ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2010) 2 ΑΑΔ 75
23 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΘΩΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2008)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β (2.985,10 γραμμαρίων κάνναβης) ― Εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι είχε συνεχώς και αδιαλείπτως την κατοχή των συσκευασιών με τα ναρκωτικά, αλλά δήλωσε άγνοια του περιεχομένου τους ― Διεδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων ― Τρεις προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 6 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ποινή ― Ίση μεταχείριση κατηγορουμένων ― Ναρκωτικά ― Η επιβολή μεγαλύτερης ποινής φυλάκισης στον εφεσείοντα από την ποινή που επιβλήθηκε στο συγκατηγορούμενό του, δεν συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των κατηγορουμένων.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Κατοχή και εμπορία ― Γνώση και πρόθεση ― Στην απουσία ομολογίας, τα εν λόγω στοιχεία, κατά κανόνα, αποδεικνύονται εμμέσως με περιστατική μαρτυρία.
Ποινική Δικονομία ― Συγκατηγορούμενοι ― Κατηγορία στηριζόμενη σε κοινή δράση «joint enterprise» ― Κατά πόσο η αθώωση του ενός κατηγορουμένου καθιστά ασυνεπή (inconsistent) την καταδίκη του άλλου.
Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων εφεσιβάλλει ως λανθασμένη την καταδίκη του για κατοχή 2.985,10 γραμμαρίων κάνναβης και κατοχή της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Εφεσιβάλλει επίσης την ποινή φυλάκισης 6 χρόνων στην κατηγορία κατοχής της πιο πάνω ποσότητας κάνναβης, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
Τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία δηλώθηκαν κατά την έναρξη της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο είναι, εν συντομία, τα ακόλουθα:
Στις 5.2.2008 γύρω στις 21.30, μέλη της ΥΚΑΝ, έλαβαν πληροφορία ότι στον υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού παρά το ύψος του σταδίου ΓΣΠ, αυτοκίνητο τύπου Range Rover, το οποίο οδηγείτο συχνά από τον εφεσείοντα για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, κατευθύνετο προς Λεμεσό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το αυτοκίνητο τέθηκε υπό παρακολούθηση με σκοπό την ανακοπή του στην κατάλληλη ευκαιρία. Όταν αυτό εντοπίστηκε να επιστρέφει στη Λευκωσία η Αστυνομία έκλεισε το δρόμο με κώνους και υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Ο οδηγός του συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της Αστυνομίας να σταματήσει. Ο αστυνομικός που πλησίασε το αυτοκίνητο αναγνώρισε ότι αυτό οδηγείτο από τον εφεσείοντα, με συνοδηγό άγνωστο νεαρό πρόσωπο με μακριά μαλλιά.
Όταν οι αστυνομικοί δήλωσαν την παρουσία τους και σχεδόν ταυτόχρονα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανοίξουν τις πόρτες του οχήματος, ο οδηγός του διέφυγε με μεγάλη ταχύτητα. Φεύγοντας, το αυτοκίνητο συγκρούστηκε διαδοχικά με δύο υπηρεσιακά αυτοκίνητα της Αστυνομίας. Ακολούθησε καταδίωξη από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια της οποίας αστυνομικός είδε να ρίχνονται στο δρόμο κάποια αντικείμενα από την πλευρά του συνοδηγού. Τα αντικείμενα αυτά ήσαν οι συσκευασίες με τα ναρκωτικά.
Η υπεράσπιση που πρόβαλαν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του ήταν ότι δεν γνώριζαν ότι οι τρεις συσκευασίες που είχαν στην κατοχή τους περιείχαν ναρκωτικά. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι στις 5.2.2008 γύρω στις 8 μ.μ., δέχθηκε τηλεφώνημα από κάποιο ο οποίος ανέφερε ότι ονομαζόταν Κυριάκος. Ο Κυριάκος του είπε ότι γνώριζε για τα οικονομικά του προβλήματα και ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Του πρότεινε να συναντηθούν στο Παραλίμνι για να παραλάβει κάτι προς μεταφορά στη Λευκωσία σε σημείο κοντά στην Κάρλσπεργκ και ότι η αμοιβή του θα ήταν €2000. Αποδέχτηκε την πρόταση και ακολούθως τηλεφώνησε του συγκατηγορούμενου για να έλθει μαζί του περίπατο στο Παραλίμνι όπου ο Κυριάκος του παρέδωσε τα τρία πακέτα με τα ναρκωτικά καθορίζοντάς του το σημείο στο οποίο θα τα άφηνε στη Λευκωσία.
Το Κακουργιοδικείο, διαπίστωσε ότι η όλη συμπεριφορά και οι ενέργειες του εφεσείοντος, έστω και στη μορφή περιστατικής μαρτυρίας, οδηγούσαν μόνο σε συμπέρασμα ενοχής, υπό την έννοια ότι ο εφεσείων γνώριζε ευθύς εξ αρχής ότι το περιεχόμενο των τριών συσκευασιών ήταν ναρκωτικά συγκεκριμένου είδους και ποσότητας. Κατά την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου, η μετέπειτα συμπεριφορά και ενέργειες του εφεσείοντος, από την διαφυγή μέχρι τη σύλληψή του, είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόκρυψη της παράνομης δράσης του. Καθόσον αφορά το θέμα του φυσικού ελέγχου, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε ότι είχε συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή και τον άμεσο έλεγχό του τις συσκευασίες με τα ναρκωτικά από τη στιγμή που τις παρέλαβε μέχρι τη στιγμή που τις έριξε ο συγκατηγορούμενός του έξω από το αυτοκίνητο.
Λόγοι έφεσης εναντίον καταδίκης.
1. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι αντινομική και/ή λογικά ασυνεπής (inconsistent) σε βαθμό που επηρέασε τον εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης. Η αντινομία εντοπίζεται στο γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο αθώωσε το συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος στην κατηγορία της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια και βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στην ίδια κατηγορία χωρίς εκ των πραγμάτων να δικαιολογείται αυτή η μεταχείριση με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.
2. Έχει παραβιασθεί το τεκμήριο της αθωότητας του εφεσείοντος και το δικαίωμά του να τύχει δίκαιης δίκης.
3. Δεν εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο η εκδοχή του εφεσείοντος ότι αυτός παγιδεύτηκε από την Αστυνομία και επίσης το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κάποιες παραλείψεις της Αστυνομίας όπως για παράδειγμα τη μη υπόδειξη σκηνών του εγκλήματος, το μη καταρτισμό σκίτσου του Κυριάκου και ότι δεν του είχαν υποδειχθεί φωτογραφίες από το αρχείο φωτογραφιών της Αστυνομίας με σκοπό την αναγνώριση του Κυριάκου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αθώωση ενός εκ των κατηγορουμένων οι οποίοι ενήργησαν με κοινή δράση «joint enterprise» δεν έχει οποιαδήποτε επίδραση έτσι ώστε η καταδίκη του άλλου να καταστεί ασυνεπής (inconsistent). Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή θέτει την κατηγορία στη βάση της κοινής δράσης (joint enterprise) ή του κοινού σκοπού (common purpose) δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας.
2. Στην υπό κρίση υπόθεση η μαρτυρία εις βάρος του εφεσείοντος ήταν συντριπτική. Προδήλως, ο εφεσείων διεδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο σε σύγκριση προς ό,τι έπραξε ο συγκατηγορούμενός του.
3. Το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε τι είχε στην κατοχή του, αφού, έχοντας καθοδηγηθεί ορθά από τη νομολογία, εξέτασε ενδελεχώς τη μαρτυρία και με αναφορά στα ευρήματά του επί των γεγονότων. Η γνώση όπως και η πρόθεση είναι στοιχεία τα οποία δεν αποδεικνύονται πάντοτε με άμεση μαρτυρία. Όταν δεν υπάρχει ομολογία τα εν λόγω στοιχεία, κατά κανόνα αποδεικνύονται εμμέσως με περιστατική μαρτυρία. Στην υπό κρίση υπόθεση η προαναφερθείσα μαρτυρία ήταν αρκετή και στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις για την απόδειξη της γνώσης του εφεσείοντος ότι οι συσκευασίες περιείχαν ναρκωτικά.
Λόγοι έφεσης εναντίον ποινής
Η επιβληθείσα εξαετής ποινή φυλάκισης για την κατηγορία της απλής κατοχής των ναρκωτικών, συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος του εφεσείοντος εφόσον ο συγκατηγορούμενός του τιμωρήθηκε για το αδίκημα της απλής κατοχής της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων με αναστολή.
Αποφασίστηκε ότι:
Η διαφοροποίηση στην ποινή υπήρξε το αποτέλεσμα εκτίμησης όλων των συνθηκών της υπόθεσης και είναι ανάλογη του βαθμού της εμπλοκής και του ρόλου που ο καθένας από τους κατηγορουμένους διεδραμάτισε. Σαφώς ο ρόλος του εφεσείοντος στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν ηγετικός σε σύγκριση με ό,τι έπραξε ο συγκατηγορούμενός του. Παράλληλα λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων και ότι ο εφεσείων βαρυνόταν με τρεις προηγούμενες καταδίκες ενώ ο συγκατηγορούμενός του ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Shuker a.o. [1998] L.R. 906 CA,
Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1371/08), ημερομηνίας 4/8/08.
Α. Σπάταλος και Χρ. Χριστάκης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κραμβής, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε τον εφεσείοντα Άθω Χαραλάμπους ένοχο σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν στη διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β ήτοι, 2.985,10 γραμμαρίων κάνναβης και κατοχής της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Τα αδικήματα προβλέπονται από τις σχετικές πρόνοιες του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί. Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 χρόνων και 10 χρόνων αντίστοιχα. Στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων με αναστολή στην κατηγορία της απλής κατοχής ενώ αυτός αθωώθηκε και απαλλάχθηκε στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του ως λανθασμένη και την ποινή ως υπερβολική. Από τους 12 λόγους έφεσης που αφορούν στην καταδίκη, ο εφεσείων προώθησε τους 6. Οι λόγοι έφεσης 6-9 εγκαταλείφθηκαν και οι 4 και 10 αποσύρθηκαν.
Κατά την έναρξη της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δηλώθηκαν κοινώς παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το δικαστήριο. Σύμφωνα με αυτά, στις 5.2.2008 ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής ΕΕΜ 082 τύπου Range Rover με συνοδηγό το δεύτερο κατηγορούμενο στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού - Λευκωσίας με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητο στην έξοδο προς τον Κοτσιάτη και συνέχισε να οδηγεί προς το εν λόγω χωριό. Καθοδόν, ο δεύτερος κατηγορούμενος θεάθηκε να πετά έξω από το αυτοκίνητο τρία στρογγυλά, συσκευασμένα αντικείμενα τα οποία όπως διαπιστώθηκε αργότερα, περιείχαν 2.985,10 γραμμάρια κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Περιληπτικά, η μαρτυρία που η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου είναι ότι στις 5.2.2008 γύρω στις 21.30 μέλη της ΥΚΑΝ με επικεφαλής αναπληρωτή λοχία (ΜΚ4), επιβιβάστηκαν υπηρεσιακού αυτοκινήτου χωρίς διακριτικά για να μεταβούν στη Λάρνακα προς εκτέλεση εντεταλμένου καθήκοντος. Καθοδόν ο επικεφαλής υπαξιωματικός έλαβε πληροφορία ότι παρά το ύψος του σταδίου ΓΣΠ θεάθηκε το αυτοκίνητο ΕΕΜ 082 τύπου Range Rover να κατευθύνεται προς Λεμεσό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες της αστυνομίας το συγκεκριμένο αυτοκίνητο οδηγείτο συχνά από τον εφεσείοντα για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών. Ο επικεφαλής υπαξιωματικός έδωσε οδηγίες παρακολούθησης του αυτοκινήτου με σκοπό την ανακοπή του στην κατάλληλη ευκαιρία. Για την επιτυχία της επιχείρησης, συνέδραμαν με δυο περιπολικά άνδρες του Ουλαμού Τροχαίας Αρχηγείου. Όταν αυτό μετά από αρκετή ώρα εντοπίστηκε να επιστρέφει προς Λευκωσία, η αστυνομία έκλεισε το δρόμο με κώνους και υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Τοποθετήθηκαν επίσης προειδοποιητικές πινακίδες και τέθηκαν σε λειτουργία οι φάροι των υπηρεσιακών οχημάτων της αστυνομίας. Στο μέρος, δημιουργήθηκε πυκνή τροχαία κίνηση και τα οχήματα κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα. Όταν έφθασε το υπό παρακολούθηση Range Rover στο σημείο του οδοφράγματος, αστυνομικός έδωσε σήμα στον οδηγό να σταματήσει. Ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της αστυνομίας. Ο ένας από τους αστυνομικούς που πλησίασε το αυτοκίνητο αναγνώρισε ότι στη θέση του οδηγού βρισκόταν ο εφεσείων. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν άγνωστό του νεαρό πρόσωπο με μακριά μαλιά. Όταν οι αστυνομικοί προσέγγισαν το Range Rover φώναξαν «αστυνομία» και σχεδόν ταυτόχρονα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανοίξουν τις πόρτες του οχήματος. Όταν ένας αστυνομικός έσπασε το τζάμι της πόρτας του συνοδηγού με ρόπαλο, ο οδηγός έθεσε σε κίνηση το αυτοκίνητο και διέφυγε με μεγάλη ταχύτητα. Φεύγοντας, το αυτοκίνητο συγκρούστηκε διαδοχικά με δυο υπηρεσιακά αυτοκίνητα της αστυνομίας. Ακολούθησε καταδίωξη από αυτοκίνητα της αστυνομίας και όταν το Range Rover βγήκε από την έξοδο προς τον Κοτσιάτη, ένας από τους αστυνομικούς που ακολουθούσαν, είδε να ρίχνονται στο δρόμο από την πλευρά του συνοδηγού κάποια αντικείμενα. Για το θέμα αυτό, διαβιβάστηκε μήνυμα στα περιπολικά και ακολούθησε ο εντοπισμός και η φύλαξη των εν λόγω αντικειμένων. Η καταδίωξη του Range Rover το οποίο κατευθυνόταν προς Τσέρι και ακολούθως προς Δευτερά συνεχίστηκε. Λόγω της μεγάλης ταχύτητας που αυτό ανέπτυξε, η αστυνομία το έχασε. Ωστόσο, η επιτήρηση του δρόμου συνεχίστηκε. Γύρω στα μεσάνυκτα θεάθηκε να έρχεται από τον Αγιο Ιωάννη Μαλούντας ένα όχημα μεταφοράς οχημάτων πάνω στο οποίο, καθώς διαπιστώθηκε, βρισκόταν το Range Rover του εφεσείοντα. Αυτό ήταν κτυπημένο στη δεξιά μπροστινή πλευρά και χωρίς πινακίδες εγγραφής.
Ο οδηγός του οχήματος μεταφοράς ανέφερε ότι κατόπιν των διά τηλεφώνου οδηγιών του εφεσείοντα, παρέλαβε το Range Rover από χωράφι στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας για επιδιόρθωση. Ο εφεσείων του είπε πως ενεπλάκη σε δυστύχημα. Όταν συναντήθηκαν αργότερα το ίδιο βράδυ, ο εφεσείων επέβαινε αυτοκινήτου που οδηγούσε κάποιος Ξενής και ο εφεσείων του έδωσε €2000 για την επιδιόρθωση του Range Rover. Για τον ίδιο σκοπό του έδωσε άλλα €1500 σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η υπεράσπιση που πρόβαλαν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του είναι ότι δεν γνώριζαν ότι οι τρεις συσκευασίες που είχαν στην κατοχή τους περιείχαν ναρκωτικά. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι στις 5.2.2008 γύρω στις 8 μ.μ., δέχθηκε τηλεφώνημα από κάποιο ο οποίος ανέφερε ότι ονομαζόταν Κυριάκος. Ο Κυριάκος του είπε ότι γνώριζε για τα οικονομικά του προβλήματα και ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Του πρότεινε να συναντηθούν στο Παραλίμνι για να παραλάβει κάτι προς μεταφορά στη Λευκωσία σε σημείο κοντά στην Κάρλσπεργκ και ότι η αμοιβή του θα ήταν €2000. Αποδέχτηκε την πρόταση και ακολούθως τηλεφώνησε του συγκατηγορούμενου για να έλθει μαζί του περίπατο στο Παραλίμνι. Πήρε το Range Rover το οποίο ανήκε στην αδελφή του και αφού συνάντησε το φίλο του ξεκίνησαν γύρω στις 8.30 μ.μ. για το Παραλίμνι. Καθοδόν, του τηλεφώνησε ο Κυριάκος και του εξήγησε το σημείο στο οποίο θα τον συναντούσε. Όταν έγινε η συνάντηση, ο Κυριάκος του παρέδωσε τα τρία πακέτα σε σχήμα μπάλας, περιτυλιγμένα με τέλλα και του καθόρισε το σημείο στο οποίο θα τα άφηνε στη Λευκωσία. Ο Κυριάκος του έδωσε €2000 και τον συμβούλευσε πως σε περίπτωση που θα τον σταματούσε η αστυνομία ή θα έβλεπε οτιδήποτε ύποπτο να πετάξει τα αντικείμενα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως επρόκειτο για κάτι παράνομο παρότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο των τριών πακέτων. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο διέφυγε μετά που η αστυνομία τον σταμάτησε για έλεγχο, ήταν γιατί φοβήθηκε όταν είδε ενόπλους να κατευθύνονται προς το αυτοκίνητό του. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν επικοινώνησε εγκαίρως με την αστυνομία μετά το περιστατικό ο εφεσείων απάντησε πως σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα αν άφηνε πρώτα τα πράγματα να ηρεμήσουν. Τέλος, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι το βράδυ του περιστατικού τηλεφώνησε στην αδελφή του Άννα και της είπε να καταγγείλει (ψευδώς) στην αστυνομία κλοπή του Range Rover πράγμα που η Άννα έπραξε.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη και στη βάση της μαρτυρίας αυτής έκανε ευρήματα τα οποία όντως συνάδουν πλήρως με αυτή. Με βάση τα γεγονότα αυτά, και με αναφορά στο δίκαιο και στη νομολογία το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις καθώς και στο τελικό συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα.
Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι τα ευρήματα επί των γεγονότων «δεν καταδεικνύουν ευθέως κατά πόσο οι δύο κατηγορούμενοι είχαν ή όχι γνώση της φύσης του περιεχομένου των συσκευασιών τεκμήριο 2», το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ενδελεχώς με το θέμα της γνώσης, ως στοιχείου συστατικού του αδικήματος, έχοντας προς τούτο υπόψη τις εισηγήσεις των δικηγόρων, τα ίδια τα γεγονότα και βεβαίως το δίκαιο που διέπει το θέμα. Το Κακουργιοδικείο, διαπίστωσε ότι η όλη συμπεριφορά και οι ενέργειες του εφεσείοντα, έστω και στη μορφή περιστατικής μαρτυρίας, οδηγούν μόνο σε συμπέρασμα ενοχής, υπό την έννοια ότι ο εφεσείων γνώριζε ευθύς εξ αρχής ότι το περιεχόμενο των τριών συσκευασιών ήταν ναρκωτικά συγκεκριμένου είδους και ποσότητας. Κατά την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου, η μετέπειτα συμπεριφορά και ενέργειες του εφεσείοντα, από την διαφυγή μέχρι τη σύλληψή του στην Ορόκλινη είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόκρυψη της παράνομης δράσης του. Καθόσον αφορά το θέμα του φυσικού ελέγχου, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σημειώνει ότι ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε ότι είχε συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή και τον άμεσο έλεγχο του τις συσκευασίες με τα ναρκωτικά από τη στιγμή που τις παρέλαβε μέχρι τη στιγμή που τις έριξε ο συγκατηγορούμενός του έξω από το αυτοκίνητο.
Εκ μέρους του εφεσείοντα υποβλήθηκε εισήγηση ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αντινομική και/ή λογικά ασυνεπής (inconsistent) σε βαθμό που επηρέασε το δικαίωμα του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης και/ή ότι η απόφαση είναι ακροσφαλής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε ότι η αντινομία εντοπίζεται στο γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο αθώωσε το συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα στην κατηγορία της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια και βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στην ίδια κατηγορία χωρίς εκ των πραγμάτων να δικαιολογείται αυτή η μεταχείριση εφόσον με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου,
(α) ο 2ος κατηγορούμενος δεν διαχώρισε τη θέση του και παρέμεινε μέχρι τέλους με τον εφεσείοντα συμμεριζόμενος τις ενέργειες και αποφάσεις του και συνεργαζόμενος μαζί του,
(β) ο 2ος κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι συσκευασίες περιείχαν ναρκωτικά από τη στιγμή που ο εφεσείων τις τοποθέτησε ανάμεσα στα πόδια του,
(γ) ο 2ος κατηγορούμενος από κάποια στιγμή και μετά γνώριζε τι ακριβώς έκανε ο εφεσείων,
(δ) ο εφεσίων και ο 2ος κατηγορούμενος προέβησαν από κοινού σε ενέργειες για την εξαφάνιση των καρτών των κινητών τηλεφώνων τους για να μη αποκαλυφθεί η ταυτότητα του Κυριάκου στην αστυνομία καθώς και για την απόρριψη των τριών συσκευασιών από τον 2ο κατηγορούμενο με οδηγίες του εφεσείοντα.
(ε) ο 2ος κατηγορούμενος πέταξε τις τρεις συσκευασίες έξω από το αυτοκίνητο επειδή γνώριζε το παράνομο περιεχόμενό τους και επίσης γιατί γνώριζε ότι τους ακολουθούσε η αστυνομία.
Στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2009, παρ. 7-70 γίνεται λόγος για το πότε το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει ασυνέπεια σε σχέση με την καταδίκη ενός κατηγορούμενου και την αθώωση συγκατηγορούμενού του για τις ίδιες κατηγορίες. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«An appellant who seeks to obtain the quashing of a conviction on the ground that the verdict against him was inconsistent with his acquittal on another count has a burden cast upon him to show not merely that the verdicts on the two counts were inconsistent, but that they were so inconsistent as to call for interference by an appellate court. The court will interfere if it is satisfied that no reasonable jury, who had applied their mind properly to the facts in the case could have arrived at the conclusion which was reached: R. v. Durante, 56 Cr.App.R. 708; R. v. Malaslev [1997] Crim.L.R. 586; R. v. Hayward [2000] Crim.L.R. 189. In R. v. Green [2005] 149S.J. 1850, CA, the same test was applied in relation to alleged inconsistency of the appellant's conviction with a co-accused's acquittal.»
Η κα Παπαγαπίου μας παρέπεμψε και στην R. v. Shuker and Shuker [1998] L.R. 906 CA όπου η κατηγορία εναντίον των δύο κατηγορούμενων στηρίχθηκε στην κοινή δράση «joint enterprise». Κρίθηκε ότι η αθώωση του ενός δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση έτσι ώστε η καταδίκη του άλλου να καταστεί ασυνεπής (inconsistent). Και όπως περαιτέρω σχολιάστηκε, το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε την κατηγορία στη βάση της κοινής δράσης (joint enterprise) ή του κοινού σκοπού (common purpose) δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα ήταν συντριπτική. Ο εφεσείων ήταν αυτός που συμφώνησε να μεταβεί στα Κοκκινοχώρια για να παραλάβει προς μεταφορά τα ναρκωτικά και να εισπράξει το ποσό των €2000. Ο εφεσείων γνώριζε, όπως ο ίδιος ομολόγησε, το σημείο στο οποίο θα άφηνε τα ναρκωτικά και ήταν αυτός που έδωσε οδηγίες για τη ψευδή καταγγελία κλοπής του Range Rover στην αστυνομία. Προκύπτει από την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα τόσο πριν όσο και μετά το περιστατικό ότι προσπάθησε να αποκρύψει τη διάπραξη των αδικημάτων και να αποφύγει τη σύλληψή του από την αστυνομία. Τα ναρκωτικά βρίσκονταν συνεχώς υπό την κατοχή και τον έλεγχό του από τη στιγμή που παρέλαβε τις συσκευασίες μέχρι την ώρα που προέτρεψε τον κατηγορούμενο 2 να τις πετάξει έξω από το αυτοκίνητο. Προδήλως, ο εφεσείων διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο σε σύγκριση προς ό,τι έπραξε ο συγκατηγορούμενός του. Ο εφεσείων είχε το γενικό πρόσταγμα και ο κατηγορούμενος 2 εκτελούσε οδηγίες και διαταγές. Το Κακουργιοδικείο εκτίμησε σωστά το ρόλο που διαδραμάτισε ο κάθε ένας και δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αντινομία ή ασυνέπεια στην εκκαλούμενη απόφαση.
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητάς του και το δικαίωμά του να τύχει δίκαιης δίκης είναι αβάσιμο. Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η καταδίκη συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη η δε απόδειξη της γνώσης ουδέποτε μετατοπίστηκε στους ώμους της υπεράσπισης, όπως λανθασμένα υπέβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο αντλώντας ορθή καθοδήγηση από τη νομολογία εξέτασε ενδελεχώς τη μαρτυρία και με αναφορά στα ευρήματά του επί των γεγονότων οδηγήθηκε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε τι είχε στην κατοχή του. Η γνώση όπως και η πρόθεση είναι στοιχεία τα οποία δεν αποδεικνύονται πάντοτε με άμεση μαρτυρία. Όταν δεν υπάρχει ομολογία τα εν λόγω στοιχεία, κατά κανόνα αποδεικνύονται εμμέσως με περιστατική μαρτυρία. Στην υπό κρίση υπόθεση η προαναφερθείσα μαρτυρία ήταν αρκετή και στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις για την απόδειξη της γνώσης του εφεσείοντα ότι οι συσκευασίες περιείχαν ναρκωτικά. Ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η επί του θέματος διαπίστωση του Κακουργιοδικείου είχε ως αποκλειστικό έρεισμα τη δήλωσή του ότι το μόνο που γνώριζε είναι ότι το περιεχόμενο των συσκευασιών ήταν παράνομο.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει την εκδοχή του ότι παγιδεύτηκε από την αστυνομία και ότι δεν έλαβε επίσης υπόψη κάποιες παραλείψεις της αστυνομίας όπως για παράδειγμα τη μη υπόδειξη σκηνών του εγκλήματος, το μη καταρτισμό σκίτσου του Κυριάκου και ότι δεν του είχαν υποδειχθεί φωτογραφίες από το αρχείο φωτογραφιών της αστυνομίας με σκοπό την αναγνώριση του Κυριάκου. Πρόκειται για ανυπόστατα παράπονα τα οποία ούτε καν χρήζουν απάντησης. Αρκεί να σημειώσουμε ότι ο εφεσείων καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ανέφερε οτιδήποτε περί παγίδευσής του από την αστυνομία ενώ στην υποβολή του δικηγόρου του προς το λοχία Ιωάννου (ΜΚ4) ότι οι αστυνομικοί γνώριζαν από πριν ότι θα εύρισκαν στην κατοχή του εφεσείοντα ναρκωτικά επειδή μέλη της ΥΚΑΝ είχαν φροντίσει για την παράδοσή τους στον εφεσείοντα, ο εν λόγω μάρτυρας απάντησε αρνητικά χωρίς να τεθεί οτιδήποτε άλλο ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Καθόσον αφορά τα υπόλοιπα θέματα περί σκίτσου του Κυριάκου και φωτογραφιών καθώς και άλλα επουσιώδη θέματα που εγείρονται στην έφεση θεωρούμε πως δεν έχουν καμιά σημασία ώστε να επηρεάζεται το αποτέλεσμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το τελικό συμπέρασμα περί της ενοχής του εφεσείοντα στηρίχθηκε αποκλειστικά στο σύνολο της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Η εν λόγω μαρτυρία αξιολογήθηκε με λογική προσέγγιση και με βάση την ανθρώπινη εμπειρία. Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που δεν στοιχειοθετούνται και ούτε μπορούν να προκύψουν από μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Βλ. Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706.
Η έφεση κατά της ποινής αναφέρεται στην ποινή φυλάκισης των έξι χρόνων που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα για την κατηγορία της απλής κατοχής των ναρκωτικών. Η ποινή φυλάκισης των δέκα χρόνων που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα για την κατηγορία της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια δεν εφεσιβάλλεται. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι υπήρξε εν προκειμένω άνιση σε βάρος του μεταχείριση εφόσον ο συγκατηγορούμενός του τιμωρήθηκε για το αδίκημα της απλής κατοχής της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων με αναστολή.
Η διαφοροποίηση στην ποινή υπήρξε το αποτέλεσμα εκτίμησης όλων των συνθηκών της υπόθεσης και είναι ανάλογη του βαθμού της εμπλοκής και του ρόλου που ο καθένας διαδραμάτισε. Σαφώς ο ρόλος του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν ηγετικός σε σύγκριση με ό,τι έπραξε ο συγκατηγορούμενός του. Παράλληλα λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων και ότι ο εφεσείων βαρυνόταν με τρεις προηγούμενες καταδίκες ενώ ο συγκατηγορούμενός του ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Η ποινή φυλάκισης των έξι χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το αδίκημα της απλής κατοχής ναρκωτικών δεν εκφεύγει του μέτρου που καθορίζει η νομολογία ούτε υπάρχει σφάλμα αρχής στον καθορισμό της συγκεκριμένης ποινής.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.