ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 49
19 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2008)
ΗΡΑΚΛΗΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2008)
ΛΕΛΛΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 98/2008, 99/2008)
_________________________
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση κατά την οποία οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορίες κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, και του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, (Ν. 235/1990), (όπως τροποποιήθηκε) ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι κατηγορούμενοι ήσαν ένοχοι ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις ακόλουθες κατηγορίες:
Άδικη απόκρυψη ή περιορισμό απαχθέντος.
Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.
Υποβολή σε βασανιστήρια.
Σκληρή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.
Ο εφεσείων 2 κρίθηκε, επίσης, ένοχος στην κατηγορία της απαγωγής προσώπου, με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του.
Κατά τη δίκη, οι συνήγοροι των εφεσειόντων, προέβηκαν σε δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων, κατατέθηκαν δε εκ συμφώνου διάφορα έγγραφα και καταθέσεις, οι οποίες λήφθηκαν από την Αστυνομία από πρόσωπα τα οποία δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες στη δίκη.
Οι εφεσείοντες, μετά που κλήθηκαν σε απολογία, προέβηκαν σε ανώμοτες δηλώσεις στις οποίες δήλωναν ότι είναι αθώοι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους μάρτυρες της εφεσίβλητης αξιόπιστους. Οι μάρτυρες αυτοί ήσαν ο παραπονούμενος, οι αστυνομικοί που διερεύνησαν την υπόθεση, ο ιατροδικαστής που εξέτασε τον παραπονούμενο και η υπεύθυνος Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Χημείο του Κράτους που εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια. Αξιόπιστος κρίθηκε επίσης ο μάρτυρας του εφεσείοντος 1 Μ.Υ.1, Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα.
Ο παραπονούμενος, ο οποίος κατάγεται από την Μπαγκλαντές, και παραμένει στην Κύπρο παράνομα, εργαζόταν στην Πάφο και διέμενε στην Πέγεια μαζί με τον αδελφό του. Γύρω στις 03:00 της 23.11.2005, ενώ κοιμόταν, εισήλθαν τρία άτομα στο δωμάτιό του, τα οποία τον άρπαξαν, κάλυψαν το πρόσωπό του με κουβέρτα και τον οδήγησαν βίαια έξω από το σπίτι, όπου βρίσκονταν ακόμα δύο πρόσωπα. Όλοι του ήσαν άγνωστοι. Από αυτούς, τρεις ήσαν Κύπριοι και δύο συμπατριώτες του. Αμέσως τον έβαλαν σε αυτοκίνητο και μετά από ταξίδι μιας ώρας, περίπου, σταμάτησαν, δύο από τους απαγωγείς του επιβιβάστηκαν σε άλλο όχημα, το οποίο τους ακολουθούσε. Σε λίγο σταμάτησαν σε χωράφι με ελιές, τον κατέβασαν από το αυτοκίνητο, τον γύμνωσαν και τον έδεσαν σε μια ελιά. Ο οδηγός του οχήματος που τον μετέφερε του είπε ότι θα τον κρατούσαν αιχμάλωτο μέχρι να τους δώσει ο αδελφός του τα χρήματα που απαιτούσαν για να τον ελευθερώσουν και ότι, αν δεν τους τα δώσει μέχρι τις 12:00, θα του έκοβαν τα δάχτυλα μέχρι να τους τα δώσει. Τελικά ο παραπονούμενος, με οδηγό του αυτοκινήτου τον εφεσείοντα 2 και συνοδηγό ένα εκ των τριων Κυπρίων, μεταφέρθηκε στο μηχανουργείο μεταλλικών κατασκευών που διατηρεί ο εφεσείων 1 στην Κοκκινοτριμιθιά, όπου κρατήθηκε μεταξύ της 23.11.2005 και της 25.11.2005. Εκεί κτυπήθηκε από τους εφεσείοντες με τα χέρια τους και με ξύλα, με αποτέλεσμα να υποστεί διάφορα τραύματα και εκχυμώσεις στο πρόσωπο, στα χέρια, στο γόνατο και σε διάφορα άλλα μέρη του ποδιού.
Στις 24.11.2005 οι εφεσείοντες υπέβαλαν τον παραπονούμενο σε διάφορα βασανιστήρια. Μεταξύ των βασανιστηρίων αυτών ήσαν το ανάποδο κρέμασμά του με αλυσίδα για 25 - 30 λεπτά περίπου, το άναμμα φωτιάς στο πάτωμα σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτόν μετά που είχαν περιλούσει τα ρούχα του με πετρέλαιο, ώστε ο παραπονούμενος να φοβάται και να κλαίει, η τηλεφωνική επικοινωνία με την οικογένειά του στην Μπαγκλαντές, ώστε να τον ακούσουν οι δικοί του που έκλαιγε, το φύσημα αέρα στα αυτιά και στη μύτη του με ένα εργαλείο, το κούρεμα του σε ακανόνιστο σχήμα και η απειλή εναντίον του ότι θα τον σκότωναν κρατώντας δύο όπλα.
Οι εφεσείοντες, με τις παρούσες εφέσεις, αμφισβητούν την ορθότητα της καταδίκης τους. Και οι δύο, ουσιαστικά αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και, συνακόλουθα, τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι καλά νομολογημένο ότι διάδικος, ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα αξιοπιστίας, θα πρέπει να ικανοποιήσει το Εφετείο για το εσφαλμένο τους με πολύ πειστικά επιχειρήματα. Αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
2. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν να ικανοποιήσουν το Εφετείο ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές.
3. Τα προβληθέντα σε σχέση με το καθεστώς της εδώ παραμονής του παραπονούμενου, όπως ορθά κρίθηκε, ήταν χωρίς σημασία, αφού η καταγγελία των αδικημάτων έγινε πολύ πριν την απόρριψη της αίτησης για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Σ' ό,τι αφορά τα τραύματα που ο παραπονούμενος έφερε, είναι γεγονός ότι ο ιατροδικαστής δεν απέκλεισε κάποια από αυτά να μπορούσαν να προκληθούν από τον ίδιο. Από τη στιγμή, όμως, που οι κακώσεις στην περιοχή του ματιού αποκλείστηκε ότι μπορούσαν να προκληθούν από τον ίδιο, σε συνδυασμό με το ότι οι υπόλοιπες κακώσεις ήταν δυνατό να προκληθούν από κτυπήματα, η εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο παραπονούμενος αυτοτραυματίστηκε, δεν ευσταθεί.
4. Τα περί λανθασμένης αξιολόγησης των ανώμοτων δηλώσεων των εφεσειόντων και του άλλοθι που πρόβαλε ο εφεσείων 1, επίσης δεν ευσταθούν. Η μαρτυρία που υπήρχε δεν απέκλειε τη δυνατότητα διάπραξης των αδικημάτων.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Sakellarides v. Papa Savva a.o. (1966) 1 C.L.R. 259,
Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,
Fereos Ltd v. Martin Bros Tobacco Co. Inc. (1997) 1 Α.Α.Δ. 378,
Χαραλαμπίδου ν. Λοΐζου (2000) 1 Α.Α.Δ. 882.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 17450/06), ημερομηνίας 22/5/08.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. Αρ. 98/2008.
Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. Αρ. 99/2008.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορίες κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, (Ν. 235/1990), (όπως τροποποιήθηκε). Tους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι μηνών και δυόμισι ετών. Συγκεκριμένα, και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες της άδικης απόκρυψης ή περιορισμού απαχθέντος, της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης - (Άρθρα 247, 252, 243, 29 και 20 του Κεφ. 154), της υποβολής σε βασανιστήρια και της σκληρής απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης - (Άρθρα 2, 3(1)(α), 4, Άρθρο 1 της Σύμβασης (Μέρος ΙΙ), Άρθρο 5(1)(β) και (3), Άρθρο 16 της Σύμβασης (Μέρος ΙΙ) του Ν. 235/1990 και Άρθρο 20 του Κεφ. 154). Ο εφεσείων 2 κρίθηκε, επίσης, ένοχος στην κατηγορία της απαγωγής προσώπου, με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του - (Άρθρα 247, 250, 20 και 29 του Κεφ. 154).
Οι εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν σε ακόμα δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και που αφορούσαν σε οπλοφορία προς διέγερση τρόμου και απαίτηση περιουσίας με απειλές ή βία με σκοπό την κλοπή. Ο εφεσείων 2 απαλλάχθηκε, επίσης, από την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της απαγωγής προσώπου, με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του, στην οποία, όμως, καταδικάστηκε.
Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής για απόδειξη της υπόθεσής της συνίστατο στη μαρτυρία του παραπονουμένου Swowkot Abdul Mannan - Μ.Κ.4, των αστυνομικών που έλαβαν μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης - Μ.Κ.1, 2 και 3, του ιατροδικαστή Ν. Χαραλάμπους - Μ.Κ.5, που εξέτασε τον παραπονούμενο και της υπεύθυνης Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Χημείο του Κράτους Κ. Κονάρη - Μ.Κ.6, που εξέτασε διάφορα τεκμήρια. Κατά τη δίκη, οι συνήγοροι προέβηκαν σε δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων, κατατέθηκαν δε, εκ συμφώνου, διάφορα έγγραφα και καταθέσεις, οι οποίες λήφθηκαν από την Αστυνομία από πρόσωπα τα οποία δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες στη δίκη.
Οι εφεσείοντες, μετά που κλήθηκαν σε απολογία, προέβηκαν σε ανώμοτες δηλώσεις και ο εφεσείων 1 κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισής του, το Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών - Κ. Θεμιστοκλέους - (Μ.Υ.1).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που εξηγεί στην απόφασή του και στους οποίους θα αναφερθούμε κατά την εξέταση των λόγων έφεσης, έκρινε τους μάρτυρες της εφεσίβλητης αξιόπιστους, όπως και το μάρτυρα του εφεσείοντα 1 - Μ.Υ.1. Σε σχέση με τρεις καταθέσεις στην Αστυνομία - (Τεκμήρια 74, 75 και 76) - αφορούσαν το άλλοθι του εφεσείοντα 1 - κατέληξε ότι αυτές:-
«..., δεν κλονίζουν τη μαρτυρία του παραπονουμένου και προπάντων δεν την αποκλείουν διά το χρονικό διάστημα των 3 ημερών από 23.11.2005 μέχρι την 25.11.2005.»
Για τις ανώμοτες δηλώσεις των εφεσειόντων, όπου αυτοί δήλωναν ότι είναι αθώοι, και τις καταθέσεις τους, ανέφερε ότι:-
«... οι Κατηγορούμενοι δεν έθεσαν οποιαδήποτε ουσιαστική εκδοχή διά να πρέπει να ασχοληθεί το Δικαστήριο με αυτήν. Ούτε και οι ανακριτικές καταθέσεις των Κατηγορουμένων περιέχουν οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο χρήζει αξιολόγησης από το Δικαστήριο.
Δέχομαι από την κατάθεση του Κατηγορουμένου 1 (Τεκμήριο 47) ότι αυτοεργοδοτείται και ασχολείται με μεταλλικές κατασκευές και διατηρεί εργαστήριο στο δρόμο Κοκκινοτριμιθιάς Ακακίου πριν τις Δασικές Βιομηχανίες.»
Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη του τα παραδεκτά γεγονότα και το περιεχόμενο διαφόρων εγγράφων που παρουσιάστηκαν, προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα:-
Ο παραπονούμενος, ο οποίος κατάγεται από την Μπαγκλαντές, εργαζόταν στην Πάφο και διέμενε μαζί με τον αδελφό του Hossain Mohammad Farug στην Πέγεια. Γύρω στις 03:00 της 23/11/2005 ξύπνησε από την παρουσία στο δωμάτιο όπου κοιμόταν με τον αδερφό του τριών προσώπων, τα οποία, αφού τον άρπαξαν, κάλυψαν το πρόσωπό του με κουβέρτα και τον οδήγησαν με βία έξω από το σπίτι, όπου βρίσκονταν ακόμη δύο πρόσωπα. Όλοι του ήταν άγνωστοι. Από αυτούς, τρεις ήταν Κύπριοι και δύο συμπατριώτες του, ο Hami και ο Mannan. Αμέσως τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και, μετά από ταξίδι μιας ώρας, περίπου, σταμάτησαν, οπότε δύο από τους απαγωγείς του, ένας Κύπριος και ένας συμπατριώτης του, επιβιβάστηκαν σε άλλο όχημα, το οποίο τους ακολουθούσε. Σε λίγο σταμάτησαν σε ένα χωράφι με ελιές, τον κατέβασαν από το αυτοκίνητο, τον γύμνωσαν και τον έδεσαν σε μια ελιά. Ο οδηγός του οχήματος που τον μετέφερε του είπε ότι θα τον κρατούσαν αιχμάλωτο μέχρι να τους δώσει ο αδελφός του τα χρήματα και ότι, αν δεν τους τα δώσει μέχρι τις 12:00, θα του έκοβαν τα δάχτυλα μέχρι να τους τα δώσει. Ακολούθως, αφού ντύθηκε, ξεκίνησαν με το όχημα, για να σταματήσουν για τρίτη φορά, οπότε ο Mannan και ο Κύπριος οδηγός του αυτοκινήτου έφυγαν. Οδηγός του αυτοκινήτου ανέλαβε ο εφεσείων 2 με συνοδηγό τον άλλον Κύπριο, μέχρι που έφτασαν στο μηχανουργείο μεταλλικών κατασκευών που διατηρεί ο εφεσείων 1 στην Κοκκινοτριμιθιά και τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο.
Ο παραπονούμενος, μεταξύ της 23/11/2005 και 25/11/2005, που κρατήθηκε στο πιο πάνω μηχανουργείο, σε άγνωστους χρόνους, κτυπήθηκε από τους εφεσείοντες με τα χέρια τους και με ξύλα. Από τα κτυπήματα υπέστη διάφορα τραύματα, όπως εκχύμωση στην οπίσθια επιφάνεια του αριστερού αυτιού, εκχύμωση στην κογχική χώρα του αριστερού ματιού, εκχύμωση μετά εκδορών στο κάτω χείλος, μικροεκδορές στην παλάμη του δεξιού χεριού, εξοίδηση στην περιοχή του αντίχειρα του αριστερού χεριού, εκδορά στην πρόσθια καρπική χώρα του αριστερού χεριού, εκχύμωση στη δεξιά βουβωνική χώρα, εκδορά διαμέτρου 1 εκ. στην πρόσθια χώρα του γόνατος του δεξιού ποδιού, γραμμοειδή εκδορά 5 εκ. επί 0.2 εκ. στην πρόσθια χώρα του γόνατος του δεξιού ποδιού, εξοίδηση στη ραχιαία χώρα του δεξιού ποδιού, δύο μικρές εκδορές στη ραχιαία χώρα του δεξιού ποδιού, εκχύμωση στη ραχιαία χώρα του αριστερού ποδιού.
Οι εφεσείοντες, στις 24/11/2005, στο μέρος όπου κρατούσαν τον παραπονούμενο, αφού έδεσαν τα πόδια του με πλαστικό σχοινί, τον κρέμασαν ανάποδα με αλυσίδα, για 25 - 30 λεπτά, περίπου. Ο εφεσείων 1, στην παρουσία του εφεσείοντα 2, περιέλουσε τα ρούχα του παραπονουμένου με πετρέλαιο, έριξε πετρέλαιο στο πάτωμα και το άναψε, έτσι ώστε η φωτιά ήταν σε απόσταση από κοντά του 2½-3 πόδια. Ο παραπονούμενος φοβόταν και έκλαιγε. Οι εφεσείοντες τηλεφώνησαν στην οικογένειά του στην Μπαγκλαντές - (ο παραπονούμενος τους είχε δώσει τον αριθμό τηλεφώνου) - για να τον ακούσουν οι δικοί του που έκλαιγε. Ο εφεσείων 1, με ένα εργαλείο, φύσηξε αέρα στα αυτιά και στη μύτη του, ενώ ο εφεσείων 2, στην παρουσία του εφεσείοντα 1, κούρεψε τα μαλλιά του με μηχανή. Ο παραπονούμενος, όπως διαπίστωσε ο Μ.Κ.5 ήταν κουρεμένος σε ακανόνιστο σχήμα. Επίσης, οι εφεσείοντες, κρατώντας δύο όπλα, που προσομοίαζαν με το κυνηγετικό όπλο ΔΟΚΟ, μάρκας Baikal Αρ. HO6932 - (Τεκμήριο 24) - και το στρατιωτικό αυτόματο τυφέκιο G3A3 Αρ. 7028006 - (Τεκμήριο 25), τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν. Στο χώρο όπου ο παραπονούμενος κρατήθηκε, βρέθηκαν τρίχες, οι οποίες ταυτίστηκαν γενετικά μαζί του. Στις 25/11/2005, οι εφεσείοντες, αφού του πέρασαν στα χέρια χειροπέδες, τις στερέωσαν σε ένα τραπέζι και σε μια μεταλλική κατασκευή, τον άφησαν στο μηχανουργείο και έφυγαν. Ο παραπονούμενος κατόρθωσε να σπάσει τις χειροπέδες και να διαφύγει από ένα στρογγυλό άνοιγμα στον τοίχο του δωματίου όπου κρατείτο. Αφού έτρεξε για 15 λεπτά, έφτασε στο εργοστάσιο των Δασικών Βιομηχανιών, όπου συνάντησε τον υπάλληλο Σπύρο Λουκά και ζήτησε βοήθεια. Ήταν ξυπόλητος, φαινόταν εξαντλημένος, ήταν παράξενα κουρεμένος και στο δεξί του χέρι υπήρχε δεμένο το ένα μέρος χειροπέδης. Μεταφέρθηκε στο Τ.Α.Ε. Λευκωσίας από τον υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού Κοκκινοτριμιθιάς Π. Ορφανού, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από εργάτες των Δασικών Βιομηχανιών. Ο παραπονούμενος ήρθε στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχομένων περιοχών, και στις 28/9/2004, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, η οποία στις 30/6/2006 απερρίφθη. Η επιστολή απόρριψής της παρεδόθη στο συγκάτοικό του. Έκτοτε ο παραπονούμενος διέμενε παράνομα στην Κύπρο.
Το Δικαστήριο αξιολόγησε ως εξ ακοής μαρτυρία τις καταθέσεις του αδελφού του παραπονουμένου - Τεκμήριο 32 - και του εργοδότη του - Τεκμήριο 44 - οι οποίοι δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες, και τις απέρριψε, όπως απέρριψε και τη θέση του παραπονουμένου ότι ο εφεσείων 2 και ο Hami, για να τον ελευθερώσουν, ζητούσαν από τον αδελφό του ποσό $60.000,00, αφού ο ίδιος δεν είχε προσωπική γνώση για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή του κάθε αδικήματος, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους στις κατηγορίες στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί. Το αδίκημα της απαγωγής με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του παραπονουμένου, που αντιμετώπιζε ο εφεσείων 2, κατέληξε ότι συντελέστηκε, επειδή μετά την απαγωγή, όταν το αυτοκίνητο που μετέφερε τον παραπονούμενο σταμάτησε, αυτός ανέλαβε ως οδηγός του μέχρι το μηχανουργείο του εφεσείοντα 1, όπου κρατήθηκε ο παραπονούμενος.
Σε σχέση με τη γνώση που απαιτείται για την κατηγορία της άδικης απόκρυψης ή περιορισμού, αυτή, σημείωσε, προκύπτει μέσα από το σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης. Ειδικότερα, η γνώση του εφεσείοντα 2 συνάγεται από τη συμμετοχή του στη διάπραξη του αδικήματος της απαγωγής. Ανάλογα ήταν και τα ευρήματά του για τα υπόλοιπα αδικήματα.
Οι εφεσείοντες, με χωριστές εφέσεις, οι οποίες, όμως, ακούστηκαν μαζί, λόγω της συνάφειάς τους, αμφισβητούν την ορθότητα της καταδίκης τους. Εφέσεις που ασκήθηκαν εναντίον της ποινής αποσύρθηκαν και, έτσι, δε θα μας απασχολήσουν. Τόσο ο εφεσείων 1 όσο και ο εφεσείων 2, ουσιαστικά, αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και, συνακόλουθα, τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων 1, με οκτώ λόγους έφεσης που διατυπώνει, χαρακτηρίζει την αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και, ειδικότερα, αυτής του παραπονουμένου λανθασμένη. Οι ουσιώδεις αντιφάσεις που υπάρχουν, ισχυρίζεται, αφαιρούν από την ποιότητά της και την καθιστούν μη πειστική. Προς υποστήριξη της θέσης του, μας παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στα πιο κάτω:-
Ενώ, υπέβαλε, ο παραπονούμενος στην κατάθεσή του στην Αστυνομία - Τεκμήριο 63 - ανέφερε, μεταξύ των απαγωγέων του, και το συνεργάτη του αδελφού του Hami, δεν έκαμε εναντίον του καταγγελία, ούτε ακόμη όταν τον συνάντησε στον Αστυνομικό Σταθμό, όπου είχε μεταφερθεί, μετά, που, όπως ισχυρίζεται, διέφυγε από τον περιορισμό του. Ο αδελφός του, ο οποίος την ώρα της απαγωγής βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, κατά περίεργο τρόπο δεν κατάγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία, γεγονός, ισχυρίστηκε, που δημιουργεί ερωτηματικά και πλήττει το αξιόπιστο της μαρτυρίας του, η οποία πλήττεται και από το ότι, ενώ, αρχικά, ο ίδιος κατονόμασε τον εφεσείοντα 1 ως έναν από τους απαγωγείς του, αντεξεταζόμενος στο Δικαστήριο, το ανέτρεψε, λέγοντας ότι αυτός δεν τον είχε απαγάγει. Η αναγνώριση, επίσης, του εφεσείοντα 1, υπό τις συνθήκες που αυτή έγινε - υποδείχθηκε στην Αστυνομία από τον παραπονούμενο, ενώ βρισκόταν μόνος στο μηχανουργείο του - δεν απασχόλησε το Δικαστήριο, όπως δεν το απασχόλησε το καθεστώς υπό το οποίο ο παραπονούμενος βρισκόταν στην Κύπρο - αιτητής πολιτικού ασύλου - και η επιθυμία του να παραμείνει όσο το δυνατό περισσότερο στη Δημοκρατία. Τέλος, η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα 1, όπως και το άλλοθι που αυτός πρόβαλε δεν εξετάστηκαν με τον ορθό τρόπο.
Με ανάλογο περιεχόμενο είναι και οι λόγοι έφεσης του εφεσείοντα 2, ο οποίος επεσήμανε τα πιο κάτω από τη μαρτυρία:-
(α) Την αντίφαση στα ποσά, τα οποία ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν απαιτήσει για να τον ελευθερώσουν - άλλοτε έλεγε $60.000,00 και άλλοτε £2.000,00.
(β) Την άρνηση του παραπονουμένου να απαντήσει εάν το αίτημά του για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα απορρίφθηκε και πότε.
(γ) Την παράλειψη του αδελφού του παραπονουμένου, για όσο διάστημα αυτός κρατείτο παράνομα, να καταγγείλει την απαγωγή, σε συνδυασμό με την άρνησή του ότι, κατά το χρόνο της παράνομης κράτησής του, επικοινώνησε με τον αδελφό του, καίτοι ο τελευταίος βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό όπου μεταφέρθηκε μετά τη διαφυγή του, για να του δώσει ρούχα και παπούτσια.
(δ) Την αναφορά του παραπονουμένου ότι οι εφεσείοντες έβαλαν φωτιά στα ρούχα του σε σημείο που απείχε 2½ - 3 πόδια από το σημείο που τον είχαν κρεμάσει, σε συνδυασμό με την απουσία εγκαυμάτων στο σώμα του.
(ε) Την αναφορά του παραπονουμένου ότι τον περιέλουσαν πετρέλαιο, ενώ στα ρούχα του δεν ανιχνεύθηκε κάτι τέτοιο.
(στ) Την απουσία μαρτυρίας ότι τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι του εφεσείοντα 1 ήταν τα όπλα με τα οποία ο παραπονούμενος απειλήθηκε.
(ζ) Το είδος των τραυμάτων που διαπίστωσε ο Μ.Κ.5 και την αναφορά του ότι αυτά μπορούσαν να προκληθούν και από τον ίδιο τον παραπονούμενο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η σοβαρότητά τους δε συνάδει με τον τρόπο και το βαθμό της βίας που αυτός περιέγραψε ότι ασκήθηκε εναντίον του.
Θα εξετάσουμε τους λόγους και των δύο εφέσεων μαζί, αφού, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με αυτούς προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.
Είναι καλά νομολογημένο ότι διάδικος, ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα αξιοπιστίας, θα πρέπει να ικανοποιήσει το Εφετείο για το εσφαλμένο τους με πολύ πειστικά επιχειρήματα - (βλ. Avghi Lambroklis Sakellarides v. Leondios Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, σελ. 261-262· Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, στη σελ. 998· Fereos Ltd ν. Martin Bros Tobacco Co. Inc. (1997) 1 Α.Α.Δ. 378 και Χαραλαμπίδου ν. Λοΐζου (2000) 1 Α.Α.Δ. 882, σελ. 889). Αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία και τις εισηγήσεις των εφεσειόντων. Δε διαπιστώνουμε αυτοί να έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν να ικανοποιήσουν το Εφετείο ότι οι διαπιστώσεις πρωτόδικα δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές. Όλα όσα οι συνήγοροι υπέδειξαν ως αντιφάσεις και παραδοξότητες στη μαρτυρία του παραπονουμένου δεν είναι παρά αναμενόμενες μικροδιαφορές στην περιγραφή γεγονότων του είδους της παρούσας υπόθεσης μεταξύ της πρώτης αφήγησης και επεξηγήσεων στο Δικαστήριο μετά από παρατεταμένη αντεξέταση. Τα περί μη καταγγελίας του Hami στην Αστυνομία ως έναν από τους απαγωγείς του παραπονουμένου και πάλι δεν επιδρούν στην αξιοπιστία του. Ο παραπονούμενος περιέγραψε, από την πρώτη στιγμή, όλα όσα του είχαν συμβεί και αυτά ερευνήθηκαν από την Αστυνομία. Οι Μ.Κ.1 και 2, οι οποίοι ανέλαβαν τη διερεύνηση της υπόθεσης, δεν ρωτήθηκαν γιατί δεν προχώρησαν και εναντίον του Hami, το όνομα του οποίου, εν πάση περιπτώσει, όπως και το όνομα του εφεσείοντα 2, ο παραπονούμενος έμαθε από τις συνομιλίες που είχαν μεταξύ τους οι απαγωγείς του. Δεν τους γνώριζε προηγουμένως, όπως, βέβαια, δε γνώριζε τον εφεσείοντα 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο παρακολούθησε τον παραπονούμενο, τον χαρακτήρισε φιλαλήθη, σταθερό στη θέση του και χωρίς ουσιώδεις και καίριες αντιφάσεις στη μαρτυρία του. Ασχολήθηκε με όλα όσα οι συνήγοροι των εφεσειόντων μας υπέδειξαν, προτού καταλήξει ότι αυτά δεν επιδρούν στην αξιοπιστία του μάρτυρα και οι λόγοι που έδωσε για κάθε ένα από αυτά είναι καθ' όλα εύλογοι και πειστικοί. Οι αναφορές του παραπονουμένου σε πετρέλαιο, ενώ στη σκηνή ανιχνεύθηκε βενζίνη, όπως και ότι τον περιέλουσαν με πετρέλαιο, ενώ κάτι τέτοιο δεν εντοπίστηκε στα ρούχα του, εξηγήθηκαν επιστημονικά από τη Μ.Κ.6, έτσι ώστε αυτές δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία του. Το γεγονός ότι στο μέρος όπου κρατήθηκε ο παραπονούμενος εντοπίστηκαν μαλλιά, τα οποία ταυτίστηκαν επιστημονικά με τα μαλλιά του, και το γεγονός ότι ανιχνεύθηκε βενζίνη ενισχύουν τη μαρτυρία του, παρά να την κλονίζουν. Ούτε η παράλειψη του αδελφού του παραπονουμένου να καταγγείλει την απαγωγή, ανεξάρτητα από τον ισχυρισμό που ο ίδιος πρόβαλε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία ότι δεχόταν απειλές και φοβόταν - αφού αυτή δεν έγινε δεκτή ως μαρτυρία - επηρεάζει την αξιοπιστία του παραπονουμένου, η οποία υποστηρίζεται από πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων τα ανευρεθέντα στο μέρος όπου αυτός κρατήθηκε και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν όταν αναζήτησε βοήθεια. Το γεγονός ότι ο αδελφός του βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό, καίτοι ο ίδιος έλεγε ότι δε μίλησαν στο τηλέφωνο, επίσης, δε δημιουργεί ρήγμα στην αξιοπιστία του, από τη στιγμή που δεν αποκλείστηκε η πιθανότητα αυτός να ειδοποιήθηκε από μέλος της Αστυνομίας μετά που άρχισε η διερεύνηση της υπόθεσης. Τα προβληθέντα σε σχέση με το καθεστώς της εδώ παραμονής του, όπως ορθά κρίθηκε, ήταν χωρίς σημασία, αφού η καταγγελία των αδικημάτων έγινε πολύ πριν την απόρριψη της αίτησης για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Σ' ό,τι αφορά τα τραύματα που ο παραπονούμενος έφερε, είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 δεν απέκλεισε κάποια από αυτά να μπορούσαν να προκληθούν από τον ίδιο. Από τη στιγμή, όμως, που οι κακώσεις στην περιοχή του ματιού αποκλείστηκε ότι μπορούσαν να προκληθούν από τον ίδιο, σε συνδυασμό με το ότι οι υπόλοιπες κακώσεις ήταν δυνατό να προκληθούν από κτυπήματα, η εισήγηση των εφεσειόντων σε σχέση με αυτά δεν οδηγεί πουθενά.
Η έλλειψη επιστημονικής μαρτυρίας σε σχέση με τα όπλα, επίσης δε βοηθά τους εφεσείοντες. Ο παραπονούμενος, από την πρώτη στιγμή, ανέφερε στην Αστυνομία ότι οι εφεσείοντες τον απειλούσαν με όπλα, τα οποία, στη συνέχεια, σε συμπληρωματικές καταθέσεις του, περιέγραψε. Η περιγραφή τους οδήγησε στην ανεύρεση δύο όπλων, τα οποία προσομοιάζουν με τα όπλα που ο ίδιος περιέγραψε. Αυτό ενισχύει την αξιοπιστία του, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν επηρεάζεται ούτε από την αναφορά του, στη ρύμη του λόγου του, ότι φοβόταν και έκλαιγε, όταν οι εφεσείοντες τον κρέμασαν, επειδή έβαλαν φωτιά πάνω του, ενώ δε διαπιστώθηκαν εγκαύματα στο σώμα του. Δεν υπάρχει μαρτυρία και ούτε ο παραπονούμενος αντεξετάστηκε ως προς το χρόνο που οι εφεσείοντες περιέλουσαν τα ρούχα του με βενζίνη, δηλαδή εάν ήταν ταυτόχρονα με το άναμμα της φωτιάς στο σημείο όπου τον κρέμασαν, για να μπορεί να έχει σημασία η εισήγηση των εφεσειόντων.
Τα περί λανθασμένης αξιολόγησης των ανώμοτων δηλώσεών τους και του άλλοθι που πρόβαλε ο εφεσείων 1, επίσης δεν ευσταθούν. Η μαρτυρία που υπήρχε δεν απέκλειε τη δυνατότητα διάπραξης των αδικημάτων. Η συνάντηση του εφεσείοντα 1 με τα πρόσωπα που έδωσαν κατάθεση στην Αστυνομία για το άλλοθί του αφορούσε σε διάστημα που δεν απέκλειε τη διάπραξη όσων ο παραπονούμενος περιέγραψε ότι υπέστη κατά τη διάρκεια της περιόδου των τριών ημερών που παράνομα κρατήθηκε.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί από τους εφεσείοντες οτιδήποτε, που να δικαιολογεί επέμβασή μας στην καταδίκη.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.