ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 256
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 207/2009)
3 Ιουνίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
AHMAD AL AHMAD,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Ανδρέας Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες από αριθμό κατηγοριών που αντιμετώπιζε· συγκεκριμένα στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος και της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να διέλθουν το έδαφος της Δημοκρατίας - (΄Αρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και ΄Αρθρο 19(η) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε) - (κατηγορία 4) - ΄Αρθρα 2, 19Α, 19Β(2), 19Γ, 19(ΣΤ) του Κεφ. 105 και ΄Αρθρα 20 και 366 του Κεφ. 154 - (κατηγορία 7). Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι και εννέα μηνών, αντίστοιχα, οι οποίες δε θα μας απασχολήσουν, αφού η έφεση εναντίον της ποινής έχει αποσυρθεί. Σημειώνεται ότι ο εφεσείων ήταν συγκατηγορούμενος με ακόμη ένα πρόσωπο, εναντίον του οποίου, όμως, στην εξέλιξη της διαδικασίας, οι κατηγορίες ανεστάλησαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής που αποδέχτηκε ως αξιόπιστη και της κατάθεσης του εφεσείοντα προς την Αστυνομία, η οποία, μετά από διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, έγινε δεκτή - Τεκμήριο 3 - και αφού έλαβε υπόψη του την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, στην έκταση που η νομολογία ορίζει, κατέληξε ως εξής ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης:-
Στις 13/3/2008, ο εφεσείων, με τη σύζυγό του, ξεκίνησαν με το αυτοκίνητό τους από την Πάφο, όπου διέμεναν, με προορισμό τη νεκρή ζώνη κοντά στην Αμμόχωστο, με σκοπό να βοηθήσουν λαθρομετανάστες να περάσουν από τις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας στις ελεύθερες περιοχές. Θα τους βοηθούσε ο φίλος του Ocala Celal Kelel, (πρώην συγκατηγορούμενός του), ο οποίος είχε μεταβεί με το δικό του αυτοκίνητο στην περιοχή του δάσους της ΄Αχνας. Το σχέδιο, προφανώς, ματαιώθηκε, όταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα εντοπίστηκε, η ώρα 23:30, από περίπολο της Αστυνομίας. Ο εφεσείων, όμως, στη συνέχεια, θεωρώντας ότι είχαν ξεφύγει από την Αστυνομία, επέστρεψε με το αυτοκίνητό του στον ίδιο δρόμο Δεκέλειας - ΄Αχνας, οπόταν και εντοπίστηκε από την ίδια περίπολο και ανακόπηκε. Κλήθηκε βοήθεια από άλλους αστυνομικούς σταθμούς και ο εφεσείων με τη σύζυγό του κρατήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό, για διαπίστωση των στοιχείων τους. Αργότερα, συνελήφθη και ο Ocala Celal Kelel, το αυτοκίνητο του οποίου είχε εντοπιστεί στη νεκρή ζώνη, σε χωματόδρομο, παρά το χωριό Ξυλοτύμπου. Μετά τη διαπίστωση των στοιχείων τους, η σύζυγος του εφεσείοντα αφέθηκε ελεύθερη, όχι, όμως, ο ίδιος, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα κράτησης. Υπήρχαν εναντίον του υποψίες, αφού, το ίδιο πρωί, στη συγκεκριμένη περιοχή, είχαν συλληφθεί από την Αστυνομία των Βάσεων λαθρομετανάστες και, περαιτέρω, υπήρχε μαρτυρία ότι αυτός είχε επιχειρήσει να βοηθήσει λαθρομετανάστες. Ο εφεσείων, ανακρινόμενος, ανέφερε ότι θα μετέφερε λαθρομετανάστες έναντι χρηματικού ποσού, με τη βοήθεια του φίλου του. Συγκεκριμένα, στην κατάθεσή του στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/3/2008, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι, στο χωριό που τον βρήκε η Αστυνομία, πήγε για να παραλάβει λαθρομετανάστες που ήλθαν στα κατεχόμενα με βάρκα από την Τουρκία. Για τη μεταφορά τους, μίλησε με κάποιο Mohammed, από τη Συρία, ο οποίος του είπε ότι, για κάθε ένα λαθρομετανάστη που θα έπαιρνε στην Πάφο, θα τον πλήρωνε €50,00. Το βράδυ της 13/3/2008, αφού μίλησε στη γυναίκα του για τα πιο πάνω, της ζήτησε να πάει μαζί του. ΄Οταν έφτασαν στην περιοχή, χάλασε το αυτοκίνητό του, οπότε τηλεφώνησε στο φίλο του Ocala, για να τον βοηθήσει. Αυτός πήγε με το αυτοκίνητό του, Toyota Corolla, χρώματος κόκκινου, και του πήρε λάδι. ΄Οταν του ανέφερε το σκοπό που βρισκόταν στην περιοχή, εκείνος του είπε ότι θα μείνει μαζί του να πάρει και ο ίδιος λαθρομετανάστες, για να πληρωθεί. ΄Αφησε το αυτοκίνητό του σε χωματόδρομο, πίσω από ένα μεγάλο φορτηγό και πήγε μαζί τους για να βρουν τους λαθρομετανάστες. Μόλις τους σταμάτησε η Αστυνομία, ο φίλος του άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και έφυγε τρέχοντας.
Ο εφεσείων, με τους λόγους έφεσης, όπως περιορίστηκαν κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της αποδοχής από το Δικαστήριο της κατάθεσής του ως θεληματικής όσο και της καταδίκης του στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας.
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Εσφαλμένα, διατείνεται ο συνήγορός του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, αποδέχτηκε την κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία, ημερομηνίας 17/3/2008, ως θεληματική. Καίτοι, ισχυρίζεται, η θέση του ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι αυτή λήφθηκε ως αποτέλεσμα βάναυσης και απάνθρωπης κακοποίησης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση ήταν πως η κατάθεση λήφθηκε κατά παράβαση των δικαστικών κανόνων. Περαιτέρω, με αναφορά στα πρακτικά, υπέβαλε ότι, κατά τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης, ο ίδιος εμποδίστηκε να προβάλει περαιτέρω λόγους ένστασης στην παρουσίαση της κατάθεσης της συζύγου του εφεσείοντα. Επίσης, πρόβαλε ότι ο Μ.Κ.2, όταν λάμβανε την κατάθεση από τον εφεσείοντα, υπέβαλλε ερωτήσεις και λάμβανε απαντήσεις, οι οποίες δεν καταγράφτηκαν σ' αυτή. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα, ως προς τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης, προτιμήθηκε η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, οι μάρτυρες της οποίας είτε δε θυμόντουσαν είτε δε γνώριζαν σημαντικά γεγονότα, αντί της καθ' όλα θετικής μαρτυρίας του εφεσείοντα. Στη δίκη εντός δίκης, ενώ η σύζυγος του αδελφού του, (η «Μ.Υ.2»), κατέθεσε ότι ο εφεσείων της παραπονέθηκε πως τον κακοποίησαν και διευθέτησε και τον επισκέφτηκε, στις 19/3/2008, ο Δρ. Αντ. Πιερής, (ο «Μ.Υ.1»), ο οποίος διαπίστωσε πρόσφατες τραυματικές ρήξεις τυμπάνου, τριών - τεσσάρων ημερών, που πιθανόν να προκλήθηκαν από χαστούκι, το Δικαστήριο, για την απόρριψη της εκδοχής του, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι αυτός δεν παραπονέθηκε στη σύζυγο του αδελφού του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ενδιάμεση απόφασή του στη δίκη εντός δίκης, τονίζει εμφατικά την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει ότι η κατάθεση του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης θέλησής του και ότι αυτή λήφθηκε υπό συνθήκες που δεν επέδρασαν δυσμενώς στη βούλησή του, ιδιαίτερα δε ότι δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε βία σ' αυτόν. Στους δικαστικούς κανόνες, είναι φανερό ότι αναφέρεται, όχι γιατί εξέλαβε να ήταν άλλη η εισήγηση της Υπεράσπισης, αλλά με σκοπό να τονίσει τη σημασία τους ως βοηθήματα, όταν αποφασίζεται ζήτημα θεληματικότητας μιας κατάθεσης. Σαφώς η νομολογία[1], από την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, αναγνωρίζει ως βασική αρχή για την αποδοχή μιας κατάθεσης τη θεληματικότητά της και έτσι αντίκρισε το ζήτημα το Δικαστήριο.
Τα περί παρεμπόδισης του συνηγόρου του εφεσείοντα να προβάλει περαιτέρω λόγους ένστασης για την αποδοχή της κατάθεσης της συζύγου του, δεν ευσταθούν. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η προσπάθειά του να προωθήσει περαιτέρω λόγους έγινε μετά που η κατάθεση είχε γίνει δεκτή ως τεκμήριο και, συνεπώς, δεν μπορούσε το αίτημά του να γίνει αποδεκτό.
Ούτε τα περί παρεμπόδισης παρουσίασης της υπόθεσης της Υπεράσπισης ευσταθούν. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει από τη μακρά αντεξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι η Υπεράσπιση είχε στη διάθεσή της όσο χρόνο επιθυμούσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την εκδοχή του εφεσείοντα για επίμονο ξυλοδαρμό του, επειδή αυτός δεν ανέφερε ο,τιδήποτε στη γυναίκα του αδελφού του - Μ.Υ.2, η οποία τον είχε επισκεφτεί και μιλούσε Αραβικά, όπως δεν ανέφερε ο,τιδήποτε στο γιατρό που τον επισκέφτηκε για να τον εξετάσει ή στο Δικαστήριο στις 14/3/2008, κατά τη διαδικασία της έκδοσης του διατάγματος προσωποκράτησης. Περαιτέρω, η έκταση του ξυλοδαρμού, που ο ίδιος ο εφεσείων περιέγραψε, ήταν αναμενόμενο, κατέληξε, να ήταν ορατή τόσο στη γυναίκα του αδελφού του όσο και στο γιατρό που τον εξέτασε.
Ο εφεσείων, με αναφορά στα πρακτικά, διατείνεται για την ύπαρξη από τον ίδιο μαρτυρίας περί του αντιθέτου και, συγκεκριμένα, ότι παραπονέθηκε στη Μ.Υ.2 για την κακοποίησή του, γεγονός που βεβαιώνεται από την ίδια.
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, στην οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε, με σκοπό να καταδείξει τόσο την αδυναμία των μαρτύρων κατηγορίας να απαντούν ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, κάτι που δε συνέβαινε με τους μάρτυρες της Υπεράσπισης, όσο και την ύπαρξη μαρτυρίας αντίθετης με την αιτιολογία του Δικαστηρίου για απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα. Περαιτέρω, εξετάσαμε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε κατά τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης στο σύνολό της. Δε βρίσκουμε έρεισμα στη θέση του εφεσείοντα. Στη μαρτυρία του, περιέγραψε την, κατ' ισχυρισμό, κακοποίησή του να συνίσταται σε επίμονο ξυλοδαρμό, που άρχισε με χαστούκια στο πρόσωπο, μόλις ανακόπηκε από την Αστυνομία, και συνεχίστηκε στον αστυνομικό σταθμό, με γροθιές σ' όλο του το σώμα, μέχρι σπάσιμο καρέκλας, κορυφώθηκε δε το πρωί της 17/3/2008 στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου, μέχρι που ο ίδιος δεν άντεξε και έδωσε την κατάθεσή του στις 11:30. Για το «συμβάν», είπε, παραπονέθηκε, αμέσως μετά, στη Μ.Υ.2, η οποία, βέβαια, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι της ανέφερε περί ξυλοδαρμού. Αυτή περιόρισε το παράπονό του σε πόνο στα αυτιά και ότι κακοποιήθηκε. Περαιτέρω, ο εφεσείων, αντεξεταζόμενος, διευκρίνισε ότι, για τα όσα περιέγραψε ότι είχε υποστεί, παραπονέθηκε στη σύζυγό του. Από τη μαρτυρία, προκύπτουν, επίσης, και άλλες διαφορές. Ενώ ο εφεσείων επέμενε ότι, όταν τον επισκέφτηκε και τον εξέτασε ο Μ.Υ.1, παρούσα ήταν και η Μ.Υ.2, η οποία μετέφραζε, ούτε ο Μ.Υ.1 κατέθεσε κάτι τέτοιο, η δε Μ.Υ.2 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ήταν παρούσα.
Με την απόρριψη των λόγων που αφορούν στη μη αποδοχή της εκδοχής του εφεσείοντα, εξετάσαμε κατά πόσο η μη καταγραφή κάποιων ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν όταν αυτός έδιδε την κατάθεσή του δικαιολογούσε, στο τέλος της δίκης, αυτή να μη ληφθεί υπόψη, όπως είναι η εισήγηση του συνηγόρου του. Δεδομένης της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, ο οποίος διευκρίνισε ότι υποβλήθηκαν μόνο μία - δύο διευκρινιστικές ερωτήσεις, τις οποίες ο εφεσείων δε γνώριζε, θεωρούμε ότι ορθά η κατάθεσή του δεν αποκλείστηκε.
Λόγοι έφεσης 3 και 4:
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξειδικεύσει την περιστατική μαρτυρία που έλαβε υπόψη του για την κατάληξη απόδειξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος, καθιστούν το εύρημα αντινομικό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τη διαπίστωση των συστατικών στοιχείων της τέταρτης κατηγορίας - (συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος) - αφού καθοδηγήθηκε από τη νομολογία[2], όπου τονίζεται ότι το αδίκημα συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα άτομα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα, ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα, έλαβε υπόψη του την παραδοχή του εφεσείοντα ότι συμφώνησε με τον Ocala να τον βοηθήσει, για να παραλάβουν και να μεταφέρουν λαθρομετανάστες στην Πάφο, έναντι του ποσού των €50,00 για τον καθένα και ότι ο Ocala, μόλις το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ανακόπηκε από την Αστυνομία, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Το γεγονός της διαφυγής του Ocala, εκτός από την παραδοχή του εφεσείοντα, ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και από το Μ.Κ.1, ο οποίος ανέκοψε το αυτοκίνητο τους, και η μαρτυρία του έγινε δεκτή ως αξιόπιστη. Η παράλειψη εξειδίκευσης της μαρτυρίας αυτής δεν αφαιρεί από τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, όπως δεν αφαιρεί από τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της έβδομης κατηγορίας η μη αναφορά από το Δικαστήριο στη μαρτυρία του Μ.Κ.1, ο οποίος βρισκόταν περιπολία στην περιοχή, διαπίστωσε ότι το όχημα του εφεσείοντα κινείτο ύποπτα στο δρόμο και ότι το συγκεκριμένο πρωί συνελήφθησαν στην περιοχή λαθρομετανάστες. Από τη στιγμή που η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής κρίθηκε αξιόπιστη και με αυτήν αποδεικνύονται τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, θεωρούμε ότι δε δικαιολογείται επέμβασή μας.
Πέμπτος λόγος έφεσης:
Ο λόγος αυτός αφορά στην παρεμπόδιση, κατά τον εφεσείοντα, υποβολής ερωτήσεων κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.2. Μας παρέπεμψε ο συνήγορος σε σημεία των πρακτικών, για να καταδείξει ότι ερωτήσεις, καθ' όλα επιτρεπτές, δεν επετράπησαν από το Δικαστήριο.
Είναι καλά γνωστό ότι το δικαστήριο έχει την ευθύνη του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας, με σκοπό να αποφεύγονται επαναλήψεις ή παραπλάνηση των μαρτύρων. ΄Εχουμε διεξέλθει όλα όσα έχουν υποδειχθεί ως παρεμπόδιση της Υπεράσπισης και δε διαπιστώνουμε σ' αυτά ο,τιδήποτε απ' ό,τι εισηγείται ο εφεσείων.
΄Εκτος λόγος έφεσης:
Τέλος, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι δεν παρεχόταν δυνατότητα καταδίκης του στη βάση του περιεχομένου της κατάθεσης.
Δε συμμεριζόμαστε τη θέση του. Τα συστατικά στοιχεία τόσο της κατηγορίας της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος όσο και της απόπειρας παροχής βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας στοιχειοθετούνται με ασφάλεια μέσα από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Ο ίδιος ο εφεσείων αναφέρεται στον Ocala και το ρόλο που αυτός θα είχε το συγκεκριμένο βράδυ. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, για να παραλάβουν μαζί λαθρομετανάστες. Αν αυτό δεν έγινε κατορθωτό, δεν επιδρά στη διάπραξη του αδικήματος της απόπειρας, που αυτός αντιμετώπιζε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
/ΜΠ
[1] Psaras & Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132· Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40· Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73
[2] Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134