ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41
Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 ΑΑΔ 70
Ονουφρίου Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 560
Mενελάου Πανίκος Iωάννου ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλέξανδρου Αλεξάνδρου (Αρ. 1) (2009) 2 ΑΑΔ 226
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Ι. Μ. ν. Ρ. Μ., Έφεση Αρ. 19/2016, 12/11/2018, ECLI:CY:DOD:2018:13
ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. ΒΛΑΜΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/2019, 17/12/2020, ECLI:CY:DOD:2020:39
(2009) 2 ΑΑΔ 594
10 Νοεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΧΡΥΣΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 115/2008)
Οδοί και Οικοδομές ― Παρακοή διατάγματος Δικαστηρίου ― Η ύπαρξη πρόθεσης για μη συμμόρφωση προς το διάταγμα αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος ― Το στοιχείο της πρόθεσης μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ενοχή σε κατηγορία παράλειψης συμμόρφωσης με διάταγμα κατεδάφισης των παρανόμως ανεγερθέντων υποστατικών της στο χωριό Τάλα της επαρχίας Πάφου. Η κατηγορία στηρίχθηκε στα Άρθρα 3(β) και 20(3)(5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ.96 («ο νόμος») και στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ.14/60. Το Δικαστήριο αθώωσε την εφεσίβλητη κρίνοντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί αυτή σε απολογία.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υπέβαλε πως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία η οποία στοιχειοθετούσε το ηθελημένο της παρακοής και ότι το περί του αντιθέτου εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Υπέβαλε περαιτέρω πως το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τη νομολογία αναφορικά με το ηθελημένο της παρακοής κρίνοντας ουσιαστικά ότι η πρόθεση δεν μπορούσε να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Για να θεμελιωθεί η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος της παρακοής διατάγματος δικαστηρίου, απαιτείται η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης προς συμμόρφωση ή διαφορετικά, απόδειξη πρόθεσης ανυπακοής, μη οφειλόμενη σε αδυναμία εκτέλεσης. Και εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης / εκτέλεσης της διαταγής, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός.
2. Τα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνθέτουν περιστατική μαρτυρία από την οποία αναδύεται εκ πρώτης όψεως η ύπαρξη του στοιχείου της πρόθεσης για μη συμμόρφωση. Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η ύπαρξη αυτού του συστατικού στοιχείου μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία. Επίσης η εφεσίβλητη δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση προς την αρμόδια αρχή που ευλόγως θα δικαιολογούσε την παράλειψη συμμόρφωσης της προς το διάταγμα.
3. Η υπόθεση πρέπει να οδηγηθεί πίσω στο πρωτόδικο δικαστήριο για εξαρχής επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.
Η έφεση επιτράπηκε με €800 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 70,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560,
Μενελάου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλεξάνδρου (2009) 2 A.A.Δ. 226.
Έφεση εναντίον Aθωωτικής απόφασης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Λάρμου- Παπαδήμα, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 11366/05), ημερομηνίας 12/6/08.
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης με Χρ. Δημητριάδη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Α. Κραμβή.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 11.10.2004 η εφεσίβλητη διατάχθηκε να κατεδαφίσει τα παρανόμως ανεγερθέντα υποστατικά της επί του τεμαχίου αρ. 10 του Φ/Σχ. 45/24 στο χωριό Τάλα.
Ο Έπαρχος Πάφου, ως η αρμόδια αρχή, κατηγόρησε την εφεσίβλητη ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με το προαναφερόμενο διάταγμα. Η κατηγορία στηρίχθηκε στα Άρθρα 3(β) και 20(3)(5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 («ο νόμος») και στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ. 14/60. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ενοχή. Το Δικαστήριο αποφάσισε την αθώωσή της αφού διαπίστωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί η εφεσίβλητη σε απολογία. Κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε το ηθελημένο της παρακοής και ενόψει τούτου δεν μπορούσε να καταλήξει το Δικαστήριο σε εύρημα ότι «η παρακοή του διατάγματος από την κατηγορούμενη ήταν ηθελημένη ή άλλως πως συνοδευόταν από πρόθεση καταστρατήγησής του ώστε το αδίκημα που αυτή αντιμετωπίζει να στοιχειοθετείται πλήρως».
Ο εφεσείων, ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υποβάλλει ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία η οποία στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί η εφεσίβλητη σε απολογία. Η θέση του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τη νομολογία αναφορικά με το ηθελημένο της παρακοής κρίνοντας ουσιαστικά ότι η πρόθεση δεν μπορούσε να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία.
Στη Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 70 γίνεται αναφορά στο σύγγραμμα The Law of Contempt των Borrie & Lowe όπου υιοθετείται η άποψη ότι κάποιος βαθμός υπαιτιότητας (fault) είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση παρακοής διατάγματος δικαστηρίου. Αναφέρεται όμως, ότι στην περίπτωση των προστακτικών διαταγμάτων δυνάμει των οποίων επιβάλλεται θετική ενέργεια του ατόμου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα, η αδυναμία εκτέλεσης συνιστά υπεράσπιση, με την επιφύλαξη ότι το βάρος απόδειξης της αδυναμίας φέρει το ίδιο το άτομο προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα.
Για να θεμελιωθεί επομένως η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος, απαιτείται η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης προς συμμόρφωση ή διαφορετικά, απόδειξη πρόθεσης ανυπακοής, μη οφειλόμενη σε αδυναμία εκτέλεσης. Και εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης/εκτέλεσης της διαταγής, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός.
Από τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προκύπτουν τα εξής στοιχεία:
(α) η εφεσίβλητη γνώριζε περί του διατάγματος εφόσον κατά την έκδοσή του στις 11.10.2004 αυτή ήταν παρούσα στο Δικαστήριο. Η γνώση της για το διάταγμα επιμαρτυρείται και από το γεγονός ότι με την ποινική έφεση αρ. 7856, η οποία απορρίφθηκε, αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης έκδοσης του εν λόγω διατάγματος.
(β) η μαρτυρία περί παράλειψης συμμόρφωσης με το εν λόγω διάταγμα, αμφισβητήθηκε ποικιλοτρόπως διά της αντεξέτασης των μαρτύρων από το δικηγόρο της εφεσίβλητης.
(γ) δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε εισήγηση προς τον (ΜΚ 1), υπάλληλο της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου, ότι η εφεσίβλητη έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση προς την αρμόδια αρχή γιατί παρέλειψε να προβεί στην κατεδάφιση των επίδικων υποστατικών.
Έχουμε τη γνώμη ότι τα προαναφερόμενα στοιχεία μαρτυρίας στοιχειοθετούν επαρκώς εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να είχε κληθεί η εφεσίβλητη σε απολογία. Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν περιστατική μαρτυρία η οποία εναργώς αποκαλύπτει μη θετική διάθεση της εφεσίβλητης για συμμόρφωση προς το διάταγμα και προς ό,τι επιβαλλόταν να πράξει δυνάμει του διατάγματος. Η μαρτυρία φανερώνει επίσης ανυπαρξία οποιασδήποτε εξήγησης από πλευράς εφεσίβλητης προς την αρμόδια αρχή που ευλόγως θα δικαιολογούσε την παράλειψη συμμόρφωσης προς το διάταγμα. Από αυτή την περιστατική μαρτυρία αναδύεται εκ πρώτης όψεως η ύπαρξη του στοιχείου της πρόθεσης για μη συμμόρφωση. Είναι καλά γνωστό ότι στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η ύπαρξη αυτού του συστατικού στοιχείου μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία. Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560 και Μενελάου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αλεξάνδρου (2009) 2 A.A.Δ. 226.
Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε καθόλου μαρτυρία προς απόδειξη του ηθελημένου της παρακοής και συνακόλουθα αποφάσισε την αθώωση της εφεσίβλητης χωρίς να την καλέσει σε απολογία. Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου δημιουργούσε υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Αναποφεύκτως η υπόθεση πρέπει να οδηγηθεί πίσω στο πρωτόδικο δικαστήριο για εξαρχής επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.
Η έφεση επιτυγχάνει με €800 έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.
Η έφεση επιτρέπεται με €800 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.