ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 94
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aναστάσιου A. Γεωργίου (2002) 2 ΑΑΔ 464
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 2 ΑΑΔ 219
7 Μαΐου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 28/2010)
Ποινή ― Βία στην Οικογένεια κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν.119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε] ― Ο σύζυγος διέπραξε το αδίκημα εις βάρος της συζύγου του μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης της ανήλικης θυγατέρας τους ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Αλλαγή απάντησης από μη παραδοχή σε παραδοχή ― Απουσία προσχεδιασμού ― Προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές και οικονομικές περιστάσεις όπως αυτές καταγράφονται σε Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας ― Καθοδήγηση πρωτόδικου Δικαστηρίου από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 ― Επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης έξη μηνών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Η έφεση αυτή αφορά στην άμεση ποινή εξάμηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία για άσκηση βίας στη σύζυγό του, που της προκάλεσε άμεσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν.119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε].
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αναπόφευκτη την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων με την εντελώς απαράδεκτη συμπεριφορά του σε βάρος της ανυπεράσπιστης συζύγου του, την εξευτέλισε με πράξεις βίας εναντίον της στην παρουσία της ανήλικης τους κόρης που τη συγκεκριμένη εκείνη ώρα βρισκόταν στο σπίτι και έτρεξε να βοηθήσει τη μητέρα της στο άκουσμα των φωνών της. Αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου ήταν τόσο ο αδελφός του εφεσείοντος όσο και η μητέρα της παραπονούμενης και η οικιακή βοηθός της. Όλοι προσέτρεξαν στη σκηνή, ακούγοντας τις φωνές της. Όταν ο αδελφός του εφεσείοντος του φώναξε να σταματήσει, ο τελευταίος του απάντησε με τη φράση «άφης με τζιαι εν να την σκοτώσω». Η βία την οποία άσκησε ο εφεσείων στη σύζυγό του προκάλεσε σε αυτή και ουσιαστικές σωματικές κακώσεις. Έκτοτε η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος βρίσκονται σε διάσταση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού μελέτησε με προσοχή όλα τα δεδομένα αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί αφού ούτε σφάλμα αρχής υπάρχει στην πρωτόδικη απόφαση ούτε στοιχείο υπερβολής στην ποινή που επιβλήθηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε πως η υπόθεση Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Εκεί η επίθεση σε δύο περιπτώσεις εξαντλήθηκε στο ότι ο εφεσείων άρπαξε τη σύζυγό του από τα μαλλιά και το αδίκημα δεν διεπράχθη μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά ούτε υπήρχαν άλλα άτομα παρόντα, ώστε οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της παραπονούμενης να έχουν και άλλη διάσταση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464,
Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94,
Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 21867/08), ημερομηνίας 4/2/10.
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χατζηαθανασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Αφού κατέθεσε ως μάρτυρας η παραπονούμενη συζυγός του, ο εφεσείοντας, με την άδεια του Δικαστηρίου, άλλαξε απάντηση και παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία για άσκηση βίας στη σύζυγό του, που της προκάλεσε άμεσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν. 119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε]. Η έφεση αφορά στην άμεση ποινή εξάμηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα. Ο εφεσείων υποστηρίζει πως θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί πρόστιμο ή, τουλάχιστον, η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης να είχε ανασταλεί.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα αναγνώρισε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ σημείωσε, ως ελαφρυντικούς παράγοντες, όσα θα ήταν δυνατό να λεχθούν στην περίπτωση, δεν τους πρόσδωσε την οφειλόμενη βαρύτητα. Αυτά αφορούν:
- Στο λευκό του ποινικό μητρώο.
- Στην εν τέλει ομολογία του.
- Στις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές καταγράφονται σε Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας που κατατέθηκε. Ο εφεσείων απέκτησε με την παραπονούμενη τρία παιδιά ηλικίας τώρα 12, 13 και 16 ετών. Η θυγατέρα του 16 ετών και ο γυιός του 12 ετών διαμένουν μαζί του και είναι συναισθηματικά δεμένοι. Ο εφεσείων είναι ειδικός στο άθλημα Καράτε και εργάζεται ως έκτακτος εκπαιδευτής στο Υπουργείο Παιδείας σε ολοήμερα δημοτικά σχολεία. Παράλληλα, είναι διορισμένος από τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού ως εκπαιδευτής νέων ταλέντων της Εθνικής Ομάδας Καράτε Κύπρου. Φοβάται πως εξ αιτίας της φυλάκισής του είναι ενδεχόμενο να επηρεαστεί αυτή η εργοδότησή του. Αναγνώρισε, όμως, πως δεν έχει ως τώρα τέτοια ένδειξη. Υποφέρει από υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και υπερχοληστεριναιμία για τα οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Πρόσφατα, μετά τη διάπραξη του αδικήματος, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο δεξιό αγκώνα εξ αιτίας αποκόλλησης τένοντα και χρειάζεται να υποβάλλεται καθημερινά σε φυσιοθεραπεία.
- Δεν υπήρξε προσχεδιασμός για τη διάπραξη του αδικήματος. Αντίθετα τα περιστατικά δείχνουν πως ενήργησε κάτω από το βάρος συναισθηματικής φόρτισης όταν, ενώ ζητούσε εξηγήσεις από την παραπονούμενη σχετικά με μηνύματα που λάμβανε ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, εκείνη με έντονο ύφος του ζήτησε διαζύγιο.
Σημειώνουμε πως η θέση του εφεσείοντα, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη τον προκάλεσε, δεν προωθείται πλέον ενώπιόν μας. Μαζί με τα πιο πάνω ο εφεσείοντας υποστήριξε πως θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη πως οι κακώσεις που υπέστη η παραπονούμενη, όπως τις καταγράφει το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό δεν ήταν σοβαρές, στοιχείο ενδεικτικό και της φύσης της βίας που ασκήθηκε εναντίον της. Επίσης ο εφεσείων αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι ενώ η παραπονούμενη, η οποία είναι αστυνομικός, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία, δεν θέλησε τότε να προωθηθεί ποινική δίωξη εναντίον του συζύγου της. Πράγμα το οποίο έκαμε μετά από μερικές μέρες. Επειδή, όπως ερμηνεύει τη συμπεριφορά της ο εφεσείων, δεν είχε ενδώσει σε οικονομικής φύσης απαιτήσεις της. Σημειώνουμε πως σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μας η παραπονούμενη εξήγησε ότι αποφάσισε να ζητήσει την ποινική δίωξη του εφεσείοντα επειδή αντιλήφθηκε πως όσα είχε υποσχεθεί ο εφεσείων, μετά τη διάπραξη του αδικήματος, σε σχέση με την ομαλοποίηση της κατάστασης δεν ήταν διατεθειμένος να τα τηρήσει αλλά, αντίθετα, προέβη και σε εξύβριση του πατέρα της.
Τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση καταγράφουν τα γεγονότα από τη στιγμή που η παραπονούμενη ανέφερε στον εφεσείοντα πως ήθελε διαζύγιο:
«Ο κατηγορούμενος τη ρώτησε γιατί θέλει να χωρίσουν και αυτή του απάντησε ότι τα είχαν συζητήσει αρκετές φορές και ότι «δεν πάει άλλο». Τον προειδοποίησε δε, να μη δοκιμάσει να τη χτυπήσει, όπως έκανε άλλες φορές, γιατί όπως του είπε έκανε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία.
Όταν κάποια στιγμή η παραπονούμενη βγήκε από το δωμάτιο για να πάει να πιει νερό, ο κατηγορούμενος την ακολούθησε, την άρπαξε από πίσω από τα μαλλιά και της είπε: «αφού θα πας στην Αστυνομία, να δεις τι θα σου κάμω» και άρχισε να την τραβά προς το δωμάτιο της ανήλικης θυγατέρας τους Γαβριέλλας. Εκεί, προσπάθησε να κλείσει την πόρτα του δωματίου, αλλά η παραπονούμενη αντιστεκόταν και τον εμπόδισε να το κάνει.
Ακολούθως, άρχισε να τη χτυπά με τα χέρια και τα πόδια του, οπότε αυτή φώναζε και καλούσε βοήθεια. Τότε, ο κατηγορούμενος την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιγγε, χωρίς αυτή να μπορεί να αναπνεύσει.
Τις φωνές της παραπονούμενης άκουσε η κόρη της Γαβριέλλα, που βρισκόταν στο σπίτι και έβλεπε τηλεόραση και έτρεξε να τη βοηθήσει. Μπήκε στο δωμάτιό της και την είδε τη μητέρα της να βρίσκεται στο πάτωμα και τον πατέρα της να την πιέζει με τα χέρια του και με μαξιλάρι στο λαιμό «τζιε έθελεν να την σκοτώσει», όπως αναφέρει η ίδια στην κατάθεσή της.
Μολονότι η Γαβριέλλα προσπάθησε να τραβήξει τον κατηγορούμενο πίσω, αυτός της έλεγε να φύγει και την έσπρωχνε για να βγει έξω από το δωμάτιο, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Στη συνέχεια, έπιασε την παραπονούμενη από το λαιμό, την έβγαλε έξω από το δωμάτιο και άρχισε να χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο, ενώ η παραπονούμενη προσπαθούσε συνεχώς να τον αποτρέψει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τις φωνές της παραπονούμενης, άκουσε και ο αδελφός του κατηγορούμενου, Ανδρέας Χαραλάμπους, ο οποίος εκείνη την ώρα είχε πάει εκεί και επειδή η πόρτα της εισόδου ήταν κλειστή, ζήτησε από τη μητέρα της παραπονούμενης, Μαρούλλα Καρκαλλή, η οποία διαμένει στο ισόγειο, να του δώσει κλειδί για να μπει μέσα να δει τι συμβαίνει.
Η μητέρα της παραπονούμενης, πράγματι του έδωσε το κλειδί και τον ακολούθησε μαζί με την οικιακή της βοηθό. Μόλις ανέβηκαν πάνω είδαν στην κορυφή της εσωτερικής σκάλας του σπιτιού την παραπονούμενη, να βρίσκεται μπρούμυτα στο πάτωμα και τον κατηγορούμενο να την κρατά ακινητοποιημένη και να έχει περασμένο γύρω από το λαιμό της το χέρι του και να την σφίγγει και την κόρη τους Γαβριέλλα να κλαίει.
Όταν ο αδελφός του κατηγορούμενου του φώναξε να σταματήσει, ο τελευταίος του απάντησε με τη φράση «άφης με τζιαι εν να την σκοτώσω».
Όταν κάποια στιγμή ο αδελφός του κατηγορούμενου τον πλησίασε, η Γαβριέλλα τον έσπρωξε πάνω στον πατέρα της, ο οποίος, στιγμιαία άφησε την παραπονούμενη, η οποία βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει και τρέχοντας, ξυπόλυτη όπως ήταν, μαζί με τη Γαβριέλλα, βγήκαν από το σπίτι, οπότε και κρύφτηκαν σε θάμνους σε παρακείμενο πάρκο.
Έκτοτε η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος είναι σε διάσταση.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της γιατρού Ε. Θωμά, του Τ.Ε.Π.Α. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, η οποία εξέτασε την παραπονούμενη αυθημερόν, παρουσίαζε εκδορές στη μύτη, ζυγωματικό αριστερά, αιμάτωμα στον αριστερό οφθαλμικό κόγχο, εκχυμώσεις στην αριστερά μασχαλιαία περιοχή, ενώ παραπονείτο για αυχεναλγία.»
Είναι για όσα προκύπτουν από την εντελώς απαράδεκτη συμπεριφορά του εφεσείοντα σε βάρος της ανυπεράσπιστης συζύγου του, την οποία πράγματι εξευτέλισε ο εφεσείων προκαλώντας της και ουσιαστικές κακώσεις, μάλιστα στην παρουσία του ανήλικου παιδιού τους, που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, παρά τους διάφορους μετριαστικούς παράγοντες που κατέγραψε, η ποινή της άμεσης φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη. Καταλήγοντας σ' αυτή την εκτίμηση το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία πάνω στο θέμα, παραθέτοντας και απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 σε σχέση με τη βία που σύζυγος ασκεί κατά της συζύγου του η οποία, όπως τονίστηκε εκεί, ως συμπεριφορά εντελώς απαράδεκτη πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια. Σ' αυτό το πλαίσιο διέκρινε την περίπτωση από την υπόθεση Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94 την οποία είχε επικαλεστεί ο εφεσείων τόσο σε σχέση με το είδος του αδικήματος, αφού στο μεταξύ, το 2000, θεσπίστηκε ο Νόμος δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε ο εφεσείων και που πρόβλεπε πλέον την αυξημένη ποινή φυλάκισης των πέντε ετών αλλά και με αναφορά στη σαφώς ήσσονος σοβαρότητα των περιστατικών σε εκείνη την υπόθεση.
Έχουμε μελετήσει όλα τα δεδομένα με προσοχή και δεχόμαστε τη θέση της εφεσίβλητης πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί αφού ούτε σφάλμα αρχής υπάρχει στην πρωτόδικη απόφαση ούτε στοιχείο υπερβολής στην ποινή που επιβλήθηκε. Σημειώνουμε πως η υπόθεση Θεοχάρους ν. Αστυνομίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 575 την οποία επικαλέστηκε ο εφεσείοντας διακρίνεται από την παρούσα. Εκεί, που μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως παρόμοιας φύσης με τη Λιασίδης (ανωτέρω), η επίθεση, σε δυο περιπτώσεις, εξαντλήθηκε στο ότι ο εφεσείων άρπαξε τη σύζυγό του από τα μαλλιά. Αυτά πέρα από τις κατηγορίες για εξύβριση. Σημείωσε συναφώς το Εφετείο στην πιο πάνω υπόθεση πως το αδίκημα δεν διεπράχθη «μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά τους» και, περαιτέρω, ότι δεν «λέχθηκε ότι υπήρχαν άλλα άτομα παρόντα, ώστε οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της παραπονούμενης να έχουν και άλλη διάσταση».
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.