ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 2 ΑΑΔ 130

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 42/2011)

 

 

8 Απριλίου, 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Α. Χαραλάμπους για Χρ. Δημητριάδη με Ε. Κλεάνθους,

 για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 4/3/2011 ο εφεσείων, με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, παραπέμφθηκε σε απ' ευθείας δίκη στο Κακουργιοδικείο, το οποίο θα συνεδριάσει στη Λεμεσό στις 18/4/2011. Με την ίδια απόφαση διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την ημέρα της δίκης του.

 

Τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο εφεσείων αφορούν σοβαρές παραβιάσεις τόσο του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/07, όσο και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Συγκεκριμένα ο εφεσείων αντιμετωπίζει το αδίκημα της εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 10 του Ν. 87(Ι)/07 και το αδίκημα της πρόσκλησης παιδιού με ηλεκτρονικό μέσο για συμμετοχή του σε παιδική πορνογραφία, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 11(1)(ε) του ίδιου Νόμου. Αντιμετωπίζει επίσης τα αδικήματα της απαγωγής με σκοπό την υποβολή προσώπου σε παρά φύση ορέξεις και της συνουσίας με άτομο μειωμένου νοητικού, κατά παράβαση των άρθρων 251 και 174(3), αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα. Για τα εν λόγω αδικήματα προνοούνται μακρόχρονες ποινές φυλάκισης, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 10 και 20 ετών.

 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι τη δίκη του.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε την κράτηση του εφεσείοντα επικαλούμενη και τους τρεις λόγους που η νομολογία έχει αναγνωρίσει ως λόγους που δικαιολογούν την κράτηση.  Ήτοι:

 

       (α) Τον κίνδυνο μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο.

       (β) Τη διάπραξη άλλων αδικημάτων.

       (γ) Τον επηρεασμό μαρτύρων.

 

Η υπεράσπιση, η οποία έφερε ένσταση στην αίτηση για κράτηση του εφεσείοντα, εισηγήθηκε την απόλυση του τελευταίου με περιοριστικούς όρους, τους οποίους και συγκεκριμενοποίησε στο Δικαστήριο. Τους παραθέτουμε όπως αυτοί απαριθμούνται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

"(1) Ο κατηγορούμενος να υπογράψει εγγύηση ύψους €150.000,00 με έναν αξιόχρεο εγγυητή που θα είναι η αδελφή του η οποία θα εγγυηθεί το μερίδιο που της αναλογεί, ήτοι το ½, σε οικία συνολικής αξίας €300.000,00 και

 

 (2)   Ο κατηγορούμενος να παραδώσει στην Αστυνομία το διαβατήριό του, την ταυτότητα του και οποιαδήποτε άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα κατέχει και

 

 (3)   Το όνομα του κατηγορουμένου να αναγραφεί στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η έξοδος από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορεύεται (stop list)."

 

 

Ενώπιον μας η υπεράσπιση περιόρισε «το παράπονο» της, όπως η ίδια το χαρακτήρισε, στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση της νομολογίας μας, η οποία συνάδει, όπως αναγνώρισε, και με την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΑΔ, οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη κατάληξη του ότι υπάρχει κίνδυνος, σε περίπτωση που ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος, αυτός να μην εμφανιστεί στη δίκη του, χωρίς να διερευνήσει και να εξετάσει κατά πόσο ο συγκεκριμένος κίνδυνος εκμηδενίζεται με την επιβολή των περιοριστικών όρων που η υπεράσπιση είχε εισηγηθεί. Όπου η κράτηση θεωρείται, σύμφωνα με την υπεράσπιση, αναγκαία στη βάση μόνο του κινδύνου μη προσέλευσης στη δίκη, όπως ήταν και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς τη συνύπαρξη του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων ή του επηρεασμού μαρτύρων, τότε η νομολογία του ΕΔΑΔ επιβάλλει τη συνεξέταση αυτού του κινδύνου με τη δυνατότητα η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη να διασφαλιστεί με την παροχή εγγυήσεων διασφαλίζοντας έτσι στην πράξη την κυρίαρχη νομολογιακή επιταγή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι πρωταρχικής σημασίας (Wemhoff v. FRG, A7,         p. 25, Neumeister v. Austria, A8, p. 40 και Stögmuller v. Austria, Appl. No. 1602/62, ημερομηνίας 19/11/69).

 

Αρχικά θεωρούμε σκόπιμο όπως, και αυτό με τη μορφή γενικών επισημάνσεων αναφορικά τόσο με τη νομολογία, όσο και με αυτή του ΕΔΑΔ με την οποία η νομολογία μας συμπλέει, να υπενθυμίσουμε τις πιο κάτω σχετικές με το επίδικο θέμα που εγείρεται στην περίπτωση μας, νομολογιακές αρχές.

 

Το θέμα κράτησης ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά κάθε φορά που αυτό τίθεται ενώπιον του. Η νομολογία μας αναγνωρίζει ως θέμα αρχής ότι ένας υπόδικος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, στις περιπτώσεις που υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο να δικαστεί. Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται και συνταγματικά ως ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου (βλ. άρθρο 11 του Συντάγματος). Σκοπός της κράτησης είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του ατόμου στη δίκη του και όχι η τιμωρία του.

 

Το ενδεχόμενο ύπαρξης του κινδύνου μη προσέλευσης κατηγορουμένου στο Δικαστήριο εξετάζεται με βάση τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(α) Τη σοβαρότητα του αδικήματος η οποία όμως δεν πρέπει να απομονώνεται. Παρά το γεγονός ότι όσο σοβαρή είναι η κατηγορία ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του υπόδικου να αποφύγει τη δίκη, η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της δεν αποτελεί κριτήριο.

 

(β)    Την πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Για σκοπούς διαπίστωσης τέτοιας πιθανότητας, το μαρτυρικό υλικό εξετάζεται στην όψη του μόνο. Θέματα δεκτότητας μαρτυρίας και αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αποκλειστικά του Δικαστηρίου που θα κληθεί να αποφανθεί επί θεμάτων ενοχής και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο σε διαδικασία όπως η παρούσα.

 

(γ)    Την ποινή η οποία δυνατό να επιβληθεί.

 

(δ)    Την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση, όπως και την εκδήλωση προθέσεως για το μέλλον.

 

Πέραν των πιο πάνω αντικειμενικών δεδομένων (σοβαρότητα αδικήματος, εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση του ενδεχόμενου καταδίκης στη βάση του μαρτυρικού υλικού, ποινή που δυνατό να επιβληθεί), η εκτίμηση της πιθανότητας μη προσέλευσης στη δίκη, θα πρέπει να συνεκτιμάται και στη βάση των υποκειμενικών δεδομένων, όπως π.χ. οι οικογενειακές περιστάσεις, η ηλικία του κατηγορουμένου, οι δεσμοί του με την Κύπρο, κ.λ.π. Οι υποκειμενικοί όμως αυτοί παράγοντες δεν μπορεί να αφεθούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη προστασίας του δημόσιου συμφέροντος για απονομή της δικαιοσύνης. Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο χρόνος κράτησης του κατηγορουμένου είναι στοιχείο που έχει ουσιαστικό ρόλο να διαδραματίσει στην επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και συνεπώς δεν πρέπει να αγνοείται.

 

Για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των πιο πάνω και γενικά επί των αρχών στη βάση των οποίων θα πρέπει η επί τούτου διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να ασκείται, παραπέμπουμε ενδεικτικά στις υποθέσεις Ροδοσθένους ν. Αστυνομίας (1961) Α.Α.Δ. 50, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997)            2 Α.Α.Δ. 7, Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1971) 2 Α.Α.Δ. 139, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 79, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 84/2010, ημερομηνίας 21/10/2010, Salib v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49 και Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 195/2010 και 196/2010, ημερομηνίας 18/2/2011.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, όπως και την επιβολή αυστηρής ποινής, περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πιθανολόγησε τον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στη δίκη του, στη βάση και μόνο των πιο πάνω, χωρίς να εξετάσει ταυτόχρονα, ως όφειλε, κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του, σε συνδυασμό με τους προτεινόμενους περιοριστικούς όρους που εισηγείται, εξουδετέρωναν τον κίνδυνο μη προσέλευσής του. Συγκεκριμένα: Η παροχή εγγύησης και από πλευράς της αδελφής του εφεσείοντα ύψους €150,000.00, για την εξασφάλιση της οποίας η τελευταία θα υποθήκευε το σπίτι της, όπως και η παράδοση από τον εφεσείοντα των ταξιδιωτικών του εγγράφων στην αστυνομία και η τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο των προσώπων στα οποία απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο, σε συνδυασμό με τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κύπρο - ο εφεσείων είναι 48 ετών, είναι νυμφευμένος με δύο ανήλικα τέκνα, μόνιμα εγκατεστημένος και επαγγελματικά αποκαταστημένος στη Λεμεσό - εκμηδενίζει, σύμφωνα με τον κ. Χαραλάμπους, τον οποιοδήποτε κίνδυνο ενδεχομένως να υπάρχει, ο εφεσείων να μην εμφανιστεί στη δίκη του, διασφαλίζοντας έτσι την παρουσία του στη δίκη. Να σημειωθεί ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία ζητήθηκε η κράτηση του εφεσείοντα και γιατί σε περίπτωση που αφηνόταν ελεύθερος, θα επηρέαζε μάρτυρες και θα επαναλάμβανε την εγκληματική συμπεριφορά του, θέσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση. Για τους πιο κάτω λόγους η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην απόφαση γίνεται μνεία του γεγονότος της υποβολής της εισήγησης όπως ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος με όρους και καταγράφονται οι λεπτομέρειες των προτεινόμενων περιοριστικών όρων. Στην απόφαση γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στις αρχές που διέπουν την επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Ιδιαίτερα επισημαίνεται και τονίζεται η αρχή ότι, «η απόλυση επί εγγυήσει υποδίκου αποτελεί την πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου και η κράτηση του την εξαίρεση». Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε τη σοβαρότητα του αδικήματος που ο εφεσείων αντιμετωπίζει και τις ποινές που ενδεχομένως να του επιβληθούν και διαπιστώνει την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης του εφεσείοντα, καταλήγει ως εξής:

 

"Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, υπογραμμίζω ότι η πιθανότητα μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου στη δίκη δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και τις ποινές. Στην Κρίνος Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

"Είναι όμως επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα  μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς τον συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος."

 

Σημειώνω και την πρόσφατη απόφαση Ψύλλας ν. Αστυνομίας (2007)                 2 Α.Α.Δ. 444, όπου επαναλήφθηκε ότι η αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων δεν είναι αρκετή και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλες παράμετροι.

 

Στην Χ" Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 ανασκοπήθηκε η Νομολογία και εξηγήθηκε ακριβώς ότι η πρόβλεψη σε σχέση με τα ενδεχόμενα μπορεί να έχει ως πηγή «εγγενείς ενδείξεις» που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης, αλλά και το ιστορικό του υποδίκου και στοιχεία από την ίδια την υπόθεση.

 

Παράγοντες που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την εξέταση των πιο πάνω είναι, μεταξύ άλλων, εκείνοι που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορουμένου, την κατοικία του, το επάγγελμά του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με τη χώρα στην οποία διώκεται, καθώς και γενικότερα θέματα υγείας.

 

Στην πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Σιδερένος κ.α., Ποινικές Εφέσεις 73-76/2008, ημερ. 23.4.2008, λέχθηκε ότι οι προσωπικές συνθήκες εξετάζονται με αναφορά στο σχετικό κριτήριο, κατά πόσο δηλαδή οι συνθήκες αυτές ανατρέπουν τη σκέψη στον κατηγορούμενο να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του προσάπτονται. Δεν εξετάζονται οι προσωπικές συνθήκες με σκοπό να επιδειχθεί επιείκεια στον κατηγορούμενο, απαλλάσσοντάς τον από την ταλαιπωρία της προφυλάκισης.

 

Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν αναγνωρισθεί από τη νομολογία μας ως παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια αιτήσεων κράτησης. Ωστόσο, όπως υπογραμμίσθηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, τέτοιοι παράγοντες, όπως και οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή ενός υποδίκου, έστω και αν είναι δυσμενείς, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

 

Στην παρούσα περίπτωση έχουν προσφερθεί συγκεκριμένες εγγυήσεις για την εξασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορούμενου στη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

............................

 

Έχοντας εξετάσει όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, οι προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές συνθήκες του κατηγορούμενου και γενικά οι δεσμοί που έχει με την Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και αν αυτά είναι δυσμενή, δεν είναι τόσο εξαιρετικά ώστε να υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Μπροστά στο γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης όλοι αυτοί οι παράγοντες υποχωρούν (βλέπε Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).

 

Συνεπώς, για όλους τους πιο πάνω λόγους και έχοντας συνυπολογίσει όλους τους πιο πάνω παράγοντες, κρίνω ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του."

 

 

Έχουμε την άποψη ότι το ενδεχόμενο απόλυσης του εφεσείοντα με όρους δεν έχει διαφύγει, ως είναι η θέση της υπεράσπισης, της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και η σχετική εισήγηση της υπεράσπισης έχει παραγνωριστεί. Είναι αλήθεια ότι ο πρωτόδικος Δικαστής στην κατά τα άλλα εμπεριστατωμένη απόφαση του δεν έχει ευθέως ασχοληθεί και κατά τρόπο άμεσο αξιολογήσει την περί ου ο λόγος εισήγηση της υπεράσπισης. Θα ήταν ορθό να το είχε πράξει.

 

 Όμως, εκείνο που εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση είναι πως τα σχόλια, οι παρατηρήσεις και γενικά η συζήτηση αναφορικά με τις προσωπικές, επαγγελματικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των δεσμών του με την Κύπρο, έγιναν σε συνάρτηση με το κατά πόσο θα μπορούσε η παρουσία του τελευταίου στη δίκη του να εξασφαλιστεί αντί με κράτηση του, με επιβολή περιοριστικών όρων.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση δεν μπορεί να γίνει δεκτή και απορρίπτεται.

                                               

 

 

 

                                                                        Δ.

 

 

 

 

                                                                        Δ.

 

 

 

 

                                                                        Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο