ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 104
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 5/2009)
21 Μαρτίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Ν. Νικηφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_______________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το
Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης όταν βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία απαγωγής, βιασμού και συνδρομής σε βιασμό. Σύμφωνα με τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων με άλλους απέκοψαν την πορεία της παραπονούμενης, αφού τοποθέτησαν τα οχήματά τους μπροστά και πίσω από το αυτοκίνητό της στο χωριό Περβόλια, με τον εφεσείοντα να κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Την ανάγκασαν να τους ακολουθήσει σε ερημική τοποθεσία όπου την βίασαν, ο ένας μετά τον άλλο. Ενώ η παραπονούμενη προσπαθούσε να τους απωθήσει κλαίγοντας και φωνάζοντας, ένας από τους κατηγορούμενους αποθανάτισε τα τεκταινόμενα με κινητό τηλέφωνο. Τελικά οι κατηγορούμενοι και ο εφεσείων, αφού άφησαν τα κλειδιά και το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης στο κάθισμα του αυτοκινήτου της, έφυγαν. Όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν γνωστά της πρόσωπα, ενώ με τον 1ο κατηγορούμενο διατηρούσε στο παρελθόν ερωτική σχέση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη, αλλά και το βίντεο που είχε ληφθεί από τους δράστες ως ενισχυτική μαρτυρία.
Με την παρούσα έφεση ουσιαστικά ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αφού την είχε χαρακτηρίσει ως μη συγκροτημένη μάρτυρα.
Υποδεικνύει δύο σημεία στην απόφαση και συγκεκριμένα στις σελίδες 33 και 37 για να αποδείξει ότι το δικαστήριο έκρινε ότι η παραπονούμενη δεν ήταν συγκροτημένο άτομο. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι στη σελίδα 33 η σχετική αναφορά του δικαστηρίου γίνεται σε όσα είχε υποστηρίξει η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία, είχε μεν σημειώσει πως η παραπονούμενη δεν είναι η πλέον έξυπνη, μορφωμένη και συγκροτημένη μάρτυρας, αλλά ήταν ειλικρινής και ξεκάθαρη στα γεγονότα που μαρτυρούσε.
Το δικαστήριο, πράγματι, στη σελίδα 37 αναφέρει ότι σε κάποια σημεία ο λόγος της παραπονούμενης δεν ήταν απόλυτα συγκροτημένος και όχι ότι η ίδια η μάρτυς δεν ήταν συγκροτημένη. Ωστόσο, τονίζει ότι στα ουσιαστικά σημεία της η μαρτυρία της παρέμεινε σταθερή και ακλόνητη. Κάποιες αντιφάσεις που εντοπίζονται κρίθηκαν από το δικαστήριο ότι δεν ήταν τέτοιες που να επηρεάζουν αρνητικά τη γενικά καλή εικόνα που είχε το δικαστήριο σχηματίσει για την αξιοπιστία της.
Στην υπόθεση Λοΐζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε παρόμοια υπόθεση, είχε επικυρώσει τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η παραπονούμενη ήταν απλοϊκό άτομο, το λόγο του οποίου χαρακτήριζε όμως αμεσότητα, παραστατικότητα και ευθύτητα. Εντοπίστηκε ακόμα το γεγονός ότι η παραπονούμενη, στην περίπτωση εκείνη, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία περιέγραψε το επεισόδιο του βιασμού κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι στο δικαστήριο. Όμως, άνκαι υπήρχε διαφορά στη σειρά και τον τόπο περιγραφής, εν τούτοις το δικαστήριο κατέληξε ότι αυτό δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της, εφ΄ όσον στον πυρήνα η μαρτυρία της δεν ήταν διαφορετική.
Κάτι τέτοιο ισχύει και στην παρούσα υπόθεση όπου η παραπονούμενη κρίθηκε ως πρόσωπο με μη απόλυτα συγκροτημένο λόγο, όμως η μαρτυρία της έγινε αποδεχτή στο σύνολό της, αφού κρίθηκε απόλυτα ειλικρινής.
Πολλή σημασία, αδικαιολόγητη θα λέγαμε, δόθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα και στις κατ΄ ισχυρισμό συχνές επαφές που η παραπονούμενη είχε με τον εφεσείοντα και τους άλλους συγκατηγορούμενους του, πριν και μετά το συμβάν. Θα πρέπει να λεχθεί ότι ορισμένες επαφές που η παραπονούμενη είχε πριν το συμβάν ήταν τυχαίες, αφού τα Περβόλια είναι ένας μικρός οικισμός. Είναι φανερό από τη μαρτυρία ότι τις επαφές δεν επιδίωκε η παραπονούμενη. Ο λόγος μετάβασής της στα Περβόλια ήταν για να συναντήσει νεαρό άτομο με το οποίο διατηρούσε κάποιου είδους σχέση. Μετά το συμβάν οι συναντήσεις ήταν τυχαίες. Οι κατηγορούμενοι και ο εφεσείων επιδείκνυαν την ίδια χλευαστική συμπεριφορά απέναντί της, ενώ οι εσκεμμένες συναντήσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο εφεσείων, ήταν στην προσπάθεια της να συνετίσει τους κατηγορούμενους να σταματήσουν να προβάλλουν το βίντεο το οποίο είχαν, όπως είδαμε προηγουμένως, γυρίσει κατά τη διάρκεια της αποτρόπαιας πράξης τους, διασύροντας έτσι το όνομά της. Η παραπονούμενη είναι φανερό ότι επιχείρησε να αποφύγει οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία επιθυμώντας να κρατήσει το όλο συμβάν όσο πιο μυστικό μπορούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος που η παραπονούμενη δεν κατήγγειλε το όλο συμβάν αμέσως.
Ως προς το βίντεο, ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα έγινε αποδεχτό ως ενισχυτική μαρτυρία, ενώ το δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχτεί την αυθεντικότητά του. Παρά την απουσία του πρωτότυπου, ορθά το δικαστήριο έκρινε ότι η αυθεντικότητά του αποδεικνύεται από τις μαρτυρίες τόσο της παραπονούμενης, όσο και του Μ.Υ. Θεοφάνη Ασπρομάλλη.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, η υπεράσπιση δεν έφερε ένσταση στην κατάθεσή του και όχι μόνο δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα του βίντεο αλλά προέβη, όπως επισημαίνει και το δικαστήριο, σε στοχευμένες ερωτήσεις και παρατηρήσεις για το περιεχόμενό του.
Εξ άλλου, υπάρχει και το συμπέρασμα του Μ.Κ.3, αστυφύλακα Σπύρου Νικολάου 2476, ειδικού στην ανάλυση ψηφιακών δίσκων, εικόνας και βίντεο, καθώς και στη δικανική εξέταση κινητών τηλεφώνων, ότι το βίντεο αναφέρεται στο βιασμό. Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι τα συμπεράσματα του αστυφύλακα Νικολάου είναι υποκειμενικά. Όπως επισημαίνεται και από την ευπαίδευτη συνήγορο για την εφεσίβλητη, οι φωνές που ακούγονται στο βίντεο δεν μπορούν να εκφράζουν οτιδήποτε άλλο, εκτός από φόβο, πόνο και έλλειψη συγκατάθεσης. Τέλος, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το δικαστήριο κατέληξε ότι ακόμα κι΄ αν δεν είχε εντοπιστεί ενισχυτική μαρτυρία και έχοντας κατά νου τους κινδύνους που συνεπάγεται η υιοθέτηση μαρτυρίας παραπονούμενης σε αδικήματα αυτής της φύσης χωρίς ενίσχυση και αφ΄ ετέρου την ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το δικαστήριο θα ενεργούσε στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι λανθασμένα το δικαστήριο τον καταδίκασε εφ΄ όσον δεν δικαιολογεί επαρκώς την απόφασή του και δεν προβαίνει σε διαπιστώσεις όσον αφορά την πραγματική μαρτυρία. Στηρίζει τους ισχυρισμούς αυτούς στον ισχυρισμό ότι λανθασμένα έκρινε το δικαστήριο ότι η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας.
Ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε περαιτέρω αφού το δικαστήριο ορθά την έκρινε, παρά τα κάποια προβλήματά της, ως πλήρως αξιόπιστη. Το χαμηλό της μορφωτικό επίπεδο, αλλά και ο μη συγκροτημένος τρόπος αφήγησης, δεν καθιστούν, όπως είδαμε και προηγουμένως, την παραπονούμενη αναξιόπιστη. Η παραπονούμενη, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε κατά την αντεξέταση, παρέμεινε σταθερή στην εξιστόρηση του πυρήνα των γεγονότων, χωρίς να κλονιστεί και χωρίς να υποπέσει σε ουσιαστικές αντιφάσεις. Εξ άλλου, όπως έχει αποφασιστεί (Ξυδιάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174) μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, εξεταζόμενες στο σύνολο της όλης μαρτυρίας, δυνατόν να ενδυναμώσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων και δυνατόν να προβάλλουν το φυσικό τρόπο με τον οποίο διατύπωσαν τα σχετικά γεγονότα που είχαν στη μνήμη τους (βλέπε ακόμα Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320 και Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, 82).
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το δικαστήριο ενήργησε ως ψυχολόγος, διατυπώνοντας δική του γνώμη ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς της παραπονούμενης μετά τον βιασμό και κυρίως, ως προς το ότι δεν ανέφερε αρχικά στην αστυνομία τα ονόματα των βιαστών της. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
Όπως το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί, η παραπονούμενη στις 21.9.2006 δεν προέβη σε επίσημο παράπονο. Απλώς έδωσε αναφορά στην αστυνομία για τα συμβάντα. Ακολούθησαν δύο καταθέσεις της στις 23.9.2006 και 25.9.2006. Στην τελευταία της κατάθεση, κατονομάζει τόσο τον εφεσείοντα, όσο και τους άλλους δύο κατηγορούμενους ως τους βιαστές της. Εξ άλλου, όπως παρατηρεί σωστά το πρωτόδικο δικαστήριο, η μη εξ αρχής αποκάλυψη των ονομάτων μπορεί να ενταχθεί στην εκφρασθείσα αρχικά βούλησή της να μην προβεί σε καταγγελία, στην προσπάθειά της να μη γίνει παγκοίνως γνωστό το συμβάν. Δεν θεωρούμε ότι το δικαστήριο έπαιξε το ρόλο ψυχολόγου ή ότι παρέβη το καθήκον του, όπως αναγνωρίζεται από το νόμο και τη νομολογία.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι λανθασμένα το δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ. Λευτέρη Ελευθερίου, ο οποίος κηρύχθηκε εχθρικός, στα σημεία που ενισχύουν τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ενώ την απέρριψε ως αναξιόπιστη στα υπόλοιπα σημεία.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Stylianou v. The Republic (1979) 2 C.L.R. 109, η κατάθεση στο δικαστήριο μάρτυρα κατηγορίας που έχει κηρυχθεί ως εχθρικός, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του όλου αποδεικτικού υλικού, έστω κι΄ αν είναι μαρτυρία που θα έπρεπε να θεωρείται αναξιόπιστη και γενικά μαρτυρία ασήμαντης αξίας. Όπως έχει εξ άλλου τονιστεί στην υπόθεση Georghiou v. The Republic (1984) 2 C.L.R. 65, δεν υπάρχει κανόνας που να υπαγορεύει ότι πρέπει να παραγνωρισθεί στην ολότητά της η μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα. Το δικαστήριο θα πρέπει να προβληματιστεί αν θα δώσει οποιοδήποτε βάρος στη μαρτυρία του, αλλά μπορεί, αν το θεωρήσει ορθό, να το πράξει, ιδιαίτερα όταν μέρη της ενισχύονται με άλλη μαρτυρία στη διαδικασία.
Το δικαστήριο ανέλυσε εκτενώς τη νομολογία επί του θέματος (Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και Georghiou v. Τhe Republic, ανωτέρω) για να καταλήξει ότι, άνκαι συνήθως το δικαστήριο είναι πολύ επιφυλακτικό στο να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε μαρτυρία ατόμου που κρίθηκε ως εχθρικός μάρτυρας, εν τούτοις, έχει τη δυνατότητα να το πράξει όταν αυτό φαίνεται να προσφέρεται σε κάποια περίπτωση, ιδιαίτερα εκεί που μέρη της μαρτυρίας υποστηρίζονται από άλλη μαρτυρία.
Όσον αφορά τον τελευταίο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή με βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης δεν στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, αφού δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει βιαστεί από τον εφεσείοντα μια και η παραπονούμενη δεν μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη, αρκεί απλή αναφορά στην κατάληξη του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν πλήρως αξιόπιστη που ενισχυόταν με άλλη μαρτυρία, όπως ήταν και το βίντεο που κατατέθηκε.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΜΔ