποσκευής με τα κλειδιά, εξηγώντας σε συμφωνία και με τους υπόλοιπους μάρτυρες, ότι είχε γίνει πράγματι προσπάθεια ανοίγματος με άλλο τρόπο, χωρίς όμως επιτυχία.  Η μαρτυρία επίσης του λοχία 587, Μάριου Αντωνιάδη, Μ.Κ.8, επιβεβαιώνει όλα τα πιο πάνω.  Κατά τη μαρτυρία του, ο Κουτσίδης είχε παραδώσει τη δέσμη κλειδιών στον τελωνειακό λειτουργό Κίτσιο με τα οποία και άνοιξε η αποσκευή.

 

        Απορρέει από όλα τα πιο πάνω, ότι υπήρχε επαρκέστατη μαρτυρία για τον τρόπο που άνοιξε η αποσκευή του Genkov από άλλους μάρτυρες και η αξιολόγηση επ΄ αυτής δεν αμφισβητείται με οποιοδήποτε τρόπο κατ΄ έφεση.  Ακόμη και το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία ανοίγματος με τρόπο άλλο παρά με τα κλειδιά, επηρεάστηκε ο συνδυασμός που είχε η αποσκευή, (είχε δύο κλειδαριές και ένα συνδυασμό - μαρτυρία Κίτσιου, σελ. 261), δεν αλλοίωνε το δεδομένο ότι η αποσκευή άνοιξε με τα κλειδιά που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντος.

 

        Κρίνεται ότι η μη αναφορά από το Κακουργιοδικείο στη θέση Genkov, δεν επηρέασε με κανένα τρόπο τα δικαιώματα του εφεσείοντος, ούτε και αλλοίωνε την κατά τα άλλα λογική της αξιολόγησης στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο.

 

        Συναφής με τα ανωτέρω είναι και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη σύλληψη του εφεσείοντος από την αστυνομία μετά που ο βοηθός τελώνης Δημητρίου αφού ήλεγξε τον ίδιο, την αποσκευή και το τσαντάκι του, τον άφησε να φύγει.  Συνακόλουθα και η έρευνα στο τσαντάκι ήταν παράνομη και δεν έπρεπε να γίνει δεκτή η σχετική μαρτυρία ως προς τα ανευρεθέντα κλειδιά και τα ηλεκτρονικά εισιτήρια που παραλήφθηκαν χωρίς ένταλμα έρευνας.

 

        Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι εφαρμόζεται εδώ το σκεπτικό της υπόθεσης Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R.  5, ως προς το παράνομο και το αντισυνταγματικό της σύλληψης και της κατάσχεσης των αντικειμένων από το τσαντάκι του εφεσείοντος.

 

        Εισηγείται η κα Ευθυβούλου στο δικό της διάγραμμα ότι τέτοια ζητήματα ουδέποτε τέθησαν πρωτοδίκως και συνακολούθως ουδέποτε εξετάστηκαν.  Δεν είναι λοιπόν νοητό να εγείρονται κατ΄ έφεση και μόνο τέτοια θέματα  (δέστε Eraklídes v. The Police (1970) 2 C.L.R. 1 και Loizou & Pikis: Criminal Procedure in Cyprus σελ. 189). Αναδρομή στα πρακτικά, όντως αποκαλύπτει ότι ο εφεσείων κατά την εκδίκαση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, έθεσε, με υποβολές και μόνο, σε σημεία της μαρτυρίας ότι δεν είχε επιστηθεί η προσοχή του στο νόμο.  Όμως κατά την μαρτυρία του Αστυφ. 2479, Καψάλη, Μ.Κ.1, ο οποίος ήταν, ως δήλωσε, ο χειριστής όλων των τεκμηρίων που παραλήφθησαν και είχε αναλάβει ολόκληρη τη διακίνηση τους, ουδέν τέθηκε στην αντεξέταση του, τα δε τεκμήρια, περιλαμβανομένων και των κλειδιών και των εισιτηρίων, έγιναν δεκτά προς κατάθεση, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση.  Η μόνη επιφύλαξη που έγινε από τον τότε συνήγορο του εφεσείοντος στη σελ. 10 των πρακτικών, ήταν ότι δεν ήταν παραδεκτό ότι τα κλειδιά που βρέθηκαν ήταν στην κατοχή του εφεσείοντος και στη σελ. 11, ότι τα κλειδιά και το τεκμήριο 10 (τσαντάκι), δεν είχαν παραληφθεί με την ορθή διαδικασία. 

 

        Παρά την πιο πάνω επιφύλαξη δεν δόθηκε όμως ουσιαστική συνέχεια εφόσον η αντεξέταση περιορίστηκε στη μη υποβολή των κλειδιών σε εξέταση DNA (σελ. 37 - αντεξέταση του Μ.Κ.2, Αστ. 1850, Κακουλλή, εξέταση της υπόθεσης), ενώ η μάρτυρας Μ.Κ.4 Γ/Αστ. 3225 Γ. Ανδρέου, ρωτήθηκε αν υπήρχε ένταλμα διεξαγωγής έρευνας στον εφεσείοντα (σελ. 121 πρακτικών), από τον Κουτσίδη ή άλλο αστυφύλακα.  Ο Μ.Κ. 5 λοχίας Ιωάννου, ρωτήθηκε αν είχε επιστηθεί η προσοχή του εφεσείοντος στο Νόμο και αν υπήρχε ένταλμα έρευνας (σελ. 138).  Στον Κουτσίδη υπεβλήθη απλώς κατά πόσο είχε ένταλμα έρευνας του εφεσείοντος ή των αποσκευών του, ο δε μάρτυρας απάντησε ότι δεν υπήρχε ένταλμα Δικαστηρίου, αλλά υπήρχε δικαίωμα έρευνας (σελ. 181).  Επέμενε δε, παρά τις προς το αντίθετο υποβολές ότι είχε επανειλημμένα και όποτε χρειαζόταν, επιστήσει την προσοχή του εφεσείοντος στο νόμο.

 

        Τα παράπονα του εφεσείοντος ως ανωτέρω δεν είναι ορθά.  Η αξιολόγηση από πλευράς του Κακουργιοδικείου ήταν επιμελής και ανέδειξε ότι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν με φιλαλήθεια τα γεγονότα τα οποία έζησαν και ιδιαιτέρως ότι επεστήθη η προσοχή στο νόμο στον εφεσείοντα σε κάθε περίσταση που ήταν αυτή αναγκαία.  Ιδιαιτέρως ως προς τη μαρτυρία του αρχιαστυφύλακα 690 Α. Κουτσίδη, έκρινε ορθή τη θέση του ότι ο ίδιος είχε βρει στο τσαντάκι του εφεσείοντος τα κλειδιά και ότι αυτά δεν είχαν τοποθετηθεί είτε από τον Κουτσίδη, είτε από άλλο μάρτυρα ή άλλο πρόσωπο κατόπιν προσυνεννόησης.  Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε επίσης ως γεγονός ότι ο Κουτσίδης είχε επιστήσει την προσοχή του εφεσείοντος, ενώ σημείωσε  ότι ο εφεσείων κατά την ανώμοτη δήλωση του δεν υποστήριξε τις υποβολές που έγιναν από τον τότε συνήγορο του για το θέμα αυτό προς τον εφεσείοντα.  Δεν προκύπτει επομένως οποιαδήποτε παρανομία είτε στην ανεύρεση του περιεχομένου που είχε το τσαντάκι του εφεσείοντος, είτε στην όλη διαδικασία έρευνας και μεταγενέστερης σύλληψης του εφεσείοντος.

 

 Η διαδικασία που ακολούθησε ο Κουτσίδης είχε κατά πάσα χρονική στιγμή τη συγκατάθεση του εφεσείοντος, ο οποίος, σύμφωνα με την αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο μαρτυρία, δεν αρνήθηκε να ακολουθήσει τον Κουτσίδη στο χώρο της ΥΚΑΝ στο αεροδρόμιο μετά που πέρασε από τον τελωνειακό έλεγχο, ούτε και αρνήθηκε να ερευνηθεί το τσαντάκι του, ούτε και να ακολουθήσει τον Κουτσίδη πίσω στο χώρο που ερευνάτο η αποσκευή του Genkov, όπου και χρησιμοποιήθηκαν τα κλειδιά που ανευρέθηκαν στο τσαντάκι του εφεσείοντος.  Παραγνωρίζει δε ο εφεσείων στη θέση του για την παράνομη σύλληψη, ότι αυτή η σύλληψη  έλαβε χώραν στις 06:10 ώρα της 12.12.07 από τον αστυφύλακα 1850 Κακουλλή, Μ.Κ.2, αφού προηγήθηκε η ανεύρεση των κλειδιών από τον Κουτσίδη, η χρησιμοποίηση τους από τον Κίτσιο για να ανοιχθεί η αποσκευή του Genkov και η ανεύρεση εντός αυτής των ναρκωτικών ουσιών. 

 

Η μαρτυρία επομένως ήταν δεδομένη, εξασφαλίστηκε προηγουμένως στη βάση των πιο πάνω, δικαστικό ένταλμα σύλληψης, ο δε εφεσείων αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του και του επεστήθη η προσοχή στο νόμο, απάντησε πως ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στο Δικαστήριο, θέση που ακολούθησε και κατά την ανακριτική του κατάθεση.  Η απόφαση την οποία επικαλέστηκε ο κ. Κληρίδης στην Parpas v. Republic, δεν έχει καμία εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση διότι εκεί η αστυνομία χρησιμοποίησε το δικαστικό ένταλμα ερεύνης προς έρευνα των υποστατικών του εφεσείοντος, λόγω του ότι δυνατό να κατείχε όπλα, ως μηχανισμό για τη μεταγενέστερη κράτηση του με δικαστικό ένταλμα σύλληψης, για τη λήψη του γραφικού του χαρακτήρα που οδήγησε στις εναντίον του κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγών για τις οποίες και καταδικάστηκε.  Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν τέτοια δεδομένα, αλλά αντίθετα τόσο ο Genkov, όσο και ο εφεσείων, συνελήφθησαν στη βάση μαρτυρίας που προέκυψε κατά τη διενέργεια νομίμων εξετάσεων για την πιθανή κατοχή ναρκωτικών ουσιών τα οποία ήσαν αδικήματα τα οποία μπορούσαν εύλογα να διερευνηθούν τόσο από τις τελωνειακές αρχές, όσο και από την αστυνομία.  Ως προς την τελευταία, το άρθρο 25(1) του Κεφ. 155, εξουσιοδοτεί κάθε αστυνομικό, χωρίς ένταλμα, να ερευνήσει οποιονδήποτε ευλόγως υποπτεύεται ότι φέρει, μεταφέρει ή αποκρύπτει αντικείμενο, ή έγγραφο σε σχέση με το οποίο πρόκειται ή έχει πρόσφατα διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.

 

        Αναφέρεται στο διάγραμμα του ο κ. Κληρίδης σε ορισμένες θέσεις του Κουτσίδη όπως κατά πόσο παρέλαβε ο ίδιος το τσαντάκι από τον εφεσείοντα ή του το έδωσε κάποιος τρίτος.  Αυτή είναι μια επουσιώδης διαφορά που δεν μπορεί να έχει λογικά επίπτωση στην όλη συνοχή της μαρτυρίας του.  Ούτε και ενέχει σημασία η θέση ότι ο Κουτσίδης όφειλε προτού επιστήσει την προσοχή του εφεσείοντα στο νόμο να σημειώσει στο βιβλιάριο του τόσο την επίστηση, όσο και την απάντηση που έδωσε ο εφεσείων. 

 

        Άλλος λόγος έφεσης σχετίζεται με την εν γένει αποδοχή της μαρτυρίας του Genkov, ο οποίος ήταν βεβαίως συναυτουργός.  Το πρώτο σχετικό παράπονο είναι ότι στην πρώτη του κατάθεση ο Genkov δεν ανέφερε, ούτε ενέπλεξε τον εφεσείοντα με οποιοδήποτε τρόπο.  Η δεύτερη κατάθεση με την οποία ενέπλεξε τον εφεσείοντα δόθηκε στην αστυνομία μετά που ο Genkov προσήχθη στο Δικαστήριο σε αίτηση προσωποκράτησης και είχε την ευκαιρία να ακούσει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής εναντίον του.  Επίσης ο εφεσείων θεωρεί ότι η καθυστέρηση στην παραδοχή επί Δικαστηρίω του Genkov και η προσθήκη αυτού ως μάρτυρα κατηγορίας πρέπει να ακολούθησε «παζάρεμα» μεταξύ της αστυνομίας και του Genkov για την ποινή που θα επιβαλλόταν σ΄ αυτόν, ενώ η δεύτερη κατάθεση του που ήταν και ταυτόσημη με την κατάθεση του ενόρκως στο Κακουργιοδικείο, δόθηκε σε χρόνο πριν την επιβολή της ποινής.  Αυτό είχε ως συνέπεια να έχει ο Genkov την ευκαιρία να προβεί σε προσπάθειες προς ελάφρυνση της θέσης του.  Εισηγείται ο κ. Κληρίδης ότι η ορθή διαδικασία είναι να επιβάλλεται η ποινή πρώτα ώστε ο κατηγορούμενος να μην τρέφει την ελπίδα ότι θα τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης, διαδικασία που δεν ακολουθήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και το Κακουργιοδικείο, εφόσον η παραδοχή του Genkov ξεκίνησε και προγραμματίστηκε πριν από την επιβολή της ποινής. 

 

        Κατ΄ αρχάς, το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό του δέχθηκε τη μεταβολή στη θέση του Genkov σημειώνοντας ότι αυτός ενέπλεξε τον εαυτό του στα επίδικα αδικήματα ήδη από την πρώτη του κατάθεση, εξηγώντας ότι δεν ήθελε να αποκαλύψει τη σχέση του με τον εφεσείοντα αρχικά, δίνοντας όμως σχετικές εξηγήσεις για τους λόγους που τον οδηγήσαν στη συνέχεια να δώσει νέα κατάθεση αποκαλύπτοντας και την εμπλοκή του εφεσείοντα.  Τις εξηγήσεις αυτές που το Κακουργιοδικείο είχε συνοψίσει κατά την παράθεση της μαρτυρίας του Genkov, τις έκρινε «πειστικές» και συνίσταντο στο ότι από τη σύλληψη του  μέχρι και την παραπομπή του  είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί την όλη εμπλοκή του, θέλοντας ταυτόχρονα να πει την αλήθεια ώστε να αναδείξει το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν ο πωλητής των ναρκωτικών, αλλά απλώς μεταφορέας.  Έχει κριθεί από τη νομολογία ότι δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην τροχοπέδη στην αποδοχή από το Δικαστήριο της δεύτερης κατάθεσης ως αληθούς με μόνο γνώμονα το γεγονός ότι στην αρχική του κατάθεση, ένας μάρτυρας ή πρώην συγκατηγορούμενος δεν ενέπλεξε τον κατηγορούμενο.  Όπως λέχθηκε και στην Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, σελ. 234-235:

 

«Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.  Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα.»

 

Σχετικές είναι και η Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 638.  Σημασία έχει, όπως υποδείχθηκε και στην Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, η αποτίμηση των λόγων για τις διαφαινόμενες αντιφάσεις σε συνάρτηση με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδος ή ανακρίβειες προς ίδιον συμφέρον.

 

        Ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση αλλαγής απάντησης συγκατηγορουμένου και συνεργού ώστε να καταθέσει εναντίον του συγκατηγορουμένου του, έχει και προσφάτως αναλυθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal ν. Δημοκρατίας και Χρύσω Προκοπίου Κίτα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. αρ. 4/2010 και 5/2010, ημερ. 3.12.2010, με αναφορά στον Archbold: "Criminal Pleading Evidence and Practice" 2007, σελ. 434-436, παρ. 4-193 έως 4-197,  ότι:

 

«... συνεργός ο οποίος έχει πρόθεση να καταθέσει για την Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει είτε να μην κατηγορηθεί εξ αρχής ή να ληφθεί η παραδοχή του κατά το στάδιο απαγγελίας του κατηγορητηρίου ή να μην προσφερθεί μαρτυρία εναντίον του ώστε να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε αθώωση του ή ακόμη και να καταχωρηθεί γι΄ αυτόν nolle prosequi.  Σύμφωνα με την παρ. 4-195, ανωτέρω, ενώ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά πόσο θα προχωρήσει σε επιβολή ποινής πριν ή μετά που ο συνεργός θα δώσει μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή (R v. Palmer (1999) Cr. App. R. 83), η σύγχρονη πρακτική είναι να μην επιβληθεί ποινή στον συνεργό μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ώστε αφενός να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιβολής ποινών στο συνεργό και στον κατηγορούμενο που εμφανώς είναι αναντίστοιχες, ενώ επιτρέπει και στο Δικαστήριο να έχει ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα και τη συμμετοχή ενός εκάστου.  Από την άλλη, η δυνατότητα που προσφέρεται να επιβληθεί άμεσα ποινή στον συνεργό που είναι ταυτόχρονα και συγκατηγορούμενος και ο οποίος προτίθεται να δώσει μαρτυρία υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ως αντικειμενικό στόχο την αναχαίτιση ή εξουδετέρωση της εισήγησης ότι ο συνεργός  έχει κίνητρο να δώσει μαρτυρία αναμένοντας ελαφρύτερη ποινή.»

 

Στην υπόθεση R. v. Robert Anthony Payne 34 Cr. App. R. 43, την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος, τονίστηκε ότι η ορθή πρακτική σε κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ομού συγκατηγορούμενοι είναι η εξής:  Εάν μεν ο ένας ή ορισμένοι εκ των συγκατηγορουμένων παραδέχονται ενοχή και οι άλλοι όχι, τότε η ορθή πορεία για το Δικαστήριο είναι να αναστείλει την επιβολή ποινής σε αυτόν ή αυτούς που έχουν παραδεχθεί μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης για τους υπόλοιπους που δεν έχουν παραδεχθεί.  Κατ΄ αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο γνωρίζει κατά την επιβολή της ποινής όλα τα γεγονότα για όσους καταδικαστούν ώστε να δύναται να εκτιμήσει ορθά την τυχόν διαφορετική εμπλοκή εκάστου στη διάπραξη των αδικημάτων.  Ο κανόνας αυτός, όμως, δεν ισχύει όταν ο κατηγορούμενος ο οποίος παραδέχεται ενοχή θα κληθεί ταυτόχρονα από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρας.  Σ΄ αυτή την περίσταση, η ορθή πρακτική είναι να επιβληθεί αμέσως ποινή ώστε να μην υπάρχει υποψία ότι η μαρτυρία του πρώην συγκατηγορουμένου έχει μιασθεί εξ αιτίας της ενδεχομένως εύλογης ελπίδας ότι θα εξασφαλίσει μια ελαφρύτερη ποινή ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που θα προωθήσει.

 

Όπως αποκαλύπτουν τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας κατά την έναρξη της δίκης στις 6.5.08, αναφέρθηκε από την κα Ευθυβούλου που χειρίστηκε και πρωτοδίκως την υπόθεση, ότι θα προστίθετο στον κατάλογο μαρτύρων, ως μάρτυρας 19 στο κατηγορητήριο και ο Genkov.  Το αίτημα εγκρίθηκε με την προηγούμενη ειδοποίηση του συνηγόρου υπεράσπισης συμφώνως του άρθρου 111 του Κεφ. 155, με αποτέλεσμα ο Genkov στον κατάλληλο χρόνο να καταθέσει ενόρκως εναντίον του πρώην συγκατηγορουμένου του και νυν εφεσείοντα. Τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας αποκαλύπτουν περαιτέρω ότι ο Genkov είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες από τις 25.2.08, αφού προηγουμένως είχε τεθεί από το Κακουργιοδικείο υπό κράτηση μέχρι τις 18.2.08, όταν θα εξεταζόταν αίτημα του για παροχή νομικής αρωγής, ενώ η υπόθεση του εφεσείοντος είχε οριστεί για εκδίκαση στις 26.3.08.  Στις 18.2.08 διορίστηκε δικηγόρος με νομική αρωγή, ζητήθηκε χρόνος για καθορισμό της θέσης του Genkov, ο οποίος και  παραδέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στις 25.2.08, η δε υπόθεση παρέμεινε για γεγονότα και ποινή στις 3.3.08.  Στις 6.3.08 του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ ετών στην πρώτη και τρίτη κατηγορία, χωρίς να επιβληθούν ποινές στην δεύτερη και τέταρτη κατηγορία.

 

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε επομένως από το Κακουργιοδικείο και την Κατηγορούσα Αρχή ήταν απολύτως σύμφωνη με τα όσα προηγουμένως καταγράφησαν ως η σύγχρονη πρακτική επί του θέματος και η οποία δεν είναι στην ουσία διάφορη από τις αρχές που καθορίστηκαν στην R. v. Payne.  Το παράπονο όμως εδώ του εφεσείοντος προχωρεί στο ότι ο Genkov πριν την καταδίκη του και την επιβολή ποινής είχε ήδη δώσει δεύτερη κατάθεση με την οποία ενέπλεξε τον εφεσείοντα.  Και επομένως είχε χρόνο να σκεφθεί τη μαρτυρία του για να ελαφρύνει τη θέση του με εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε από αυτή την οπτική γωνία την υπόθεση που προσομοιάζει με τα γεγονότα της υπόθεσης Payne - πιο πάνω. 

 

Δεν είναι αντιληπτή η θέση αυτή του εφεσείοντος ή η αρνητική επίδραση που είχε για αυτόν η αξιολόγηση της κατάθεσης του Genkov από το Κακουργιοδικείο.  Κατ΄ αρχάς, λανθασμένα γίνεται εισήγηση ότι τα γεγονότα της R. v. Payne προσομοιάζουν των παρόντων δεδομένων.  Κάθε άλλο.  Στην R. v. Payne, στην οποία δόθηκε αφορμή για τα σχόλια από το τότε Αγγλικό Ποινικό Εφετείο ως προς την ορθή πρακτική που πρέπει να ακολουθείται, τα γεγονότα ήταν πολύ διαφορετικά.  Ο εφεσείων, ο νεαρότερος εκ των τριών κατηγορουμένων, παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορίες κλοπής και του επιβλήθη αμέσως διετής ποινή φυλάκισης.  Οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοι, που δεν παραδέχθηκαν, εκδικάστηκαν την επόμενη ημέρα από διαφορετικό Δικαστήριο, ως ήταν τότε η πρακτική που ακολουθείτο στο Essex Quarter Sessions.  Το αποτέλεσμα ήταν μετά την καταδίκη τους να τους επιβληθεί ποινή 15 και 12 μηνών, αντίστοιχα από το δεύτερο Δικαστήριο, πρακτική που επικρίθηκε έντονα από το Εφετείο.  Τα δεδομένα εδώ είναι πολύ διαφορετικά. Ο Genkov, από συγκατηγορούμενος, μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας, αφού προηγουμένως του επεβλήθη, και ορθά, ποινή, εξαλείφοντας έτσι την προσδοκία για ευνοϊκή μεταχείριση από το Κακουργιοδικείο ως ακολουθούσα τη μαρτυρία του.

Μετέπειτα, είναι άνευ ερείσματος η εισήγηση ότι έγιναν «παζαρέματα» μεταξύ αστυνομίας και Genkov ή ότι η καθυστέρηση στην προσθήκη του ως μάρτυρα κατηγορίας είχε οποιαδήποτε επίπτωση είτε στην όλη μαρτυρία του, είτε στην αντιμετώπιση του από το Κακουργιοδικείο.  Δεν υπάρχει αντιστοιχία των εισηγήσεων αυτών με τη μαρτυρία ή την προσέγγιση του Δικαστηρίου. Παραγνωρίζεται ότι ο Genkov έδωσε κατάθεση ενόρκως μετά την επιβολή σ΄ αυτόν ποινής, η δε κατάθεση του έτυχε πλήρους αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο η οποία έγινε κατ΄ ουσίαν δεκτή ως αληθής.    Φυσιολογικά, ο συνένοχος-συγκατηγορούμενος θα πρέπει να παραδεχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, να δηλωθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ότι θα κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας και πριν συμβεί το τελευταίο, να του επιβληθεί η αρμόζουσα ποινή.  Το γεγονός ότι προηγήθηκε δεύτερη κατάθεση του Genkov στην αστυνομία με την οποία ενέπλεκε, εκτός από τον εαυτό του και τον εφεσείοντα, δεν αλλοιώνει τα κρίσιμα δεδομένα της υπόθεσης.  Ούτε διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα από το γεγονός ότι προέβη σε παραδοχή και ενέπλεξε τον εφεσείοντα πριν την επιβολή της ποινής εναντίον του.  Είναι φυσιολογικό ένας συγκατηγορούμενος, ο οποίος προτίθεται να παραδεχθεί εν τέλει τις κατηγορίες, να προβαίνει σε θεληματική κατάθεση πριν την παραδοχή του, κατάθεση η οποία θα αποτελέσει και το έναυσμα για την Κατηγορούσα Αρχή να την αξιολογήσει κατάλληλα ώστε να αποφασίσει κατά πόσο θα τον καλέσει ή όχι ως μάρτυρα κατηγορίας.  Εάν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της κατάθεσης του στις ανακριτικές αρχές με την οποία εμπλέκει τον συγκατηγορούμενο του και της ένορκης κατάθεσης του στο Δικαστήριο, αυτό μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης από την υπεράσπιση ώστε να αναδειχθούν αντιφάσεις και αλλότρια κίνητρα που πιθανό να πλήττουν την όλη αξιοπιστία του συγκατηγορουμένου.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε από την υπεράσπιση στην υπό κρίση υπόθεση.  Εκείνο το οποίο η υπεράσπιση προώθησε πρωτοδίκως ήταν να αναδείξει τους λόγους για τους οποίους ο Genkov εκ των υστέρων έδωσε δεύτερη κατάθεση, διαφορετική από την πρώτη.

 

Από την άλλη, το γεγονός ότι η ένορκη κατάθεση του πρώην συγκατηγορουμένου είναι ταυτόσημη ή παρόμοια με την κατάθεση του στις ανακριτικές αρχές με την οποία ενέπλεξε τον άλλο κατηγορούμενο, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να επιβάλει ποινή από πριν, εφόσον παρά την παραδοχή στην αστυνομία, ο συγκατηγορούμενος πρέπει να προβεί και επισήμως σε παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να σφραγιστεί η ενοχή του, χωρίς περαιτέρω αμφισβήτηση.  Τότε και μόνο τότε είναι δυνατή η επιβολή ποινής από το Δικαστήριο.  Μέχρι και την επίσημη και επί ακροατηρίω παραδοχή του κατηγορούμενου, η παραδοχή του στις ανακριτικές αρχές δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως τελεσίδικη, εφόσον είναι πιθανόν να υπάρξει και πάλι αλλαγή πλεύσης με νέα κατάθεση.  Καμιά, λοιπόν, μετωπική σύγκρουση με την αρχή της R. v. Payne, ως εισηγείται ο συνήγορος, δεν διαπιστώνεται.

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η εισήγηση για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Genkov και της αποδοχής της, διέρχεται μέσα και από το ακόλουθο σημείο.  Επικρίνεται το Κακουργιοδικείο ότι απεδέχθη τη μαρτυρία του Genkov ότι ο εφεσείων είχε και προηγουμένως μεταφέρει μέσω του, ναρκωτικά στην Κύπρο.  Η θέση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι αυτή η αναφορά του Genkov «.. λαμβάνεται υπόψιν αποκλειστικά και μόνο στο βαθμό που καταδεικνύει την ετοιμότητα του να αποκαλύψει γενικά το ρόλο του ιδίου στη διακίνηση ναρκωτικών και οποιαδήποτε αναφορά στην εμπλοκή άλλων προσώπων και δη του κατηγορούμενου ασφαλώς δεν λαμβάνεται υπόψιν.».

 

Δεν είναι ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου ότι εξαιτίας της αναφοράς αυτής του Genkov, το Κακουργιοδικείο όφειλε να απορρίψει την ολότητα της μαρτυρίας του διότι «.. εφόσον η μαρτυρία αυτή περιήλθε σε γνώση του, και με όλο το σέβας, πιθανόν το Δικαστήριο να είχε επηρεαστεί από αυτή έστω και άθελα του.».  Ένα Δικαστήριο, έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί, δύναται να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας και να απορρίψει άλλη.  Αυτό, εφόσον υπάρχουν ισχυροί προς τούτο λόγοι και το Δικαστήριο τους εξηγεί.  (Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391).  Παρόμοια, είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό μέρος της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και να απορρίψει άλλο, στα πλαίσια των ορθών νομολογιακών κατευθύνσεων.  (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, R. v. Oliva (1965) 49 Cr. App. R. 298 και Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186).  Εδώ, το Κακουργιοδικείο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για την εν γένει αποδοχή της μαρτυρίας του Genkov και ορθά προέβηκε στη διαπίστωση ότι η θέση του για προηγούμενη εμπλοκή του εφεσείοντος σε μεταφορά ναρκωτικών, ουδόλως θα λαμβανόταν από το ίδιο υπόψη εναντίον του.

 

Η υπόθεση R. v. Alexander Hemingway, 8 Cr. App. R. 47, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Κληρίδης, διατύπωσε τη θέση ότι στα εκεί γεγονότα η εκ παραδρομής και μη ηθελημένη από το ίδιο το Δικαστήριο ανάδειξη του γεγονότος ότι ο εφεσείων είχε προηγούμενη εγκληματική δράση, ενώ η υπόθεση κατά τα άλλα εναντίον του ήταν πολύ ισχνή, πιθανόν να είχε επηρεάσει τους ενόρκους στην καταδίκη του.  Η αρχή είναι ότι δεν είναι βέβαια κατά κανόνα επιτρεπτό να δίνεται μαρτυρία για προηγούμενες καταδίκες κατηγορούμενου, εκτός σε καθορισμένες περιπτώσεις, που δεν ίσχυαν ούτε εκεί, ούτε εδώ. 

 

Η R. v. Hemingway δεν εφαρμόζεται εδώ.  Δεν ήταν το ίδιο το Κακουργιοδικείο που ανέδειξε την προηγούμενη παράνομη δραστηριότητα του εφεσείοντος, ούτε και υπήρχαν ή υπάρχουν ένορκοι που πιθανόν να επηρεάζονται από τέτοια μαρτυρία.  Δεν αποτελεί θέμα βαρύτητας τέτοιας μαρτυρίας, ως εσφαλμένα εισηγείται η Δημοκρατία στο διάγραμμα της.  Η μαρτυρία αποκλείεται.  Πέραν της ορθής κατά τα άλλα διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ως προς το ζήτημα, δεν τίθεται θέμα υποσυνείδητου επηρεασμού του από τη μαρτυρία αυτή.  Η δικαστική συνείδηση αποτελεί νοητική εσωτερική διεργασία, εκφράζεται δε και εξωτερικεύεται διά του γραπτού λόγου, όπως αποτυπώνεται στο σκεπτικό της απόφασης.  Τίποτε στο σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης δεν υποδεικνύει έστω και στο ελάχιστο, ανεπίτρεπτο επηρεασμό της δικαστικής κρίσης.

 

Η ευρύτερη τοποθέτηση του κ. Κληρίδη ήταν ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο ενόψει όλων των προηγηθέντων στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Genkov για να καταδικάσει τον εφεσείοντα και μάλιστα χωρίς ενίσχυση.  Οι αρχές για την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού έχουν κατά κόρον νομολογηθεί και συνίστανται στο ότι εφόσον το Δικαστήριο αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού, μπορεί να προχωρήσει να καταδικάσει εκεί που διαπιστώνει ότι δύναται να στηριχθεί στη μαρτυρία αυτή ως αληθή.  Εδώ, ορθά το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις σχετικές αρχές, έκρινε δε για τους λόγους που εξήγησε αληθή τη μαρτυρία του Genkov με αποτέλεσμα να προχωρήσει στην καταδίκη του εφεσείοντος.  Η θέση ότι μπορούσε να το πράξει αυτό χωρίς ενισχυτική μαρτυρία είναι βέβαια ορθή.  Ταυτόχρονα όμως και εκ του περισσού προχώρησε να εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία, πρακτική η οποία έχει εξηγηθεί και στις υποθέσεις Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251 και Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766.  Τέτοια πρόσθετη ενισχυτική μαρτυρία δεν συνεπάγεται την ύπαρξη εγγενών ή ενδόμυχων αμφιβολιών ως προς την ενοχή  στη σκέψη του Δικαστηρίου.

 

 Εκ του γεγονότος και μόνο ότι η μαρτυρία του Genkov ήταν ταυτόσημη με την κατάθεση του στην αστυνομία  η οποία εδόθη πριν την καταδίκη του, αλλά και εκ της παρόδου του χρόνου των τεσσάρων μηνών μέχρι να καταθέσει στο Κακουργιοδικείο, δεν εξάγεται οποιαδήποτε υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με το ασφαλές της καταδικαστικής απόφασης.  Όσα ο συνήγορος ανέφερε στην αγόρευση του ως πλήττοντα την όλη απόφαση του Κακουργιοδικείου έχουν ήδη απαντηθεί.  Κρίνεται, επομένως, ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Genkov ήταν εντός της δυνατότητας του Κακουργιοδικείου έστω και χωρίς ενίσχυση και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αποδοχή αυτής της μαρτυρίας επέφερε πλήγμα στην όλη συνοχή του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου.  (Σωτήρης Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).  Κατά τα άλλα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του συναυτουργού ήταν ορθή, το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει άνευ ουσιαστικού λόγου στην πρωτόδικη αξιολόγηση.  (δέστε Μιχάλης Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 223/09, ημερ. 15.2.2011)

 

Άλλα παρεμφερή θέματα που θίγησαν, όχι με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, είναι και η ανυπαρξία δακτυλικών αποτυπωμάτων ή και γενετικού υλικού στα κλειδιά και την αποσκευή ώστε να συνδέεται με αυτά ο εφεσείων.  Είχε επαρκώς εξηγηθεί μέσα από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο ο λόγος που δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά και γιατί δεν ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό.  Η ανυπαρξία τέτοιας επιστημονικής μαρτυρίας δεν επάγεται βέβαια άνευ ετέρου τη μη ανάμειξη του εφεσείοντος.  Σημασία θα είχε εάν εντοπίζοντο δακτυλικά αποτυπώματα, χωρίς όμως, αντίστροφα, να αποκτά ουσία η μη ανεύρεση τέτοιων αποτυπωμάτων.  (Χριστάκης Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123 και Μιχάλης Αριστείδου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).

 

Ο εφεσείων βάλλει και εναντίον της ποινής των 12 ετών φυλάκισης ως υπερβολικής υπό τις περιστάσεις.  Σύμφωνα με το συνήγορο, η ποινή ήταν υπερβολική διότι το Κακουργιοδικείο δεν επέβαλε μεν ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας, αλλά τη μετέφερε στην ουσία στην πρώτη κατηγορία.  Η εισήγηση είναι ότι εξ αυτού του γεγονότος και μόνο η ποινή των 12 ετών που επεβλήθη στην πρώτη κατηγορία θα πρέπει να μειωθεί κατά 3 τουλάχιστον έτη.  Κατά τα άλλα, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, η νεαρά ηλικία των 22 ετών, η μεταμέλεια του και οι προσωπικές του συνθήκες έπρεπε να οδηγήσουν σε μειωμένη ποινή στα πλαίσια της εξατομίκευσης.

 

Το Κακουργιοδικείο στο σκεπτικό της επιβολής της ποινής με ημερ. 31.10.08, σκιαγράφησε τα δεδομένα της καταδίκης και αναφέρθηκε σε ό,τι ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη με σκοπό την εξατομίκευση.  Συναφώς έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονταν στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τα όσα ο τότε συνήγορος του συμπλήρωσε.  Δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο νεαρό της ηλικίας του και στο γεγονός του αρραβώνα του με τις τυχόν συνέπειες που θα είχε η επιβολή ποινής φυλάκισης.  Έλαβε επίσης υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του και την ποινή που επεβλήθη στον Genkov εφόσον κλήθηκε από τον τότε συνήγορο να μεταχειριστεί τον εφεσείοντα κατά τον ίδιο περίπου τρόπο και στο ίδιο επίπεδο με τον Genkov.

 

Αξιωματική είναι πλέον η προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής όταν αντιμετωπίζονται κατηγορίες συναρτώμενες με ναρκωτικές ουσίες και την αυστηρότητα με την οποία αυτές αντικρύζονται.  Η επανάληψη τους θα ήταν αχρείαστη.  Το Κακουργιοδικείο ακριβώς ανεφέρθη στην προνοούμενη από το Νόμο ποινή για το αδίκημα της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια που είναι φυλάκιση διά βίου, καθώς και στις ποινές των 8 και 7 ετών, που προβλέπονται για τα αδικήματα της κατοχής και της συνωμοσίας αντίστοιχα.  Με αναφορά σε νομολογία και αφού τόνισε την αυστηρότητα με την οποία τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν υποθέσεις ναρκωτικών, σημείωσε και το ρόλο και τη συμβολή του εφεσείοντος στην όλη υπόθεση.  Έκρινε ότι τα γεγονότα αποκάλυπταν την ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου, η εκτέλεση του οποίου έλαβε χώραν και στο εξωτερικό με καίριο το ρόλο του εφεσείοντος, ουσιαστικότερο από αυτό του Genkov, με αποτέλεσμα να έχρηζε ανάλογης μεταχείρισης. 

 

Ο συνήγορος τόνισε ενώπιον του Εφετείου τη θέση του ότι το Κακουργιοδικείο παρά την αναφορά στις προσωπικές και άλλες συνθήκες του εφεσείοντος στην ουσία τις εξουδετέρωσε εφόσον ανέφερε ότι η σημασία των προσωπικών συνθηκών ήταν μειωμένη.  Κρίνεται ότι η επιβληθείσα ποινή της 12ετούς φυλάκισης ήταν απόλυτα ισορροπημένη μετά από σφαιρική αντίληψη και εικόνα και των αδικημάτων και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος, έχοντας υπόψη πάντοτε και το μέγεθος των ναρκωτικών που βρέθηκαν, ήτοι, 11 κιλά και 538,61 γρ.  Ποινή δωδεκαετούς φυλάκισης επιβλήθηκε από το Εφετείο για λιγότερη ποσότητα ξηρής φυτικής κάνναβης στην Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, μειώνοντας ποινή δεκατεσσάρων χρόνων μετά από παραδοχή με μια προηγούμενη καταδίκη.  Η ίδια ποινή επιβλήθηκε και στη Μαυρικίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359, για λιγότερη ποσότητα της ίδιας ναρκωτικής ουσίας σε έγγαμο άτομο, πατέρα ανήλικου και με λευκό ποινικό μητρώο.

 

  Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε και ορθά, να αναφερθεί και στα λεχθέντα στην Victor Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, (μείωση ποινής στα 11 και 13 χρόνια για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 23,805 κιλών κάνναβης) όπου αναφέρθηκε ότι δεν θα πρέπει να δίνεται η εντύπωση κατά την επιβολή της ποινής ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου δεν λαμβάνονται ουσιαστικά καθόλου υπόψη, παρά το ότι μνημονεύονται.  Αποτελεί βέβαια πάντοτε ζήτημα βαθμού το πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζει και εξισορροπεί τους διάφορους παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Αναμφίβολα κάθε κατηγορούμενος δικαιούται σε εξατομίκευση της ποινής του, η οποία μπορεί να είναι μικρής ή μεγάλης έκτασης ανάλογα με το είδος του αδικήματος και τα γεγονότα που το περιβάλλουν.  Όπως λέχθηκε ήδη το Κακουργιοδικείο έχοντας σφαιρική άποψη για την όλη υπόθεση, επέβαλε το ορθό μέτρο ποινής υπό τις περιστάσεις. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης, όσο και εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

 

 

                                        Δ.

 

                                        Δ.

 

                                        Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο