ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 2 ΑΑΔ 146

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Ποινική Έφεση Αρ. 145/2009

 

14 Aπριλίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΉΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,

                                                                   Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

- - - - - -

Ν. Καλλής για Η. Δημοσθένους, για εφεσείοντα

 Α. Κάρνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για   εφεσίβλητη.

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων-κατηγορούμενος βρέθηκε μετά από δίκη κεκλεισμένων των θυρών, ένοχος σε μία κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικου προσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 10 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(1)/07 και σε άλλες 5 κατηγορίες, άσεμνης επίθεσης εναντίον ανήλικης, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και ακολούθως καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης 6 μηνών στη κάθε κατηγορία, ποινές που συνέτρεχαν και έχουν ήδη συμπληρωθεί και ο εφεσείων έχει αποφυλακιστεί.

 

Με τους λόγους έφεσης προσβάλλεται ουσιαστικά το γεγονός ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε με μόνη τη μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης, χωρίς άλλη ενισχυτική μαρτυρία.  Πέραν των σημείων που εγείρει που αναφέρονται στη μαρτυρία αυτή και την καθιστούν, κατά την εισήγησή του, αμφιβόλου αξίας, προβάλλει και το γεγονός της περιορισμένης διανοητικής της ικανότητας, αφού αναφέρει ότι η πνευματική της κατάσταση έδειχνε άτομο 10 ετών ενώ ήταν ηλικίας 15 ετών.

 

Η υπό κρίση απόφαση είναι γεγονός ότι παρουσιάζει μία ιδιόρρυθμη δομή, αφού ασχολείται κατά πρώτον με το σχολιασμό της μαρτυρίας του ανήλικου θύματος, επεξηγώντας, μεταξύ άλλων, την καθυστέρηση της παραπονούμενης στην καταγγελία της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, την οποία το Δικαστήριο δεν θεωρεί υπέρμετρη και καταλήγει με την αποδοχή της.  Τελικά όμως η ανορθόδοξη αυτή δομή της απόφασης δεν οδηγεί σε αρνητικό αποτέλεσμα, αφού η εν τέλει ανάλυση της μαρτυρίας και αποδοχή της βασίζεται τόσο στην εντύπωση που έδωσε η παραπονούμενη όταν κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και σε σωρεία άλλων γεγονότων, στα οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα οποία, κατά την άποψή του, καταλήγουν στην επιβεβαίωση της αλήθειας των λεχθέντων από την παραπονούμενη, που την καθιστούν μαρτυρία αξιόπιστη.

 

Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 στην οποία αναφέρεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με σεξουαλικές παρενοχλήσεις και σεξουαλικά αδικήματα  στη σελ. 782 της απόφασης, τα οποία και απαντούν σε πολλά από τα επιχειρήματα του συνηγόρου του εφεσείοντα, που αφορούν κατ΄ισχυρισμό προβλήματα και μειονεκτήματα στη μαρτυρία της παραπονούνης:

 

«Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους.  Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.»

 

Επίσης, στην ίδια απόφαση, αναφέρθηκε και πάλι ότι το εκδικάζον Δικαστήριο δεν έχει «οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας του παραπονούμενου σε σεξουαλικά αδικήματα αν και συνηθίζεται ως θέμα πρακτικής με βάση το Κοινοδίκαιο να γίνεται αυτή η αναζήτηση».  Το Δικαστήριο όμως μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου σε τέτοια μαρτυρία και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού λάβει υπόψη τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη τέτοιας μαρτυρίας.

 

Η ανάλυση της μαρτυρίας από την πρωτόδικο Δικαστή και η κατάληξή της αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης, μας βρίσκουν σύμφωνους.  Παραθέτουμε αυτούσια την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου:

 

«Υπάρχει μόνο μία μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί για την εξαγωγή απόλυτων συμπερασμάτων.  Αυτή η μαρτυρία είναι η μαρτυρία του ανήλικου θύματος.  Το θύμα ήταν ανήλικο, ανώριμο και άπειρο κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος.  Είχε άγνοια από σεξουαλικά ζητήματα και πριν από λίγους μήνες είχε πεθάνει ο πατέρας της και έβλεπε τον κατηγορούμενο ως τον πλησιέστερο αντικαταστάτη πατρικής φιγούρας.  Ξαφνικά μέσα στις μέρες του πένθους της οικογένειας η ανήλικη εξιστορεί στα συγγενικά της πρόσωπα μία φρικτή ιστορία για πρόσωπο που όλοι αγαπούσαν και που τους βοηθούσε στις δύσκολες τους στιγμές.  Η ανήλικη πέρασε τη διαδικασία ανάκρισης από τους ψυχολόγους, υπέστη ανάκριση από την αστυνομία και όλα τα συνεπακόλουθα και δυσάρεστα στοιχεία μίας ποινικής έρευνας όπως, π.χ. να υποστεί γυναικολογική εξέταση.  Τελικά ήρθε στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο διαπίστωσε την ανωριμότητα και παιδικότητα της ανήλικης αλλά και τον αυθορμητισμό της σε σχέση με τα γεγονότα.  Ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να καταρρίψει τους ισχυρισμούς της ΜΚ1 αντιθέτως, με την ένορκη του μαρτυρία φάνηκε ότι για πολλά ζητήματα δεν είπε την αλήθεια.  Γι΄αυτούς τους λόγους αλλά και για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω είμαι βέβαιη ότι είπε την αλήθεια και έτσι θεωρώ ότι είναι σωστό να βασιστώ στη δική της μαρτυρία για την εξαγωγή συμπερασμάτων παρόλο που σε τέτοιες υποθέσεις η συνήθης πρακτική είναι να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία.»

 

 

Η θέση του εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη είχε κίνητρο να τον εκδικηθεί επειδή δεν έδωσε λεφτά στον πατέρα της, είναι εντελώς αβάσιμη, αφού δεν στηρίζεται πουθενά σε μαρτυρία.  Ούτε η θέση αυτή υποβλήθηκε στην παραπονούμενη όταν έδιδε μαρτυρία, αλλά ούτε σε οποιοδήποτε μάρτυρα κατηγορίας.

 

Αντίθετα, η αναφορά της παραπονούμενης στο ότι δεν περίμενε ο εφεσείων να κάνει κάτι τέτοιο στον πατέρα της, αναφερόταν προφανώς στις εναντίον της ίδιας πράξεις του εφεσείοντα, τον οποίο και θεωρούσε σαν πατέρα μετά το θάνατο του πραγματικού της πατέρα.

 

Κατ΄ακολουθία θεωρούμε πως δεν είναι περίπτωση στην οποία μπορούμε να επέμβουμε στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά την επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραπέμπουμε στην Κ.Κ.  ν. Γενικός Εισαγγελέας (2008) 2 Α.Α.Δ. 294, στην οποία αναφέρεται και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 313:

 

«Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.  Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.  Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία  ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί.»

 

 

Εν όψει των πιο πάνω καταλήγουμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

 

 

 

 

Π.                                             Δ.                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο