ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 397
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 207/2008, 208/2008 και 209/2008)
16 Ιουλίου 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2008)
(σχ. με 208/2008 και 209/2008)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΧΤΑΡ,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 208/2008)
(σχ. με 207/2008 και 209/2008)
ΗΛΙΑΣ ΑΧΤΑΡ,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 209/2008)
(σχ. με 207/2008 και 208/2008)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΧΤΑΡ,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------------------
Μ. Παναγιώτου με Κρ. Τορναρίτη και Α. Χριστοδούλου,
για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χατζηαθανασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
---------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 3.8.07, οι Ανδρέας Καρρά, Σόλων Μητροφάνους, Χαράλαμπος Κλεοβούλου, Θανάσης Κωνσταντίνου και δύο άλλοι αστυνομικοί, εφοδιασμένοι με εντάλματα έρευνας που αφορούσαν τους εφεσείοντες Γιώργο και Ηλία Αχτάρ, επισκέφθηκαν την οικία τους στη Λεμεσό γύρω στις 18.30 ώρα, βρίσκοντας δε την πόρτα στο ισόγειο μισάνοικτη ανέβησαν στον πρώτο όροφο, εφόσον δεν υπήρξε ανταπόκριση όταν φώναξαν «αστυνομία». Στον πρώτο όροφο, η πόρτα ήταν ανοικτή και αντιλαμβανόμενοι τον Ανδρέα Αχτάρ, πατέρα των προαναφερθέντων, να κάθεται στο καθιστικό του υποδείχθηκε το ένταλμα έρευνας από τον Καρρά, καθώς και η αστυνομική του ταυτότητα, αλλά κατά τη διάρκεια της προσπάθειας να του εξηγηθούν οι λόγοι της έρευνας, αυτός αντέδρασε σπρώχνοντας τον Καρρά, φωνάζοντας προς όλους να εξέλθουν από το σπίτι. Οι αστυνομικοί Μητροφάνους και Κλεοβούλου βλέποντας την αντίδραση αυτή ανέφεραν στον Ανδρέα ότι ήταν υπό σύλληψη για επίθεση εναντίον αστυνομικού, του τοποθέτησαν δε χειροπέδες. Ενώ αυτό λάμβανε χώραν, εισήλθαν στο δωμάτιο ο Γιώργος και ο Ηλίας, ο τελευταίος γρονθοκόπησε στο πρόσωπο τον Καρρά, στην προσπάθεια δε των Μητροφάνους και Κλεοβούλου να τον ανακόψουν, ο Ηλίας κτύπησε και τον Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια, ο Γιώργος και ο Ανδρέας επιτέθηκαν στους Μητροφάνους και Κλεοβούλου, ενώ οι Γιώργος και Ηλίας με την πρόταξη σπαθιών ανάγκασαν τα τέσσερα αστυνομικά όργανα να υποχωρήσουν. Ο δε Γιώργος κρατώντας εκφοβιστικά ένα σπαθί, ανάγκασε τον Μητροφάνους να αφαιρέσει τις χειροπέδες από τον πατέρα του, τον Ανδρέα.
Από το όλο επεισόδιο οι παραπονούμενοι, σύμφωνα με τα παραδεκτά ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου γεγονότα, υπέστησαν τα εξής τραύματα: ο Καρρά υπέστη κάταγμα της 2ης πλευράς αριστερά, μεγάλο αιμάτωμα κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού που έκλεινε σχεδόν το μάτι, ευμεγέθες οίδημα-αιμάτωμα του δεξιού κροταφικού, θλαστικό τραύμα αριστερού άνου χείλους στο οποίο έγινε συρραφή, μικροεκδορές έσω πλευράς άνω χείλους και ρινός, με ερυθρότητα δέρματος της αριστεράς πηχειοκαρπικής. Υπήρχε επίσης μεγάλο οίδημα μαλακών μορίων ιστών στο ύψος του προσώπου. Ο Κλεοβούλου παρουσίασε ερυθρότητα στο θώρακα, εκδορά και απώλεια δέρματος στο κάτω άκρο, κάτω από το γόνατο. Επίσης παρουσίαζε επώδυνη κοιλία με υγρό στην κοιλιακή χώρα. Ο Μητροφάνους διαπιστώθηκε με οίδημα στην αριστερή κάτω γνάθο, αιμάτωμα στο άνω χείλος, άλγος στην αριστερή κνήμη και ερυθρότητα στην πρόσθια επιφάνεια. Ο Κωνσταντίνου υπέστη τους σοβαρότερους τραυματισμούς με σοβαρής μορφής αστάθεια του αριστερού αγκώνα με πλήρη ρήξη των έσω πλαγίων συνδέσμων και της έσω πλευράς του θύλακα του αριστερού αγκώνα. Χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση για σταθεροποίηση του αγκώνα.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στο οποίο κατηγορήθηκαν τόσο ο Ανδρέας, ο Γιώργος και ο Ηλίας, όσο και η σύζυγος του Ανδρέα, Λευκή και ο νεώτερος της οικογένειας Αχτάρ, Αλέξανδρος, με 55 συνολικά κατηγορίες, που δεν αφορούσαν όλες, βέβαια, όλους τους κατηγορούμενους. Οι 15 πρώτες κατηγορίες αφορούσαν τον Γιώργο, οι επόμενες 15 τον Ηλία, ενώ οι επόμενες 12 στη σειρά, τον Ανδρέα. Η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μακρά, με ενδιάμεση δε απόφαση του στις 29.8.08, το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε την τότε κατηγορούμενη 4, Λευκή Αχτάρ, από τις εναντίον της υπ΄ αρ. 31, 34 και 35, κατηγορίες, αθώωσε και απάλλαξε δε και τον πέμπτο κατηγορούμενο Αλέξανδρο Αχτάρ από τις κατηγορίες 37, 40 και 55, που τον αφορούσαν. Απορρίφθηκε επίσης η κατηγορία αρ. 18 εναντίον του Ηλία Αχτάρ. Ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες, οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν σε απολογία στις αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο καθένας, οι οποίοι και επέλεξαν όπως προβούν ο καθένας χωριστά σε ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορούμενου.
Μέσα απ΄ αυτές, πρόβαλε η κοινή θέση ότι για το όλο συμβάν ευθύνονταν τα αστυνομικά όργανα, τα οποία με πολιτική περιβολή παράνομα εισήλθαν στην οικία Αχτάρ, επιτιθέμενοι δε πρώτοι στον Αντρέα και περνώντας του χειροπέδες. Βλέποντας αυτά ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε έντρομος, στην παρουσία και της μητέρας του Λευκής, στον αδελφό του Ηλία, που μαζί με τον Γιώργο, ήταν στην εργασία τους. Οι αδελφοί Ηλίας και Γιώργος κινητοποιήθηκαν τάχιστα, φθάνοντας δε στο ανώγειο της οικίας τους, άκουσαν φωνές, αντικείμενα να σπάζουν, εισερχόμενοι δε στο δωμάτιο, είδαν 5-6 άνδρες με πολιτικά, που δεν είχαν αντιληφθεί ότι πρόκειτο για αστυνομικούς, να είχαν καθηλώσει τον πατέρα τους στην πολυθρόνα, κτυπώντας τον βίαια. Στη συναισθηματική φόρτιση που τους κατέβαλε και ενώ απλά φώναξαν προς τους άγνωστους να αφήσουν τον πατέρα τους, δέχθηκαν και εκείνοι επίθεση, με τον Ηλία να γίνεται δέκτης γροθιάς από τον Καρρά, με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν όσα έγιναν. Στη συμπλοκή, λόγω του υπέρτερου αριθμού των αγνώστων, ο Γιώργος πήρε ένα σπαθί σουβενίρ από τον τοίχο για να τους τρέψει σε φυγή και όχι με σκοπό να τους τραυματίσει. Το ίδιο έπραξε στη συνέχεια και ο Ηλίας, καταφέρνοντας πράγματι να διώξουν τους αγνώστους. Προτάσσοντας το σπαθί, ο Γιώργος, ανάγκασε τον ένα να αφαιρέσει τις χειροπέδες από τον πατέρα του ο οποίος αιμορραγούσε και ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αντιλαμβανόμενοι στην πορεία ότι οι άγνωστοι ήταν αστυνομικοί και σε κάποια φάση κάλεσαν ενισχύσεις, τράπηκαν οι δύο τους, Γιώργος και Ηλίας, σε φυγή φοβούμενοι τα χειρότερα για τη ζωή τους, έχοντας κτυπηθεί και οι ίδιοι, γεμάτοι μώλωπες παντού. Ως απεκάλυψε η μαρτυρία του Λοχία 32 Χαράλαμπου Χαραλάμπους, Μ.Κ. 3, οι Γιώργος και Ηλίας συνελήφθησαν εντός σκάφους των Κυπριακών Αερογραμμών στις 26.5.08, με την εκτέλεση ενταλμάτων σύλληψης, μετά την παράδοση τους στον Λοχία και την ομάδα του, αφού εναντίον τους είχαν προηγουμένως εκδοθεί Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης, οι δε καταζητούμενοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού.
Στο τέλος της ημέρας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ενόχους τους τέσσερεις από τους πέντε ενώπιον του κατηγορούμενους, ως εξής: Στις κατηγορίες 3, 5, 7, 8, 9 και 10, τον Γιώργο Αχτάρ, αθωώνοντας τον και απαλλάσσοντας τον ταυτόχρονα από τις κατηγορίες 1, 2, 4, 6, 11, 42, 43, 44 και 45. Στις κατηγορίες 13, 14, 15, 16, 17, 21, 46, 47, 48 και 49, τον Ηλία Αχτάρ, αθωώνοντας και απαλλάσσοντας τον ταυτόχρονα από τις κατηγορίες 12, 19 και 22. Στις κατηγορίες 24, 25, 27, 28, 29 και 30, τον Ανδρέα Αχτάρ, με ταυτόχρονη αθώωση και απαλλαγή του από τις κατηγορίες 23, 26, 50, 51, 52 και 53. Έκρινε επίσης ένοχο στις κατηγορίες 38 και 41, τον Αλέξανδρο Αχτάρ αθωώνοντας τον και απαλλάσσοντας τον από την κατηγορία 39. Τη Λευκή Αχτάρ, το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε και στις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε υπ΄ αρ. 32, 33, 35 και 36, με αποτέλεσμα την πλήρη απαλλαγή της από το κατηγορητήριο.
Αφού στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τα όσα είχαν λεχθεί προς μετριασμό της ποινής και έλαβε υπόψη και τις αντίστοιχες εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, καταδίκασε τον Γιώργο Αχτάρ σε διάφορες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με υψηλότερη εκείνη των 3½ χρόνων στην τρίτη κατηγορία. Επέβαλε επίσης διάφορες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στον Ηλία Αχτάρ, με αυστηρότερη εκείνη των 4½ χρόνων στην 46η κατηγορία, αποφεύγοντας να ενεργοποιήσει προηγούμενη ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί με αναστολή, έχοντας υπόψη ότι το αδίκημα στο οποίο είχε καταδικαστεί δεν σχετιζόταν με τα αδικήματα της υπό κρίση υπόθεσης. Στον Ανδρέα Αχτάρ, η υψηλότερη ποινή των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν ήταν της τάξης των 2 χρόνων στην 24ην κατηγορία. Όσον αφορά τον Αλέξανδρο Αχτάρ, λόγω, μεταξύ άλλων, του νεαρού της ηλικίας του εξέδωσε διάταγμα κηδεμονίας για περίοδο δύο ετών με συγκεκριμένους όρους.
Οι εφέσεις καταχωρήθηκαν από τους Ανδρέα, Ηλία και Γιώργο Αχτάρ μόνο, τόσο εναντίον της καταδίκης τους όσο και εναντίον των ποινών φυλάκισης που το Δικαστήριο επέλεξε να επιβάλει. Έχουν διατυπωθεί στο διάγραμμα αγόρευσης 31 λόγοι έφεσης που αφορούν κυρίως στην καταδίκη, αλλά και στο ύψος της ποινής. Οι συνήγοροι ενώπιον του Εφετείου ανέπτυξαν με ιδιαίτερη επιμέλεια τις αντίστοιχες θέσεις τους, πέραν των όσων λεπτομερειακώς κατέγραψαν στα αντίστοιχα διαγράμματα τους.
Παρά το εκτεταμένο των λόγων έφεσης, που είχαν ετοιμασθεί από συνήγορο άλλον από αυτόν που χειρίστηκε πρωτοδίκως την υπόθεση, και παρουσιάστηκαν ενώπιον του Εφετείου από τρίτο διαφορετικό δικηγόρο, αυτοί μπορούν να ομαδοποιηθούν σε διάφορες κατηγορίες προς απλούστευση της συζήτησης που ακολουθεί. Οι περισσότεροι λόγοι αφορούν άλλωστε στην κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της δοθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, το λανθασμένο και αντινομικό των ευρημάτων του, την προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εναντίον των εφεσειόντων και το εν γένει λανθασμένο της απόρριψης της θέσης των εφεσειόντων, όπως αυτή αποτυπώθηκε μέσα από τις ανώμοτες δηλώσεις τους και την αντεξέταση που έγινε από την υπεράσπιση των μαρτύρων κατηγορίας. Θεμέλιο στην υπεράσπιση τους, ήταν η αυτοάμυνα, ως στοιχείο που ανέτρεπε συθέμελα τις εναντίον των εφεσειόντων κατηγορίες ότι αυτοί απροκάλυπτα και άνευ λόγου επιτέθηκαν στα έξι αστυνομικά όργανα, προκαλώντας τους βαριά σωματική βλάβη, όπως είναι και οι πλείστες των κατηγοριών που αντιμετώπισαν πρωτοδίκως οι εφεσείοντες.
Κρίνεται ότι ορθό είναι να αρχίσει η ανάλυση από την κατ΄ ισχυρισμόν προκατάληψη που επέδειξε το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Κατά την εισήγηση, όπως εμπεριέχεται στον 17ο λόγο έφεσης και όπως περαιτέρω αναπτύχθηκε και προφορικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 17.7.08, στα πλαίσια δίκης εντός δίκης για την κατάθεση καταλόγου τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από την οικία των εφεσειόντων, από τον Παντελή Χατζηχριστοδούλου, Αστυφ. 589, Μ.Κ.1, παρά την καταγραφή της θέσης ότι δεν πρέπει να εξάγονται συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να προκαλούν στη συνέχεια δυσκολίες στα κατηγορούμενα πρόσωπα στην υπεράσπιση τους, εν τούτοις προχώρησε να αποφασίσει ότι οι Ανδρέας και Αλέξανδρος Αχτάρ που έδωσαν μαρτυρία για σκοπούς της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας, ήταν αναξιόπιστοι, θέτοντας ερωτηματικό ως προς το λόγο γιατί τα αστυνομικά όργανα να συμπεριφέρονταν όπως περιέγραψαν οι εφεσείοντες, αφού τίποτε δεν τους εμπόδιζε να προχωρήσουν στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Δεν τέθηκε, όμως, κατά την εισήγηση, παρόμοιο ερωτηματικό και για τη συμπεριφορά των αστυνομικών, με αποτέλεσμα στην ουσία το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε έτσι προαποφασίσει την ενοχή των εφεσειόντων.
Έχοντας με προσοχή εξετάσει τη θέση αυτή, κρίνεται ότι είναι άνευ ουσιαστικού ερείσματος, τα δε σχόλια του Δικαστηρίου, με κανένα τρόπο δεν έδειχναν εκ προοιμίου προκατάληψη ή προαπόφαση ως προς την ενοχή των εφεσειόντων ή των εν γένει ενώπιον του κατηγορουμένων. Όσα λέχθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 17.7.08, ήσαν στα πλαίσια της προσπάθειας του Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία της ένστασης ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκτελεστεί πέραν της μια φοράς και άρα ό,τι παραλήφθηκε εκ των υστέρων ήταν παράνομο και δεν μπορούσε να παρουσιαστεί κατά τη δικάσιμο. Στην κατάληξη του ότι νόμιμα παραλήφθηκαν τα τεκμήρια, το Δικαστήριο σαφώς σημείωσε τη νομιμότητα του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί και υπογραφεί από Δικαστή την ίδια εκείνη ημέρα, δηλαδή, στις 3.8.07 και ώρα 5.45 μ.μ., που δεν αμφισβητήθηκε και τα όσα οι μάρτυρες, για σκοπούς της ενδιάμεσης δίκης, κατέθεσαν ως προς τα διαδραματισθέντα γεγονότα. Στο ενδιάμεσο εκείνο στάδιο, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έθεσε στον εαυτό του σειρά ερωτηματικών ως προς την όλη συνοχή των γεγονότων, όπως τα παρουσίασαν οι μάρτυρες για την υπεράσπιση, διερωτούμενο, προς τι η απροκάλυπτη αστυνομική βία, αφού οι αστυνομικοί είχαν στα χέρια τους νόμιμο ένταλμα έρευνας, τίποτε δε δεν τους εμπόδιζε από το να προβούν σε εκτέλεση του εντάλματος. Αναμφίβολα, το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε τελεσίδικη αξιολόγηση, σε εκείνο το στάδιο, εφόσον ορθά κατέγραψε στην αρχή της απόφασης του τα λεχθέντα στην Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1973) 2 C.L.R. 139, ως προς την αρχή ότι δεν πρέπει να εξάγονται συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να επηρεάσουν την προώθηση της υπεράσπισης.
Το ότι το Δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε προκατάληψη προκύπτει αβίαστα και από το γεγονός ότι από το ενδιάμεσο κιόλας στάδιο, με την υποβολή ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απέρριψε σειρά κατηγοριών και αθώωσε και απάλλαξε διάφορους κατηγορούμενους από διάφορες κατηγορίες, ως προηγουμένως έχει καταγραφεί. Στο δε τελικό στάδιο το Δικαστήριο προχώρησε να αθωώσει και απαλλάξει τους ενώπιον του κατηγορούμενους και από 23 άλλες κατηγορίες για τους λόγους που έχει καταγράψει στην απόφαση του.
Επιχειρήματα προκατάληψης και σχετικές επικρίσεις εναντίον Δικαστών, πρέπει να αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια. Το δικαστικό έργο, ιδιαίτερα ενόψει του ότι στην Κύπρο ο Δικαστής πέραν της εφαρμογής του Νόμου, κρίνει ταυτόχρονα την αξιοπιστία των ενώπιον του μαρτύρων και επομένως γίνεται κριτής επί γεγονότων, είναι ιδιαίτερα δύσκολο και λεπτό. Σ΄ αυτά τα πλαίσια και οι ισχυρισμοί περί αχρείαστων ή ακόμη και επιλεκτικών παρεμβάσεων του Δικαστηρίου κατά τη δίκη, βοηθητικών προς την Κατηγορούσα Αρχή και τους μάρτυρες της, αλλά και περί παρέμβασης του Αρχηγού της Αστυνομίας για μεροληπτικό επηρεασμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι τουλάχιστον ατυχείς και δεν χρειάζονται ουσιαστικά σχολιασμό.
Απλώς να αναφερθεί ότι ως προς τις παρεμβάσεις, ουδέν μεμπτόν εντοπίζεται από τις ευκαιριακές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, οι οποίες ήταν όντως διευκρινιστικής φύσεως, όσον δε αφορά τα περί της επίσκεψης του Αρχηγού της Αστυνομίας ο ισχυρισμός απαραδέκτως προβλήθηκε με τέτοια ευκολία, ιδιαίτερα στην απουσία συγκεκριμένων στοιχείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτύπωσε με ειλικρίνεια τη θέση του στη σελ. 594 των πρακτικών, ότι ενόψει των πολλών θεμάτων που είχαν εγερθεί και του σύντομου χρόνου τον οποίο έθεσε στον εαυτό του για να εκδώσει την απόφαση του, ενόψει του ότι δύο εκ των κατηγορουμένων ήταν υπό κράτηση, δεν ήταν έτοιμο να το πράξει. Όντως είχε ορίσει την έκδοση απόφασης στις 7.10.08, 7 δηλαδή μόνο μέρες μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων στις 30.9.08. Αντί στις 7.10.08, η απόφαση δόθηκε τελικώς στις 15.10.08, όπως όρισε το Δικαστήριο στις 7.10.08, 8 μόνο μέρες μετά. Η δίκη κράτησε από τις 26.6.08 μέχρι τις 30.9.08, τα πρακτικά ανήλθαν σε 592 σελίδες, είναι δε εμφανές από τους 31 λόγους έφεσης, ότι ηγέρθησαν πλείστα όσα θέματα και κατά την εκδίκαση, το δε Δικαστήριο εξέδωσε και τρεις ενδιάμεσες αποφάσεις.
Το Δικαστήριο αντίθετα έδειξε με τις τοποθετήσεις του (σελ.29-30 των πρακτικών), την αγωνία του να εκδικάσει την υπόθεση το συντομότερο ενόψει του ότι οι δύο εκ των τριών τώρα εφεσειόντων, παρέμεναν υπό κράτηση κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας.
Το παρεμφερές ζήτημα που αγγίζει και το θέμα της μεροληψίας του Δικαστηρίου αφορά τον επηρεασμό του από τα συνεχή και δυσμενή για τους εφεσείοντες δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και τη συνεχή παρουσία δημοσιογράφων στην αίθουσα του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Και αυτή η εισήγηση είναι παντελώς αβάσιμη. Πέραν του ότι εκτός από μια γενική αναφορά στο ζήτημα, ουδαμώς εξηγείται πώς και με ποιο τρόπο το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε, το ζήτημα έχει πολλαπλώς επιλυθεί από τη νομολογία κατ΄ επανάληψη: θέμα δίκαιης δίκης δεν τίθεται εάν με την εισήγηση περί δυσμενούς επηρεασμού λόγω των δημοσιευμάτων επιζητείται η κατάργηση ή η μη διεξαγωγή της δίκης. Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και αργότερα στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, λέχθηκε ότι δεν τίθεται, ως θέμα ορθής αρχής, ζήτημα κατάργησης της δίκης εξ αιτίας δυσμενών δημοσιευμάτων. Εντελώς πρόσφατα η Πλήρης Ολομέλεια στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου, Ποιν. Έφ. 56/09 σε αίτηση ημερ. 19.6.09, ήταν ομόφωνη στην ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε στις 8.10.09, ότι αρνητικά δημοσιεύματα στον τύπο σε σχέση με υπόθεση που εκδικάζεται ενώπιον Δικαστηρίου ή που θα αχθεί ενώπιον Δικαστηρίου, δεν εξισούνται και δεν οδηγούν, χωρίς άλλο, σε μη δίκαιη δίκη. Τα ίδια στην ουσία λέχθηκαν και στην τελική απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά., Ποιν. Εφ. αρ. 56/09-65/09, ημερ. 29.3.2010, όπου τονίστηκε ότι «.. τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.». Δεν υπάρχει όμως αρχή ότι χωρίς συγκεκριμένη αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, τα δυσμενή δημοσιεύματα καθιστούν «... αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη». Εδώ, δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη εισήγηση προς την κατεύθυνση αυτή και επομένως εντελώς αόριστο και μετέωρο παρέμεινε το όλο επιχείρημα.
Υπήρξε εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο μετά το πέρας της εισήγησης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση, θεωρώντας ότι η τροποποίηση δεν θα επηρέαζε σε καμιά περίπτωση την υπεράσπιση. Πρωτοδίκως, κατά την εκφώνηση της απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο στις 29.8.08, κρίθηκε ορθό στη βάση των προνοιών του άρθρου 83(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, να γίνει τροποποίηση των λεπτομερειών των κατηγοριών 10 και 11 που αφορούσαν τον εφεσείοντα Γιώργο Αχτάρ και των κατηγοριών 21 και 22 που αφορούσαν τον εφεσείοντα Ηλία Αχτάρ, με τη διόρθωση ουσιαστικά της ημερομηνίας 3.8.2008, στις 3.8.2007. Αυτό, το Δικαστήριο το έπραξε στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά προτού προβεί στην τροποποίηση ζήτησε τις απόψεις και θέσεις τόσο της Κατηγορούσας Αρχής, όσο και της υπεράσπισης, κρίνοντας δε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός προχώρησε να τροποποιήσει τις λεπτομέρειες, ως προηγουμένως αναφέρθηκε. Ζήτησε μάλιστα από την υπεράσπιση μετά που οι αντίστοιχοι εφεσείοντες επανακατηγορήθηκαν στις συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν παραδέχθηκαν, να τοποθετηθεί κατά πόσο θεωρείτο αναγκαία η επανακλήτευση μαρτύρων για σκοπούς περαιτέρω αντεξέτασης, για να δοθεί στην ουσία αρνητική απάντηση.
Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προχώρησε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, ως ανωτέρω, ενόψει του ότι πρόκειτο για τυπογραφικό λάθος, ολόκληρη δε η μαρτυρία και τα σχετικά τεκμήρια είχε ήδη δοθεί με αναφορά στην ορθή ημερομηνία του επεισοδίου, το οποίο βεβαίως ουδέποτε οι εφεσείοντες είχαν αμφισβητήσει. Λανθασμένα εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι στερήθηκαν οποιοδήποτε δικαίωμα τη στιγμή που όταν ρωτήθηκε η υπεράσπιση κατά πόσο επιθυμούσε την επανακλήτευση μαρτύρων, στην ουσία αυτή τοποθετήθηκε αρνητικά, έστω και με τον τρόπο που επέλεξε να το πράξει, λέγοντας, δηλαδή, ότι το Δικαστήριο είχε ήδη αποφασίσει, και δεν είναι ορθό εκ των υστέρων να επιχειρείται διαφοροποίηση της έννοιας και σημασίας της δήλωσης αυτής. Η υπεράσπιση δεν ζήτησε την επανακλήτευση οποιουδήποτε μάρτυρα κατηγορίας, αυτό δε ανέφερε και το Δικαστήριο στη σελ. 562 των πρακτικών, όταν εξέδωσε τελικώς την ενδιάμεση απόφαση του ως προς τον ισχυρισμό της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, καταγράφοντας ότι στην ουσία η υπεράσπιση δεν είχε υποβάλει οποιοδήποτε σχετικό αίτημα.
Εντελώς αβάσιμο είναι και το επιχείρημα ότι οι Γιώργος και Ηλίας Αχτάρ, συνελήφθησαν εντός αεροσκάφους που δεν ήταν αποδεδειγμένα εγγεγραμμένο στο Κυπριακό νηολόγιο. Ως αποκάλυψε η μαρτυρία, ο μεν Λοχίας 32 Χαράλαμπους εκτέλεσε τα εντάλματα εντός αεροσκάφους με εμφανή τα σημάδια ότι αυτό ανήκε στις Κυπριακές Αερογραμμές, επιβεβαίωση δε τούτου έδωσε στη συνέχεια ο Ανδρέας Πασπαλίδης, Μ.Κ. 12 και τα Τεκμ. 56-58. Η σχετική μαρτυρία στη σελ. 511 κ.επ. των πρακτικών δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης. Καμιά σημασία δεν ενέχει το γεγονός ότι η επιβεβαίωση αυτή έγινε αργότερα, δεδομένου ότι το αεροσκάφος δεν είχε ενδιάμεσα μεταγραφεί.
Η ουσία της όλης υπόθεσης έγκειται στα διαδραματισθέντα κατά την είσοδο των αστυνομικών οργάνων στην οικία των εφεσειόντων, στην αξιολόγηση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί της σχετικής μαρτυρίας και τα σχετικά ευρήματα στα οποία αυτό προέβη. Είναι δε πρόδηλο ότι εάν η αξιολόγηση και τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και επιτρεπτά, με αποτέλεσμα την κατάληξη ότι πρώτος αντέδρασε ο Ανδρέας Αχτάρ, ούτως ώστε τα αστυνομικά όργανα με τη σειρά τους να τον θέσουν υπό νόμιμη σύλληψη για να ακολουθήσουν μετά τα επεισόδια με την άφιξη των υιών του, Γιώργου και Ηλία, τότε η υπεράσπιση της αυτοάμυνας δεν θα μπορούσε να είναι επιτυχής.
Είναι γεγονός ότι υπήρξαν αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της μακράς μαρτυρίας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας οι οποίες με περισσή λεπτομέρεια αναδύονται στην επιφάνεια από το διάγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων. Αποτελεί βεβαίως αξίωμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες που παρελαύνουν ενώπιον του και να τους κρίνει μέσα από την αντιπαράθεση και τον τρόπο που δίνουν τη μαρτυρία τους εν μέσω των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, εν πολλοίς ένας χώρος έντασης ιδιαίτερα σε ποινικές υποθέσεις, ανάλογα και με τον τρόπο που η υπεράσπιση επιλέγει να χειριστεί την όλη υπόθεση. Η δικαστική συνείδηση αποκαλύπτεται και αναγνωρίζεται ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει το Δικαστήριο την ενώπιον του μαρτυρία από τον τρόπο συγγραφής της απόφασης, την όλη δομή της και την αποτύπωση της σκέψης του. Όταν, όμως, τα ευρήματα ενός Δικαστηρίου δεν αντιστρατεύονται τη λογική και δεν έρχονται σε σύγκρουση με άλλη αποδεκτή από το ίδιο μαρτυρία, η δε κρίση του επί της αξιοπιστίας δεν παρουσιάζει λογική ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση δεδομένων, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Αντίθετα, η επέμβαση είναι αναγκαία όταν υπάρχει τέτοια αντινομία στις θέσεις που καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο για να εξηγήσει την απόφαση του, ώστε να εμφιλοχωρούν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο η καταδίκη, ικανοποίησε πράγματι το επίπεδο της ενοχής των κατηγορουμένων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το όλο επεισόδιο άρχισε με τη φραστική αντίδραση, κατ΄ ισχυρισμό των αστυνομικών, του Ανδρέα Αχτάρ, όταν του εξηγήθηκαν οι λόγοι έρευνας στη βάση των δικαστικών ενταλμάτων εναντίον του Γιώργου και Ηλία Αχτάρ. Ο Αντρέας σε κάποια φάση αντέδρασε λέγοντας στον Καρρά: «Ποιος είσαι εσύ και θα μου κάνεις έρευνα εμένα, εγώ είμαι ο Αντρέας ο Αχτάρ ο γιατρός, ξέρω τον Πρόεδρο και θα δείτε τι θα πάθετε.». Ταυτόχρονα ο Καρράς δέχθηκε σπρώξιμο από τον Αντρέα. Ακολούθησε η σύλληψη του Αντρέα, από τον Κλεοβούλου, η τοποθέτηση χειροπέδων από τον Μητροφάνους, η είσοδος των υιών Γιώργου και Ηλία και τα επεισόδια που έλαβαν χώραν. Τα περί ουσιωδών αντιφάσεων ορθά διαχώρισε ο κ. Παναγιώτου, στη φάση που προηγήθηκε της σύλληψης και στη φάση που ακολούθησε. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παραγνώρισε την ύπαρξη αντιφάσεων. Θεώρησε, όμως, ότι οι «Μικρές διαφορές που παρουσιάζουν οι μαρτυρίες τους στην εξέλιξη των γεγονότων είναι αναμενόμενες ιδιαίτερα κάτω από τις συνθήκες που τα γεγονότα συνέβησαν και στους γρήγορους ρυθμούς που εξελίχθησαν.».
Αυτή είναι μια ορθή τοποθέτηση και αφορά κυρίως τη φάση μετά τη σύλληψη. Όντως η περιγραφή των γεγονότων όπως εξιστορήθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας, τόσο μέσα από τις καταθέσεις τους, όσο και μέσα από την αντεξέταση τους, καθιστά εύλογη την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Θα ήταν αφύσικο να ήσαν τα πράγματα διαφορετικά. Αν η μαρτυρία ήταν ταυτόσημη και χωρίς αποκλίσεις, τότε αυτή θα ήταν ενδεχομένως διάτρητη και θα έθετε το Δικαστήριο σε εγρήγορση ως προς την ποιότητα της. Αυτό όμως δεν συνέβη εδώ. Ο κάθε μάρτυρας, όπως εύστοχα σημείωσε το Δικαστήριο, αντιλαμβανόταν τα όσα διαδραματίζονταν από τη θέση που βρισκόταν και από το δικό του οπτικό πεδίο. Έχοντας αναγνώσει τη μαρτυρία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα πρακτικά, το τι αναδύεται χωρίς αμφιβολία είναι ένας κοινός κορμός δεδομένων, με γεγονότα που συγκλίνουν ως προς την ουσιαστική υφή τους.
Παρεμβάλλεται εδώ ότι η επίκριση των εφεσειόντων ως προς το επηρεασμένο της αστυνομικής έρευνας διότι οι παραπονούμενοι ήσαν οι ίδιοι αστυνομικοί, δεν είναι δυνατόν να ευσταθήσει στην απουσία παραδειγμάτων, που δεν δόθηκαν. Δεν είναι δυνατόν με μόνο τις εισηγήσεις ότι η αστυνομική διερεύνηση έπρεπε να γίνει από άλλη επαρχία και όχι από τη Λεμεσό, να γίνεται λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων ή της ορθής, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης έρευνας.
Οι θέσεις των εφεσειόντων περί ουσιωδών αντιφάσεων δεν ευσταθούν. Καταγράφεται στις σελ. 6-23, του διαγράμματος αγόρευσης τους, σωρεία παραδειγμάτων τέτοιων αντιφάσεων, τόσο μεταξύ των παραπονουμένων αστυνομικών, όσο και μεταξύ των καταθέσεων τους και της προφορικής ένορκης μαρτυρίας τους στο Δικαστήριο. Αναφέρονται σταχυολογικά ορισμένα παραδείγματα που ανέδειξε ο κ. Παναγιώτου κατά την προφορική του αγόρευση, για να καταδειχθεί ότι στην ουσία οι διαφορές που προέκυψαν ήταν σε σχέση με δευτερεύοντα ζητήματα, που δεν επηρέαζαν τη ρίζα των ουσιαστικών θεμάτων στα οποία έπρεπε να απαντήσει το Δικαστήριο, όπως αυτά της νομιμότητας της εισόδου στην οικία Αχτάρ, η επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας και η εξήγηση των λόγων έρευνας. Έτσι, το κατά πόσο είδε ο Καρράς ή όχι το κουδούνι της εισόδου στο ισόγειο, κατά πόσο το κτύπησε ή όχι, κατά πόσο η πόρτα ήταν μισάνοικτη, ανοικτή, ή ορθάνοικτη, αν φώναξε «Αστυνομία» ή «Συγγνώμη Αστυνομία» ή αν ακούστηκαν ή όχι θόρυβοι ή μουσική από τηλεόραση ή από συνομιλία που διεξήγαγε ο Ανδρέας Αχτάρ στο κινητό του τηλέφωνο, αν τα εντάλματα έρευνας κρατούνταν σε «pad» ή όχι, αν τα εντάλματα ανασύρθηκαν ή όχι από το «pad», αν ο Ανδρέας κατάλαβε το λάθος του ζητώντας συγγνώμη αφού του τοποθέτησαν τις χειροπέδες κ.ά., αφορούν θεματολογία περιστασιακή των βασικών γεγονότων που έλαβαν χώραν. Όλες οι πιο πάνω θεωρούμενες από τους εφεσείοντες ως ουσιαστικές αντιφάσεις, απαντήθηκαν με επιμέλεια από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας στο δικό της διάγραμμα αγόρευσης, με αναφορά μάλιστα στις αντίστοιχες σελίδες των πρακτικών, ανάγνωση των οποίων όντως αποδεικνύει το αβάσιμο της θεώρησης τους ως «εντόνων» αντιφάσεων, που ανήγαγαν μάλιστα τη μαρτυρία των παραπονουμένων αστυνομικών σε πλήρη ανυποληψία και αναξιοπιστία. Αυτά ήσαν τα βασικότερα σημεία αντιφάσεων που ανέδειξε η υπεράσπιση πριν το καθαυτό επεισόδιο. Τα ίδια όμως ισχύουν και μάλιστα με περισσότερη δύναμη στα όσα επακολούθησαν κατά την ταχεία εξέλιξη των γεγονότων. Ήταν πολύ φυσικό να εντοπιστούν διαφορές μεταξύ των αστυνομικών οργάνων κατά τις καταθέσεις τους, που και πάλι δεν ανάγονται σε καίριο πλήγμα ισοδύναμο με αναξιόπιστη μαρτυρία, του είδους και της έκτασης που εισηγούνται οι εφεσείοντες.
Είναι βεβαίως ορθό να καταγραφεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε οποιαδήποτε ιδιαίτερη μνεία των αντιφάσεων που αναμφιβόλως υποδείχθηκαν από τους τότε δικηγόρους των εφεσειόντων, ούτε και κατέγραψε διεξοδικά τη δοθείσα μαρτυρία. Μάλλον παρέμεινε στην αντιμετώπιση της ενώπιον του υπόθεσης ως συνόλου, προβαίνοντας σε μια καταγραφή των ευρημάτων του, τα οποία άντλησε μέσα από την ταυτόχρονη παράθεση και αξιολόγηση των βασικών μαρτύρων κατηγορίας, των αστυνομικών Καρρά, Μητροφάνους, Κλεοβούλου και Κωνσταντίνου. Δεν επικροτείται αυτός ο γενικευμένος τρόπος χειρισμού πρωτοδίκως. Θα αναμενόταν περισσότερη ανάλυση και εξήγηση της αποδοχής της μαρτυρίας των αστυνομικών. Η πρωτόδικη απόφαση, διαφορετικά δομημένη και με περισσότερη αναλυτική διάθεση, θα ήταν και πλέον ευανάγνωστη και λογικά αναδιπλούμενη. Έχει παρατηρηθεί και στην Ανδρέας Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, στη σελ. 667, η χρησιμότητα της λογικής έκθεσης της μαρτυρίας, της ανάλυσης, της αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς και ότι η σύσμειξη των πιο πάνω, δεν βοηθά στην καθαρότητα της σκέψης. (σχετικά είναι κα τα σχόλια στην Ιωάννης Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, σελ. 534-535). Ιδιαιτέρως, όπου το κατηγορητήριο αποτελείται από πληθώρα κατηγοριών με πέραν του ενός κατηγορουμένου, η ταυτοποίηση των κατηγοριών και της φύσης της κατηγορίας με τον ανάλογο κατηγορούμενο, επιβάλλεται. Η δομή της απόφασης όμως δεν φθάνει μέχρι του σημείου να θεωρείται και αναιτιολόγητη κατά νόμο. Όλα τα βασικά στοιχεία που αναμένονται σε μια απόφαση είναι καταγραμμένα, έστω και αν αυτά είναι διάσπαρτα, χωρίς ιδιαίτερη λογική συνοχή. Παρά τα παρατηρούμενα κενά, η διάρθρωση της απόφασης επιτρέπει εν τέλει τον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο κατ΄ έφεση.
Βάλλεται η πρωτόδικη απόφαση για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν αξιολόγησε ουσιαστικά τις θέσεις των εφεσειόντων όπως αυτές προβλήθηκαν μέσα από τις ανώμοτες δηλώσεις τους, για τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεν ότι είχαν κάθε δικαίωμα να προβούν σε τέτοιες δηλώσεις, πλην όμως η θέση αυτή δεν είχε ουσιαστικό αντίκρυσμα σε σχέση με την ουσία των όσων οι εφεσείοντες ανέφεραν. Μέσα από το διάγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων παρουσιάζεται η θέση ότι εφόσον ήταν δικαίωμα των εφεσειόντων να προέβαιναν σε ανώμοτες δηλώσεις, αυτές θα έπρεπε να εξισώνονταν και με ουσιαστική μαρτυρία ώστε να αξιολογηθούν ανάλογα. Η θέση αυτή είναι εμφανώς νομικά λανθασμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως ανέφερε στη σελ. 604 των πρακτικών, (μέρος της απόφασης), ότι είχαν δικαίωμα να προβούν σε ανώμοτη δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας έλαβε υπόψη στο σύνολο της όλης υπόθεσης, ορθά αναφέροντας ταυτόχρονα με βάση την υπόθεση Σάββας Πλαστήρα Ιωάννου και Χρίστος Σάββα Συμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, ότι οι ανώμοτες δηλώσεις έχουν βέβαια κάποια αξία, η οποία όμως δεν μπορεί να εξισωθεί με κανονική ένορκη μαρτυρία, η οποία και υπόκειται στη βάσανο της αντεξέτασης. Στην προαναφερθείσα υπόθεση είχε σχολιασθεί από το Κακουργιοδικείο το δικαίωμα και η επιλογή των κατηγορουμένων να μην καταθέσουν ενόρκως, χωρίς οτιδήποτε άλλο, και χωρίς να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ή «... συσχετισμός ενόψει της άσκησης του.». Έγινε αναφορά και στο σύγγραμμα του Γ. Κακογιάννη: Απόδειξη σελ. 253, ότι οι ανώμοτες δηλώσεις συνεξετάζονται στο σύνολο της μαρτυρίας και έχουν αυτή την αξία, χωρίς να ισοδυναμούν με μαρτυρία. Τα ίδια λέχθηκαν και πιο πρόσφατα στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 στη σελ. 46, όπου προστέθηκε ότι η ανώμοτη δήλωση «. δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη.». Έγινε δε παραπομπή στις γνωστές αποφάσεις Vrakas and Another v. Repbublic (1972) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, Δημοσθένους ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -. Όπως επαναλήφθηκε στην απόφαση Θεοχάρους, το απόλυτο δικαίωμα κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση δεν θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία παραμένει με την υποχρέωση να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας με την παρουσίαση αξιόπιστης μαρτυρίας και ταυτόχρονα ικανοποιητικής για να αποδείξει τις κατηγορίες. Δεν διαπιστώνεται κανένα λάθος είτε αρχής, είτε εφαρμογής στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης.
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, οι εφεσείοντες βασίστηκαν στην υπεράσπιση της αυτοάμυνας. Η υπεράσπιση αυτή, όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Andrew Ashworth: Principles of Criminal Law, 3η έκδ., σελ. 137-138, εμπίπτει στο ευρύτερο «doctrine of justification» και στην ουσία εξουδετερώνει τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας με την έννοια ότι η επιτυχής προβολή της, σημαίνει ταυτόχρονα και την αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η εγκληματική συμπεριφορά δεν ήταν είτε δικαιολογημένη, είτε νόμιμη. Όπως λέχθηκε από τον Lord Griffiths στην Beckford v. R (1988) AC 130 στη σελ. 144:
«If the prosecution fail to do so, the accused is entitled to be acquitted because the prosecution will have failed to prove an essential element of the crime, namely that the violence used by the accused was unlawful.»
Σε μετάφραση:
«Εάν η κατηγορούσα αρχή αποτύχει σ΄ αυτό, ο κατηγορούμενος δικαιούται να αθωωθεί διότι η κατηγορούσα αρχή θα έχει αποτύχει να αποδείξει ένα ουσιαστικό στοιχείο του εγκλήματος, δηλαδή, ότι η χρήση βίας από τον κατηγορούμενο ήταν παράνομη.»
Στο σύγγραμμα του Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, έκδ. 2007, σελ. 1812-1814, παρ. 19-41 έως 19-45, εξηγείται επίσης με αναφορά στην κλασσική υπόθεση επί του θέματος της αυτοάμυνας, Palmer v. R. (1971) AC 814, απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου, ότι είναι ζήτημα δικαίου και ταυτόχρονα κοινής λογικής, ότι άτομο το οποίο υφίσταται επίθεση δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πράττοντας οτιδήποτε είναι λογικώς αναγκαίο. Γνώμονας για το τι είναι λογικό και τι αναγκαίο, είναι τα περιστατικά και οι ιδιάζουσες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Όπως λέχθηκε:
«If there has been an attack so that defence is reasonably necessary, it will be recognised that a person defending himself cannot weigh to a nicety the exact measure of his defensive action. If the jury thought that in a moment of unexpected anguish a person attacked had only done what he honestly and instinctively thought necessary, that would be the most potent evidence that only reasonable defensive action had been taken .... The defence of self-defence either succeeds so as to result in an acquittal or it is disproved, in which case as a defence it is rejected.»
Σε μετάφραση:
«Εάν διενεργήθηκε επίθεση ώστε η αναχαίτιση της να είναι λογικώς αναγκαία, τότε πρέπει να αναγνωριστεί ότι ένα πρόσωπο που υπερασπίζεται εαυτόν, δεν θα μετρήσει με ακρίβεια τις πράξεις υπεράσπισης του. Εάν οι ένορκοι θεωρήσουν ότι σε μια στιγμή απρόσμενους άγχους, το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίθεση, είχε ενεργήσει μόνο όπως θεωρούσε έντιμα και ενστικτωδώς πρέπον, αυτή θα ήταν η πιο δυνατή απόδειξη ότι μόνο εύλογη άμυνα προβλήθηκε.. Η υπεράσπιση της άμυνας είτε επιτυγχάνει ώστε να επέρχεται αθώωση είτε δεν αποδεικνύεται, οπότε η υπεράσπιση αποτυγχάνει.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την υπεράσπιση της αυτοάμυνας με αναφορά στο άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και τις υποθέσεις Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 2 και Lekishvill άλλως Λάτο ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 351, όπου λέχθηκε ότι η άμυνα και η χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης είναι υπό ορισμένες προϋποθέσεις νόμιμη, θα πρέπει όμως να έχει ως αντικειμενικό στόχο την απόκρουση μιας επιθετικής ενέργειας. Επίσης ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου που προβάλλει την υπεράσπιση αυτή, από την άποψη ότι οι πράξεις αυτοάμυνας ήταν αναγκαίες, αν στις συνθήκες που επικρατούσαν το άτομο πίστευε ότι χρειαζόταν να προστατεύσει τον εαυτό του ή την περιουσία του.
Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου και εφόσον κρίθηκαν αξιόπιστοι οι μάρτυρες κατηγορίας ως προς τις συνθήκες που επικράτησαν τόσο κατά την είσοδο και αντιμετώπιση του Ανδρέα Αχτάρ, όσο και την αντίδραση των Γιώργου και Ηλία Αχτάρ, η υπεράσπιση της αυτοάμυνας δεν θα μπορούσε να ήταν επιτυχής. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου στη σελ. 615, τα αστυνομικά όργανα εισήλθαν νόμιμα στην οικία των εφεσειόντων, έχοντας στην κατοχή τους νόμιμο ένταλμα έρευνας, ο δε Ανδρέας Αχτάρ αντέδρασε στην εκτέλεση του εντάλματος σπρώχνοντας τον Καρρά, οι δε Γιώργος και Ηλίας, επιτέθηκαν πρώτοι στα αστυνομικά όργανα με σκοπό την απελευθέρωση του πατέρα τους και την εκδίωξη των αστυνομικών από την οικία τους.
Ενόψει των ευρημάτων του Δικαστηρίου η νομική πτυχή δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ιδιαίτερη δυσκολία, έχοντας υπόψη τη νομολογία όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους των ουσιαστικότερων κατηγοριών των άρθρων 228(α), 231, 243 και 244(β). Όπως έχει αποφασιστεί, η πρόθεση εμπεριέχεται ως συστατικό στοιχείο στο αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης χωρίς να χρειάζεται η απόδειξη οποιασδήποτε ειδικής πρόθεσης. Στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδεται η συνήθης γραμματική έννοια. Σύμφωνα με την απόφαση D.P.P. v. Smith (1960) 44 Cr. App. R. 261 και το σύγγραμμα του Archbold - πιο πάνω - σελ. 1858, παρ. 19-206, δεν είναι αναγκαίο, κατά τη σύγχρονη νομολογία, η βαριά σωματική βλάβη να είναι είτε μόνιμη, είτε επικίνδυνη. Από την άλλη, το τι συνιστά πραγματική σωματική βλάβη κατά το άρθρο 243, αναφέρεται και πάλι στον Archbold - πιο πάνω - σελ. 1855, παρ. 19-197, όπου αναγράφεται ότι δεν είναι ανάγκη ο τραυματισμός να έχει μόνιμο χαρακτήρα ή να είναι τέτοιος που να τον κατατάσσει στη βαριά σωματική βλάβη. Χρειάζεται όμως να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός η επίθεση, η απουσία της οποίας θα κατέτασσε την περίπτωση στο αδίκημα του άρθρου 242, για απλή επίθεση. (The Police v . Andreas Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61). Έχει επίσης αποφασιστεί ότι πραγματική σωματική βλάβη θεωρείται και επίθεση που προκαλεί υστερική νευρική κατάσταση (R. v. Miller (1954) 2 Q.B. 282), ενώ στην υπόθεση Ανδρέας Πολυδώρου Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 56, ακόμη και επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα, θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243.
Όσον αφορά το αδίκημα της παρακώλυσης κάτω από το άρθρο 244(β), αυτό αποτελεί ξέχωρο και διαζευκτικό αδίκημα από την επίθεση εναντίον αστυνομικού οργάνου που επίσης αποτελεί αξιόποινη πράξη κάτω από το ίδιο άρθρο. Ενώ το αδίκημα της επίθεσης εμπεριέχει τρία στοιχεία (Police v. Sundelin (1973) 6 J.S.C. 722 και Police v. Stephanou (1973) 10 J.S.C. 1400), το αδίκημα του άρθρου 244(β), θεμελιώνεται με τη διαπίστωση τεσσάρων στοιχείων δηλαδή (i) της παρακώλυσης που πρέπει να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός, (ii) η παρακώλυση να είναι εσκεμμένη, (iii) να κατευθύνεται εναντίον οργάνου τήρησης της τάξης που (iv) εκείνη τη στιγμή εκτελεί δεόντως το καθήκον του.
Το τι αποτελεί παρακώλυση («obstruction»), μπορεί να ανευρεθεί από τα αντίστοιχα νομοθετήματα της Ινδίας και Αγγλίας. Κατά το Penal Law of India του Sir Hari Singh Gour, 9η έκδ., Τόμος 2, σελ. 1484-1497, σε άρθρο του Ινδικού Ποινικού Κώδικα, ανάλογο αλλά όχι πανομοιότυπο με το άρθρο 244(b), αναφέρεται ότι απλές απειλές ή προσβλητικές λέξεις ή φράσεις, δεν είναι επαρκείς για να θεμελιώσουν παρακώλυση.
Όσον αφορά το άρθρο 228(α), λανθασμένα είναι που εισηγείται η υπεράσπιση ότι δεν έγινε ιδιαίτερη μνεία σ΄ αυτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον ακριβώς στις σελ. 615-617 των πρακτικών (μέρος της απόφασης), έγινε αναφορά και ανάλυση του σχετικού άρθρου. Στη συνέχεια δε στις σελ. 617-618, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στους τραυματισμούς που υπέστη ο Κωνσταντίνου από τον Ηλία Αχτάρ, που στοιχειοθετούν έτσι την κατηγορία 46, που βασίζεται στο άρθρο 228(α).
Να προστεθεί στη νομική πτυχή, ότι δεν ευσταθεί η θέση των εφεσειόντων ως προς το ότι δεν αποδείχθηκε κοινή πρόθεση εκ μέρους των, όπου υπήρξε ομαδική κίνηση εναντίον των αστυνομικών οργάνων ή ορισμένων εξ αυτών, ανάλογα με το στάδιο του όλου συμβάντος. Όπως υπέδειξε και η υπόθεση Λάζαρος Κυριάκου Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482, αν από την όλη μαρτυρία εξάγεται το συμπέρασμα για από κοινού ενέργεια για την προώθηση του παρανόμου σκοπού, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Όπως αναφέρεται και στον Archbold - πιο πάνω - σελ. 1858, παρ. 19-207:
«It is immaterial that one person joins in the attack slightly after the others have begun to inflict injuries, which may have included the most serious single injury. He is aiding the commission of the offence and participating in it as soon as he joins in: R. v. Grundy, 89 Cr. App. R. 333 .....»
Σε μετάφραση:
«Είναι άσχετο το γεγονός ότι ένα άτομο συμμετέχει στην επίθεση λίγο μετά που τα άλλα πρόσωπα έχουν αρχίσει να προκαλούν τραυματισμούς, που δυνατόν να περιλαμβάνουν και τον πιο σοβαρό μοναδικό τραυματισμό. Βοηθά στην διάπραξη του αδικήματος και λαμβάνει μέρος σ΄ αυτό, ευθύς μόλις συμμετάσχει: R. v. Grundy, 89 Cr.App. R. 333 ......»
Ως προς τις ποινές που επιβλήθηκαν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε το ευεργέτημα των εκθέσεων του Γραφείου Ευημερίας για τον κάθε εφεσείοντα και με αναφορά στη σοβαρότητα των κατηγοριών στις οποίες ο κάθε ένας βρέθηκε ένοχος, επέβαλε τις ποινές που καταγράφηκαν στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, με αναφορά και σε σχετική νομολογία. Έλαβε επίσης υπόψη τις ηλικίες των εφεσειόντων, τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά ενός εκάστου και το ύψος της προβλεπόμενης ποινής για τις κατηγορίες στις οποίες αυτοί βρέθηκαν ένοχοι. Ιδιαίτερα έλαβε υπόψη και τις σωματικές βλάβες που υπέστησαν οι παραπονούμενοι και ότι με τις ενέργειες τους οι εφεσείοντες, «... δυναμίτισαν τα θεμέλια του νόμου και το συνεκτικό ιστό της κοινωνίας και τον πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης», εφόσον τα επεισόδια έγιναν κατά την αναχαίτιση των αστυνομικών οργάνων στην προσπάθεια τους να εκτελέσουν νόμιμο ένταλμα έρευνας.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφησαν στο σκεπτικό της ποινής, ο Γιώργος Αχτάρ ηλικίας 29 ετών κατά την ημέρα της επιβολής της ποινής, είναι απόφοιτος πανεπιστημίου στον Κλάδο Διοίκησης Επιχειρήσεων και ασχολήθηκε μετέπειτα σε πρακτορείο ποδοσφαιρικών στοιχημάτων. Το 2007 υπήρξε πρωταθλητής Κύπρου στο καράτε, είναι δε λευκού ποινικού μητρώου. Ο Ηλίας Αχτάρ, τότε 24 ετών, φοίτησε για ένα χρόνο σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας για να διακόψει όμως τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών, συνάπτοντας δε ο ίδιος φοιτητικό δάνειο, ενεγράφη σε ιδιωτικό κολλέγιο στην Κύπρο για σπουδές. Περιστασιακά εργάστηκε στην υποδοχή κέντρων διασκέδασης και ως υπάλληλος σε πρακτορείων ποδοσφαιρικών στοιχημάτων, βαρύνεται δε με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση αρ. 20897/04, στην οποία επεβλήθη ποινή επτά μηνών φυλάκισης με τριετή αναστολή στις 27.2.07. Όπως λέχθηκε προηγουμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, και ορθά, όπως μη ενεργοποιήσει την ισχύουσα ακόμη τότε ποινή φυλάκισης, θεωρώντας όμως ότι η προηγούμενη αυτή καταδίκη του στερούσε το δικαίωμα να ζητήσει επιείκεια. Όσον αφορά τον Αντρέα Αχτάρ, αυτός ήταν 56 ετών κατά την ημερομηνία της καταδίκης με καταγωγή από το Πακιστάν και απόφοιτος ιατρικής σχολής, μονίμως εγκατασταθείς από το 1978 στην Κύπρο. Λόγω προβλημάτων υγείας δεν εργάζεται, η δε οικογένεια του λαμβάνει μηνιαίο δημόσιο βοήθημα. Είναι και αυτός λευκού ποινικού μητρώου.
Το ορθό ποινικό μέτρο αποτελεί τη συνισταμένη διαφόρων παραγόντων που συναρτώνται τόσο με τα περιστατικά της διάπραξης των αδικημάτων, όσο και με τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου. Στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 414, επεβλήθη ποινή φυλάκισης δύο ετών για κτύπημα με κόπτη σε αστυνομικό όργανο η οποία χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο αυστηρή, αλλά επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία. Στη Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468, το Κακουργιοδικείο καταδίκασε μετά από παραδοχή τον εκεί εφεσείοντα σε 3½ χρόνια φυλάκιση, όταν τραυμάτισε με μαχαίρι φρουρό ασφαλείας. Η ποινή επικυρώθηκε στο Εφετείο λαμβάνοντας υπόψη και την απουσία οργάνωσης και προσχεδιασμού, ενώ από το κτύπημα με μαχαίρι ο παραπονούμενος είχε υποστεί κάταγμα της πλευράς στο σημείο εισόδου και κάκωση του παρεγχύματος του πνεύμονα, χωρίς όμως να παραμείνουν μόνιμες βλάβες. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. David William Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εκεί κατηγορούμενο 14 μήνες φυλάκιση για σοβαρούς τραυματισμούς που είχαν ως επίπτωση, μεταξύ άλλων, τη μείωση της διανοητικής ικανότητας του παραπονούμενου από υψηλής σε μέσου όρου, ενώ λόγω της κατάστασης του δεν θα μπορούσε να ασχολείτο πλέον με το ποδόσφαιρο ή να συνέχιζε τις σπουδές του ως ψυχολόγος. Είχε τοποθετηθεί σε αναπνευστήρα και κρατηθεί στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης, ενώ του έγινε κρανιοανάρτηση και τοποθέτηση συστήματος συνεχούς μέτρησης της ενδοκρανιακής πίεσης. Το Εφετείο θεωρώντας ότι οι τραυματισμοί ήταν πολύ σοβαροί, αντικατατέστησε τη φυλάκιση 14 μηνών με φυλάκιση δύο ετών. Στη Γιάννος Κ. Πέτρου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 800, το Εφετείο αρνήθηκε να επέμβει στην επιβληθείσα πρωτοδίκως 18μηνη φυλάκιση σε νεαρό για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, ο οποίος άνευ αιτίας ανέσυρε μαχαίρι τραυματίζοντας τον άγνωστο του οδηγό ταξί που τον μετέφερε σε διάφορα μέρη. Ο εκεί εφεσείων είχε και ένα παρόμοιο προηγούμενο για το οποίο είχε εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας με όρους.
Στην υπό κρίση υπόθεση, παρόλον που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στη νομολογία επί του θέματος, στη σοβαρότητα των κατηγοριών και την έξαρση των αδικημάτων της φύσης αυτής και παρόλο που προέβη σε μια σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος με αναφορά και στις προσωπικές συνθήκες ενός εκάστου των εφεσειόντων, επέδειξε περισσή αυστηρότητα ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου των Γιώργου και Ανδρέα Αχτάρ, ενώ για τον Ηλία Αχτάρ, εφόσον κρίθηκε ότι η προηγούμενη καταδίκη ήταν άσχετη με τα επίδικα γεγονότα και δεν ήταν παρόμοιας φύσης, λανθασμένα δεν του επεδείχθη η ανάλογη επιείκεια στην επιμέτρηση της ποινής.
Κρίνεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τα όλα περιστατικά και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι εφεσείοντες και ιδιαίτερα οι Γιώργος και Ηλίας οι οποίοι τέθηκαν σε εγρήγορση μετά το τηλεφώνημα του μικρότερου τους αδελφού Αλέξανδρου θεωρώντας ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε στο σπίτι τους και ιδιαίτερα στον πατέρα τους. Η ψυχολογική τους αναστάτωση τους έσπρωξε να τρέξουν εσπευσμένα στο σπίτι τους, όπου αντίκρυσαν έξι άτομα με πολιτική περιβολή να είναι εντός της οικίας, πάνω από τον πατέρα τους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στις ανώμοτες δηλώσεις τους αντίκρυσαν στο σπίτι τους «σκηνές φρίκης και τρομοκρατίας», όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 605 των πρακτικών και επομένως περιήλθαν σε κατάσταση σοκ και τρόμου, με αποτέλεσμα να απωλέσουν την ψυχραιμία τους. Έστω και αν αντέδρασαν λανθασμένα, το σκηνικό που υπήρχε μπροστά τους και οι συνθήκες μέσα από τις οποίες κλήθηκαν να μεταβούν στο σπίτι τους ήταν τέτοιες, στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να δώσει περισσότερη σημασία. Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Constantin Ioja ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 17/09, ημερ. 22.10.09, το Εφετείο έκρινε υπερβολική την επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή των 2½ ετών, μετά από παραδοχή σε άτομο που τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα άλλο άτομο το οποίο εισήλθε στο σπίτι του με δύο άλλα πρόσωπα, απαιτώντας την καταβολή χρηματικού ποσού. Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, η δε ποινή αντικαταστάθηκε με 12 μήνες φυλάκιση. Λήφθηκε υπόψη η ισχυρή πρόκληση που είχε δεχθεί ο εφεσείων, ο οποίος διέπραξε το αδίκημα κάτω από «... την έξαψη, την πίεση, τη φόρτιση και, εν τέλει, την κατάσταση απειλής στην οποία βρέθηκε μέσα στο σπίτι του από τρεις αγνώστους ...».
Υπάρχει μερική αντιστοιχία με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, πλην βεβαίως, του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί εδώ εισήλθαν νόμιμα στην οικία.
Τονίζεται επίσης ότι, όπως εξελίχθηκαν εν τάχει τα γεγονότα, δεν εντοπίζονται στοιχεία ουσιαστικού προσχεδιασμού ή προσυνεννόησης κάτι το οποίο επίσης θα έπρεπε να προσμετρήσει στον καθορισμό της ποινής.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η 46η κατηγορία αφορά αδίκημα αντίστασης εναντίον νόμιμης σύλληψης κατά παράβαση του άρθρου 228(α), επί τω ότι ο εφεσείων Ηλίας Αχτάρ, αντιστάθηκε εναντίον της νόμιμης σύλληψης του Ανδρέα Αχτάρ, προκαλώντας βαριά σωματική βλάβη στον Κωνσταντίνου. Η προσθήκη του αδικήματος που, κατά τα άλλα, εντάσσεται στην ουσία στην κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης, κάτω από το άρθρο 228(α), που επιφέρει ποινή φυλάκισης διά βίου, αντί των 7 χρόνων που προνοεί το άρθρο 231, δεν θα έπρεπε να προσδώσει οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ως προς τη σοβαρότητα του αδικήματος που και αυτό συνέβη μέσα στα ευρύτερα περιστατικά που έχουν κατά κόρον αναφερθεί πιο πάνω.
Τέλος, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η εκδίκαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώ κατά κανόνα, δεν είναι στοιχείο ελαφρυντικό υπέρ ενός κατηγορούμενου προσώπου, (Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197), δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της σημασία ενόψει του ότι παρά την ύπαρξη κατηγοριών όπως των άρθρων 231 και 228, που επιφέρουν επταετή ποινή φυλάκισης και φυλάκιση διά βίου αντίστοιχα, το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι διά Νόμου (άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60), περιορισμένο στην επιβολή κατ΄ ανώτατο όριο πενταετούς ποινής φυλάκισης. Εννοείται στις περιπτώσεις εκείνες που τα γεγονότα δικαιολογούν μια αυστηρότερη και προς το ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης.
Υπό το φως των πιο πάνω θεωρείται ορθό όπως οι πιο κάτω ποινές αντικατασταθούν ως εξής, με τις υπόλοιπες να παραμένουν ως έχουν:
(i) για τον εφεσείοντα Ανδρέα Αχτάρ στην Ποινική Έφεση αρ. 207/08, η ποινή φυλάκισης των 2 χρόνων στην 24η κατηγορία, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η δε ποινή φυλάκισης των 1½ χρόνων στην 27η κατηγορία, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 1 χρόνου.
(ii) για τον εφεσείοντα Ηλία Αχτάρ στην Ποινική Έφεση αρ. 208/08, η ποινή φυλάκισης των 3½ χρόνων στην 14η κατηγορία, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων, η δε ποινή φυλάκισης των 4½ χρόνων στην 46η κατηγορία αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.
(iii) για τον εφεσείοντα Γιώργο Αχτάρ στην Ποινική Έφεση αρ. 209/08, η ποινή φυλάκισης των 3½ χρόνων στην τρίτη κατηγορία, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται, οι δε εφέσεις εναντίον της ποινής επιτυγχάνουν ως ανωτέρω.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ