ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FOURNARIS ν. THE REPUBLIC (1978) 2 CLR 20
FOURRI & OTHERS ν. REPUBLIC (1980) 2 CLR 152
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41
Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458
Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα Σάββα (1998) 2 ΑΑΔ 224
Γρηγορίου Γρηγόρης Σίμου ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 480
Τζιάμαλης Άριστος ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 542
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παφίτης Μιχάλης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 762
Σάββα Σάββας ν. Δήμου Πάφου (2011) 2 ΑΑΔ 496
ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ ν. ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2010, 25 Νοεμβρίου 2011
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΦΙΤΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 145/2012, 29/11/2013
(2010) 2 ΑΑΔ 378
14 Ιουλίου, 2010
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
RICHARD ARTHUR SMACHE,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 88/2008)
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Προσθήκη κατηγορίας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ― Αθώωση σε κατηγορία κλοπής υπό υπαλλήλου και προσθήκη κατηγορίας για απλή κλοπή.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία ― Το σωρευτικό αποτέλεσμα τέτοιας μαρτυρίας πρέπει να οδηγεί μόνο στο συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων ― Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να παρουσιάσει μάρτυρα που δεν θεωρεί η ίδια αξιόπιστο.
Δίκη ― Συνοπτική δίκη ― Κλήση μαρτύρων ― Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί μάρτυρες τους οποίους τα ονόματα φαίνονται στο κατηγορητήριο.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν συνοπτικής δίκης σε κατηγορία κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 268 και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.43(Ι)/2000) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με 3ετή αναστολή. Αντικείμενο της κλοπής ήταν διάφορα έπιπλα και εξοπλισμός καφεστιατορίου στη Λεμεσό, συνολικής αξίας £4.000,00 (€6.834,41), στο οποίο ο εφεσείων εργοδοτείτο ως αρχιμάγειρας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή. Ο εφεσείων διατάχθηκε επιπλέον όπως καταβάλει και το ποσό των €365 έξοδα της διαδικασίας, το οποίο ποσό θα αφαιρείτο από ποσό χρημάτων που είχε ήδη κατατεθεί στο πρωτοκολλητείο ως εγγύηση για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του εφεσείοντα στο Δικαστήριο.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι:
1. Η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει αριθμό μαρτύρων αποστέρησε το Δικαστήριο από ουσιώδη μαρτυρία για την εκδοχή του αναφορικά με τα διαδραματισθέντα, κατά τρόπο που κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας αφού αφήνει σκοτεινές πτυχές που μπορούσαν να φωτιστούν καλύτερα.
2. Η καταδίκη του, έστω και αν κριθεί ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον θεώρησε ότι ήταν εργοδοτούμενος της M.G.M. Entertainment & Retails Ltd, είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί μάρτυρες των οποίων τα ονόματα φαίνονται στο κατηγορητήριο, περιορίζεται σε δίκη που διεξάγεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου με βάση κατηγορητήριο (Information) όπως αναφέρεται και στο Άρθρο 109(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Τέτοια απαίτηση, για αναγραφή δηλαδή των μαρτύρων στο κατηγορητήριο προκειμένου περί συνοπτικής δίκης, δεν απαιτείται (Άρθρο 38 του Κεφ.155). Το γεγονός της αναγραφής στο κατηγορητήριο συνοπτικής δίκης των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας, συνιστά μια πρωτοβουλία και/ή πρακτική, που δεν επάγεται όμως και υποχρέωση κλήσης τους.
2. Ανεξάρτητα από την αναγραφή ή μη των μαρτύρων στο κατηγορητήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση τόσο σε συνοπτική δίκη όσο και σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, να καλεί όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες και παράλειψή της να το πράξει, ιδιαίτερα εκεί που διαπιστώνονται κενά τα οποία θα μπορούσαν να πληρωθούν, δυνατό να κλονίσει το θεμέλιο της κατηγορίας.
3. Το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωση να παρουσιάσει μάρτυρα που δεν θεωρεί η ίδια αξιόπιστο.
4. Στην παρούσα υπόθεση η κατηγορία αποδείχθηκε με επαρκή περιστατική μαρτυρία, η δε Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε καθήκον να καλέσει τους μάρτυρες που κατονόμασε ο εφεσείων. Η μαρτυρία τους ήταν γνωστή και μπορούσε να τους καλέσει ο εφεσείων, εάν επιθυμούσε.
5. Ενόψει του γεγονότος ότι κατά το χρόνο που κλάπηκαν τα αντικείμενα για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, αυτός έπαψε να είναι εργοδοτούμενος της πιο πάνω εταιρείας, η καταδίκη του για κλοπή υπό υπαλλήλου είναι εσφαλμένη. Όμως το Εφετείο, εφαρμόζοντας το Άρθρο 145 (1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, μπορεί να καταδικάσει τον εφεσείοντα για απλή κλοπή, αφού ακυρώσει την καταδίκη του στην κατηγορία για κλοπή υπό υπαλλήλου, γιατί το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση μπορούσε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 85 (4) του Κεφ.155 να καταδικάσει τον εφεσείοντα για το αδίκημα αυτό.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,
Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 480,
Τζιάμαλης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 542,
Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746,
Chrysostomou ν. Police 24 C.L.R. 194,
Fouros a.ο. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,
Kyriakou v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κονής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10907/2007), ημερομηνίας 21/4/2008 και 22/4/2008.
Α. Γιωρκάτζιης με Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Μαθηκολώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Φωτίου, Δ..
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, Γάλλος υπήκοος, (που στο πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ήταν ο 1ος κατηγορούμενος) αντιμετώπισε την κατηγορία της κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 268 και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 43(Ι)/2000) και καταδικάστηκε στην Ποινική υπόθεση 10907/07 στις 22/4/08 σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με 3ετή αναστολή. Διατάχθηκε επιπλέον όπως καταβάλει και το ποσό των €365 έξοδα της διαδικασίας, το οποίο ποσό θα αφαιρείτο από ποσό χρημάτων που είχε ήδη κατατεθεί στο πρωτοκολλητείο ως εγγύηση για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του εφεσείοντα στο δικαστήριο.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης βασιζόμενος στους εξής εναπομείναντες (αφού ο 2ος λόγος αποσύρθηκε) λόγους έφεσης:
(α) ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει αριθμό μαρτύρων αποστέρησε το δικαστήριο από ουσιώδη μαρτυρία για την εκδοχή του εφεσείοντα αναφορικά με τα διαδραματισθέντα, κατά τρόπο που κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας αφού αφήνει σκοτεινές πτυχές που μπορούσαν να φωτιστούν καλύτερα.
(β) Η καταδίκη του εφεσείοντα, έστω και αν κριθεί ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο το θεώρησε ότι ήταν εργοδοτούμενος της M.G.M. Entertainment & Retails Ltd, είναι εσφαλμένη.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, μεταξύ της 2/5/07 και της 4/7/07 στη Λεμεσό, ενώ ήταν υπάλληλος (αρχιμάγειρας) στο καφεστιατόριο ΟΡΙΑ της προαναφερθείσης εταιρείας έκλεψε διάφορα έπιπλα και εξοπλισμό συνολικής αξίας £4.000,00 (€6.834,41) περιουσία των εργοδοτών του.
Διευκρινίζουμε ότι ως 2ος κατηγορούμενος ήταν και κάποιος Fabien Fontain, επίσης Γάλλος που εργαζόταν στο ίδιο μέρος, ο οποίος αντιμετώπισε την 2η κατηγορία (κλοπή υπό υπαλλήλου) για κλοπή 3 σιαμπάνιων αξίας £140. Παραδέχθηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 μηνών με 3ετή αναστολή. Έτσι η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση εναντίον του εφεσείοντα μόνο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής (εφεσίβλητης) 7 μάρτυρες και από πλευράς του εφεσείοντα τον ίδιο και ακόμα 2 μάρτυρες και αφού έκρινε τον εφεσείοντα για μερικά από τα αντικείμενα που κατηγορείτο ως αξιόπιστο και άλλα όχι, (όπως έκρινε και τους μάρτυρες κατηγορίας), κατάληξε ότι για αρκετά από τα έπιπλα και τον εξοπλισμό δεν είχε αποδειχθεί η κατηγορία και τον απάλλαξε. Για άλλα αντικείμενα κατάληξε ότι η κατηγορία αποδείχθηκε, τον καταδίκασε και επέβαλε την προαναφερθείσα ποινή.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα αντικείμενα για τα οποία ο εφεσείων αντιμετωπίζει την κατηγορία της κλοπής χωρίζονται σε 2 κατηγορίες ως ακολούθως:
(α) αυτά που βρέθηκαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας Coral οδό Καραϊσκάκη, διαμέρισμα 502, δηλαδή το διαμέρισμα στο οποίο πήγε για να διαμένει, μετά την απόλυση του από τους εργοδότες του, και
(β) αυτά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα 401 του συγκροτήματος Zavos Complex, Annex Block, δηλαδή στο διαμέρισμα που έμενε ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του, μέχρι που έφυγε για να κατοικήσει στο πιο πάνω διαμέρισμα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα:
«Με βάση την πιο πάνω μαρτυρία που έχει δοθεί προκύπτει ως μοναδικό συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος έλαβε μέρος στη μεταφορά των πιο πάνω αντικειμένων από το διαμέρισμα όπου διέμενε στην πολυκατοικία Coral στην οδό Καραϊσκάκη, ότι γνώριζε τι αντικείμενα υπήρχαν στις αποσκευές του, ότι τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν περιουσία της εταιρείας που διαχειριζόταν το καφεστιατόριο και ότι είχε πρόθεση να αποστερήσει μόνιμα την εν λόγω εταιρεία από τα αντικείμενα αυτά.»
Αφού στη συνέχεια το δικαστήριο αποφάσισε ότι κατά το χρόνο της κλοπής ο εφεσείων ήταν υπάλληλος της προαναφερθείσας εταιρείας, κατάληξε ως ακολούθως:
«Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει κατορθώσει να αποδείξει την κατηγορία που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει εν σχέσει με τα αντικείμενα που αναφέρονται αναλυτικά στο τελευταίο μέρος της απόφασης και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σ' αυτή.»
Δυστυχώς η συγγραφή της απόφασης είναι με τρόπο που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθορίσει κανείς τα αντικείμενα για τα οποία τελικά κρίθηκε ένοχος και ποιά η αξία τους, σε σύγκριση με την αξία των αντικειμένων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Όμως οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν αυτό το σημείο και έτσι δε θα μας απασχολήσει το θέμα αυτό.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει αριθμό μαρτύρων αποστέρησε το Δικαστήριο ουσιώδη μαρτυρία για την εκδοχή του εφεσείοντα για τα διαδραματισθέντα κατά τρόπο που κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας, διότι αφήνει σκοτεινές πτυχές και/ή κενά μαρτυρίας που μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία τους. Ως τέτοια μαρτυρία, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, είναι η μαρτυρία των (1) Άθου Χατζημιχαήλ, μάρτυρας 6 επί του κατηγορητηρίου, (2) Morgan Mari Lillian Rocca Serra, μάρτυρας 14 επί του κατηγορητηρίου, (3) Frederic Jacques Ricci, μάρτυρας 15 επί του κατηγορητηρίου. Με το διάγραμμα αγόρευσης προστέθηκε και ο Mort Lakhani, μάρτυρας 2 επί του κατηγορητηρίου.
Αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο ο συνήγορος του εφεσείοντα ανάφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο περιορίστηκε σε περιστασιακή μαρτυρία άνκαι υπήρχε άμεση μαρτυρία.
Εκτός του ότι θεωρούμε το παράπονο του εφεσείοντα ως παράδοξο, δηλαδή να ζητά την παρουσίαση μαρτυρίας που να τον εμπλέκει άμεσα και όχι να περιοριστεί το δικαστήριο σε περιστασιακή μαρτυρία, κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η υπόθεση αφορούσε συνοπτική δίκη και όχι δίκη από Κακουργιοδικείο. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί μάρτυρες των οποίων τα ονόματα φαίνονται στο κατηγορητήριο, περιορίζεται σε δίκη που διεξάγεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου με βάση Κατηγορητήριο (Information) όπως ανάφερεται και στο Άρθρο 109(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Τέτοια απαίτηση, για αναγραφή δηλαδή των μαρτύρων στο κατηγορητήριο προκειμένου περί συνοπτικής δίκης, δεν απαιτείται (Άρθρο 38 του Κεφ. 155). Όπως δε αποφασίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224, το γεγονός αναγραφής στο κατηγορητήριο μιας συνοπτικής δίκης των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας, αποτελεί μια πρωτοβουλία και/ή πρακτική, που δεν επάγεται όμως και υποχρέωση κλήσης τους. Στη σελ. 230 της υπόθεσης λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Συμφωνούμε με την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηριου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας. (Βλ. το Άρθρο 38 του Κεφ. 155 και το έντυπο αρ. 7 στο παράρτημα D των Θεσμών περί Ποινικής Δικονομίας. Και σε αντιδιαστολή το έντυπο 29 για κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου). Το γεγονός της αναγραφής σ' αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους. Η νομολογία, ως προς τους μάρτυρες των οποίων τα ονόματα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο με την πιο πάνω έννοια, δεν αφορά στην περίπτωση της συνοπτικής δίκης. Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.»
Πιο κάτω στη σελ. 231 διαβάζουμε τα εξής:
«Ίσως πρέπει να διευκρινίσουμε πως το ζήτημα που συζητήθηκε στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143 (βλ. επίσης Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20), είναι διαφορετικό. Αφορούσε στο ασφαλές της τελικής ετυμηγορίας, όταν διαπιστώνονται κενά τα οποία θα μπορούσαν να πληρωθούν, αν η κατηγορούσα αρχή καλούσε διαθέσιμο ουσιώδη μάρτυρα.»
Ανεξάρτητα από την αναγραφή ή μη των μαρτύρων στο Κατηγορητήριο, σύμφωνα με τη νομολογία η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση τόσο σε συνοπτική δίκη όσο και σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, να καλεί όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες και παράλειψη της να το πράξει, ιδιαίτερα εκεί που διαπιστώνονται κενά τα οποία θα μπορούσαν να πληρωθούν, δυνατό να κλονίσει το θεμέλιο της κατηγορίας.
Στην Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 480 που αφορούσε επίσης συνοπτική δίκη, ενώ επαναλήφθηκε η αρχή ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καθήκον να προσάγει το σύνολο της ουσιώδους μαρτυρίας που έχει στη διάθεση της, αποφασίστηκε ότι με βάση τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης η μη κλήση του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης δεν άφησε οποιοδήποτε κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης.
Στην Τζιάμαλης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 542 σελ. 561 λέχθηκαν τα εξής:
"...Η υπόθεση Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, στην οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε, διαφοροποιείται από την παρούσα. Εκεί κρίθηκε ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει συγκεκριμένο μάρτυρα άφηνε κάποιο κενό στην υπόθεσή της, το οποίο δεν εντόπισε το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του. Εδώ δε διαπιστώνεται κενό, μετά την αποδοχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής ότι τα μηνύματα στο φάκελο του τηλεφώνου της ανήλικης παρέμειναν αναλλοίωτα.»
Στην Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 επαναλήφθηκε ξανά ότι το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωση να παρουσιάσει μάρτυρα που δεν θεωρεί η ίδια αξιόπιστο. Δεν υπάρχει κανόνας που να υποχρεώνει την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει μάρτυρα απλώς για να βοηθήσει την υπεράσπιση να καταστρέψει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κρίνουμε ότι από τη στιγμή που η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ικανοποιητική μαρτυρία έστω και περιστατική, η οποία δεν είναι υποδεέστερη μαρτυρία (βλ. μεταξύ άλλων Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746) και η οποία χωρίς να αφήνει κενά μπορούσε να αποδείξει την κατηγορία, δεν είχε το καθήκον να καλέσει τους μάρτυρες που κατονόμασε ο εφεσείων. Η μαρτυρία τους ήταν γνωστή και αν επιθυμούσε μπορούσε να τους καλέσει ο ίδιος. Με το λόγο έφεσης δεν γίνεται ισχυρισμός ότι η περιστατική μαρτυρία δεν ήταν αρκετή να οδηγήσει στην καταδίκη. Δεν έχει εξηγηθεί από την πλευρά του εφεσείοντα πώς θα βοηθείτο η υπεράσπιση του αν κλητεύονταν από την εφεσίβλητη οι εν λόγω μάρτυρες. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο, το παράπονο είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε ο εφεσείων ότι κατά το χρόνο της κλοπής ήταν εργοδοτούμενος της προαναφερθείσας εταιρείας και επομένως δεν αποδείχτηκε το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου. Βάσισε την εισήγηση του ο εφεσείων στο ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στο διαμέρισμα του εφεσείοντα στις 4/7/07. Με δεδομένη όμως μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ότι γύρω στα μεσάνυκτα της 3/7/07 απολύθηκε ο εφεσείων αφού του επιδόθηκε το τεκμ. 33 για τερματισμό της υπηρεσίας του, τότε κατά τη διάπραξη του αδικήματος, που η εφεσίβλητη τοποθέτησε στις 4/7/07, ο εφεσείων δεν ήταν πλέον υπάλληλος.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης επί του λόγου αυτού της έφεσης τοποθετήθηκε περιληπτικά ως ακολούθως: Είναι γεγονός ότι το τεκμ. 33, επιστολή για άμεση απόλυση του εφεσείοντα, του δόθηκε πριν λάβει χώραν η μεταφορά των αντικειμένων που συνιστούσε την κλοπή. Επομένως κάλεσε το Δικαστήριο τούτο να αθωώσει τον εφεσείοντα από το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου και να τον καταδικάσει για το αδίκημα της απλής κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα αντί του Άρθρου 268 με βάση το οποίο καταδικάστηκε. Είναι, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης, κλασσική περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα».
Εξετάσαμε τα γεγονότα της υπόθεσης και τις αντίστοιχες θέσεις. Ενόψει και της θέσης της ευπαιδεύτης δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι κατά το χρόνο που κλάπηκαν τα αντικείμενα για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, αυστηρώς ομιλούντες, αυτός έπαψε να είναι υπάλληλος, η καταδίκη του για κλοπή υπό υπαλλήλου είναι εσφαλμένη. Όμως είναι κατάλληλη υπόθεση για εφαρμογή του πιο πάνω Άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155, για να ακυρωθεί η καταδίκη του εφεσείοντα για κλοπή υπό υπαλλήλου και να καταδικαστεί για απλή κλοπή, γιατί το δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση μπορούσε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 να καταδικάσει τον εφεσείοντα για το αδίκημα αυτό αφού ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, όπως αναφέρονται και στη νομολογία. (βλ. μεταξύ άλλων Panayiotis Chrysostomou ν. Police 24 C.L.R. 194, Fouros and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, σελ. 162 και 177 και Kyriakou v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467). Στην τελευταία υπόθεση οι εν λόγω προϋποθέσεις διατυπώθηκαν ως ακολούθως:
«(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.
(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα, ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.
(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του.»
Ενόψει των πιο πάνω η καταδίκη του εφεσείοντα για κλοπή υπό υπαλλήλου κατά παράβαση του Άρθρου 268 ακυρώνεται και καταδικάζεται για κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, των ιδίων αντικειμένων για τα οποία καταδικάστηκε πρωτόδικα.
Παραμένει το θέμα της ποινής που θα επιβληθεί και το θεωρούμε ορθό όπως ακούσουμε τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα επί του θέματος.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.