ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 54
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 195/2010 και 196/2010)
18 Φεβρουαρίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 195/2010)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΙΚΗΤΑ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 196/2010)
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Ευάγγελος Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 195/10.
Μιχάλης Πικής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 196/10.
Ανδρέας Χατζηκύρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείοντες παρόντες.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι ενώπιόν μας εφέσεις αφορούν την ορθότητα της απόφασης του Κακουργοδικείου Πάφου να διατάξει την κράτηση των εφεσειόντων - κατηγορουμένων 2 και 4 στην ενώπιόν του Ποινική Υπόθεση Αρ. 13837/10, από 10/12/2010 μέχρι 8/3/2011, που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση.
Οι εφεσείοντες, μαζί με ακόμη δύο κατηγορουμένους, που δεν ενδιαφέρουν εδώ - ο πρώτος δεν άσκησε έφεση εναντίον της κράτησής του ο δε τρίτος απέσυρε την έφεσή του - παραπέμφθηκαν σε δίκη, στις 9/12/2010, ενώπιον του Κακουργοδικείου, για κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ και παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Το ελεγχόμενο φάρμακο, που αφορούν οι πιο πάνω κατηγορίες, είναι κάνναβη, βάρους 18 κιλών και 713.6 γραμμαρίων. Επιπρόσθετα των πιο πάνω κατηγοριών, αντιμετωπίζουν: ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 195/10 - κατηγορούμενος 2 - κατηγορία προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ σε άλλο πρόσωπο και ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 196/10 - κατηγορούμενος 4 - κατηγορίες απόπειρας καταστροφής αποδεικτικού στοιχείου, κακόβουλης ζημιάς, αμελούς οδήγησης, απερίσκεπτων και αμελών πράξεων, χρήσης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφάλεια κινδύνου έναντι τρίτου, οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος ενώ η εγγραφή του ήταν ακυρωμένη από τον ΄Εφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, χρήσης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας και, τέλος, οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος με μαθητική άδεια οδήγησης, χωρίς συνοδεία προσώπου που κατείχε ισχύουσα άδεια.
Πρωτοδίκως, το αίτημα για κράτηση των εφεσειόντων στηρίχτηκε στον κίνδυνο αυτοί να μην εμφανιστούν κατά τη δίκη τους. Ο συνήγορος για την Κατηγορούσα Αρχή πιθανολόγησε τον κίνδυνο αυτό, στη βάση της σοβαρότητας των αδικημάτων, της πιθανότητας καταδίκης των εφεσειόντων, όπως αυτή προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό, και, συνακόλουθα, της ποινής φυλάκισης που θα επιβληθεί.
Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, όπως αυτό αναφέρθηκε ενώπιόν μας, η Αστυνομία, μετά από πληροφορία που έλαβε για εισαγωγή ναρκωτικών στο αεροδρόμιο Λάρνακας, σε συνεργασία με τις Τελωνειακές Αρχές, προχώρησε στη διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης. Μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών σε πακέτα, αυτά αντικαταστάθηκαν με φυτόχωμα και εστάλησαν στον προορισμό τους στο ταχυδρομείο Πάφου. Εκεί εργάζεται ο κατηγορούμενος 2, σε χώρο όμως άλλο από το χώρο διαχείρισης των πακέτων. Την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων, αυτός ζήτησε από τον υπεύθυνο του ταχυδρομείου άδεια να φύγει ενωρίτερα, επειδή είναι ποδοσφαιριστής και πήγε στο χώρο διαχείρισης των πακέτων να βοηθήσει. ΄Οταν έφυγαν οι κοπέλες που εργάζονται εκεί, ο κατηγορούμενος 2 θεάθηκε, μέσα από το κλειστό κύκλωμα που υπάρχει στο χώρο, να μεταφέρει πακέτα και να τα βάζει σε αυτοκίνητο που προσομοιάζει με το αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ο ίδιος. Ακολούθως, το όχημα αυτό έφυγε και χάθηκε από το κύκλωμα παρακολούθησης. Στο μεταξύ, στην περιοχή, η οποία παρακολουθείτο από την Αστυνομία, έγινε αντιληπτό ότι διακινούνταν ύποπτα δύο αυτοκίνητα - έναν BMW και ένα διπλοκάμπινο. Ο κατηγορούμενος 2, σε κάποιο στάδιο, στη συνέχεια, θεάθηκε να επιστρέφει στην εργασία του, ενώ η Αστυνομία, η οποία συνέχιζε την παρακολούθηση, αντιλήφθηκε ότι το BMW σταμάτησε πριν από τη μάντρα του αδελφού του κατηγορουμένου 2, επίσης κατηγορουμένου, στην οποία κατέληξαν και άλλα οχήματα. Οι αστυνομικοί, οι οποίοι παρακολουθούσαν το χώρο, σε κάποια στιγμή, αντιλήφθηκαν κάτι να καίγεται, επενέβησαν, με αποτέλεσμα όσοι βρίσκονταν εκεί να προσπαθήσουν να διαφύγουν. Κάποιοι συνελήφθηκαν επί τόπου. Ο κατηγορούμενος 4, ο οποίος είχε αναγνωριστεί στη σκηνή από αστυνομικό, διέφυγε και αναζητείτο, παραδόθηκε, όμως, στην Αστυνομία δέκα μέρες αργότερα. Ο κατηγορούμενος 2 συνελήφθη μετά που εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης.
Ενώπιον του Κακουργοδικείου, οι εισηγήσεις των δύο πλευρών ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Με αναφορά σε συγγράμματα και νομολογία - κυπριακή και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - οι συνήγοροι των εφεσειόντων υποστήριξαν ότι η περίπτωση δικαιολογούσε αυτοί να αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους.
Το Κακουργοδικείο, καθοδηγούμενο από νομολογία[1], στην οποία παραπέμπει, και συνεκτιμώντας τους παράγοντες που σταθμίζονται για την αποτίμηση της πιθανότητας οι κατηγορούμενοι να μην παρουσιαστούν κατά τη δίκη τους - (τη σοβαρότητα των αδικημάτων - για κάποια από αυτά προβλέπεται διά βίου φυλάκιση - την πιθανότητα καταδίκης, κατόπιν εκτίμησης του μαρτυρικού υλικού στην όψη του και μόνο, χωρίς οριστικά συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, τις μακρόχρονες ποινές φυλάκισης που επιβάλλονται για αδικήματα αυτής της φύσης, τις προσωπικές περιστάσεις κάθε κατηγορουμένου, τους δεσμούς του καθενός με την Κύπρο, την ενέργεια του κατηγορημένου 4 να παραδοθεί από μόνος του στην Αστυνομία και το χρόνο που μεσολαβεί μέχρι τη δίκη) - έκρινε ότι:-
«Η σοβαρότητα των αδικημάτων που όλοι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν και ο τρόπος διάπραξης τους όπως διαφαίνεται από το μαρτυρικό υλικό, η πιθανότητα να καταδικαστούν και να τους επιβληθούν πολυετείς ποινές φυλάκισης θεμελιώνουν τις ανησυχίες του Δικαστηρίου ότι οι κατηγορούμενοι ενδέχεται να μην παρουσιαστούν κατά τη δίκη τους και τούτο είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο και μια καθόλου απομακρυσμένη προοπτική.»
Ενώπιόν μας οι συνήγοροι των εφεσειόντων επανέλαβαν, ουσιαστικά, όσα και πρωτόδικα προώθησαν. Κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας τους ήταν ότι η κυπριακή νομολογία, ενώ συμβαδίζει απόλυτα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν είναι σταθερή ή/και αποκλίνει από την ορθή ιεράρχηση των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη. Ο κ. Πουργουρίδης, με αναφορά σε αριθμό αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπέβαλε, χωρίς να παραγνωρίζει ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων, η πιθανότητα καταδίκης και, συνακόλουθα, η επιβολή σοβαρής ποινής έχουν τη θέση τους στην εκτίμηση του κινδύνου μη προσέλευσης κατηγορουμένου στη δίκη, ότι το Κακουργοδικείο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, αφού παρέλειψε να εξετάσει και να αιτιολογήσει γιατί η παρουσία του κατηγορουμένου 2 κατά τη δίκη του δεν μπορούσε να διασφαλιστεί με τις εγγυήσεις που προτάθηκαν ή οποιεσδήποτε άλλες, τις οποίες το Κακουργοδικείο θα θεωρούσε αναγκαίες. Δεδομένου, εισηγήθηκε, ότι, στο στάδιο αυτό, ο κατηγορούμενος 2 είναι αθώος, η κράτησή του μπορούσε να διαταχθεί μόνο εάν, με εγγυήσεις, δεν ήταν δυνατό να διασφαλιστεί η προσέλευσή του στη δίκη. Παρέπεμψε, επίσης, σε απόσπασμα της απόφασης[2], για να καταδείξει ότι την κρίση του Κακουργοδικείου επηρέασε ο παράγοντας της σοβαρότητας του αδικήματος - χαρακτηρίστηκε πρωταρχικός - ο οποίος, όμως, από μόνος του και χωρίς άλλο συσχετισμό, δεν ήταν αρκετός για να διαταχθεί η κράτησή του, ενόψει, μάλιστα, και των προσωπικών συνθηκών του - δημόσιος υπάλληλος, τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του, με δύο παιδιά, χωρίς περιουσία στο εξωτερικό ή άλλη σχέση με αυτό. Σ' ό,τι αφορά την πιθανότητα καταδίκης στη βάση του μαρτυρικού υλικού, και αυτή, υπέβαλε, υπό τις περιστάσεις, δε διαφαινόταν, αφού από το μαρτυρικό υλικό απουσίαζαν οι εκθέσεις των ειδικών και άλλα έγγραφα, στα οποία παραπέμπουν οι μάρτυρες, στις καταθέσεις τους.
Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η εισήγηση του κ. Μ. Πική για τον κατηγορούμενο 4. Αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στη Hurnam v. State of Mauritius [2005] UKPC 49 (15 December 2005), [2006] W.L.R. 857, απόφαση του Ανακτοβουλίου - (Privy Council) - η οποία ανέτρεψε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κράτους του Μαυρικίου για κράτηση κατηγορουμένου που αντιμετώπιζε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη φόνου δύο Αξιωματικών της Αστυνομίας και ακρωτηριασμό Δικαστή, και στη Eur. Court H. R., Letellier Judgment of 26 June 1991, Series A no. 207, στην οποία κατηγορούμενη ως συνεργός σε φόνο αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση, υπέβαλε ότι δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε σχέση με τον κατηγορούμενο 4. Χαρακτήρισε και αυτός το αναφερθέν απόσπασμα της απόφασης ενδεικτικό της εσφαλμένης αντίληψης του Κακουργοδικείου ως προς τη σημασία της σοβαρότητας του αδικήματος και εξέφρασε την ετοιμότητα του κατηγορουμένου 4 να καταβάλει το ποσό των €50.000,00 σε μετρητά και να τηρήσει όποιους άλλους όρους ήθελε θέσει το Δικαστήριο, με σκοπό να διασφαλιστεί η παρουσία του κατά τη δίκη. Με αναφορά στην Παρασκευά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, εισηγήθηκε ότι ο κατηγορούμενος 4 θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους, αφού τα γεγονότα της εκείνης προσομοιάζουν με τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης.
Ο κ. Χατζηκύρου, για τη Δημοκρατία, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σχολιάζοντας τις υποθέσεις, στις οποίες οι συνήγοροι των εφεσειόντων παρέπεμψαν, ανέφερε ότι τα γεγονότα τους είναι διαφορετικά από αυτά της παρούσας υπόθεσης και, εν πάση περιπτώσει, εδώ δεν έχει καταδειχθεί ότι η διακριτική εξουσία του Κακουργοδικείου ασκήθηκε χωρίς να συνυπολογιστούν όλοι οι παράγοντες οι οποίοι επιδρούν στην και επηρεάζουν την κατάληξή του.
Δε χωρεί αμφισβήτηση ότι η στέρηση της ελευθερίας κατηγορουμένου σε ποινική δίκη, δεδομένου του συνταγματικά κατοχυρωμένου τεκμηρίου της αθωότητας, συνιστά μέτρο που αποφασίζεται κατ' εξαίρεση. Ως θέμα γενικής αρχής, ο κατηγορούμενος αφήνεται ελεύθερος, εκτός εάν διαπιστωθούν λόγοι που δικαιολογούν την κράτησή του. ΄Οπως έχει υποδειχθεί στη Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139:- (σελ. 141-142)
«..., η απόλυση επί εγγυήσει του υποδίκου αποτελεί την πρώτη επιλογή του δικαστηρίου, απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, και η κράτησή του την εξαίρεση, εκεί όπου κρίνεται ότι ο κίνδυνος απόδρασής του το επιβάλλει.»
Το εάν ένας κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του αποφασίζεται με αναφορά:-
(α) Στον κίνδυνο μη προσέλευσής του στο Δικαστήριο κατά την ημέρα της δίκης.
(β) Στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.
(γ) Στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Οι πιο πάνω λόγοι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν. ΄Ενας από αυτούς να διαπιστώνεται αρκεί, για να διαταχθεί η κράτηση ενός κατηγορουμένου.
Ο κίνδυνος μη προσέλευσης κατηγορουμένου στο Δικαστήριο κατά την ημέρα της δίκης του, είναι νομολογημένο[3] ότι σταθμίζεται ανάλογα με:-
(α) Τη σοβαρότητα του αδικήματος.
(β) Την πιθανότητα καταδίκης· και
(γ) Την ποινή που δυνατό να επιβληθεί.
΄Οπως έχει λεχθεί στη Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48:- (σελ. 53)
«... σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.»
΄Οσο, βέβαια, πιο σοβαρή είναι μια κατηγορία τόσο μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορουμένου να μην παρουσιαστεί στη δίκη του[4]. Εδώ δεν αμφισβητήθηκε από τους συνηγόρους ο παράγοντας της σοβαρότητας των αδικημάτων και ορθά. Η σοβαρότητά τους, άλλωστε, δεν προσδιορίζεται μόνο από την προβλεπόμενη ποινή, η οποία, για μερικές από τις κατηγορίες, είναι μέχρι διά βίου φυλάκιση, αλλά και από την ποσότητα των ναρκωτικών, που είναι μεγάλη, και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, που υποδηλώνουν οργάνωση. Υποστηρίχθηκε, όμως, ότι ο παράγοντας αυτός θεωρήθηκε ο πρωταρχικός για την κράτηση των εφεσειόντων και τούτο στη βάση του αποσπάσματος που έχουμε προαναφέρει.
΄Εχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις των συνηγόρων, δε θεωρούμε, όμως, ότι έχει καταδειχθεί είτε εσφαλμένος τρόπος εξέτασης του αιτήματος για κράτηση των εφεσειόντων είτε ασύμμετρη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργοδικείου.
Οι αρχές της νομολογίας μας, σε σχέση με το πότε διατάσσεται η κράτηση ενός κατηγορουμένου, είναι πλήρως εναρμονισμένες με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109) - και δε διακρίνουμε οποιαδήποτε παράλειψη ή εσφαλμένη καθοδήγηση του Κακουργοδικείου σε σχέση με αυτές. Με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες είναι αθώοι και, συνακόλουθα, θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση, εξετάστηκε κατά πόσο υπήρχε ο κίνδυνος αυτοί να μην εμφανιστούν κατά τη δίκη τους. Η πιθανολόγηση της καταδίκης τους συναρτήθηκε με το ενώπιον του Κακουργοδικείου μαρτυρικό υλικό, το οποίο, στο στάδιο αυτό, εκτιμάται στην όψη του και μόνο, χωρίς τελικές διαπιστώσεις. Υπάρχει μαρτυρία - και σ' αυτήν αναφέρθηκε το Κακουργοδικείο - η οποία συνδέει τους εφεσείοντες με τα αδικήματα. Ποια η βαρύτητα αυτής της μαρτυρίας και μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει δεν είναι του παρόντος. Ούτε η απουσία των εκθέσεων των εμπειρογνωμόνων και άλλων εγγράφων, για τα οποία γίνεται αναφορά σε καταθέσεις, επηρεάζει, στο στάδιο αυτό, για τους λόγους που έχουμε προαναφέρει. Το ενώπιον του Κακουργοδικείου υλικό ικανοποιούσε το ενδεχόμενο της καταδίκης των εφεσειόντων και αυτό ήταν αρκετό. Περί πιθανολόγησης και μόνο ο λόγος - (βλ. Ευριπίδου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Κουννάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423).
Οι προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων και η σχέση τους με την Κύπρο, λόγω καταγωγής, οικογένειας και εργασίας, στα πλαίσια και πάλι εκτίμησης του κινδύνου αυτοί να μην παρουσιαστούν κατά τη δίκη τους, δεν αγνοήθηκαν. Αυτά, όμως, δεν ήταν δυνατό να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσής τους υπό όρους, ενόψει των υπολοίπων που προαναφέρθηκαν και συνεκτιμήθηκαν. ΄Οπως, άλλωστε, υποδείχθηκε στη Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, (σελ. 798):-
«..., είναι αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του που μπορεί να είναι δυνατοί ή χαλαροί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες του συνθήκες. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν ως ασπίδα για τον ύποπτο ή υπόδικο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται.»
Ούτε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 4 παραδόθηκε από μόνος του στην Αστυνομία εξουδετέρωνε τον κίνδυνο που είχε να εκτιμήσει το Κακουργοδικείο. Τα γεγονότα της Παρασκευά ν. Αστυνομίας, (πιο πάνω), στην οποία ο συνήγορός του παρέπεμψε, καίτοι είναι πανομοιότυπα ως προς τη φύση των αδικημάτων, διαφοροποιούνται ως προς τις συνθήκες παράδοσης στην Αστυνομία. Στην υπόθεση εκείνη, ο κατηγορούμενος, ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, επέστρεψε και έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της Αστυνομίας, όταν πληροφορήθηκε ότι διεξαγόταν έρευνα για σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών που τον αφορούσε. Εδώ, εναντίον του κατηγορουμένου 4 εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης, μετά που αυτός αναγνωρίστηκε από αστυνομικό στη σκηνή και, συνεπώς, οι δυνατότητες διαφυγής του ήταν περιορισμένες.
Ο χρόνος, επίσης, για τον οποίο διατάσσεται η κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του δεν είναι στοιχείο χωρίς σημασία. Συνυπολογίζεται μαζί με όλα τα άλλα - (βλ. Salib v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49). Σταθμίστηκε και αυτό το στοιχείο από το Κακουργοδικείο, η κατάληξη του οποίου είναι αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής του εξουσίας, ώστε δε δικαιολογείται επέμβασή μας. Οι λόγοι, για τους οποίους διατάχθηκε η κράτηση των εφεσειόντων, η οποία σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης - (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7) - ουσιαστικά, συνιστούν και την αιτιολογία της μη απόλυσής τους επί εγγυήσει, ή με άλλους όρους.
Η έφεση απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109· Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444· Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139· Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415· Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48· Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183· Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538· Γιωργαλλίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526· Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 84/10, 21/10/10· Alam Alam ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 101/10, 12/11/10· Neumeister v. Austria A8 p. 39 (1968)· Eur. Court H. R., Letellier Judgment of 26 June 1991, Series A no. 207·
[2] «Συνοψίζοντας, η νομολογία καταδεικνύει ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και επιβολή αυστηρής ποινής είναι πρωταρχικός παράγοντας που πάντοτε προσμετρά κατά την εκτίμηση πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορούμενου στην δίκη του σε συνδυασμό και αναλόγως με τις περιστάσεις και τις περιβάλλουσες συνθήκες που αφορούν στα ίδια τα γεγονότα ή και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Ο παράγοντας βέβαια αυτός από μόνος του και χωρίς άλλο συσχετισμό είναι δυνατό να θεωρείται αρκετός για να διαταχθεί η κράτηση του κατηγορουμένου, ενώ άλλοτε κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να απαιτείται η συνύπαρξη και άλλων στοιχείων για την δικαιολόγηση της κράτησης.»
[3] Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48
[4] Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600