ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 485
20 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 70/2010)
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Κλοπή και πρόκληση κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία ― Συμπέρασμα ενοχής κατηγορουμένου στη βάση κατά το πλείστον περιστατικής μαρτυρίας, ήτοι, εντοπισμού γενετικού υλικού του κατηγορουμένου ― Κατά πόσο η ανεύρεση του γενετικού υλικού είχε την αμεσότητα και τη σύνδεση με τα αδικήματα ώστε να δικαιολογείται η κατάληξη του Δικαστηρίου σε συμπεράσματα ενοχής του κατηγορουμένου ― Κατά πόσο ο κατηγορούμενος όφειλε να δώσει εξηγήσεις ως προς την ύπαρξη του γενετικού του υλικού στη σκηνή διάπραξης των αδικημάτων.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι αφενός μεν άμεση, αφετέρου δε να μην επιτρέπει άλλη λογική ερμηνεία.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για κλοπή και πρόκληση κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία, στηριζόμενη κατά το πλείστον σε περιστατική μαρτυρία ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση λόγω ανεπαρκούς μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της κλοπής διαφόρων ειδών καπνού συνολικής αξίας £12.069 και κακόβουλης ζημιάς για την καταστροφή του τζαμιού του αυτοκινήτου μέσα στο οποίο αυτά βρίσκονταν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντος στηριζόμενο σε γενετικό υλικό που απομονώθηκε στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου το οποίο επιστημονικά αποδόθηκε σε αυτόν και επίσης σε μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού για το οποίο, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία, ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως δότης.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδικαστική απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην ενοχή του βάσει της υπάρχουσας μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως καταλυτική μαρτυρία την ανεύρεση μεικτού γενετικού υλικού στο εσωτερικό μέρος της δεξιάς πόρτας του αυτοκινήτου για το οποίο ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως δότης. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η ύπαρξη γενετικού υλικού του στο χέρι της πόρτας του οχήματος, δεν αποδείκνυε παρά μόνο την επαφή του με τα συγκεκριμένα μέρη του αυτοκινήτου σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Δεν υπήρχε, υπό τις συνθήκες, η δέουσα και επαρκής περιστατική μαρτυρία, ώστε να ήταν αναγκαίο για τον ίδιο να δώσει εξηγήσεις, ανατρέποντας την σύνδεσή του με τα αδικήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το αναμφισβήτητο συμπέρασμα που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος ότι το γενετικό υλικό εναποτέθηκε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν δικαιολογείται από τη μόνη μαρτυρία που υπήρχε ότι ο εφεσείων ακούμπησε, ίσως, το χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου. Ούτε όμως και η επιστημονική μαρτυρία σε σχέση με το μεικτό γενετικό υλικό που βρέθηκε στην εσωτερική πλευρά της πόρτας του αυτοκινήτου, δεν βοηθά καθόλου την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
2. Η κατηγορούσα αρχή, εάν στηρίζει την υπόθεσή της ουσιαστικά σε περιστατική μαρτυρία, θα πρέπει να αποδείξει ότι η εν λόγω μαρτυρία είναι ασυμβίβαστη με οτιδήποτε άλλο εκτός από την ενοχή του κατηγορουμένου. Το δε γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος επέλεξε να μην καταθέσει ενόρκως, δεν οδηγεί στην εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος ή οποιουδήποτε συσχετισμού εν όψει της άσκησης του δικαιώματος αυτού.
3. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει κάθε στοιχείο της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι' αν είναι.
4. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση, αφ' ενός, και να μην μπορεί να συμβιβαστεί, αφ' ετέρου, με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για καταδίκη κατηγορουμένου μόνο όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του.
5. Στην προκείμενη περίπτωση η ανεύρεση του γενετικού υλικού του εφεσείοντος στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου δεν έχει την αμεσότητα και τη σύνδεση με το αδίκημα που υπήρχε στις αποφάσεις Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ.746 και Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, από τις οποίες και διαφοροποιείται.
6. Όσες έντονες ενδείξεις κι' αν δημιουργεί η απομόνωση γενετικού υλικού του εφεσείοντος στο χερούλι της πόρτας, δεν είναι αρκετή για να αποδειχτεί, ελλείψει, ιδίως, έστω και ίχνους άλλης μαρτυρίας εναντίον του, η ενοχή του.
Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746,
Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Charitonos v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 A.A.Δ 172,
Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12124/09), ημερομηνίας 23/4/2010.
Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 9.2.2007 ο Φώτης Ηλιάδης, υπάλληλος της εταιρείας Cosmos Trading Ltd, αντιλήφθηκε ότι μια από τις πίσω πόρτες του αυτοκινήτου υπ' αρ. εγγραφής ΗΜΥ 431 το οποίο ανήκε στον εργοδότη του και με το οποίο μετέφερε είδη καπνού, ήταν ανοικτή, ενώ στο έδαφος υπήρχαν κουτιά από τσιγάρα. Το γυαλί της μιας πόρτας ήταν σπασμένο, ενώ έλειπε αριθμός εμπορευμάτων. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία η οποία προέβη στη λήψη δειγμάτων από τη σκηνή. Η αστυνομία κατέληξε στον εφεσείοντα ο οποίος τελικά αντιμετώπισε τις κατηγορίες της κλοπής διαφόρων ειδών καπνού συνολικής αξίας £12.069 και κακόβουλης ζημιάς για την καταστροφή του τζαμιού του αυτοκινήτου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα γιατί στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου απομονώθηκε γενετικό υλικό το οποίο επιστημονικά αποδόθηκε σ' αυτόν. Επίσης στην εσωτερική πλευρά της δεξιάς πόρτας ανιχνεύτηκε μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού για το οποίο, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως δότης.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι αναμενόταν από τον κατηγορούμενο να δώσει κάποιες εξηγήσεις για την παρουσία του γενετικού του υλικού στην πόρτα του αυτοκινήτου, εξηγήσεις οι οποίες δεν δόθηκαν. Το δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746 και Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, για να τεκμηριώσει τη θέση ότι η ταύτιση αποτυπωμάτων σε ουσιαστικό σημείο που αφορά τη διάπραξη της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς, χωρίς ο κατηγορούμενος να παράσχει οποιαδήποτε δικαιολογία για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού στο συγκεκριμένο χώρο, θεμελιώνει χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος συνδέεται με τη διάπραξη της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς. Έτσι το δικαστήριο αποφάσισε ότι η κατηγορούσα αρχή είχε αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και την ενοχή του κατηγορουμένου.
Στην έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα βάσει της υπάρχουσας μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως καταλυτική μαρτυρία την ανεύρεση μεικτού γενετικού υλικού στο εσωτερικό μέρος της δεξιάς πόρτας του αυτοκινήτου για το οποίο ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως δότης.
Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο χέρι της πόρτας του οχήματος δεν αποδείκνυε οτιδήποτε περισσότερο από επαφή του με τα συγκεκριμένα μέρη του αυτοκινήτου σε άγνωστο χρόνο και τόπο. Υπό τις συνθήκες δεν υπήρχε η δέουσα και επαρκής περιστατική μαρτυρία, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ώστε να ήταν αναγκαίο να δώσει εξηγήσεις προς ανατροπή της σύνδεσής του με τα αδικήματα.
Στην πραγματικότητα, πλην του γενετικού υλικού, τίποτε δεν συνδέει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Το δικαστήριο έδωσε υπερβολική, κατά τη γνώμη μας, σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την ύπαρξη του γενετικού του υλικού στο χερούλι της πόρτας του συγκεκριμένου αυτοκινήτου. Στη βάση όμως αυτής της λογικής και για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια θεωρούμε ότι η καταδίκη δεν είναι ασφαλής.
Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428, όπου η καταδίκη στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, αυτή πρέπει να οδηγεί εκεί ως τη μόνη λογική κατάληξη, χωρίς να υπάρχουν κενά στην πορεία της.
Η απομόνωση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα επέτρεπε λογικά την ταύτισή του με αυτό, αλλά και την παρουσία του κοντά στο αυτοκίνητο. Δεν αποδεικνύεται όμως ο τόπος και χρόνος της παρουσίας αυτής. Δεν δικαιολογείται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα ότι το γενετικό υλικό εναποτέθηκε κατά τη διάπραξη του αδικήματος. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη. Η μόνη μαρτυρία που υπήρχε είναι ότι ο εφεσείων ακούμπησε, ίσως, το χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου. Περαιτέρω, το μεικτό γενετικό υλικό που βρέθηκε στην εσωτερική πλευρά της πόρτας δεν βοηθά καθόλου την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, γιατί, η διαπίστωση του κ. Καριόλου που έδωσε τη σχετική μαρτυρία, ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που είχε απομονωθεί, προφανώς δεν είναι στέρεη βάση για καταδίκη.
Αφήσαμε τελευταία την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την έλλειψη εξήγησης της παρουσίας του γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα.
Η εναντίον του εφεσείοντα μαρτυρία είναι περιστατική. Στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 επιβεβαιώθηκε ότι όταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται ουσιαστικά σε περιστατική μαρτυρία, αν πρόκειται να στηρίξει καταδίκη, θα πρέπει να αναδεικνύεται ασυμβίβαστη με οτιδήποτε άλλο εκτός από την ενοχή του κατηγορουμένου. Στην ίδια υπόθεση επισημάνθηκε επίσης το δικαίωμα του κατηγορουμένου να μην καταθέσει ενόρκως, καθώς και το ότι δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ή οποιοσδήποτε συσχετισμός εν όψει της άσκησης του δικαιώματος αυτού.
Αν στο τέλος της υπόθεσης παραμένει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτή θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει κάθε στοιχείο της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι' αν είναι (Charitonos v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 και Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97). Άνκαι ένα ένα τα κομμάτια της περιστατικής μαρτυρίας δεν συνιστούν από μόνα τους απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, το συλλογικό τους αποτέλεσμα όταν ιδωθεί μαζί, μπορεί να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, νοουμένου πάντα ότι το αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας δεν θα είναι συμβατό, με οποιανδήποτε άλλη βάση, πλην της ενοχής του κατηγορουμένου. Ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 A.A.Δ 172).
Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση, αφ' ενός, και να μην μπορεί να συμβιβαστεί, αφ' ετέρου, με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας (βλέπε μεταξύ άλλων Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 119-120). Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνο όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του.
Ως προς το γενετικό υλικό έχει λεχθεί ότι η ταύτιση αποτυπωμάτων στη σκηνή χωρίς να δοθεί από τον κατηγορούμενο οποιαδήποτε δικαιολογία, θεμελιώνει ότι ο κατηγορούμενος συνδέεται με τη διάπραξη του αδικήματος (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746 και Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571). Όμως στη μεν Αντωνίου γενετικό υλικό του κατηγορουμένου βρέθηκε στην εσωτερική επιφάνεια δακτυλίου περόνης ασφαλείας της χειροβομβίδας που προκάλεσε την έκρηξη, καθώς και στην εξωτερική επιφάνεια του μοχλού όπλισής της, ενώ στη Γρηγορίου υπήρχε σαφής διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τόσο στην κουκούλα την οποία φορούσε ο δράστης της ένοπλης ληστείας, όσο και στη μοτοσικλέτα που χρησιμοποίησε, βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου. Επιπροσθέτως στην Αντωνίου διαπιστώθηκε ότι το άλλοθι που προέβαλε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδές.
Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, γενετικό υλικό του εφεσείοντα εντοπίστηκε μόνο στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου από το οποίο έγινε η κλοπή των εμπορευμάτων και η κακόβουλη ζημιά. Η ανεύρεση του γενετικού υλικού δεν έχει την αμεσότητα και τη σύνδεση με το αδίκημα που υπήρχε στις υποθέσεις Αντωνίου και Γρηγορίου.
Περαιτέρω, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Α. 428, παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης περιστατικής μαρτυρίας, πλην του εντοπισμού γενετικού υλικού του εφεσείοντα στη σκηνή, αφαιρεί την ασφάλεια του υπόβαθρου της καταδίκης. Σε μια τέτοια περίπτωση η κατάληξη σε συμπεράσματα ενοχής του κατηγορουμένου από την παράλειψή του να δώσει εξηγήσεις για την ύπαρξη γενετικού του υλικού στη σκηνή ουσιαστικά θα μετέθετε το βάρος απόδειξης στους ώμους του κατηγορουμένου, ο οποίος ουσιαστικά καλείται να αποδείξει την αθωότητά του.
Η απαιτούμενη από τη νομολογία ασφαλής κατάληξη, μέσα από περιστατική μαρτυρία, στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση. Υποθέσεις, όσο εύλογες κι' αν είναι δεν επιτρέπονται.
Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για ενοχή του εφεσείοντα, δεν είναι ασφαλής, μια και με την περιστατική μαρτυρία που υπήρχε δεν αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και αναπόφευκτα η ενοχή του. Όσο έντονες ενδείξεις κι' αν δημιουργεί η απομόνωση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο χερούλι της πόρτας, δεν είναι αρκετή για να αποδειχτεί, ελλείψει, ιδίως, έστω και ίχνους άλλης μαρτυρίας εναντίον του, η ενοχή του.
Η έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση όπως και η επιβληθείσα ποινή παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.