ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 2 ΑΑΔ 304

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 235/2009)

 

22 Ιουνίου 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

Σ.Κ.,

Εφεσείων,

-         V.  -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

-------------------------------

Χ. Αγαπίου (κα) με Ε. Χατζήπαπα (κα), για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για την Εφεσίβλητη.

-------------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας αδυνατώ να συμφωνήσω με αυτήν, καταλήγοντας επομένως, σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς την τύχη της ασκηθείσας έφεσης.  Χάριν οικονομίας λόγου, υιοθετώ τα καταγραφέντα στην απόφαση της πλειοψηφίας γεγονότα, όπου δε χρειάζεται, θα προστίθενται οι αναγκαίες εκείνες λεπτομέρειες ώστε να συναρτώνται κατά λογικό τρόπο με τη δική μου θεώρηση επί της πραγματικής και νομικής υφής των όλων δεδομένων.  Εκ προοιμίου αναφέρεται ότι η υπόθεση κρίνεται στη βάση βεβαίως της όποιας μαρτυρίας επέλεξαν να προσκομίσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο η Κατηγορούσα Αρχή, όσο και η υπεράσπιση.

 

        Η κα Χατζήπαπα αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου εκ μέρους του εφεσείοντος, με ιδιαίτερη επιμέλεια ανέδειξε σειρά προβλημάτων στην όλη αντιμετώπιση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο που, κατά την άποψη μου,  όντως καθιστά την ετυμηγορία του ακροσφαλή, όχι μόνο διότι παραγνώρισε σαφή και αναντίλεκτη μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος, αλλά και διότι η όλη δομή της απόφασης παρουσιάζει εγγενή προβλήματα στη λογική ακολουθία του σκεπτικού.  Τα προβλήματα αυτά αναδύονται στην επιφάνεια ενόψει σωρείας αντιφάσεων μεταξύ της εκδοχής που προώθησε η παραπονούμενη και  της μαρτυρίας των Μ.Κ. 2 και 3, προς τους οποίους αυτή παραπονέθηκε για τα τεκταινόμενα σε διάφορα χρονικά διαστήματα.  Αντιφάσεις προκύπτουν και μεταξύ της παραπονουμένης και του Μ.Κ.4, του αστυνομικού που έλαβε το παράπονο της στον αστυνομικό σταθμό, ενώ διάσταση στη μαρτυρία της ανευρίσκεται κατά μείζονα λόγο και μεταξύ της εκδοχής της και της ιατροδικαστικής μαρτυρίας, όπως αυτή οριοθετήθηκε από το μάρτυρα Μ.Κ. 5 και αποτυπώθηκε στα πρακτικά. 

 

        Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό ζήτημα, ήταν η σθεναρή θέση της παραπονούμενης ότι είχε βιασθεί από τον εφεσείοντα στις 23.10.07, στις 10.00 π.μ. στο σπίτι του τελευταίου (σελ. 17, 83-84, των πρακτικών και κατάθεση της στην Αστυνομία ημερ. 24.10.07, Τεκμ. 6(Β)).  Όταν η παραπονούμενη εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους, Μ.Κ.5, ο οποίος στη σχετική έκθεση του Τεκμ. 21, κατέθεσε ότι στις 24.10.07, την επομένη δηλαδή του βιασμού, είχε κληθεί από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού να εξετάσει την παραπονούμενη, αυτός διαπίστωσε στην παρουσία γυναικολόγου και νοσηλεύτριας κατά την εξέταση στο Γυναικολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λεμεσού, ότι η παραπονούμενη έφερε τρεις παράλληλες μεταξύ τους εκδορές μήκους 2 εκ., 0.7 εκ. και 1,8 εκ. στην εμπρόσθια χώρα του αριστερού πήχυ, καθώς και τρεις θλαστικές εκχυμώσεις διαστάσεων 2x1,8 εκ., 1x1 εκ. και 0,7x0,7 εκ. στη δεξιά εμπρόσθια μηριαία χώρα.  Οι εκδορές και οι εκχυμώσεις αυτές απεικονίζονται ευκρινώς στις οκτώ φωτογραφίες που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση και που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 2. 

 

        Το σημαντικό που ανέκυψε κατά τη μαρτυρία του ιατροδικαστή ήταν η πιο κάτω θέση του, όταν κατά την κυρίως εξέταση του, η Κατηγορούσα Αρχή του ζήτησε να τοποθετήσει χρονικά την προέλευση των εκδορών και εκχυμώσεων.  Ο μάρτυρας απάντησε επί λέξει:

 

«Εντός του εικοσιτετραώρου, από τη στιγμή που έγινε η εξέταση 24 ώρες, εντός του συγκεκριμένου εικοσιτετραώρου.»

 

Καμία άλλη ερώτηση, διευκρινιστική ή επεξηγηματική ως προς το χρονικό σημείο της δημιουργίας των εκχυμώσεων και εκδορών δεν έγινε από την Κατηγορούσα Αρχή, ούτε βεβαίως και η υπεράσπιση απηύθυνε οποιαδήποτε σχετική προς τούτο ερώτηση.  Σημειώνεται ότι η εξέταση από τον ιατροδικαστή έγινε μεταξύ των ωρών 19.00-19.25 της 24.10.07. Σαφέστατα, επομένως, προκύπτει μια απόκλιση στη χρονική δημιουργία των εκδορών και των εκχυμώσεων, εννέα και πλέον ωρών, από την ώρα που, ως ισχυρίστηκε η παραπονούμενη, έλαβε χώραν ο βιασμός. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αυτή τη διάσταση στη σελ. 32 της απόφασης του λέγοντας ότι «... ως θέμα λογικής ..» οι εν λόγω εκδορές και εκχυμώσεις θα μπορούσαν να μην είχαν εμφανιστεί ή και να μην είχαν γίνει αντιληπτές από την παραπονούμενη, ενώ:

 

«... σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσοχή του Δικαστηρίου δεν πρέπει, κατά την άποψη μου να προσλαμβάνει χαρακτήρα ακραίας, σχολαστικής και μικροσκοπικής ανάλυσης, με αναφορά σε ώρες για τις οποίες η μαρτυρία του Μ.Κ.5 δεν είναι και τόσο απόλυτη και για τις οποίες δεν κλήθηκε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.»

 

Η πιο πάνω αντιμετώπιση του Δικαστηρίου, σαφώς παραγνωρίζει το τεκμήριο της αθωότητας, αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, καθώς και τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε και ότι εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Κατ΄ αρχάς δεν είναι αντιληπτό γιατί η μαρτυρία του ιατροδικαστή δεν ήταν «τόσο απόλυτη».  Όταν η θέση του ως προς το χρόνο δημιουργίας των εκδορών και εκχυμώσεων ήταν σαφέστατη και δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Ο ιατροδικαστής ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής, προσφέρθηκε απ΄ αυτήν ως μάρτυρας της αλήθειας, (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, στις σελ. 365-366), η απάντηση του στη σχετική ερώτηση ήταν ευκρινέστατη, η δε Κατηγορούσα Αρχή αρκέστηκε με αυτή.  Υπό το φως της συγκεκριμένης απάντησης, που ήταν υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντος, ή, εν πάση περιπτώσει, έθετε σε αμφιβολία την αξιοπιστία της παραπονούμενης, η υπεράσπιση δικαιωματικά και προστατευόμενη από την ασπίδα του τεκμηρίου της αθωότητας δεν όφειλε να ερωτήσει οτιδήποτε περαιτέρω, ούτε βέβαια εναπόκειτο σ΄ αυτή να ζητήσει επεξηγήσεις.  Να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι ο ιατροδικαστής κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστος μάρτυρας,  στη δε σελ. 28 της απόφασης, τόσο ο μάρτυρας αυτός, όσο και ο Μ.Κ.4, κρίθηκαν ως «αντικειμενικοί και αμερόληπτοι», η δε μαρτυρία τους έγινε «αποδεκτή στο σύνολο της».  Δικαίως, επομένως, κατά την άποψη μου, η κα Χατζήπαπα εισηγείται ότι το ίδιο το Δικαστήριο παρά την πιο πάνω κρίση του ως προς το αντικειμενικό και αξιόπιστο της μαρτυρίας του ιατροδικαστή, διαφοροποίησε στη συνέχεια ανεπίτρεπτα τη μαρτυρία του, επιχειρώντας να εξηγήσει την πιο πάνω χρονική διάσταση, χωρίς να έχει οποιαδήποτε άλλη  σχετική μαρτυρία ενώπιον του, λέγοντας ότι η μαρτυρία αυτή δεν ήταν και «τόσο απόλυτη»,  ή, ότι δεν πρέπει να εξετάζεται με σχολαστική και μικροσκοπική διάθεση.  Αντίθετα, η μαρτυρία του έπρεπε να είχε λογισθεί ως ακριβώς δόθηκε ως πραγματική επιστημονική μαρτυρία, που «.. συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας» (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας αρ. 2 - πιο πάνω -), χωρίς το Δικαστήριο να αφήσει να παρεισφρύσουν στη σκέψη του, δικές του υποκειμενικές θεωρήσεις.  Όπως λέχθηκε και στην Κέττηρος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 395, «.. η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής θα πρέπει να συνάδει απόλυτα με την επιστημονική μαρτυρία ..».

 

Περαιτέρω, σε σαφή  ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής κατά την κυρίως εξέταση του ιατροδικαστή ως προς την έννοια των εκδορών, η θέση του ήταν ότι η εκδορά είναι «.. η απόσπαση επιδερμίδας με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο ή με όργανο το οποίο δεν έχει λεία επιφάνεια», ενώ κατά την αντεξέταση διευκρίνισε ότι η δημιουργία εκδορών ή και εκχυμώσεων μπορεί να γίνει με την άσκηση βίας ή με θλον όργανο ή με τα χέρια ή και με κτύπημα κάπου, στη δε κατηγορία των θλόντων οργάνων εμπίπτει και η δημιουργία των πιο πάνω με αυτοτραυματισμό.  Η παραπονούμενη, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη οποιουδήποτε αιχμηρού αντικειμένου κατά τη διάρκεια του κατ΄ ισχυρισμόν βιασμού της, ούτε καν σε άσκηση βίας τέτοιας μορφής ή τρόπου που να καθιστούσε δυνατή την εμφάνιση των εκδορών.  Ως ανέφερε δε η ίδια, αντιλήφθηκε τα σημάδια αυτά στο σώμα της κατά την επίσκεψη της στο νοσοκομείο,  δηλαδή την επομένη ημέρα του βιασμού, όταν φωτογραφήθηκε, ενώ ακόμη και κατά το χρόνο που έδινε την κατάθεση της, Τεκμ. 6Β, στις 24.10.07 και ώρα 14.45, δεν είχε αντιληφθεί, ως είπε, τις εκδορές και τις εκχυμώσεις αυτές.  Εφόσον όμως σύμφωνα με τη δοθείσα (που ήταν και η μόνη), επιστημονική μαρτυρία, οι εκδορές είναι η απόσπαση επιδερμίδας, τίθεται εύλογα  το ερώτημα ως προς το λόγο που αυτές οι εκδορές, αν όχι και οι εκχυμώσεις, δεν ήταν αμέσως ευδιάκριτες  από την ώρα, δηλαδή, της δημιουργίας τους.

 

Πρέπει να προστεθεί εδώ ότι γενετικό υλικό που λήφθηκε από τον εφεσείοντα για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, δεν παρείχε καμιά απόλυτη ένδειξη σύνδεσης του εφεσείοντος με άλλα αντικείμενα που λήφθηκαν και από τα οποία επίσης απομονώθηκε γενετικό υλικό, όπως ήταν τα δύο κολπικά επιχρίσματα από την παραπονούμενη, καθώς και ένα γυναικείο εσώρουχο με σερβιέτα της ιδίας.  Τα ανωτέρω  περιέχονται στην έκθεση του Δρ. Μάριου Καριόλου, που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός και σημειώθηκε ως Τεκμ. 22, για την αλήθεια του περιεχομένου της, μετά το πέρας της ένορκης μαρτυρίας του ιατροδικαστή στις 14.7.2009.

 

Διάσταση στη μαρτυρία της παραπονούμενης υπήρξε επίσης και με την εκδοχή που έδωσαν κατά πρώτο λόγο η φίλη της Ρακέλ, Μ.Κ.2, και κατά δεύτερο λόγο ο πνευματικός της, Άγγλος ιερέας David Cox, Μ.Κ.3.  Ως προς τη μαρτυρία της Ρακέλ, ενώ η παραπονούμενη ανέφερε σε σχέση με το περιστατικό της άσεμνης επίθεσης από τον εφεσείοντα το Σεπτέμβριο του 2007, ότι είχε τηλεφωνήσει στη φίλη της Ρακέλ το απόγευμα της ίδιας ημέρας γύρω στις 5.30 μ.μ., η ίδια η Ρακέλ στη δική της μαρτυρία (σελ. 151 των πρακτικών), ανέφερε ότι η παραπονούμενη της μετέφερε το παράπονο αυτό, τις επόμενες ημέρες και όχι την ίδια ημέρα.  Περαιτέρω, ενώ η παραπονούμενη είχε διευκρινίσει ότι ο λόγος που δεν τηλεφώνησε στη Ρακέλ ενωρίτερα την ημέρα της άσεμνης επίθεσης ήταν διότι η τελευταία έχει κλειστό το κινητό της τηλέφωνο όταν εργάζεται, η ίδια η Ρακέλ ανέφερε ότι το κινητό της τηλέφωνο είναι ανοικτό καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασίας της, ελέγχει τυχόν τηλεφωνήματα, κατά διαστήματα, αλλά απλώς δεν επικοινωνεί η ίδια τις ώρες που εργάζεται.  Περαιτέρω, ως η μαρτυρία της, η παραπονούμενη γνώριζε και το σταθερό αριθμό του σπιτιού στο οποίο εργαζόταν. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, κατά την άποψη μου, σε σοβαρό λάθος, κρίνοντας εξίσου αξιόπιστες και τη Ρακέλ και την παραπονούμενη, διότι δεν θα ήταν δυνατό και οι δύο εκδοχές να ήταν ταυτόχρονα αποδεκτές.  Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει στη σελ. 38 της απόφασης του, τη διάσταση μεταξύ της ώρας και της ημέρας που έγινε το τηλεφώνημα από την παραπονούμενη προς τη Ρακέλ ως «επουσιώδη αντίφαση», που δεν πλήττει κατά τα άλλα την αξιοπιστία της παραπονούμενης, ταυτόχρονα αποφαίνεται ότι και η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας.  Εύλογα λοιπόν οι συνήγοροι του εφεσείοντος προώθησαν τη θέση ότι ενώ στην ουσία το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά τη μαρτυρία της Ρακέλ, με ταυτόχρονο ανακόλουθο εύρημα στη σελ. 45 του σκεπτικού, το Δικαστήριο κατέγραψε ότι ήταν το απόγευμα της ίδιας ημέρας της κατ΄ ισχυρισμόν άσεμνης επίθεσης που η παραπονούμενη έκαμε το παράπονο της στη Ρακέλ, σε σαφή δηλαδή αναντιστοιχία με τα όσα η τελευταία κατέθεσε.

 

Το πιο πάνω ανακόλουθο και συγκρουόμενο με τη μαρτυρία εύρημα, είχε και την εξής προέκταση που οδήγησε σ΄ ακόμη ένα προβληματικό εύρημα του Δικαστηρίου.  Θεωρήθηκε ότι η μη έγκαιρη και άμεση αντίδραση της παραπονούμενης να καταγγείλει την άσεμνη επίθεση από τον εφεσείοντα, δεν κλόνιζε με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της, ενόψει του ότι «.. ναι μεν δεν έκαμε αμέσως την ίδια ημέρα, καταγγελία στην Αστυνομία, αλλά παραπονέθηκε το ίδιο βράδυ στη Μ.Κ. 2 ...».  Αυτή η συλλογιστική ελέγχεται, όμως, ως λανθασμένη όπως υποδείχθηκε αμέσως προηγουμένως εφόσον υπήρχε η προς το αντίθετο μαρτυρία της ίδιας της Ρακέλ, που κρίθηκε αξιόπιστη. Χρησιμοποίησε, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο φορές το ίδιο λανθασμένο εύρημα στη βάση ανακόλουθης αξιολόγησης, για να δικαιολογήσει τις κατ΄ αντικειμενικό τρόπο ρωγμές στη μαρτυρία της παραπονούμενης. 

Κατά παρόμοιο τρόπο, η διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και του ιερέα ως προς το χρόνο ενημέρωσης του τελευταίου για τις άσεμνες προτάσεις του πεθερού του εφεσείοντος, λύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ΄ αντινομικό και πάλι τρόπο ως εξής: ενώ η παραπονούμενη κατέθεσε ότι για πρώτη φορά είχε πει στον ιερέα τα περί άσεμνων προτάσεων του πεθερού του εφεσείοντος, μετά το βιασμό της  από τον εφεσείοντα τον Οκτώβριο του 2007, (σελ. 70 των πρακτικών), ο ιερέας στη δική του κατάθεση, αλλά και στη ζώσα μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ανέφερε ότι τα παράπονα αυτά έγιναν στον ίδιο από την παραπονούμενη από την αρχή της γνωριμίας τους, το Νοέμβριο του 2006 (σελ. 178 των πρακτικών).  Υπήρξαν και άλλα στοιχεία διάστασης στη μαρτυρία, όπως το τι ακριβώς είχε πει ο εφεσείων στην παραπονούμενη μετά το βιασμό, πώς ο ιερέας πληροφορήθηκε περί του βιασμού (όχι από την ίδια, ως η παραπονούμενη είπε, αλλά από άλλο μέλος της εκκλησίας) και κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε ή όχι βία κατά το βιασμό.

 

Διάσταση παρατηρήθηκε όμως και μεταξύ της παραπονούμενης και του Μ.Κ.4, αστυφύλακα 633 Ν. Πιτσιλλή του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 24.10.07, το μεσημέρι τον επισκέφθηκε η παραπονούμενη στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου και έλαβε το σχετικό παράπονο της.  Υπάρχει ως δεδομένο ότι σύμφωνα με τον Μ.Κ.4, η γραπτή κατάθεση της παραπονούμενης λήφθηκε από γυναίκα αστυφύλακα στη δική του παρουσία και ό,τι λεγόταν από την παραπονούμενη καταγράφηκε στην κατάθεση της.  Η διάσταση που προκύπτει αφορά τα εξής επί μέρους θέματα:  (i) Ότι κατά το επεισόδιο του κατ΄ ισχυρισμόν βιασμού της, η παραπονούμενη ανέφερε στον Πιτσιλλή ότι είχε σημάδια στα χέρια και στη γάμπα της επειδή ο εφεσείων ήταν πολύ δυνατός και δεν κατάφερε να ξεφύγει, αλλά ο αστυφύλακας της ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν να τα γράψει αυτά στην κατάθεση της, ήταν δε επαρκές να τα αναφέρει στο Δικαστήριο.  (ii) Ότι κατά τη διάρκεια της κατ΄ ισχυρισμόν άσεμνης επίθεσης του Σεπτεμβρίου του 2007, αυτή ανέφερε στον Πιτσιλλή ότι ο εφεσειών την είχε διά βίας σύρει στο κρεβάτι, αλλά και πάλι ο αστυφύλακας της ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν να αναγραφεί στην κατάθεση της.  (iii) Ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης της κατάθεσης, η παραπονούμενη   είχε αναφέρει στον αστυνομικό ότι ο πεθερός του εφεσείοντος της έκανε άσεμνες προτάσεις και ο αστυνομικός της είπε και πάλι να τα αναφέρει στο Δικαστήριο.

 

Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις ο Πιτσιλλής εμφαντικά αρνήθηκε ότι είπε τα προαναφερθέντα στην παραπονούμενη, ούτε δε υπήρχε λόγος να μην αναγραφούν στην κατάθεση της, ιδιαίτερα εφόσον αυτή λαμβανόταν στην παρουσία άλλου αστυνομικού οργάνου. Να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι η παραπονούμενη στη συμπληρωματική της κατάθεση Τεκμ. 7Β, ανέφερε ότι στην πρώτη της κατάθεση Τεκμ. 6Β, δεν τοποθετήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο για τον πεθερό του εφεσείοντος διότι ήταν πολύ θορυβημένη από το περιστατικό του βιασμού, θέση που πρόσθετα  έρχεται  σε αντίθεση με το στοιχείο (iii) ανωτέρω. 

 

Και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία αγνόησε  και δεν σχολίασε καθόλου τις πιο πάνω διαστάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης και του αστυφύλακα, παρά μόνο τη μη αναφορά στην αρχική κατάθεση της παραπονούμενης ως προς τις άσεμνες προτάσεις από τον πεθερό, έχοντας τη θέση ότι πρόκειτο για μια «.. περιθωριακής υφής διάσταση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4». Όπως και στις προηγούμενες παρατηρηθείσες διαστάσεις στη μαρτυρία μεταξύ της παραπονούμενης και των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε αξιολόγηση κατά εύλογο τρόπο ώστε να είναι καταγραμμένη η σαφής θέση του, ως προς το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια, εφόσον δεν ήταν δυνατό να ήταν και η παραπονούμενη και οι υπόλοιποι μάρτυρες ταυτόχρονα αξιόπιστοι σ΄ ότι αντιφατικά μεταξύ τους είπαν. 

 

Το πρόβλημα στην αντιμετώπιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο όλων των πιο πάνω αντιφάσεων, δεν έγκειται μόνο στις καθ΄ αυτές αντιφάσεις, αλλά στο ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε στην ουσία τη δευτερογενή μαρτυρία της Ρακέλ και του ιερέα ως αξιόπιστες και όχι την πρωτογενή μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης, η οποία ήταν βέβαια ο αποδέκτης   των άσεμνων προτάσεων, της άσεμνης επίθεσης και του βιασμού της και άρα η πρωταρχική πηγή της γνώσης της Ρακέλ και του ιερέα.  Με άλλα λόγια, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν είναι δυνατό  ένα Δικαστήριο να δέχεται τη μαρτυρία των ατόμων προς τα οποία παραπονέθηκε η παραπονούμενη ως αληθή και αξιόπιστη, ενώ ταυτόχρονα η παραπονούμενη να ισχυρίζεται διαφορετικά πράγματα.  Τέτοιου είδους αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να θεωρείται ότι πλήττει τον πυρήνα της αξιοπιστίας της ίδιας της παραπονούμενης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσπάθεια του να καταδείξει ότι η παραπονούμενη παρέμενε αξιόπιστη μάρτυρας, περιέπεσε στη νομική ανακολουθία να δέχεται ως αξιόπιστες τις αντίθετες με της παραπονούμενης θέσεις, δεχόμενο επομένως εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η μαρτυρία της τελευταίας δεν ήταν δεκτή στα σημεία αυτά, αλλά ταυτόχρονα αφενός να κρίνει ότι δεν έπλητταν την αξιοπιστία της και αφετέρου ότι ήταν και επουσιώδεις αντιφάσεις. Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση αυτή δεν υπήρξε καμία άλλη ανεξάρτητη και αυτοτελής μαρτυρία πέραν από την παραπονούμενη που να ενισχύει αντικειμενικά τη δική της εκδοχή η οποία, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, σε πλείστα όσα σημεία διαφοροποιείται από τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας.

 

Όλα τα πιο πάνω πρέπει να συνδυαστούν και με τα εξής δεδομένα:  (i)  Η παραπονούμενη ενώ κατά τον ισχυρισμό της είχε δεχθεί κατ΄ επανάληψη άσεμνες προτάσεις από τον πεθερό του εφεσείοντος, ο δε εφεσείων όταν εκμυστηρεύθηκε και σε αυτόν το πρόβλημα, ο τελευταίος όχι μόνο δεν δέχθηκε τη θέση της, αλλά άρχισε και ο ίδιος να την παρενοχλεί με σεξουαλικές προτάσεις και ενώ υπέστη, κατά τον ισχυρισμό της, το Σεπτέμβριο του 2007, από τον εφεσείοντα την άσεμνη επίθεση που περιέγραψε και είχε επομένως κάθε λόγο να φοβόταν να μείνει μόνη της με τον εφεσείοντα, εν τούτοις δέχθηκε (κατά την εκδοχή του εφεσείοντος, η ίδια to πρότεινε), να κάμει μασάζ στον αυχένα του εφεσείοντος όταν ήταν μόνοι στο σπίτι στις 23.10.07 για να ακολουθήσει, ως ισχυρίστηκε, ο βιασμός της.  Όποια και να ήταν η ψυχοσύνθεση της παραπονούμενης, αναμφίβολα δημιουργείται εύλογο ερώτημα για ποιο λόγο να είχε δεχθεί να έλθει σε τέτοια σωματική επαφή με τον εφεσείοντα σε χρόνο που ήταν μόνοι στο σπίτι όταν είχε προηγηθεί η άσεμνη επίθεση.  Άσεμνη επίθεση που παρέμεινε στο επίπεδο αυτό και μόνο, αφού φοβούμενη τα χειρότερα για πιθανό βιασμό της,        (σελ. 2 της κατάθεσης της στην Αστυνομία, Τεκμ. 6Β), ενέδωσε στις επιθυμίες του εφεσείοντος.  Ενώ μετά το βιασμό, συνέχισε τις εργασίες του σπιτιού, ως να μην συνέβη οτιδήποτε και αποδέχθηκε το απόγευμα να τη μεταφέρει ο εφεσείων στο σπίτι του πεθερού του, αναμένοντας καθ΄ οδόν να της ζητήσει συγγνώμη.

 Παρεμβάλλεται ότι ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεση του δέχθηκε ότι και προηγουμένως είχε και ο ίδιος και η σύζυγος του τύχει μασάζ από την παραπονούμενη, πάντοτε όμως στην παρουσία αλλήλων. Κατά δε τον ισχυρισμό της, όπως αποτυπώθηκε στα πρακτικά σελ. 100, 104, 112 και 113, παρά την άσεμνη επίθεση και τις συνεχιζόμενες φιλοφρονήσεις του εφεσείοντος μέχρι και την ημέρα του βιασμού της, η παραπονούμενη είχε στη σκέψη της ότι ο εφεσείων ήταν «κύριος», δεν θα της έκανε κακό, δεν πέρασε από τη σκέψη της ότι «κάτι κακό θα συμβεί», δεν πέρασε από το μυαλό της να φύγει όταν της ζήτησε μασάζ, αλλά αντίθετα όταν είδε τον εφεσείοντα με μόνο το εσώρουχο στο δωμάτιο του ζεύγους, απλώς τον ερώτησε για ποιο λόγο ήταν με το εσώρουχο γιατί ήθελε να «ξεκαθαρίσει μαζί του ότι μόνο μασάζ  θα του έκανε». 

 

(ii) Η όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης σε σχέση με την επιδίωξη της να λάβει έγγραφο αποδέσμευσης από την οικογένεια άφηνε επίσης εύλογα ερωτηματικά, (είχε ζητήσει αποδέσμευση, αλλά σύμφωνα με την εκδοχή της η οικογένεια δεν ήθελε να την αποδεσμεύσει - σελ. 41 των πρακτικών), διότι ενώ μετά την άσεμνη επίθεση του Σεπτεμβρίου 2007, δεν προέβηκε σε καταγγελία γιατί δεν ήθελε να διαλύσει το σπίτι του εφεσείοντος, μετά τον κατ΄ ισχυρισμόν βιασμό της και παρά το γεγονός ότι η σύζυγος του εφεσείοντος, όταν συζήτησαν το θέμα, δέχθηκε να την αποδεσμεύσει, μετά από την τέλεση οικογενειακού γάμου που θα ακολουθούσε εντός δεκαπενθημέρου, εν τούτοις η παραπονούμενη συζήτησε το ίδιο ζήτημα την επομένη με την άλλη αδελφή της συζύγου του εφεσείοντος και μόνο όταν η τελευταία της είπε ότι δεν την πίστευε, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία.  Αυτά, παρά τη μαρτυρία της ότι στην ουσία δεν ήθελε να κάνει κακό στην οικογένεια, παρά μόνο ήθελε να παραδεχθεί ο εφεσείων το λάθος του και να ζητήσει συγγνώμη τόσο από την ίδια, όσο και από τη σύζυγο του.  Κατέληξε, όμως, να καταγγείλει την υπόθεση με όλες τις συνέπειες για την οικογένεια του εφεσείοντος και τον ίδιο, επιτυγχάνοντας τελικώς εκείνο το οποίο η ίδια ήθελε να αποφύγει. 

 

Όλα τα ανωτέρω μαζί και με σειρά άλλων αντιφάσεων (έστω και εν μέρει όντως επουσιωδών), που λεπτομερώς καταγράφηκαν στο διάγραμμα του εφεσείοντος και που δεν χρειάζεται να επαναληφθούν εδώ, εύλογα κατά την άποψη μου έθεταν μια διαφορετική διάσταση στην όλη συμπεριφορά της παραπονούμενης, αλλά και στο αξιόπιστο της μαρτυρίας της, τα οποία έπρεπε τουλάχιστο να προβληματίσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την όλη δομή και συνοχή της μαρτυρίας της, εφόσον οδηγούσαν σε εύλογες αμφιβολίες ως προς την ενοχή του εφεσείοντος.  Όπως το θέτει ο Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003), στις σελ. 102-104, το βάρος απόδειξης που απαιτείται από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου είναι υψηλό. Η διαχρονικά επιβεβαιωμένη φόρμουλα «beyond reasonable doubt» που έχει κατά καιρούς υποστεί κριτική, παραμένει αποδεκτή και ισχυρή, αλλά και ακόμη και η μεταγενέστερη προσπάθεια αντικατάστασης της με φράσεις όπως «satisfied so that you feel sure» ή απλώς «sure of guilt» (R. v. Summers (1952) 1 All E.R. 1089), απολήγει στο ίδιο αποτέλεσμα: ότι όπως το έθεσε ο Lord Denning στην Miller v. Minister of Pensions (1947) 2 All E.R. 372:

 

«It need not reach certainty, but it must carry a high degree of propability.  Proof  beyond reasonable doubt does not mean proof  beyond the shadow of a doubt.  The law would fail to protect the community if it admitted fanciful possibilities to deflect the course of justice.  If the evidence is so strong against a man as to leave only a remote possibility in his favour which can be dismissed with the sentence 'of course it is possible, but not in the least probable', the case is proved beyond reasonable doubt, but nothing short of that will suffice.»

 

Στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) - ανωτέρω - έγινε λόγος, με αναφορά στην R. v. Cooper (1969) 1 All E.R. 32, σε «υποβόσκουσα αμφιβολία» («lurking doubt»).  Εναπόκειται βέβαια στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει κάθε στοιχείο και συστατικό της κατηγορίας (Woolmington v. D.P.P. (1935) Α.C. 462), όπως δε λέχθηκε και στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 365:

       «Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή.  Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι΄ αν είναι.  Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»

 

 Όπως ακριβώς η περιστατική μαρτυρία μπορεί να είναι καταλυτική και να οδηγήσει σε καταδίκη, εφόσον όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας είναι συνεκτικά στερεωμένοι μεταξύ τους, ώστε να μην υπάρχει έδαφος για άλλη εξήγηση, έτσι, κατά τη δική μου θεώρηση, και οι πολλές και σοβαρές αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης και ιδιαιτέρως η διάσταση αυτής με την επιστημονική μαρτυρία, αφήνει τέτοιες ρωγμές στους κρίκους της αλυσίδας ώστε αυτή να μην είναι συμπαγής, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινική υπόθεση για να αποδειχθεί, δηλαδή, η ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης, αποκαλύπτει 14 συναπτές αντιφάσεις τις οποίες το Δικαστήριο θεώρησε όλες ως μη καταλυτικές για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, πέραν των άλλων εγγενών προβλημάτων στην όλη εκδοχή της που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Αποτελεί βεβαίως αξίωμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι «... κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας» (Κυριάκος Γιάλλουρος κ.ά. ν. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου κ.α., Πολ. Εφ.              αρ. 159/06 και 160/06, ημερ. 16.12.2009), το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στα ευρήματα και την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Όταν όμως τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, ή, η κρίση επί της αξιοπιστίας παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, τότε η επέμβαση καθίσταται αναγκαία.  Σημασία έχει πώς το πρωτόδικο σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζει την ενώπιον του μαρτυρία, η δε σκέψη του αναγνωρίζεται από τον τρόπο συγγραφής της απόφασης και την όλη δομή της.  Ιδιαιτέρως, σε υπόθεση σεξουαλικής υφής όπου το Δικαστήριο δύναται μεν να ενεργήσει στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αφού όμως προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

 

  Κατά την άποψη μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο λεκτικά και μόνο έδωσε έκφραση στον κανόνα της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας ως θέμα πρακτικής και θεωρητικά και μόνο προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασιστεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία.  Ενόψει όλων των προαναφερθέντων προβλημάτων στη μαρτυρία, δεν είχε νομικό και πρακτικό αντίκρυσμα, κατά την κρίση μου, η καταγραφή στη σελ. 40 της απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλογίστηκε «.. σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενίσχυση» και ότι αυτοπροειδοποιήθηκε «συνεχώς και έντονα». 

 

 Δεν υπήρχε στην ουσία ενισχυτική μαρτυρία.  Ορθά εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη σελ. 40 της απόφασης του, ότι  η μαρτυρία της Ρακέλ και του ιερέα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώτο παράπονο στην έννοια του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.  Τούτου δοθέντος και ενόψει των αντιφάσεων που υπήρχαν στη μαρτυρία τους, με αυτή της παραπονούμενης, μειώνεται αν όχι εκμηδενίζεται, η αξία της πρωτόδικης θέσης ότι η παραπονούμενη υπέβαλε παράπονα σ΄ αυτούς σε ανύποπτο χρόνο.  Υπενθυμίζεται ότι ολόκληρη η πηγή γνώσης της Ρακέλ και του ιερέα, προέρχεται από την ίδια την παραπονούμενη, ορισμένες δε δηλώσεις της έγιναν ακόμη και μεταγενέστερα της καταγγελίας για το βιασμό, όπως ήταν οι αναφορές της προς τον ιερέα για τις άσεμνες προτάσεις που είχε δεχθεί από τον πεθερό του εφεσείοντος.  Δεν υπήρχε λοιπόν «ανύποπτος χρόνος» με την έννοια του αυθόρμητου παραπόνου.  Επομένως, αποδυναμώνεται η ενίσχυση της μαρτυρίας της προς συνεπή επιβεβαίωση των όσων κατ΄ ισχυρισμόν της συνέβησαν (Murphy on Evidence - πιο πάνω - σελ. 574-575, παρ. 16.14 και Τάκη Ηλιάδη: Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 211), που αποτελεί εξαίρεση, σε υποθέσεις σεξουαλικής υφής, του κανόνα αποκλεισμού της αποδοχής προηγούμενων συνεπών δηλώσεων.

 

Δύο καταληκτικά σχόλια:  Κατά πρώτο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εφεσείοντα ανέφερε ότι του έκαμε «άθλια εντύπωση ως μάρτυρας και αξιοθρήνητη ήταν η όλη εμφάνιση του ενώ κατέθετε».  Χαρακτήρισε περαιτέρω την πειστικότητα του να κυμαίνεται σε «μηδενικά επίπεδα» και τη μαρτυρία του ως «εκ των υστέρων σκέψεις και κατασκευάσματα».   Η ανάγνωση όμως της ένορκης κατάθεσης του εφεσείοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, αποκαλύπτει στην ουσία μια σταθερή  άρνηση των καταλογιζομένων σε αυτόν από την παραπονούμενη.  Η ένορκη εκδοχή του συνήδε με την ανακριτική του κατάθεση στην αστυνομία, Τεκμ. 17, καθώς και τη συμπληρωματική του δήλωση, Τεκμ. 25, ενώ δεν μπορεί να διακριθεί οτιδήποτε λεχθέν κατά την αντεξέταση του, που να καθιστούσε δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να χαρακτηρίσει την εμφάνιση του ως «άθλια» και «αξιοθρήνητη».  Όσο και αν ένα Δικαστήριο δικαιούται να καταγράφει την κρίση του για τον χαρακτήρα μάρτυρα ή διαδίκου, όπως αυτός αναδύεται στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, πρέπει ταυτόχρονα όπως λέχθηκε στη Χριστάκης Χρίστου ν. Αγαθοκλή Ηροδότου (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, να «... το πράττει με κοσμιότητα και στα πλαίσια της προσπάθειας ανίχνευσης της αλήθειας, ως κριτής όχι μόνο γεγονότων αλλά και της αξιοπιστίας ή μη του μάρτυρα», όταν δε το πράττει αυτό «. δεν εκφεύγει του καθήκοντος του ως κριτή των συνανθρώπων του».  Λέχθηκε επίσης στην ίδια απόφαση:

 

«Αναμφίβολα, πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατόν να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από την δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς.  Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα.  Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ΄ ανάγκην και ειλικρινής.  Και το αντίθετο.  Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.»

 

Κατά δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την ποινή στον εφεσείοντα ανέφερε και τα εξής:

 

«Συνυπολογίζω επίσης για σκοπούς επιβολής ποινής το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αρνήθηκε μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων.  Σταθερή του θέση ήταν ότι δεν έκαμε οτιδήποτε το επιλήψιμο.  Κανένα στοιχείο μεταμέλειας δεν χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του... Η άρνηση των κατηγοριών είναι απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου.  Η πιο πάνω παραπομπή του Δικαστηρίου στο στοιχείο της καταδίκης μετά από ακρόαση γίνεται με αναφορά στη νομολογιακή αρχή ότι ένας κατηγορούμενος που παραδέχεται ενοχή δύναται να αναμένει κάποια αναγνώριση με τη μορφή μείωσης της ποινής, η οποία διαφορετικά θα επιβαλλόταν αν καταδικαζόταν μετά από μη παραδοχή ..»

 

        Στην Κώστας Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 63/07, ημερ. 11.2.2009, το Εφετείο ελάττωσε την επιβληθείσα ποινή των δώδεκα ετών, στα δέκα έτη, ώστε «.. να αντανακλάται επαρκώς το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά να είναι ταυτόχρονα και απαλλαγμένη από το διαπιστωθέν λάθος αρχής.».  Το λάθος που εντοπίστηκε εκεί ήταν ότι το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας ποινή στον εφεσείοντα στα πλαίσια της προσπάθειας του να εξετάσει πιθανή διαφοροποίηση της ποινής από τον πρώην συγκατηγορούμενο του, ανέφερε ότι θα προσμετρούσε εναντίον του το ότι δεν παραδέχθηκε ενοχή, σε αντίθεση με τον πρώην συγκατηγορούμενο ο οποίος είχε παραδεχθεί ενοχή.  Λέχθηκε ότι:

 

«Η παραδοχή όντως αποτελεί νομολογιακά στοιχείο που οδηγεί στην επιεικέστερη μεταχείριση ενός κατηγορουμένου, ακόμη και για τις ναρκωτικές ουσίες (δέστε Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, σελ. 453),  παρόλον που κατά την επιβολή της ποινής του πρώην συγκατηγορουμένου δεν τονίστηκε ιδιαίτερα αυτή η πτυχή.  Το αντίθετο, όμως, δηλαδή, να θεωρείται επιβαρυντικός παράγων η μη παραδοχή ενοχής αποτελεί σφάλμα αρχής, διότι είναι απόλυτο δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου στα πλαίσια της έμπρακτης μεταγραφής του τεκμηρίου της αθωότητας, να μην παραδεχθεί.  Κατ΄ αντιστοιχία, η νομολογία έχει καθορίσει ότι ακόμη και η προβολή μιας εξωπραγματικής υπεράσπισης δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα.  (δέστε Chalhoub v. Police (1988) 2 C.L.R. 153).   Η καταληκτική αυτή αναφορά επομένως, ότι η μη παραδοχή ενοχής προσμέτρησε εναντίον του, επέφερε και λανθασμένη σφαιρική αντιμετώπιση του μέτρου κρίσης.»

 

        Ο συνυπολογισμός, επομένως, από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γεγονότος ότι ο εφεσείων είχε αρνηθεί μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων αποτελούσε παρόμοιο σφάλμα αρχής και δεν διασώζεται η κατάσταση επειδή στην πιο πάνω καταγραφή των λεχθέντων υπό του Δικαστηρίου έγινε ταυτόχρονα αναφορά και στο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να αρνηθεί τις κατηγορίες.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αποφύγει την καταγραφή οτιδήποτε που έστω και έμμεσα θα άφηνε την υπόνοια ότι ο εφεσείων τιμωρείτο διότι επέλεξε να μην παραδεχθεί τις κατηγορίες και να διακηρύξει την αθωότητα του μέχρι τέλους. 

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους λόγω της δημιουργίας  εύλογων αμφιβολιών, θα επέτρεπα προσωπικά την έφεση και θα αθώωνα και απάλλασσα τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες.

 

 

 

 

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                                Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο