ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 190
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 122/2009)
21 Απριλίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΗ ΣΙΔΕΡΕΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητοι.
Γ. Α. Γεωργίου με Α. Πιττάτζη, για την Εφεσείουσα.
Α. Μαππουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στο κατηγορητήριο, περιλαμβάνονταν πέντε κατηγορούμενοι, οι οποίοι αντιμετώπιζαν διάφορα αδικήματα σε σχέση με μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, πρωτοφανή για τα Κυπριακά δεδομένα. Αρχικά παραδέχθηκε ενοχή ο πρώτος κατηγορούμενος, Λούκας Σιδερένος, ο οποίος είναι σύζυγος της Εφεσείουσας και ο ιθύνων νους. Στις 8.12.08 του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές, από τις οποίες η ανώτατη ήταν 23 χρόνια. Ακολούθως, παραδέχθηκε ενοχή ο πέμπτος κατηγορούμενος σε 5 κατηγορίες και του επιβλήθηκαν οι πιο κάτω ποινές: 4 χρόνια στην πρώτη κατηγορία, για το αδίκημα της συνωμοσίας για την εισαγωγή στη Δημοκρατία κοκαΐνης βάρους περίπου 12 κιλών και κάνναβης βάρους περίπου 189 κιλών, 8 χρόνια στην κάθε μια από τις κατηγορίες 4 και 5 για τα αδικήματα της κατοχής της πιο πάνω ποσότητας και 12 χρόνια στην κάθε μια από τις κατηγορίες 10 και 11 για τα αδικήματα της προμήθειας στον κατηγορούμενο 2 της πιο πάνω ποσότητας.
Οι κατηγορίες 10 και 11 είναι οι ίδιες με τις κατηγορίες 1 και 9 που αντιμετώπιζε η Εφεσείουσα, η οποία ήταν η τρίτη στη σειρά που παραδέχθηκε ενοχή. Αρχικά αντιμετώπιζε 9 κατηγορίες. Όμως, όταν παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 1 και 9, αναστάληκαν οι υπόλοιπες κατηγορίες.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στο αδίκημα της συνωμοσίας το οποίο η Εφεσείουσα διέπραξε μαζί με 4 άλλα πρόσωπα στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μεταξύ της περιόδου 16.3.08 και 27.3.08, για να εισάξουν στην Κύπρο τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η ένατη κατηγορία, αναφέρεται στο αδίκημα της προμήθειας της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών, από την Εφεσείουσα στον πέμπτο κατηγορούμενο, κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(β)(2) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/1977).
Οι συνθήκες διάπραξης των δύο αδικημάτων, όπως αυτές τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, έχουν ως εξής:- Η οικογένεια της Εφεσείουσας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διατηρούσε διαμέρισμα στην Αθήνα. Στις 16.3.08 η Εφεσείουσα μετέβη από την Κύπρο στην Αθήνα, μέσω Θεσσαλονίκης. Στις 20.3.08, ο κατηγορούμενος 5 μετέφερε στο διαμέρισμα της αριθμό χαρτοκιβωτίων. Επίσης, μεταξύ της 20.3.08 και 24.3.08 άγνωστα για την Κατηγορούσα Αρχή πρόσωπα, μετέφεραν στο διαμέρισμα της τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών. Η Εφεσείουσα, με τη χρήση μηχανήματος αεροστεγούς συσκευασίας που είχε στο διαμέρισμα, συσκεύασε αεροστεγώς τα ναρκωτικά σε πλαστικά σακούλια, αφού προηγουμένως τα πασπάλισε με καφέ-ροζ ουσία, ώστε να εξουδετερώνεται η οσμή τους. Στη συνέχεια, αφού τα τοποθέτησε σε 20 χάρτινα κιβώτια, τα παρέδωσε στις 24.3.08 στον πέμπτο κατηγορούμενο, ο οποίος τα μετέφερε από το διαμέρισμα της Εφεσείουσας στις εγκαταστάσεις εταιρείας διεθνών μεταφορών στον Ασπρόπυργο Αττικής, όπου και τα παρέδωσε στον κατηγορούμενο 2 για να τα μεταφέρει μέσα σε εμπορευματοκιβώτια της εταιρείας του στην Κύπρο. Πράγματι, στις 27.3.08 τα ναρκωτικά εισήχθηκαν στην Κύπρο και αποθηκεύτηκαν σε ψυχτικούς θαλάμους στη βιομηχανική περιοχή Στροβόλου.
Η ΥΚΑΝ, η οποία είχε πληροφορίες ότι ο σύζυγος της Εφεσείουσας, κατηγορούμενος 1, θα παραλάμβανε τα ναρκωτικά από το συγκεκριμένο χώρο, έθεσε την περιοχή, που ήταν οι ψυχτικοί θάλαμοι, υπό παρακολούθηση. Γύρω στις 5.30 μ.μ. της 27.3.08, ο πρώτος κατηγορούμενος θεάθηκε να παραλαμβάνει τα ναρκωτικά από τους ψυχτικούς θαλάμους, να τα φορτώνει στο φορτηγό αυτοκίνητο του και να αναχωρεί. Λίγο αργότερα, η ΥΚΑΝ ανέκοψε το φορτηγό του κατηγορούμενου 1 παρά τον κυκλικό κόμβο Καλαμών στη Λευκωσία. Στην έρευνα που ακολούθησε, εντοπίστηκαν σ' αυτό 20 χάρτινα κιβώτια, τα οποία περιείχαν τα ναρκωτικά που συσκεύασε η Εφεσείουσα στην Αθήνα. Η Εφεσείουσα επέστρεψε στην Κύπρο στις 28.3.08 και συνελήφθη στο σπίτι της με δικαστικό ένταλμα. Όπως αναφέρθηκε στο δικαστήριο, η Εφεσείουσα δεν έχει προηγούμενες καταδίκες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της, αγορεύοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, έδωσε σημασία στον μειωμένο κατά την άποψή του ρόλο της Εφεσείουσας και στην περιορισμένη συμμετοχή της στη διάπραξη των αδικημάτων σε σύγκριση πάντα με το ρόλο των υπολοίπων κατηγορούμενων και ιδιαίτερα του πρώτου και πέμπτου που είχαν ήδη παραδεχθεί. Αναφέρθηκε και στις προσωπικές περιστάσεις της Εφεσείουσας, αλλά αυτές, όπως και ο ίδιος συμφώνησε, είχαν περιορισμένη σημασία.
Το Κακουργιοδικείο, δεν συμφώνησε με την εισήγηση ότι ο ρόλος της Εφεσείουσας στη διακίνηση των ναρκωτικών ήταν περιορισμένος. Αντίθετα, έκρινε ότι ρόλος της ήταν και σημαντικός αλλά και οπωσδήποτε αναγκαίος. Θεώρησε τη συσκευασία των ναρκωτικών και την παράδοση τους στον πέμπτο κατηγορούμενο ότι αποτελούσε αναπόσπαστο και αναγκαίο κρίκο στη διασυνοριακή κίνηση των ναρκωτικών. Συσχετίζοντας το ρόλο της με αυτόν του πέμπτου κατηγορούμενου, το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα εξής:-
«Η όλη δράση και συμπεριφορά της κατηγορουμένης μας οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν ήταν μεν ο ιθύνων νους, ήταν όμως ένα σημαντικό στέλεχος του όλου εγχειρήματος και διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διακίνηση και προτιθέμενη εμπορία των ναρκωτικών. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν περαιτέρω στην απόφαση να διακρίνουμε την περίπτωση της κατηγορουμένης προς το πιο σοβαρό, από την περίπτωση του πέμπτου κατηγορουμένου ο οποίος ενήργησε ως απλός μεταφορέας επ' αμοιβή. Ενώ, όπως επίσης αναφέρθηκε στα γεγονότα, η κατηγορουμένη ενήργησε προς όφελος του συζύγου της, τελικού παραλήπτη των ναρκωτικών, και γιατί όχι προς κοινό όφελος όντες σύζυγοι.
Τέλος, ούτε και το γεγονός ότι η κατηγορουμένη ενεπλάκη μόνο σε σχέση με την κάνναβη, σε αντίθεση με τον πέμπτο κατηγορούμενο του οποίου η εμπλοκή αφορούσε και την κοκαΐνη, μπορεί να κάνει τη διαφορά που εισηγήθηκε ο συνήγορος, δηλαδή να τύχει η κατηγορουμένη πιο επιεικούς μεταχείρισης. Αυτό οφείλεται στην πολύ μεγάλη ποσότητα κάνναβης που διακινήθηκε ενώ σημειώνουμε πως για τον ίδιο λόγο δεν έγινε διάκριση στις ποινές που επιβλήθηκαν στον πέμπτο κατηγορούμενο στις κατηγορίες της προμήθειας των εν λόγω δύο διαφορετικών ως προς την τάξη τους ναρκωτικών.»
Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα γεγονότα και περιορισμένους μετριαστικούς παράγοντες, επέβαλε στην Εφεσείουσα στην πρώτη κατηγορία 5 χρόνια φυλάκιση και στην ένατη κατηγορία 15 χρόνια φυλάκιση και διέταξε όπως οι ποινές συντρέχουν. Προηγήθηκε απόφαση του, μετά από αίτηση της Κατηγορούσας Αρχής για δήμευση του ποσού των €23.470,34 σεντ, το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε δύο λογαριασμούς προς όφελος της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την ποινή που της επιβλήθηκε και με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η ποινή φυλάκισης των 15 χρόνων που της επιβλήθηκε στην ένατη κατηγορία αν και δεν είναι αφεαυτής υπέρμετρα υψηλή, συνιστά εντούτοις άνιση μεταχείριση σε βάρος της, σε σχέση με την ποινή των 12 χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον πέμπτο κατηγορούμενο για το ίδιο αδίκημα. Όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της, το αδίκημα που διέπραξε η Εφεσείουσα είναι το ίδιο με εκείνο του συγκατηγορούμενου της, ως προς τη φύση και τη σοβαρότητά του, όσο και ως προς το βαθμό συμμετοχής του καθενός. Ενώ για τον πέμπτο κατηγορούμενο υπήρχε το στοιχείο της αποκόμισης οικονομικού οφέλους και ενώ καμία περιουσία του δεν είχε δημευθεί, το Κακουργιοδικείο, χωρίς αιτιολόγηση, διαφοροποίησε προς τα πάνω την ποινή που επέβαλε στην Εφεσείουσα, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο την αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών. Ο κ. Γεωργίου, θεωρεί εσφαλμένο το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο ρόλος του πέμπτου κατηγορούμενου ήταν δευτερευούσης σημασίας. Κατά την άποψή του, ο ρόλος και η συμμετοχή της Εφεσείουσας και του πέμπτου κατηγορούμενου, ήταν ταυτόσημοι. Η αμοιβή του πέμπτου κατηγορούμενου, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Ο ίδιος εισέπραξε το ποσό των €330.000, το οποίο βέβαια επέστρεψε στα πρόσωπα που του το κατέβαλαν, μετά που αποκαλύφθηκε η υπόθεση.
Από την άλλη, ο κ. Μαππουρίδης θεώρησε ορθή τη διαφοροποίηση της ποινής στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο, ενόψει της συζυγικής σχέσης μεταξύ της Εφεσείουσας και του πρώτου κατηγορούμενου, που ήταν ο ιθύνων νους. Αναφορικά με την ποινή, ο ίδιος δεν είχε κανένα στοιχείο στη διάθεση του που να του επιτρέπει να δεχθεί ότι ο πέμπτος κατηγορούμενος θα κρατούσε για τον εαυτό του το ποσό των €330.000. Από τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, εκείνο που θα μπορούσε να δηλώσει είναι ότι ο πέμπτος κατηγορούμενος θα λάμβανε ως αμοιβή για τη μεταφορά των ναρκωτικών και την παράδοση τους στον δεύτερο κατηγορούμενο, το ποσό των £300 για κάθε κιλό ναρκωτικών που θα μετέφερε, δηλαδή περίπου £57.000 ή €100.000. Το υπόλοιπο ποσό από τις €330.000 φαίνεται ότι θα το κατέβαλλε στον κατηγορούμενο 2 και σε άλλα άτομα που επίσης θα βοηθούσαν στη διακίνηση των ναρκωτικών.
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Όπως προβλέπει το Άρθρο, ο κάθε πολίτης δικαιούται να τύχει ίσης προστασίας και μεταχείρισης. Σε ό,τι αφορά την επιβολή ποινής, η υποχρέωση του δικαστηρίου συνίσταται στην υποχρέωση να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση (βλ. Χρύσανθου Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 251). Η σημασία της ανισότητας στη μεταχείριση παραβατών που είναι στην ίδια θέση, έγκειται στο ότι δημιουργεί αίσθημα αδικίας και τείνει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης. Ωστόσο ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου .. και της δικαιοσύνης» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν σημαίνει και την ακριβή αριθμητική εξίσωση της ποινής δύο παραβατών, αλλά διασφαλίζει μόνο την ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων και καθόλου δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 593, Mikrommatis v. Republic 2 RSCC 125 και Λοΐζος Λοΐζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 546).
Πότε όμως μια ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ' έφεση; Όπως αναφέρθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Koukos v. Police (1986) 2 CLR 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική» και τέτοια που να προκαλεί λόγω της μεγάλης ομοιότητας της θέσης των κατηγορουμένων, αισθήματα αδικίας και να δίδει την αίσθηση ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Στην Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 273, αναφέρθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης του λόγου έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Τόσο στην πιο πάνω υπόθεση όσο και στην Λοΐζου κ.α. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε το απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing του D.A. Thomas, 2η Έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-
«Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.»
Όπως τονίζεται σε άλλο σημείο του ίδιου συγγράμματος, στη σελ. 45, δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών και στην ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων που συνηγορούν υπέρ της διαφοροποίησης.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι η ποινή των 15 χρόνων φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην Εφεσείουσα για το αδίκημα της προμήθειας μιας από τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που ανακαλύφθηκαν ποτέ στην Κύπρο, θεωρείται ορθή και σύμφωνη με τις γενικές αρχές επιβολής ποινής. Αυτό εξάλλου δεν το αμφισβήτησε ούτε και ο συνήγορος της.
Έχουμε έντονα προβληματιστεί κατά πόσον υπάρχει ανισότητα ως αποτέλεσμα της ποινής που της επιβλήθηκε σε σχέση με την κατά 3 χρόνια μικρότερη ποινή που επιβλήθηκε στον πέμπτο κατηγορούμενο. Έχουμε καταλήξει ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ένα τέτοιο επιχείρημα. Μπορεί οι δύο να διέπραξαν το ίδιο αδίκημα, αλλά οι ρόλοι τους ήταν διακριτοί. Συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση του ρόλου της Εφεσείουσας με αυτόν που διαδραμάτισε ο πέμπτος κατηγορούμενος. Η Εφεσείουσα είναι η σύζυγος του κατηγορούμενου 1, ο οποίος ήταν ο ιθύνων νους. Ο ρόλος της στη συνδρομή που παρείχε στο σύζυγο της ήταν πολύ σημαντικός, αφού αποδέχθηκε την παραλαβή όλων των ποσοτήτων των ναρκωτικών στο διαμέρισμα της, τα συσκεύασε πολύ προσεκτικά με ειδικό μηχάνημα και πασπάλισε τα περιτυλίγματα με διάφορες ουσίες για να εξουδετερωθούν οι οσμές, ώστε να μην είναι εύκολη η ανίχνευση τους. Όπως δε πολύ ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, είναι πολύ δύσκολο να μην ληφθεί υπόψη το επιβαρυντικό στοιχείο ότι ως σύζυγοι, οι δύο ενεργούσαν για κοινό όφελος.
Από την άλλη, ο ρόλος του πέμπτου κατηγορούμενου, δεν μπορεί να εξισωθεί με το ρόλο της Εφεσείουσας. Το όφελος του ως μεταφορέα των ναρκωτικών από το διαμέρισμα της Εφεσείουσας στον Ασπρόπυργο Αττικής, οπωσδήποτε δεν ήταν ευκαταφρόνητο, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξισωθεί με το όφελος που θα εξασφάλιζε ο σύζυγος της Εφεσείουσας και κατ' επέκταση και η ίδια από την εμπορία των ναρκωτικών. Η ποσότητα των ναρκωτικών ήταν τόσο μεγάλη που ανάλογα μεγάλο θα ήταν το όφελος για την οικογένεια της Εφεσείουσας. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με το σχετικά μικρότερο όφελος και το συγκριτικά πάντοτε περιορισμένο ρόλο του πέμπτου κατηγορούμενου.
Κατά την άποψή μας, οι πιο πάνω παράγοντες, οι οποίοι ουσιαστικά αποτέλεσαν και τον πυρήνα του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου, δικαιολογούν απόλυτα τη διαφοροποίηση της ποινής. Δεν συμφωνούμε ότι η διαφοροποίηση των τριών χρόνων, είναι τέτοια που εύλογα μπορεί να δημιουργήσει πραγματικά αίσθημα αδικίας και ούτε μπορεί να εδραιώσει το παράπονο για δυσμενή ή άνιση μεταχείριση της Εφεσείουσας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο μοναδικός λόγος έφεσης κατά την κρίση μας δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠς