ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 298
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 119/2009)
18 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_________________________
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Π. Παφίτης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Δικαστής Νικολάτος.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης αναφορικά με τον εφεσίβλητο, πρώην δεύτερο κατηγορούμενο, σε σχέση με τις κατηγορίες 2 και 7.
Τόσο η δεύτερη κατηγορία, όσο και η έβδομη κατηγορία αφορούσαν σε κατοχή αφορολογήτων εμπορευμάτων κατά παράβαση του άρθρου 140(7) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, αρ. 91(Ι)/2004. Τα αφορολόγητα εμπορεύματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος ήταν τσιγάρα και οι φόροι κατανάλωσης που δεν καταβλήθηκαν γι΄ αυτά ανέρχονταν σε ποσό Λ.Κ.41,25 σχετικά με τη δεύτερη κατηγορία και Λ.Κ.90,44 σχετικά με την έβδομη κατηγορία.
Ο λόγος έφεσης είναι ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς στα γεγονότα της υπόθεσης. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το αδίκημα της κατοχής αφορολογήτων εμπορευμάτων κατά παράβαση της προαναφερόμενης νομοθετικής πρόνοιας, είναι αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης με αποτέλεσμα τη μη αναγκαιότητα απόδειξης υποκειμενικής υπόστασης (mens rea), πέραν από την απόδειξη κατοχής αφορολογήτων εμπορευμάτων. Κατά τον εφεσείοντα το αδίκημα συντελείται με την απλή εκδήλωση της ενέργειας. Δεδομένου ότι, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος κατείχε και διέθετε προς πώληση στο περίπτερό του, τις επίδικες ποσότητες τσιγάρων, τα οποία αποδείχθηκαν απομιμήσεις και για τα οποία δεν καταβλήθηκαν δασμοί, το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταδικάσει τον εφεσίβλητο και όχι να τον αθωώσει, όπως έπραξε, καθότι η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων είχε αποδειχθεί και δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί, περαιτέρω, και οποιαδήποτε υποκειμενική υπόσταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και με βάση τη μαρτυρία εκείνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις 16.6.05 και στις 28.6.05 ο εφεσίβλητος κατείχε τις επίδικες ποσότητες τσιγάρων τα οποία αποδείχθηκαν απομιμήσεις και για τα οποία δεν καταβλήθηκαν οι ανάλογοι δασμοί και φόροι. Όπως είπε το πρωτόδικο δικαστήριο «τα γεγονότα αυτά επαρκούν για να αποδείξουν την αντικειμενική υπόσταση των επίδικων αδικημάτων. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων αυτών. Από τη μαρτυρία που προσεκόμισε η κατηγορούσα αρχή απουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα ήσαν ικανά να θεμελιώσουν τη γνώση του κατηγορουμένου αρ. 2 ότι οι επίδικες ποσότητες τσιγάρων, τις οποίες κατείχε και εμπορευόταν, ήσαν απομιμήσεις και, άρα, ήσαν ποσότητες τσιγάρων για τις οποίες δεν κατεβλήθηκαν οι ανάλογοι δασμοί και φόροι». Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ακόμη ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία για να αποδείξει γεγονότα ή δείγματα συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ικανά να πείσουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, πως ο κατηγορούμενος γνώριζε και άρα είχε την απαιτούμενη πρόθεση. Το πρωτόδικο δικαστήριο το έκαμε απόλυτα σαφές ότι θεωρούσε πως τα επίδικα αδικήματα δεν είναι αδικήματα αυστηρής ευθύνης και συνεπώς το αποδεδειγμένο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 κατείχε και εμπορευόταν τα επίδικα τσιγάρα δεν ήταν αρκετό για να αποδειχθεί η ενοχή του. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414, στην 424 κ.επ. από την οποία και καθοδηγήθηκε.
Το εδάφιο 7 του άρθρου 140(1) του προαναφερόμενου νόμου προνοεί τα εξής:
«Οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει αφορολόγητα προϊόντα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα ή τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση μέχρι 2 χρόνια ή και στις δύο ποινές αυτές και τα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα, υπόκεινται σε δήμευση.»
Από το λεκτικό της προαναφερόμενης πρόνοιας διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι για τη διάπραξη του αδικήματος της κατοχής αφορολόγητων προϊόντων, δυνάμει της προαναφερόμενης διάταξης, απαιτείται η απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea). Δεν υπάρχουν δηλαδή οποιεσδήποτε λέξεις, στην προαναφερόμενη πρόνοια, οι οποίες να δείχνουν ότι για τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο, το οποίο πρέπει να αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή, είτε η πρόθεση, είτε ο δόλος, είτε η κακοβουλία, είτε ακόμα και η γνώση του κατηγορούμενου ως προς το ότι τα προϊόντα που κατέχει είναι αφορολόγητα.
Για τη διάγνωση του κατά πόσο ένα αδίκημα είναι αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης, για το οποίο δεν απαιτείται η απόδειξη mens rea, εκτός από το λεκτικό της νομοθετικής πρόνοιας που δημιουργεί το αδίκημα, σημασία έχει και η φύση του αδικήματος. Για παράδειγμα πράξεις που απαγορεύονται από το Νόμο και τιμωρούνται απ΄ αυτόν, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας πολιτικής, ή δημόσιας ευημερίας, όχι σπάνια αποτελούν αντικείμενο αδικημάτων αυστηρής ευθύνης (Δέστε: Sherras v. De Rutzen (1895) 1 Q.B. 918. Δέστε επίσης: Hailis v. The Police (1982) 2 C.L.R. 99 και Sea Island Travel & Tours Ltd κ.α. ν. Κ.Ο.Τ. (1995) 2 Α.Α.Δ. 196).
Από το λεκτικό της προαναφερόμενης πρόνοιας, από τη φύση του νομοθετήματος και από το πρόβλημα το οποίο το νομοθέτημα αποσκοπεί να επιλύσει, που είναι η αποφυγή καταβολής του νενομισμένου φόρου, συνάγεται ότι το αδίκημα που δημιουργήθηκε με την προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια είναι ουσιαστικά αδίκημα αυστηρής ευθύνης, για το οποίο δεν είναι απαραίτητη η απόδειξη mens rea αλλά μόνον η απόδειξη του actus reus.
Με τα ενώπιον μας στοιχεία κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην καθοδήγηση του αναφορικά με το ζήτημα του mens rea που θα έπρεπε να είχε αποδείξει η κατηγορούσα αρχή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Hodfield (ανωτέρω), λανθασμένα κατά την κρίση μας, εφόσον οι κατηγορίες στην υπόθεση εκείνη βασίζονταν στον περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο αρ. 82/67 και συγκεκριμένα στα άρθρα 41, 191 και 192 τα οποία δημιουργούν αδικήματα των οποίων απαραίτητο συστατικό στοιχείο είναι η δόλια κατοχή αδασμολογήτων εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα το άρθρο 191 (α) και (β) του προαναφερόμενου νόμου απαιτεί όπως ο κατηγορούμενος, «εν γνώσει αυτού και επί τω τέλει καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας», αποκτήσει κατοχή αδασμολόγητου εμπορεύματος.
Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα και κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος κρίνουμε ότι λανθασμένα αθώωσε τον κατηγορούμενο από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, θεωρώντας ότι η κατηγορούσα αρχή είχε καθήκον να αποδείξει το νοητικό στοιχείο της γνώσης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ότι τα προϊόντα που κατείχε ήταν αφορολόγητα, και ότι απέτυχε να το πράξει.
Ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε στην κατοχή του τα τσιγάρα που αναφέρονται στις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, για τα οποία δεν είχε καταβληθεί ο οφειλόμενος φόρος κατανάλωσης.
Με τα στοιχεία αυτά αποδεικνύεται το actus reus και επομένως αποδεικνύεται και η ενοχή του εφεσίβλητου στις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες.
Κατά συνέπεια, και για τους προαναφερόμενους λόγους, παραμερίζεται η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, για τον εφεσίβλητο, στις κατηγορίες 2 και 7 και αυτός βρίσκεται ένοχος στις δύο αυτές κατηγορίες, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.