ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 693

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 203/2007

 

21 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΔΔ]

 

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

Εφεσείων

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

.........

Αλ. Σαουρής, για τον εφεσείοντα

Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την εφεσίβλητη

 

.........

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

.......

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην υπόθεση αρ. 25207/06 στις κατηγορίες (α) του φόνου εκ προμελέτης της Ρούλας Παντελή (1η κατηγορία), (β) της κατοχής όπλου δηλαδή ενός πιστολιού μάρκας ΜΑGNUM (2η κατηγορία), (γ) μεταφοράς του ιδίου όπλου (3η κατηγορία), (δ) κατοχής εκρηκτικών υλών, δηλαδή 8 φυσιγγίων διαμέτρου 7.65 χιλ. (4η κατηγορία) και (ε) μεταφοράς εκρηκτικών υλών δηλαδή 8 φυσίγγια διαμέτρου 7.65 χιλ. (5η κατηγορία).

 

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε η ποινή της δια βίου φυλάκισης στην 1η κατηγορία και στις υπόλοιπες δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή εφόσον κρίθηκε ότι αυτές βασίζονταν στα ίδια γεγονότα με την 1η που ήταν και η σοβαρότερη.  Όλες οι κατηγορίες σχετίζονταν με τη δολοφονία της Ρούλας Παντελή από τη Λεμεσό που διαπράχθηκε στις 30/9/06.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Παραθέτουμε τα γεγονότα όπως αυτά προκύπτουν από την απόφαση του Κακουργιοδικείου σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι μεγάλο μέρος αυτών βασίζεται σε παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν ενώπιον του.

 

Η Ρούλα Παντελή, 41 ετών, (διαζευγμένη και μητέρα δύο κοριτσιών), απουσίαζε από το σπίτι της από το μεσημέρι της 30/9/06, χωρίς να δώσει σημεία ζωής.  Ανήσυχοι οι δικοί της, την επόμενη μέρα 1/10/06 κατέφυγαν στην Αστυνομία όπου δήλωσαν την εξαφάνιση της.  Η Αστυνομία άρχισε αμέσως έρευνες για τον εντοπισμό της.  Δεκαπέντε μέρες αργότερα, δηλαδή στις 15/10/06 και ώρα 17.00 εντοπίστηκε, από κάποιον κυνηγό, σε αποσύνθεση, το πτώμα της, βορειοανατολικά του πεδίου βολής του χωριού Αγίου Φύλα, σε θαμνώδη περιοχή.  Στο πίσω μέρος του κρανίου έφερε κρανιοεγκεφαλική κάκωση η οποία προήλθε από δυο πυροβολισμούς.

 

Η Αστυνομία, λόγω μαρτυρίας ότι το θύμα και ο εφεσείων ήσαν γνωστοί και μάλιστα ότι είχαν «ραντεβού» για το μεσημέρι του Σαββάτου της 30/9/06 για φαγητό, στις 1/10/06 και μεταξύ των ωρών 15.20-17.20 ζήτησαν από τον εφεσείοντα και έδωσε κατάθεση (τεκμ. 22) στον αστυνομικό 1097 Γ. Κυριάκου (Μ.Κ.19) όπου αναφέρεται στη γνωριμία του με τη Ρούλα και ότι συνεργάστηκαν σε διάφορες δουλειές.  Αναφέρει επίσης ότι είχαν φιλικές σχέσεις και κατά διαστήματα έβγαιναν έξω για φαγητό και ότι μερικές φορές συναντιόντουσαν και στο σπίτι της, αλλά τελευταία αραίωσαν οι συναντήσεις τους.  Αναφέρει επίσης ότι γύρω στα μέσα Αυγούστου 2006 τον πήρε τηλέφωνο η Ρούλα για να του ζητήσει να μεσολαβήσει για την πώληση ενός διαμερίσματος.   Ο ίδιος της είπε τότε ότι είχε πεθάνει η σύζυγος του και ότι ασχολείται με φούρνο που θα άνοιγε η κόρη του στην Τριμίκλινη και η Ρούλα, ως διακοσμήτρια που ήταν, ενδιαφέρθηκε να τον βοηθήσει στη διακόσμηση.  Έτσι από την ημέρα εκείνη μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο και βρισκόντουσαν μια-δυο φορές την εβδομάδα.  Την Παρασκευή 29/9/06 γύρω στο μεσημέρι τηλεφώνησε αυτός της Ρούλας και πήγε και την παρέλαβε για να πάνε στην Τριμίκλινη για να δει το κτίριο στο οποίο θα άνοιγε η κόρη του το φούρνο.  Εκεί στην Τριμίκλινη η Ρούλα τηλεφώνησε κάποιου γνωστού της αλουμινιτζιή και έκλεισαν ραντεβού για το Σάββατο για να δει το μέρος και να δώσει προσφορά.  Μίλησε και ο ίδιος με τον αλουμινιτζιή και έκλεισαν ραντεβού για το Σάββατο για τις 1.30 μ.μ.  Μετά που επέστρεψαν στη Λεμεσό του τηλεφώνησε η Ρούλα και του είπε ότι κάτι προέκυψε σχετικά με το ραντεβού και θα τον ξαναειδοποιούσε το Σάββατο το πρωϊ. 

 

Το Σάββατο, 30/9/06, συνεχίζει ο εφεσείων, όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι είχε αναπάντητες κλήσεις στο κινητό του από το κινητό της Ρούλας και την πήρε πίσω στις 12.50.  Η Ρούλα του είπε ότι θα πήγαινε κάπου για φαγητό και του ζητούσε να πάει στο χώρο στάθμευσης της υπεραγοράς Ε& S για να του δώσει κάποια σχέδια για την διακόσμηση του φούρνου.  Πήγε εκεί κάπως καθυστερημένα και είδε τη Ρούλα να έρχεται από απέναντι και αφού τον πλησίασε στο παράθυρο του αυτοκινήτου, του είπε ότι είναι βιαστική.  Αφού της απολογήθηκε για το ότι καθυστέρησε, η Ρούλα έφυγε οπότε έφυγε και ο ίδιος για το σπίτι του.  Σε αυτό το στάδιο δεν είδε οποιονδήποτε να περιμένει τη Ρούλα.  Μετά που επέστρεψε στο σπίτι του της τηλεφώνησε αρκετές φορές στο κινητό τηλέφωνο (στις 13.15, 15.24 και 17.00) αλλά δεν το απαντούσε.  Την κάλεσε για τελευταία φορά στις 18.50 αλλά το τηλέφωνο μπήκε στο φωνοκιβώτιο και της άφησε μήνυμα για να του πει τι έγινε με τον αλουμινιτζιή.  Την 1/10/06 τον πήρε τηλέφωνο η αδελφή της Ρούλας και τον ρώτησε αν γνωρίζει πού είναι και της είπε ότι την είδε για τελευταία φορά στις 30/9/06 το μεσημέρι στο χώρο στάθμευσης της Υπεραγοράς Ε & S.

 

Επισημαίνουμε ότι με την πιο πάνω κατάθεσή του ο εφεσείων δήλωσε άγνοια για την τύχη της Ρούλας η οποία όπως διαπιστώθηκε αργότερα είχε ήδη δολοφονηθεί από τις 30/9/06.

 

Ενώ οι έρευνες και οι ανακρίσεις της Αστυνομίας συνεχίζονταν, στις 15/10/06 και ώρα 17.00 εντοπίστηκε το πτώμα της Ρούλας από κυνηγό, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω.  Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα στο πίσω μέρος του κρανίου, λίγο πάνω από τον αυχένα, υπήρχε «μια τρύπα στρογγυλή» η οποία ήταν το αποτέλεσμα των δυο πυροβολισμών που δέχθηκε από το πιστόλι με αρ. κατασκευής 48344845, που περιγράφεται και στο κατηγορητήριο.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι από την ανεύρεση του πτώματος ανέλαβε τη φρούρηση της σκηνής η Αστυνομία, λήφθηκαν οι αναγκαίες φωτογραφίες και έγιναν εξετάσεις χωρίς καμιά παρέμβαση στα τεκμήρια ή την διακίνηση τους.  Την επόμενη μέρα από την ανεύρεση του πτώματος (16/10/06) η Δρ. Ελένη Αντωνίου, ιατροδικαστής, διενήργησε νεκροψία στη σωρό της Ρούλας Παντελή και αποφάνθηκε ότι η αιτία θανάτου ήταν κρανιοεγκαφαλική κάκωση που προκλήθηκε με πυροβολο όπλο δια πυροβολισμού δύο βολίδων.  Ήταν επίσης παραδεκτό γεγονός ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο φόνος της Ρούλας επεσυνέβη στις 30/9/06.

 

Ο εφεσείων συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος στις 16/10/06 και ώρα 17.45 από τον Υπαστυνόμο Μ. Βασιλείου (Μ.Κ.15) τότε λοχία 4649, που ήταν ένα από τα μέλη της ανακριτικής μονάδας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Υπαστυνόμος Κλείτος Ερωτοκρίτου (Μ.Κ.16).  Τα πρόσωπα αυτά ανέκριναν κατά διαστήματα τον εφεσείοντα προφορικά και οι εν λόγω προφορικές ανακρίσεις καταγράφηκαν σε ημερολόγια ενέργειας από τους Υπαστυνόμο Ερωτοκρίτου και Βασιλείου, υπογράφηκαν από τον εφεσείοντα, και παρουσιάστηκαν ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων.  Τη θέση του ο εφεσείων ότι δεν είχε καμιά σχέση με το φόνο της Ρούλας επανέλαβε και σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε στις 16/10/06 (τεκμ. 23) μετά τη σύλληψη του, και στις 18/10/06 σε προφορική ανάκριση μεταξύ των ωρών 8.00-9.50 αναφέροντας ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε που θα βοηθούσε την Αστυνομία.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων στις διάφορες ανακριτικές του καταθέσεις προέβαλε διαφορετικούς ισχυρισμούς, παραθέτουμε με κάποια περισσότερη λεπτομέρεια τα όσα αναφερε. 

 

Στην ανακριτική κατάθεση, (τεκμ. 28) που λήφθηκε στις 18/10/06 - 19/10/06 μεταξύ των ωρών 23.15-00.10 (τεκμ. 24), ο εφεσείων ως επί το πλείστον απαντούσε «δεν απαντώ», «το ανάφερα στην προηγούμενη κατάθεση», ή «απάντησα στην προηγούμενη μου κατάθεση».  Αμέσως μετά την εν λόγω ανακριτική κατάθεση ανέφερε στον κ. Βασιλείου ότι φοβάται παρα πολύ για τις δυο του κόρες επειδή γνωρίζει το δολοφόνο της Ρούλας ο οποίος όμως τον απείλησε να μη μιλήσει.  Ανέφερε τώρα ότι είδε αυτό το πρόσωπο στις 30/9/06 όταν μπήκε στο χώρο στάθμευσης της Υπεραγοράς Ε& S αλλά η Ρούλα ήταν βιαστική.  Είδε αυτό το πρόσωπο και την επόμενη ημέρα Κυριακή 1/10/06 σε κάποιο σημείο του δρόμου ο οποίος και τον σταμάτησε.  Πήγε ο ίδιος κοντά του, διότι τον γνώριζε από καιρό, και το εν λόγω πρόσωπο του είπε «πρόσεξε πολλά καλά.  Ούτε με ξέρεις, ούτε σε ξέρω».  Τον ρώτησε ο εφεσείων τι εννοεί και αυτός του είπε «θα ακούσεις σε λίγες μέρες.  Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις.  Αν πεις οτιδήποτε δε θα αφήσω μάλλα πας στη τζεφαλή συγγενή σου μέχρι τρίτα ανίψια».  Τότε υποψιάστηκε τι θα έγινε.  Σε εκείνο το στάδιο ο εφεσείων αρνήθηκε να αποκαλύψει τα στοιχεία του υπόπτου προσώπου.  Ζήτησε χρόνο να ξανασκεφτεί το θέμα, αφού πρώτα μιλήσει με το δικηγόρο του.

 

Στις 19/10/06 ανακρινόμενος από τον Ερωτοκρίτου μεταξύ των ωρών 9.45 και 11.50 ανέφερε ότι ο δικηγόρος του τον συμβούλευσε να πει την αλήθεια ,και έτσι αποκάλυψε τώρα ότι το ύποπτο πρόσωπο που συνάντησε στις 30/9/06 το μεσημέρι στο χώρο στάθμευσης της υπεραγοράς Καψάλου και που την επόμενη μέρα του ανέκοψε το δρόμο και τον απείλησε, ήταν ο Ιάκωβος Σάκκος. 

 

Στις 20/10/06 και ώρα 11.00 ο εφεσείων με δική του επιθυμία και αφού πρώτα συνομίλησε με τον τότε δικηγόρο του, οδηγήθηκε στο γραφείο του Ερωτοκρίτου όπου στην παρουσία του δικηγόρου, του υπεύθυνου του ΤΑΕ Λεμεσού και του υπεύθυνου του ΓΣΠ, εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει προφορικά για το φόνο της  Ρούλας.  Τους ισχυρισμούς του κατάγραψε ο Ερωτοκρίτου στο ημερολόγιο ενεργείας (τεκμ. 30).  Προβάλλει τώρα μια νέα ιστορία, ότι δηλαδή το Σάββατο 30/9/06 όταν συνάντησε τη Ρούλα στην Υπεραγορά Ε & S Καψάλου και αυτή ήταν βιαστική, την ώρα που έφευγε είδε τον Ιάκωβο Σάκκο κοντά σε ένα αυτοκίνητο γκριζοασημί στο οποίο ήταν και ένα μακρυμάλλης και ο Σάκκος συνομιλούσε με τη Ρούλα.  Ο ίδιος μετά απομακρύνθηκε.  Ανάφερε ξανά ότι την επόμενη μέρα (1/10/06) τον ανέκοψε το ίδιο αυτοκίνητο και μέσα ήταν συνοδηγός ο Σάκκος και οδηγός ο άνδρας με τα μακρυά μαλλιά.  Αφού κατέβηκε ο Σάκκος, τον πλησίασε και του είπε «εν είδες τίποτε.  Ως τα τρίτα σου ανίψια εν θα μείνει μάλλα.  Να τζαι το δώρο σου» οπότε του έδωκε ένα σακκούλι ναϋλον μέσα στο οποίο υπήρχε ένα όπλο.  Συγκεκριμένα άφησε ο Σάκκος το σακκούλι με το όπλο να πέσει μέσα στα πόδια του.  Πρόσεξε τότε ότι είχε ένα όπλο, μια γεμιστήρα και τέσσερα φυσίγγια.  Ο Σάκκος του είπε «ότι έπαθε τζείνη εν να πάθεις σιηρότερα.  Καλίτερα να αυτοκτονήσεις αντί να μιλήσεις» και τότε κατάλαβε ότι ο Σάκκος είχε σκοτώσει τη Ρούλα.  Έφυγε απ' εκεί με το αυτοκίνητο του τρομοκρατημένος.  Αφού σκέφτηκε τι θα έκαμνε το όπλο, αποφάσισε όπως με μια φανέλα που είχε στο αυτοκίνητο του να πιάσει το πιστόλι και τα υπόλοιπα κι' αφού το τύλιξε, τα τοποθέτησε σε ένα σακκούλι νάϋλον, τα έβαλε στο χώρο αποσκευών και πήγε και τα έκρυψε κάπου στο δρόμο της Φασούλας.  Στην παρουσία των προαναφερθέντων και του δικηγόρου του προθυμοποιήθηκε να τους δείξει πού έκρυψε το όπλο (πιστόλι).  Έτσι στις 12.30 της ίδιας ημέρας (20/10/06) τους οδήγησε σε κάποιο σημείο του δρόμου Λεμεσού-Φασούλας και στη ρίζα μιας χαρουπιάς τους έδειξε ένα σακκούλι στο οποίο η Αστυνομία διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα πιστόλι, μια άδεια φυσιογγιοθήκη και 8 φυσίγγια.

 

Σύμφωνα με επιστημονική μαρτυρία (του Δρα Μ. Καριόλου, ανώτερου μοριακού γενετιστη και ειδικού σε απομόνωση γενετικού υλικού DNA) το γενετικό υλικό του εφεσείοντα εντοπίστηκε στο νάϋλον σακκούλι, χρώματος κόκκινου (εσωτερικά και από το σημείο του κόμπου) στη φανέλα άσπρου χρώματος (εσωτερική πλευρά στο σημείο του σβέρκου, μπροστινή και πισινή πλευρά), στη γεμιστήρια-φυσιογγιοθήκη (εξωτερικά) και στο πιστόλι MAGNUM με αρ. 48344845 (χειρολαβή και κάννη).

 

Στις 21/10/06 ανακρινόμενος ο εφεσείων από τον Μ. Βασιλείου, προφορικά, πρόβαλε κάποιους νέους ισχυρισμούς που ο Βασιλείου κατέγραψε στο ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμ. 55) τους οποίους υπόγραψε ο εφεσείων.  Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι στις 30/9/06 στο χώρο στάθμευσης της Υπεραγοράς που θα συναντούσε τη Ρούλα, είδε από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου τον Ιάκωβο Σάκκο να στέκει έξω από το φούρνο ΣΙΓΜΑ.  Μετά που ο ίδιος είχε τη σύντομη συνάντηση με τη Ρούλα, φεύγοντας έβαλε πισινή για να δει καλύτερα, αλλά τον είδε και ο Σάκκος.  Είδε και τη Ρούλα να πηγαίνει προς το σημείο που στεκόταν ο Σάκκος.  Την επόμενη μέρα (1/10/06) περί τις 11.30 ενώ πήγαινε προς την οδό Ιβύκου πλησίον της κατοικίας του, τον ανέκοψε το ίδιο αυτοκίνητο που είδε στις 30/9/06 στην υπεραγορά Ε& S.  Οδηγός ήταν ο μακρυμμάλλης και συνοδηγός ο Σάκκος.  Ο τελευταίος αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, ήλθε κοντά του, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κάθησε δίπλα του.  Ταυτόχρονα του τοποθέτησε στο αριστερό πλευρό ένα πιστόλι, τον εξύβρισε και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει.  Κρατώντας και πιέζοντας το πιστόλι στο πλευρό του, τον διέταξε να προχωρήσει πιο πάνω.  Του φώναζε ότι ήταν αυτός εμπόδιο για τη Ρούλα για να μη γίνει κάποια συνεργασία μεταξύ Σάκκου και Ρούλας.  Αφού ο εφεσείων τον παρακάλεσε και του έκλαψε, ο Σάκκος τελικά κάλμαρε και του είπε να κάνει επαναστροφή.  Σε κάποιο στάδιο τον διέταξε να σταματήσει οπότε ο Σάκκος πήρε το πιστόλι που κρατούσε σε ένα νάϋλον σακκούλι και αφού έβγαλε τη γεμιστήρα, έβγαλε τα φυσίγγια από αυτή.  Μετά, όπως κρατούσε το σακκούλι, το άδειασε πάνω στα πόδια του με αποτέλεσμα η γεμιστήρα να πέσει στο χαλάκι του οδηγού ενώ το πιστόλι και τα φυσίγγια ανάμεσα στα σκέλη του, δηλαδή του εφεσείοντα.  Αμέσως άνοιξε την πόρτα και έφυγε ο Σάκκος παίρνοντας μαζί του και το διαφανές νάϋλον σακκούλι.  Τότε ο ίδιος για να μην αφήσει αποτυπώματα ή DNA πήρε από το καπώ του αυτοκινήτου του μια φανέλα, τα τύλιξε και τα έβαλε τώρα σε δυο σακκούλια και πήγε και τα έκρυψε πρόχειρα στη χαρουπιά που ανάφερε προηγουμένως. 

 

Στις 22/10/06 μεταξύ των ωρών 13.10-13.55 ανακρίθηκε ξανά και οι ισχυρισμοί καταγράφηκαν στο ημερολόγιο ενέργειας (τεκμ. 31).  Αφού ζήτησε από τον Ερωτοκρίτου να προστατεύσουν τις κόρες του είπε ότι θα έλεγε τώρα όλη την αλήθεια.  Εξήγησε ότι στις 30/9/06 που θα συναντούσε τη Ρούλα στο χώρο στάθμευσης της Υπεραγοράς Ε & S όταν την είδε να πηγαίνει προς το Σάκκο υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.  Έτσι σκέφτηκε να τους ακολουθήσει, πράγμα που έπραξε.  Αφού μπήκαν σε κάποιο χωματόδρομο, όπου τους ακολουθούσε, είδε στη μέση του χωματόδρομου ένα άνδρα ο οποίος τον σταμάτησε και τον ρώτησε πού πάει.  Αυτός του είπε ότι έχασε το δρόμο.  Ο εν λόγω άνδρας του είπε να περιμένει λίγο, οπότε έκανε ένα τηλεφώνημα και σε λίγο ήρθε εκεί ο Ιάκωβος Σάκκος κρατώντας στο χέρι του ένα πιστόλι.  Βρισκόταν σε παράνοια και τον απειλούσε ότι θα τον παίξει και θα τον πετάξει στα ορμάνια.  Απειλώντας τον με το όπλο τον διέταξε να πάει πιο πάνω, κάπου 100 μέτρα, κοντά σε ένα γκρεμό και τον απείλησε ότι θα τον παίξει και τον ρίξει από τον γκρεμό.  Αυτός έκλαιγε και τον παρακαλούσε να του χαρίσει τη ζωή γιατί έχει δυο κόρες ορφανές, τάσσοντάς του μάλιστα και €50.000 από δάνειο που είχε κάμει για το φούρνο.  Τότε κάλμαρε ο Σάκκος και του είπε να στραφεί εκεί που άφησε το αυτοκίνητο απειλώντας τον συνάμα ότι αν πει τίποτε θα τους σκοτώσει όλους μέχρι και τα τρίτα ανίψια του.  Όταν ξεκίνησε με το αυτοκίνητο του να φύγει τον πλεύρισαν ξανά με το Honda αυτοκίνητο και αφού τον σταμάτησαν του είπε ξανά ο Σάκκος «τώρα εγίναμε όπως τους χαρτωμένους και να μην ανοίξεις το στόμα σου σε κανένα».  Κατέληξε ότι αυτά ήταν η όλη αλήθεια. 

 

Στις 22/10/06 όταν η Αστυνομία (υπαστυνόμος Βασιλείου) πληροφόρησαν τον εφεσείοντα ότι από βαλλιστικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι το πιστόλι με το οποίο έγινε η δολοφονία ήταν αυτό που τους υπέδειξε, ο εφεσείων είπε «ήξερα ότι είναι το όπλο του φόνου διότι τον είδα να το κρατά μετά τη διάπραξη του εγκλήματος.  Με αυτό το όπλο απειλήθηκα σε δυο περιπτώσεις.  Τη μια αμέσως μετά το φόνο και την άλλη την επόμενη μέρα». 

 

Στις 25/10/06 μεταξύ των ωρών 9.15-9.35 ο Ερωτοκρίτου ανέκρινε στο γραφείο του τον εφεσείοντα ο οποίος είπε ότι υιοθετεί όσα είπε και στις 22/10/06 και φαίνονται στο ημερολόγιο ενέργειας τεκμ. 31 με τη μόνη διαφορά ότι όταν τον σταμάτησε ο άγνωστος μακρυμάλλης και ήλθε ο Σάκκος κοντά του, δεν του είπε απλώς να πάνε κάπου 100 μέτρα πιο πάνω, αλλά τον έβγαλε από το αυτοκίνητο και μαζί με τον άλλο άρχισαν να τον κτυπούν άγρια και να τον απειλούν ότι θα τον σκοτώσουν αν μιλήσει.

 

Επισημαίνουμε εδώ ότι μέχρι αυτό το στάδιο ο εφεσείων δεν τοποθετεί τον εαυτό του στη σκηνή του φόνου, ούτε και ανάφερε ότι είδε την διάπραξη του φόνου από τον Ιάκωβο Σάκκο, αλλά μόνο υποψία είχε ότι η Ρούλα πρέπει να δολοφονήθηκε από το Σάκκο. 

 

Στις 26/10/06, σε νέα ανάκριση, μεταξύ των ωρών 10.20-12.05 που φαίνεται στο ημερολόγιο ενέργειας (τεκμ. 33) ανάφερε, τώρα, ότι όταν στις 30/9/06 ακολούθησε τον Σάκκο και τον μακρυμάλλη τους βρήκε όχι εκεί που είπε προηγουμένως, αλλά πιο πάνω κοντά σε κάτι σκουπίδια.  Αυτοί τον είδαν και έτσι αυτός σταμάτησε.  Ήταν εκεί και οι τρεις, δηλαδή ο Σάκκος, ο μακρυμάλλης και η Ρούλα έξω από το αυτοκίνητο.  Μόλις τον είδε ο Σάκκος, τον κατέβασε από το αυτοκίνητο, και άρχισε να φωνάζει και να τον απειλεί και στη συνέχεια «τον εμούνταραν» και οι δυο και τον άρχισαν στο ξύλο.  Η Ρούλα τους φώναζε να σταματήσουν να τον δέρνουν.  Επίσης η Ρούλα «εμούνταρε» τον Σάκκο και τότε αυτός την έπιασε από τα μαλλιά και την γονάτισε και αφού έβαλε το πιστόλι σε απόσταση ενός ποδιού πίσω από το κεφάλι της, την απείλησε να την σκοτώσει.  Η Ρούλα «φοϊτσιασμένη» τον ερώτησε τι του έκαμε, αλλά ο Σάκκος συνέχισε να την έχει γονατιστή και να της φωνάζει και «έτσι όπως ήταν γονατιστή έπαιξε την δυο φορές που πίσω από την τζιεφαλή και άφησε την χαμαί».   Τότε απείλησε και τον ίδιο και αυτός του είπε να τον λυπηθεί και ότι θα του έδινε €50.000 από το δάνειο που θα έκαμνε, οπότε ο Σάκκος εκάλμαρε και τον άφησε να φύγει.   Πριν φτάσει στον άσφαλτο τον πλεύρισε ο Σάκκος και του είπε να μην πει λέξη σε κανένα.

 

Επισημαίνουμε εδώ ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που μίλησε για δολοφονία της  Ρούλας, στην παρουσία του, από τον Ιάκωβο Σάκκο.

 

Στις 26/10/06 μεταξύ των ωρών 13.40-14.15 ο εφεσείων ανακρίθηκε από τον Βασιλείου και τους ισχυρισμούς του κατέγραψε στο ημερολόγιο ενέργειας (τεκμ. 56).  Αφού ο εφεσείων πρώτα συνομίλησε με το δικηγόρο του, στη συνέχεια μεταξύ 15.15 και 15.50 ώρα, στην παρουσία του δικηγόρου του, ανάφερε τώρα ότι η Ρούλα του είχε μιλήσει για κάτι αγοραπωλησίες ακινήτων που θα έκαμνε με τον Ιάκωβο Σάκκο και αυτός της είπε ότι πριν κάνει οποιαδήποτε συμφωνία, να τον συμβουλευθεί.  Μετά τη συνάντηση στις 30/9/06 στον χώρο στάθμευσης της Υπεραγοράς, που ακολούθησε τον Σάκκο, τον μακρυμάλλη, και τη Ρούλα στον προαναφερθέντα τόπο, είδε τον Σάκκο έξω από το αυτοκίνητο Honda να συζητά με τη Ρούλα.  Κατέβηκε και αυτός από το αυτοκίνητο του οπότε του επιτέθηκε ο Σάκκος και κτυπώντας τον με τα χέρια και τα πόδια και υβρίζοντας τον, του φώναζε γιατί δεν αφήνει τη Ρούλα να υπογράψει.  Τότε επενέβη η Ρούλα να τον σταματήσει, αλλά τόσο ο Σάκκος, όσο και ο μακρυμάλλης του επιτέθηκαν.  Μάλιστα τον έσπρωξαν και έπεσε στο έδαφος.  Τότε ο Σάκκος πήγε στο αυτοκίνητό του, πήρε ένα πιστόλι και άρχισε να απειλει τον εφεσείοντα.  Επενέβη ξανά η Ρούλα οπότε ο Σάκκος την άρπαξε με το αριστερό του χέρι από το σβέρκο και με βίαιη κίνηση την έσπρωξε προς τα εμπρός ενώ ταυτόχρονα την πυροβόλησε στο πίσω μέρος τη κεφαλής από απόσταση ένα πόδι περίπου.  Η Ρούλα έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος.  Ο ίδιος είδε το επεισόδιο αυτό από απόσταση 3-4 μέτρων ενώ ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος αφού προηγουμένως είχε κτυπηθεί και σπρωχθεί από τον άγνωστο μακρυμάλλη και το Σάκκο.  Στη συνέχεια τον απείλησαν αλλά αφού τους παρακάλεσε, τον άφησαν να φύγει.  Τον ακολούθησαν για λίγο, και αφού τον πλεύρισαν ο Σάκκος τον απείλησε ξανά.  Στη συνέχεια ο Σάκκος και ο άλλος έκαναν επαναστροφή προς τη σκηνή της δολοφονίας, ενώ ο ίδιος έφυγε από το μέρος.

 

Στις 27/10/06 είπε στον Ερωτοκρίτου ότι το απόγευμα του Σαββάτου (30/9/06) και ενώ γνώριζε ότι η Ρούλα ήταν ήδη νεκρή, της άφησε φωνητικό μήνυμα στο κινητό γιατί δεν ήθελε να τον υποψιαστεί η Αστυνομία. 

 

Στις 29/10/06 είπε στον Ερωτοκρίτου (βλέπε ημερολόγιο ενέργειας τεκμ. 36) τα εξής:  «αποφάσισα να πω ούλλη την αλήθεια αλλά εν θέλω στο παρόν στάδιο να γράψεις τίποτε».  Αφού του επεστήθη η προσοχή του στον νόμο, ο εφεσείων ανάφερε «η αλήθκια είναι ότι εγιώ εμπέρτεψα τη Ρούλα» με την έννοια ότι προσπάθησε να την συμβουλεύσει για τη συνεργασία που θα έκαμνε η Ρούλα με το Σάκκο.  Αφού αναφέρεται ξανά στη συνάντηση της 30/9/06 στο χώρο στάθμευσης της υπεραγοράς και στο πώς ακολούθησε το Σάκκο, τον μακρυμάλλη και τη Ρούλα στο χώρο που περιέγραψε και πριν, περιληπτικά ανάφερε τα εξής:  ότι όταν κατέβηκε και πήγε κοντά, τους είπε «ήντα που κάμνετε ρε κοπέλια» οπότε ο Σάκκος γύρισε προς τη Ρούλα και της είπε θυμωμένα «ήρτε τζαι ο πάτρωνος σου;».  Αναφέρεται ο εφεσείων σε προσπάθεια του Σάκκου να πείσει τη Ρούλα να μεταβιβάσει διαμέρισμα και να της δώσει 8 οικόπεδα αλλά η Ρούλα ήταν διστακτική γιατί τα οικόπεδα δεν είχαν πληρεξούσια από τους ιδιοκτήτες τους και της είπε και ο ίδιος ότι χρειάζονται τέτοια πληρεξούσια.  Εκείνη τη στιγμή ο Σάκκος «επήαινε να κατουρήσει» και επέρασε από δίπλα του και του ψιθύρισε να την πείσει να υπογράψει λέγοντας του την «πείσε την ρε πελλέ τζαι εννά φαεις τζαι συ που τούτα».  Επέστρεψε αλλά η Ρούλα αρνείτο να υπογράψει και όταν ξαναείπε και ο ίδιος ότι χρειάζονται πληρεξούσια, ο Σάκκος «έδωκε του 2-3 πατσιές μες τα μούτρα και έσυρε τον χαμαί».  Ο μακρομάλλης έστεκε εκεί χωρίς να κάνει τίποτε.  Ο ίδιος σηκώθηκε και τους είπε ότι δεν πήγε εκεί για να τσακωθούν, αλλά για να βρουν κάποια λύση και τους ζήτησε να τον αφήσουν να φύγει.  Ο Σάκκος του είπε «δεν θα πάεις πούποτε» και αφού επήγε στο αυτοκίνητο του έπιασε ένα πιστόλι, το έστρεψε προς τον ίδιο λέγοντας στη Ρούλα ότι αν δεν υπογράψει θα τον παίξει.  Ταυτόχρονα τον κτύπησε με κλωτσιές και έπεσε κάτω.  Ο ίδιος πίστευε ότι ο Σάκκος έκανε θέατρο μαζί του για να πείσει τη Ρούλα να υπογράψει.  Η Ρούλα «εμούνταρε» τον Σάκκο και του είπε να τον αφήσει ήσυχο, οπότε ο Σάκκος «έπιασε την που το λαιμό τζαι ετράβησε την 3-4 μέτρα προς τα δυτικά τζαι έπαιξεν τη».  Τότε άρχισε ο μακρυμάλλης να του φωνάζει γιατί να το κάμει «τζαι να τους περτέψει όλους» και εκείνη τη στιγμή έτρεξε ο ίδιος προς τον Σάκκο και έπιασε το πιστόλι από τα χέρια του γιατί εφαίνετουν ότι έπαθε εμπλοκή και είπε του Σάκκου να αναλάβει να το πετάξει ο ίδιος το πιστόλι.  Έτσι επήγε και έκρυψε το πιστόλι όπως ανάφερε προηγουμένως.

 

Σε νέα ανακριτική κατάθεση που έδωσε ο εφεσείων στις 31/10/06-1/11/06 στον Βασιλείου (τεκμ. 26 αποτελούμενη από 44 σελίδες) ο εφεσείων μεταξύ άλλων, είπε τα περιληπτικά τα ακόλουθα:  Αφού πρώτα αναφέρεται στη συνάντηση στην υπεραγορά το μεσημέρι της 30/9/06 και ότι είδε τη Ρούλα να φεύγει με τους Σάκκο και το άλλο πρόσωπο, τους ακολούθησε και όταν έφτασε στο χώρο που ανάφερε προηγουμένως (που είναι και η σκηνή της δολοφονίας) τους πλησίασε, οπότε ο Σάκκος θύμωσε της Ρούλας λέγοντας «έφερες τον πάτρωνο σου να σε υποστηρίξει και να σου δώσει συμβουλή;» Αυτή του εξήγησε ότι δεν είπε στον εφεσείοντα να έλθει εκεί.  Αυτός τους χαιρέτησε και τους είπε «ήντα που κάμνετε ρε κοπέλια», πρόσεξε και διάφορα έγγραφα στο πίσω καπώ του HONDA.  Ο Σάκκος τον ρώτησε γιατί τον ακολούθησε και αυτός τους εξήγησε ότι παραξενεύτηκε γιατί είχαν ραντεβού με τη Ρούλα για φαγητό.  Στη συνέχεια του εξήγησε ο Σάκκος για την αγοραπωλησία που θα είχαν με τη Ρούλα και ότι ήταν καλή ευκαιρία για τη Ρούλα.  Η τελευταία ρώτησε τον εφεσείοντα τι να κάνει, οπότε θύμωσε ο Σάκκος.  Μετά κατευθύνθηκε για να πάει να ουρήσει και περνώντας δίπλα του ψιθύρισε «ψήστην ρε πελλέ τζαι εννά φάεις τζαι εσού».  Όταν επέστρεψε ο Σάκκος τον ρώτησε αν την έπεισε να υπογράψει, οπότε ο μακρυμάλλης του είπε ότι την έβαλε πάνω να μην υπογράψει.  Τότε ο Σάκκος, ενώ ο ίδιος ήταν «αχάπαρος» πήγε κοντά του και του έδωσε μια δυνατή «πατσιά» με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος.  Σηκώθηκε αμέσως, τους είπε ότι δεν πήγε εκεί για να μαλώσουν και απευθυνόμενος στη Ρούλα της είπε ότι θα έφευγε και αν ήθελε και αυτή να πάει μαζί του.  Επενέβη τότε ο Σάκκος και είπε ότι δε θα φύγει κανένας αν δεν υπογράψει η Ρούλα.  Τον έσπρωξε ξανά και έπεσε κάτω, οπότε τους επιτέθηκε τη Ρούλα φωνάζοντας τους να τον αφήσουν ήσυχο.  Ενώ ο ίδιος ήταν στο έδαφος και ο μακρυμάλλης συνέχισε να τον κλωτσά, ο Σάκκος άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού του αυτοκινήτου HONDA και αφού πήγε κοντά, του έβαλε στην κεφαλή ένα πιστόλι που κρατούσε με το δεξί του χέρι ενώ με το αριστερό κρατούσε τη Ρούλα από τα μαλλιά και την απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν υπογράψει.  Η Ρούλα παρακαλούσε τον Σάκκο να τον αφήσει να φύγει, διότι είχε δυο κόρες ορφανές.  Επίσης η Ρούλα ξαναεπιτέθηκε του Σάκκου οπότε αυτός την έσπρωξε να πάει 5-6 βήματα προς το κέντρο του χωματόδρομου.  Ο Σάκκος έτρεξε ξοπίσω της και την άρπαξε από το σβέρκο με το αριστερό του χέρι και χωρίς να φύγει το χέρι του από το σβέρκο της, σήκωσε το δεξί του χέρι με το οποίο κρατούσε το πιστόλι και την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, οπότε αυτή έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος.  Τότε άρχισε να φωνάξει ο μακρυμάλλης γιατί να την σκοτώσει και ότι θα «μπερτέψουν», και ο εφεσείων σηκώθηκε και πήγε κοντά τους και τους είπε να μη μαλώνουν και να του δώσουν το πιστόλι να το κρύψει αυτός.  Έτσι αφού πήρε το πιστόλι, τους άφησε εκεί να συζητούν.  Ενώ έφευγε, τον πλεύρισαν ξανά με το αυτοκίνητο τους και ο Σάκκος του είπε «εντάξει ρε πήγαινε, πέταξε το και αύριο το μεσημέρι χωρίς τηλεφωνήματα να βρεθούμε τζαμε στο σπίτι σου».  Έτσι αυτοί έκαναν επαναστροφή και ο ίδιος συνέχισε την πορεία του και αφού πήρε προφυλάξεις για να φύγουν τα αποτυπώματα, πήγε και έκρυψε πρόχειρα το πιστόλι «στη ρίζα της αγριοτερατσιάς».  Στις επόμενες μέρες ο Σάκκος του ζητούσε να του δώσει το πιστόλι, αλλά αυτός του είπε ότι το έριξε στον φράκτη και να μην ανησυχεί, ο Σάκκος δεν τον πίστεψε και συνέχισε να τον απειλεί.

 

Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης, η Αστυνομία με βάση την περιγραφή του εφεσείοντα, ετοίμασε σκίτσο του προσώπου που ο εφεσείων περιέγραφε ως τον μακρυμάλλη, σωματοφύλακα του Σάκκου, αλλά δεν βρέθηκε κανένας που να πει ότι γνωρίζει τέτοιο πρόσωπο.  Στον εφεσείοντα επιδείχθηκαν 13 αλμπουμ με σύνολο 4,200 φωτογραφιών υπόπτων, αλλά δεν αναγνώρισε κανένα ως τον μακρυμάλλη. 

 

Ως αποτέλεσμα των όσων ισχυρίστηκε ο εφεσείων, η Αστυνομία προσπάθησε να βρει τον Σάκκο αλλά δεν τον εντόπισε.  Ανακάλυψαν ότι είχε μεταβεί στην Ολλανδία όπου ο αδελφός του διατηρούσε εστιατόριο για να το διαχειρίζεται αυτός, αφού ο αδελφός του είχε πάει φυλακή.  Δυο μέλη της ανακριτικής ομάδας μετέβηκαν στην Ολλανδία όπου με τη βοήθεια της Ολλανδικής Αστυνομίας και του αδελφού του Σάκκου, εντόπισαν τον Ιάκωβο Σάκκο.  Αρχικά ο Ιάκωβος Σάκκος τους διεμήνυσε, μέσω του αδελφού του, ο οποίος τον είχε ενημερώσει για τους λόγους που η Αστυνομία ήθελε να τον συναντήσει, ότι επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αστυνομία, δεν επιθυμούσε να τους συναντήσει.  Τους διεμήνυσε όμως από τότε ότι δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στο φόνο και ούτε γνώριζε τον εφεσείοντα.  Απλώς έτυχε και συναντήθηκαν στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού όταν ο ίδιος κρατείτο ως ύποπτος για διαρρήξεις και κλοπές και ο εφεσείων για το φόνο.

 

Τελικά ο Ιάκωβος Σάκκος επέστρεψε στην Κύπρο αυτοβούλως, και κατέθεσε ως μάρτυρας στην υπόθεση (Μ.Κ.18).  Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι δε γνώριζε τον εφεσείοντα, ούτε το θύμα, ούτε και είχε ποτέ ο ίδιος ή φίλος του αυτοκίνητο μάρκας ΗΟNDA INTEGRA όπως το περιέγραφε ο εφεσείων.  Δέχθηκε ότι ενώ ήταν υπό κράτηση έφεραν εκεί ακόμα ένα άντρα, τον εφεσείοντα,  που όπως άκουσε από τους αστυνομικούς ήταν ύποπτος για το φόνο μιας γυναίκας.  Απλώς τον είδε μια δυο φορές χωρίς να του μιλήσει.  Εξήγησε τις περιστάσεις και λόγους για τους οποίους πήγε στην Ολλανδία, ότι δηλαδή ήταν για να διαχειριστεί το εστιατόριο του αδελφού του που είχε πάει στη φυλακή.  Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη με το φόνο ή τα τεκμήρια του φόνου.

 

Ο εφεσείων αφού κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση όπως άλλωστε είναι δικαίωμα του, το οποίο αναγνωρίστηκε και από το Κακουργιοδικείο.  Προέβηκε σε μια μακροσκελή δήλωση, κάπου 4 σελίδες, χωρίς να κάνει ρητή αναφορά στο όνομα Σάκκος αλλά με αναφορά στα όσα είπε σε προηγούμενες δηλώσεις προς την Αστυνομία επανέλαβε ότι  δολοφόνος είναι γνωστό εγκληματικό στοιχείο, το οποίο τον απείλησε και δεν έχει κανένα ενδοιασμό ότι και σήμερα μπορεί να πραγματοποιήσει τις απειλές του αφού είδε με τα ίδια του τα μάτια πώς σκότωσαν τη Ρούλα.  Δεν  αποκάλυψε το δολοφόνο από τη πρώτη στιγμή διότι φοβόταν.  Το έπραξε μετά που η Αστυνομία του υποσχέθηκε ότι θα προστατέψει τις κόρες του και να θέσει τον ίδιο σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.  Έτσι είπε όσα φαίνονται στις διάφορες δηλώσεις κατά το στάδιο των ανακρίσεων με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία εναντίον του προσώπου που κατονόμασε και όχι του ιδίου.  Το όπλο το παράδωσε διότι του το ζήτησε η Αστυνομία για να γίνει πιστευτός για τα όσα είπε εναντίον του άλλου προσώπου.  Μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:  «Υπόγραψα όλα τα έγγραφα για τους ισχυρισμούς μου γιατί στόχος μου ήταν και είναι να φανεί η αλήθεια και να μην φορτωθώ άδικα ευθύνες που δεν μου αναλογούν.  Σε όλη τη διάρκεια της κράτησης μου από την πρώτη στιγμή που παράδωσα το όπλο και κατονόμασα το δολοφόνο της Ρούλας έκαμα κάθε δυνατή ανθρώπινη προσπάθεια να συνεργαστώ με τις αστυνομικές αρχές για διαλεύκανση αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος.»  Προσθέτει δε ότι έβλεπε κάθε προσπάθεια του να πέφτει στο κενό, αφού ο δολοφόνος ούτε καν ρωτήθηκε για τους ισχυρισμούς του.

 

Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας περιλαμβανομένου και του Ιάκωβου Σάκκου (Μ.Κ.18) και αφού εξέτασε την ενώπιον του ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, εφαρμόζοντας ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, κατέληξε ότι η ενοχή του εφεσείοντα για φόνο εκ προμελέτης, όπως κατηγορείτο με την 1η κατηγορία, αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Η ενοχή στις υπόλοιπες κατηγορίες ήταν, με βάση τη μαρτυρία, φυσικό επακόλουθο της καταδίκης στην πρώτη.

 

 

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης.  Στο εφετήριο που καταχώρησε ο ίδιος προσωπικά απλώς αναφέρει «Είμαι αθώος».  Όμως στη συνέχεια που ανέλαβε την έφεση δικηγόρος κατατέθηκαν πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ως ακολούθως.  Θα παραθέσουμε τους λόγους έφεσης χωρίς την αιτιολογία αφού με αυτή θα ασχοληθούμε στη συνέχεια:

 

 

 

 

1ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αντινομικά και/ή κατά παρέκκλιση από τη Νομολογία δέχτηκε και χρησιμοποίησε ως ενοχοποιητικό τον ισχυρισμό του εφεσειοντα για παρουσία του στη σκηνή του φόνου ως διαφαινόταν από τις καταθέσεις του.

 

2ος λόγος έφεσης

 

Ακόμα κι αν ήθελε φανεί στις Εντιμότητες σας ότι ορθώς λήφθηκαν υπόψιν ως παραδοχές εναντίον του συμφέροντος τα λεγόμενα του εφεσείοντα για παρουσία του στη σκηνή πρέπει να αποκλειστούν ως απαράδεκτες, γιατί είναι φανερό ότι έγιναν για να αποτελέσουν μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον του Μ.Κ.18 Ιάκωβου Σάκκου.

 

3ος λόγος έφεσης

 

Ακόμα κι αν ήθελε επίσης φανεί στις Εντιμότητες σας ότι ορθώς λήφθηκαν υπόψιν ως παραδοχές εναντίον του συμφέροντος τα λεγόμενα του εφεσείοντα για παρουσία του στη σκηνή δεν οδηγούσαν σε συμπέρασμα ενοχής για φόνο εκ προμελέτης αλλά για ενοχή για τις κατηγορίες 2-5 του κατηγορητήριου και για τυχόν συνέργεια μετά τη διάπραξη του εγκλήματος.

 

4ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή αντινομικά δεν εξέτασε καθόλου και/ή δεν ανέφερε οτιδήποτε για την παρουσία άλλων δυο προσώπων στη σκηνή του φόνου, αυτών δηλαδή που ανέφερε ο εφεσείοντας στις καταθέσεις του.

 

5ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά παρέκκλιση από τη νομολογία δέχτηκε και έλαβε υπόψιν ενοχοποιητικούς και μη ισχυρισμούς του εφεσείοντα που περιλαμβάνονταν σε γραπτές καταθέσεις του και προφορικές ανακρίσεις που καταγράφονταν σε ημερολόγια ενεργείας, αντί να τους αποκλείσει εφόσον ελήφθηκαν κατά παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

 

6ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή αντινομικά απέρριψε τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης για άδικη και/ή υποπτη και/ή αντιφατική συμπεριφορά των ανακριτών αναφορικά με τους χειρισμούς του και/ή την παράλειψη τους να ανακρίνουν τον Ιάκωβο Σάκκο, η οποία μόλυνε την όλη διαδικασία.

 

7ος Λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.18 Ιάκωβου Σάκκου και/ή δέχθηκε να την ακούσει υπό τις περιστάσεις.

 

8ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντινομικά και/ή κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας και/ή των αρχών της δίκαιης δίκης βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα βάσει περιστατικής μαρτυρίας χωρίς να αναλύσει και/ή αξιολογήσει κατά το δέοντα τρόπο την ενώπιον του μαρτυρία.

 

 

9ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή κατά παραβίαση της δίκαιης δίκης βάσει της εναντίον του μαρτυρίας βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 έως 5.

 

10ος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα κατέληξε σε εύρημα ότι υπήρξε προμελέτη.

 

 

 

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ

 

1ος λόγος έφεσης

Κατ' αρχάς κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε μεγάλη έμφαση στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ενώ το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τον ισχυρισμό του για την παρουσία του στην σκηνή του φόνου (σελ. 92 της απόφασης) με βάση την αρχή της υπόθεσης Duncan 73 Cr App. R. 359, λανθασμένα τον χρησιμοποίησε ως περιστατική μαρτυρία εναντίον του (σελ. 99 και 100 της απόφασης) και λανθασμένα τον δέχθηκε ως παραδοχή και/ή δήλωση ενάντια στα συμφέροντα του και/ή παραδοχή σε εγκλήματα, κατά παρέκκλιση της νομολογίας.  Επικαλέστηκε επίσης τις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, R. v. Sharp (1988) 1 W.L.R. 7 και άρθρο με τον τίτλο The Sharp End of the Wedge: Use of Mixed Statements by the Defence (1977) Cr.Law Review 416. 

 

Επειδή η επί του προκειμένου θέση και επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα περιστράφηκε γύρω από την προαναφερθείσα υπόθεση Duncan, το θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε, περιληπτικά τα γεγονότα της: 

 

"Ο εφεσείων, σε εκείνη την υπόθεση, αργά το βράδυ στραγγάλισε τη γυναίκα με την οποία συζούσε και μετέφερε το πτώμα της σε παρακείμενο δάσος, το έκαψε και μετά το έθαψε με τη χρήση ενός φτυαριού.  Παραδέχθηκε σε κάποια γειτόνισσα ότι σκότωσε τη γυναίκα.  Αφού κλήθηκε η αστυνομία, ο εφεσείων προέβηκε σε διάφορες δηλώσεις, περιλαμβανομένης και δήλωσης ότι διέπραξε το φόνο, αλλά αδυνατούσε να πει το κίνητρο για την πράξη του.  Εισηγήθηκε ότι δυνατό να έχασε την ψυχραιμία του όταν το θύμα τον κοροϊδεψε με την συμπεριφορά της (teased hım).  Κατηγορήθηκε για το φόνο και όταν έκλεισε την υπόθεση της η Κατηγορία Αρχή και κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να μη δώσει μαρτυρία, ούτε να καλέσει μάρτυρες.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής ήγειρε το θέμα της πρόκλησης και κάλεσε τους συνηγόρους να εκφέρουν τις απόψεις τους.  Μετά αποφάσισε ότι, στην έκταση που οι δηλώσεις εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του εφεσείοντα, δεν μπορούσαν να είναι μαρτυρία επί των γεγονότων και επομένως, απέσυρε την εκδοχή της πρόκλησης από τους ενόρκους.  Ο εφεσείων καταδικάστηκε για το φόνο και σε έφεση του ισχυρίστηκε ότι η πιο πάνω καθοδήγηση του δικαστή προς τους ενόρκους ήταν νομικά εσφαλμένη.  Το εφετείο αποφάσισε ότι όταν υπάρχει για εξέταση από τους ενόρκους μια μικτή κατάθεση (mıxed statement) που σε ένα μέρος περιέχει ομολογία και σε άλλο δικαιολογητικά, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει δώσει μαρτυρία, η πιο απλή μέθοδος και η μόνη που πιο πιθανό να προκαλέσει ένα δίκαιο αποτέλεσμα, είναι να λεχθεί από το δικαστή στους ενόρκους, ότι, στην προσπάθεια τους να βρουν την αλήθεια, πρέπει να λάβουν υπόψη ολόκληρη την κατάθεση, τόσο τα ενοχοποιητικά μέρη όσο και τα δικαιολογητικά και εξηγήσεις που δίνει ο κατηγορούμενος.  Στη συγκεκριμένη υπόθεση στην έκταση που η καθοδήγηση του δικαστή βασίστηκε στην αιτιολογία ότι τα δικαιολογητικά για τον κατηγορούμενο μέρη της κατάθεσης δεν ήταν αποδεκτά για σκοπούς εξέτασης ποια ήταν η αλήθεια, η καθοδήγηση ήταν νομικά εσφαλμένη.  Παρά ταύτα, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης στην οποία ο εφεσείων δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τους λόγους της πράξης του, αλλά απλώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει την συμπεριφορά του, δεν υπήρξε μαρτυρία για πρόκληση λόγω κάτι που το θύμα έπραξε ή είπε και έτσι η έφεση του απορρίφθηκε.

 

Στην υπόθεση R v. Sharp, (πιο πάνω), στην οποία επίσης έδωσε έμφαση ο συνήγορος του εφεσείοντα, η Αστυνομία ενώ πήγαινε με αυτοκίνητο στην σκηνή όπου έλαβε χώρα μια διάρρηξη, είδε τον κατηγορούμενο να φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση.  Έκαναν τότε επαναστροφή και τον καταδίωξαν, αλλά τον έχασαν.  Τρεις μέρες μετά, εμφανίστηκε αυτοβούλως ο εφεσείων και έδωσε κατάθεση ότι ήταν κοντά στο μέρος της διάρρηξης, άκουσε τον συναγερμό που ήχησε, αλλά έδωσε κάποια αθώα εξήγηση γιατί ήταν εκεί και γιατί έφυγε.  Κατηγορήθηκε για τη διάρρηξη και στην δίκη επέλεξε να μην καταθέσει.  Η κατάθεση του προς την Αστυνομία κατατέθηκε στη δίκη.  Κατά την καθοδήγηση των ενόρκων ο δικαστής τους είπε ότι δικαιούνταν να θεωρήσουν το μέρος της δήλωσης του κατηγορουμένου που είπε ότι βρισκόταν στην περιοχή της διάρρηξης ως παραδοχή και μαρτυρία ότι ήταν εκεί, αλλά τα άλλα μέρη που δικαιολογούσαν την εκεί παρουσία του και γιατί έτρεξε να φύγει, δεν ήταν μαρτυρία για τα σχετικά γεγονότα.  Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε και σε έφεση του, το Εφετείο (Court of Appeal) ακύρωσε την καταδίκη.  Το Στέμμα καταχώρησε έφεση στη Βουλή των Λόρδων η οποία έφεση απορρίφθηκε.  Επιβεβαιώθηκε η αρχή της υπόθεσης Duncan, ότι δηλαδή είναι σημαντικό όπως οι ένορκοι καθοδηγούνται με τρόπο που να αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να εξετάζουν ολόκληρη την μεικτή κατάθεση περιλαμβανομένου και του μέρους που είναι ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο. 

 

Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω), που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα.  Στη σελ. 112 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος.  Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή.

 

Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule).  Aυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence).  Στην υπόθεση Duccan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται.  Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη.  Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης.  Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου.  Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις.  Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.»

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το φως των όσων ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα αλλά δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε τις διάφορες μεικτές δηλώσεις του εφεσείοντα με τρόπο που να είναι αντίθετος με τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω υποθέσεις.   Επισημαίνουμε ότι όλες οι εν λόγω μεικτές δηλώσεις που δόθηκαν από τον εφεσείοντα στην Αστυνομία, παρουσιάστηκαν στο Κακουργιοδικείο όχι απλά χωρίς ένσταση, αλλά ως  μέρος των παραδεκτών γεγονότων. 

 

Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ο συνήγορος στο διάγραμμα του εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι η δολοφονία έγινε στο μέρος που βρέθηκε το πτώμα και ότι ήταν δυνατό να έγινε αλλού και να μεταφέρθηκε το πτώμα εκεί.  Επομένως αυτό «εκθεμελιώνει την αποδοχή του ισχυρισμού του εφεσείοντα για την παρουσία του στην σκηνή του φόνου».  Ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίπτεται αν ληφθεί υπόψη η ίδια η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία ισχυρίζεται ότι ήταν παρών κατά την δολοφονία της Ρούλας, από το άλλο βέβαια πρόσωπο, όπως ήταν η θέση του, και δεν τέθηκε θέμα ότι ο φόνος έγινε σε άλλη περιοχή από το μέρος που βρέθηκε το πτώμα.   Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

2ος λόγος έφεσης

Mε το δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι κι' αν ακόμα διαφανεί ότι ορθά λήφθηκαν υπόψη οι παραδοχές εναντίον συμφέροντος, τα λεγόμενα για την παρουσία του εφεσείοντα στη σκηνή πρέπει να αποκλεισθούν ως απαράδεκτα γιατί τα είπε ο εφεσείων με σκοπό να αποτελέσουν μαρτυρία εναντίον του Μ.Κ.18 Ιάκωβου Σάκκου.  Το να χρησιμοποιηθούν εναντίον του εφεσείοντα είναι άδικο και οδηγούν σε μη δίκαιη δίκη (unfair trial).

 

Κρίνουμε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.  Αν η θέση του εφεσείοντα ήταν όπως την προωθεί τώρα, τότε έπρεπε να μην είχε δεχθεί την παρουσίαση των δηλώσεων του ως μαρτυρία, αλλά να είχε ενστεί στη δεκτότητα τους.  Ήταν μεικτές δηλώσεις, όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω και το Κακουργιοδικείο, είχε δικαίωμα να τις χειριστεί και αξιολογήσει μέσα στο πλαίσιο βέβαια και της υπόλοιπης μαρτυρίας, όπως έπραξε.  Επισημαίνουμε επίσης ότι στις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία (τεκμ. 24, 25, 26 και 27) πάντα πληροφορείτο από την Αστυνομία ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ενέχετο στο φόνο, ότι δεν ήταν υπόχρεος να πει οτιδήποτε και οτιδήποτε έλεγε δυνατό να αποτελούσε μαρτυρία εναντίον του.  Επομένως ο ισχυρισμός ότι τα όσα ανάφερε στις καταθέσεις του ήταν για το μοναδικό σκοπό να κατηγορηθεί ο Σάκκος, δεν ευσταθεί.  Έτσι απορρίπτεται και αυτός ο λόγος.

 

3ος λόγος έφεσης

Σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από  τον τρίτο λόγο έφεσης, το μέγιστο που αποδείκνυαν οι παραδοχές του ήταν η κατοχή του πιστολιού και πυρομαχικών και όχι ο φόνος.  Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.  Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε αρκετή μαρτυρία, πέραν των δικών του δηλώσεων, που οδήγησε σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα και για το φόνο.  Αναφερόμαστε μεταξύ άλλων, στην ύπαρξη DNA στο όπλο, στη γεμιστήρα (φυσιογγιοθήκη) και τα σακκούλια με φανέλα με τα οποία αυτά ήσαν περιτυλιγμένα, σε συνδυασμό με αρκετή άλλη μαρτυρία όπως για παράδειγμα η σχέση του εφεσείοντα με το θύμα και τα ψεύδη του εφεσείοντα κατά το στάδιο των ανακρίσεων.  Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ισχυρισμός του περί ξυλοδαρμού «με πατσιές και κλωτσιές» από τους Σάκκο και μακρυμάλλη στο χώρο της δολοφονίας διαψεύστηκαν από την μαρτυρία της φίλης του εφεσείοντα Άντρης Γιάγκου (Μ.Κ.6), η οποία ανέφερε ότι είχε συναντηθεί μαζί του στις 30/9/06 το βράδυ (δηλαδή μετά τη διάπραξη του φόνου), τον είδε ολόγυμνο και δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σημάδια κακώσεων στο σώμα του.

 

4ος λόγος έφεσης

Αναφορικά με τον 4ο λόγο, ότι δηλαδή το Κακουργιοδικείο αδικαιολόγητα και εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με την παρουσία των δυο άλλων προσώπων (Σάκκος και μακρυμάλλης) επίσης δεν ευσταθεί, αφού ο ισχυρισμός αυτός σχετίζεται με τον 1ο λόγο που ήδη απορρίφθηκε.  Αφορούσε τα μη ενοχοποιητικά μέρη των μεικτών καταθέσεων του εφεσείοντα, τα οποία το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ήσαν ψευδή.

 

5ος λόγος έφεσης

Τα όσα ισχυρίζεται με τον 5ο λόγο, δηλαδή, ότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη τα όσα καταγράφηκαν στα ημερολόγια ενεργείας, επίσης είναι ανεδαφικά.  Ο εφεσείων υπέγραψε αυτές τις καταχωρήσεις και τις δέχθηκε ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων.

 

6ος λόγος έφεσης

Ο 6ος λόγος αφορά παράπονο ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης ότι η συμπεριφορά των ανακριτών ήταν «άδικη και/ή ύποπτη και/ή αντιφατική» όσον αφορά τους χειρισμούς και/ή παράλειψη να ανακρίνουν το Σάκκο.  Και αυτός ο λόγος δεν ευσταθεί.  Η Αστυνομία, ενόψει των αντιφατικών δηλώσεων του εφεσείοντα, παρόλο που σε κάποιο στάδιο εξασφάλισαν και ένταλμα σύλληψης του Σάκκου και τον αναζήτησαν, τελικά δεν προχώρησαν εναντίον του, διότι από την υπόλοιπη μαρτυρία είχαν πεισθεί ότι τη δολοφονία διέπραξε ο εφεσείων και τα όσα καταλόγιζε στο Σάκκο ήταν ψέματα.  Έτσι δεν προχώρησαν με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του Σάκκου.  Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε ορθά και το παράπονο του εφεσείοντα, όπως προβλήθηκε από τον τότε δικηγόρο του, ότι η Αστυνομία κακώς δεν προέβη σε εξέταση κατά πόσο υπήρξε DNA του Σάκκου στο πιστόλι, αφού, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία του Δρα Μ. Καριόλου δεν εντοπίστηκε άλλο γενετικό υλικό εκτός από αυτό του εφεσείοντα. 

7ος λόγος έφεσης

Με τον 7ο λόγο ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα και/ή κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης το Κακουργιοδικείο δέχθηκε και/ή δέχθηκε να ακούσει τη μαρτυρία του Ιάκωβου Σάκκου (Μ.Κ.18).  Δεν εισηγείται ο συνήγορος ρητά ότι δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός ο Σάκκος, αλλά ουσιαστικά ότι δεν έπρεπε να τον ακούσει το Κακουργιοδικείο, διότι κλήθηκε σε κατοπινό στάδιο της δίκης, κάτι που στέρησε τον εφεσείοντα από την έγκαιρη και ορθή προετοιμασία της υπεράσπισης.  Κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Δέχεται ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι η υπεράσπιση δε ζήτησε αναβολή πριν αντεξετάσει το μάρτυρα, αλλά δήλωσε ότι αυτό δεν έχει σημασία.  Διαφωνούμε με το συνήγορο.  Ενδεχομένως θα είχε βάση το παράπονο, αν ζητούσε χρόνο η υπεράσπιση για να ετοιμασθεί για την αντεξέταση του μάρτυρα και το Κακουργιοδικείο απέρριπτε το αίτημα.  Με τα γεγονότα, όπως ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δε βλέπουμε κανένα σφάλμα είτε στο να ακούσει το μάρτυρα ή γιατί τον πίστεψε.  Τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον μας που να δείχνει ότι κακώς έγινε πιστευτός ο μάρτυρας.

 

 

8ος λόγος έφεσης

Με τον 8ο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα και αντινομικά κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων με περιστατική μαρτυρία.  Στηρίζει τον ισχυρισμό του στο ότι για την περιστατική μαρτυρία το δικαστήριο χρησιμοποίησε 1 ½ σελίδα της απόφασης του ενώ για να καταγράψει τις αντιφάσεις στις καταθέσεις του εφεσείοντα 13 σελίδες.  Είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο αφιέρωσε αρκετό μέρος της απόφασης του για να δείξει τις διαφορετικές θέσεις του εφεσείοντα.  Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι ο εφεσείων έδωσε αρκετές καταθέσεις και κάθε φορά προέβαλλε κάποιο νέο ισχυρισμό, διαφορετικό σε ουσιώδη σημεία, πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με λεπτομέρεια.  Αυτό δείχνει ότι εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία, περιλαμβανομένων και των ισχυρισμών του εφεσείοντα, με περισσή σχολαστικότητα και προσοχή.

 

Αναφέρεται ο συνήγορος σε τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας για να ισχυρισθεί ότι αυτά προέρχονταν από εξ ακοής μαρτυρία.  Όλες όμως οι περιπτώσεις στις οποίες κάνει αναφορά, προέκυπταν και βασίζονταν στις δηλώσεις του ίδιου του εφεσείοντα και με την απόρριψη των λόγων έφεσης 1-4 φυσική συνέπεια είναι και η απόρριψη του 8ου λόγου.  Επίσης η περιστατική μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολο της και είναι αρκετό αν αυτή αξιολογούμενη στο σύνολό της συμβιβάζεται μόνο με την ενοχή του κατηγορουμένου και δε συμβιβάζεται με οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση.  Αν από αυτή, προκύπτει λογική εξήγηση που είτε δείχνει ότι ένας κατηγορούμενος δεν είναι ένοχος ή έστω και αμφιβολίες για την ενοχή του, τότε το δικαστήριο πρέπει να αθωώσει ή και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο.

 

Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές, όπως τις καθιέρωσε η νομολογία (Fournides v. Republıc (1986) 2 C.L.R.73, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258 και  Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444) κατάληξε ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ο δράστης.  Παραθέτουμε μέρος της απόφασης που συνοψίζει την αντιμετώπιση του όλου θέματος της περιστατικής μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο:

 

«Επανερχόμενοι στη μαρτυρία και τα ευρήματά μας καθώς και τα παραδεκτά γεγονότα, διαπιστώνουμε ότι τα βασικά στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας εναντίον Κατηγορούμενου συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

(1)        Το γεγονός ότι αυτός είχε προγραμματίσει το ραντεβού και είχε συμφωνήσει και συνεννοηθεί με το θύμα να συναντηθούν το Σάββατο το μεσημέρι, (30/9/06) και συναντήθηκαν αρχικά στην υπεραγορά Ε & S Καψάλου.

 

(2)        Το γεγονός ότι στην συνέχεια την ίδια ημέρα η Ρούλλα ευρέθη στην σκηνή όπου εδολοφονήθη, γεγονός που μας οδηγεί σ' ένα και μόνο συμπέρασμα ότι η παρουσία της εκεί, ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών της διευθέτησης και συνεννόησης που έκαμε με τον Κατηγορούμενο.

 

(3)        Το γεγονός ότι και ο Κατηγορούμενος ευρέθη στη σκηνή του φόνου.  (Ο ίδιος φέρει τον εαυτό του στην σκηνή του φόνου κατά την ημέρα του φόνου).

 

(4)        Το γεγονός ότι το θύμα δολοφονήθηκε με το επίδικο πιστόλι (Τεκ. 10) κατά την ίδια ημερομηνία 30/9/06.  Συγκεκριμένα ρίφθησαν απ' αυτό δύο πυροβολισμοί στο πίσω μέρος της κεφαλής της.

 

(5)        Το γεγονός ότι οι επισημονικές εξετάσεις έδειξαν ότι στο πιο πάνω πιστόλι (Τεκ. 10) (χειρολαβή και κάνη) και γεμιστήρα εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου, που αποκαλύπτει ότι αυτός ήρθε σε επαφή με τα σύνεργα του εγκλήματος, ήτοι το πιστόλι και την γεμιστήρα με τα φυσίγγια.

 

(6)        Το γεγονός ότι αυτό το πιστόλι, γεμιστήρα και φυσίγγια, βρισκόταν στην κατοχή του Κατηγορούμενου και το έκρυψε στο σημείο που υπέδειξε στην Αστυνομία.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω μπορούμε να πούμε ότι η αντικειμενική θεώρηση των στοιχείων της μαρτυρίας οδηγεί σ' ένα και μόνο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία εναντίον του Κατηγορούμενου και γενικά το μαρτυρικό υλικό, σε σχέση με τη θανάτωση του θύματος είναι μεν περιστατική, ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν καταπελτική εναντίον του.  Μερικά από τα στοιχεία που έχουμε εντοπίσει είναι από μόνα τους πολύ ισχυρά και δαχτυλοδείχνουν τον Κατηγορούμενο σαν δράστη.  Τέτοιο στοιχείο είναι ο εντοπισμός του γενετικού του υλικού στην χειρολαβή στην κάνη αλλά και στη γεμιστήρα του επίδικου πιστολιού, με το οποίο δολοφονήθηκε το θύμα και το γεγονός ότι αυτό, το φονικό δηλαδή πιστόλι, βρισκόταν στην κατοχή του, όπως και το γεγονός της παρουσίας του στην σκηνή την ημέρα του φόνου.

 

Άλλα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας μπορεί από μόνα τους να μην είναι το ίδιο ισχυρά.  Όλα όμως σωρευτικά συνεκτιμούμενα δεν οδηγούν παρά μόνο σε ένα ακλόνητο συμπέρασμα και αποκλείουν οποιαδήποτε άλλη εκδοχή:  Ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο δράστης του φόνου.  Είμαστε πεπεισμένοι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος στις 30/9/06 γύρω στις 2.00 περίπου και πριν τις 4.00 με 5.00, περίπου, το απόγευμα πυροβόλησε με το επίδικο πιστόλι και σκότωσε το θύμα, τη Ρούλλα Παντελή στην πιο πάνω ερημική και θαμνώδη περιοχή και όπως αυτή απεικονίζεται στο σχεδιάγραμμα Τεκ. 1 και στις φωτογραφίες του Τεκ. 2 και στο σημείο όπως το έχουμε καθορίσει πιο πάνω στα ευρήματα μας.

.............................

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τα παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή οδηγούσαν στην ενοχή του εφεσείοντα στο απαιτούμενο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η περίπτωση ήταν τέτοια που μόνο αν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι διαπράχθηκε ο φόνος  κάτω από τις συνθήκες που ανέφερε, γίνονταν δεκτοί ή άφηναν έστω και υποβόσκουσες αμφιβολίες ότι ήταν αληθινοί, ώστε να εξηγείται η ύπαρξη DNA στο φονικό όπλο, θα έπρεπε να αθωωθεί ο εφεσείων.  Ήδη αναφέραμε ότι οι διάφοροι ισχυρισμοί του εφεσείοντα που έτειναν να εξηγήσουν την ύπαρξη DNA στο φονικό όπλο αξιολογήθηκαν από το Κακουργιοδικείο και απορρίφθηκαν.  Το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι ο εφεσείων «στην προσπάθεια να πείσει τους ανακριτές ότι ο Σάκκος ήταν ο δολοφόνος περιέπεσε σε αντιφάσεις και πρόβαλε ισχυρισμούς εντελώς αφύσικους και εξωπραγματικούς και ισχυρισμούς που στερούντο λογικής συνέπειας, ειρμού και συνοχής, τόσο στις δηλώσεις του στους ανακριτές όσο και στις καταθέσεις του».  Περαιτέρω το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα σύμφωνα με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό που να δικαιολογεί επέμβαση μας.

 

Θεωρούμε λοιπόν την κατάληξη του Κακουργιοδικείου να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντα, ως νομικά ορθή και επομένως απορρίπτουμε και τον 8ο λόγο έφεσης.

 

9ος λόγος έφεσης

Με τον 9ο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες 2-5, δηλαδή της κατοχής και μεταφοράς του πιστολιού με το οποίο διαπράχθηκε η δολοφονία και των εκρηκτικών υλών (φυσιγγίων).  Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι πρέπει να αποκλεισθεί η προσαγωγή του πιστολιού, εκρηκτικών υλών και γεμιστήρας ως μαρτυρίας, έστω και στο στάδιο αυτό  από το Εφετείο, αφού «η υπόδειξη τους που προέβη ο εφεσείων στις 20/10/06 έγινε κάτω από συνθήκες παραπλάνησης και/ή ύποπτες όπως αναλύθηκαν πιο πάνω στην ανάλυση του 5ου λόγου έφεσης».  Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενώ στο Κατηγορητήριο (ως έχει τροποποιηθεί) κατηγορείται ότι κατείχε το όπλο και πυρομαχικά «κατά άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 30/9/06 και 15/10/06», ενώ στην απόφαση καταλήγει ότι σκότωσε στη Ρούλα στις 30/9/06, δεν αναφέρει ποιά συγκεκριμένη ημερομηνία είχε στην κατοχή του το όπλο και πυρομαχικά.

 

Στην έκταση που ο ισχυρισμός συνδέεται με τον 5ο λόγο έφεσης, έχουμε ήδη απορρίψει την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων κατηγορείται ότι είχε στην κατοχή του το πιστόλι και εκρηκτικές ύλες σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 30/9/06 και 15/10/06, ενώ το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η δολοφονία διαπράχθηκε στις 30/9/06, δεν υπάρχει νομικό σφάλμα.  Άλλωστε και η 1η κατηγορία ήταν ότι η δολοφονία έγινε σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 30/9/06 και 15/10/06.  Αυτό επίσης δεν ήταν εμπόδιο για να καταλήξει το Κακουργιοδικείο ότι η δολοφονία έγινε στις 30/9/06.  Από τη στιγμή που από την όλη μαρτυρία (περιλαμβανομένων  και των παραδεκτών γεγονότων) ήταν δεκτό ότι ο φόνος διαπράχθηκε με το πιστόλι που περιγράφεται στις κατηγορίες 2-5, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, για ενοχή και σ' αυτές τις κατηγορίες, είναι ορθή. 

 

10ος λόγος έφεσης

Με τον 10ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρξε προμελέτη.  Ισχυρίζεται ο συνήγορος ότι τα όσα αναφέρει το δικαστήριο στη σελ. 105, παραγρ. (α) και (β) είναι εικασίες και υιοθετεί τα όσα ανέφερε στον 8ο λόγο έφεσης.  Εισηγείται ότι τα υπό παραγρ. (γ) και (ε) δεν αποδεικνύουν αποκλειστικά προμελέτη.  Το (δ) είναι επίσης εικασίες.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το εύρημα ότι είχε χρόνο ο εφεσείων από το χώρο της υπεραγοράς Ε & S μέχρι τη σκηνή να αναλογιστεί τη πράξη του και να μην τη προωθήσει, είναι επίσης λάθος. 

 

Παραθέτουμε πιο κάτω, μέρος της αιτιολογίας του Κακουργιοδικείου για την ύπαρξη προμελέτης, για την οποία παραπονείται ο εφεσείων:

 

«Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι εφαρμοζομένων των αρχών της νομολογίας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αυτές οδηγούν στο μόνο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος έχει εκτελέσει ψυχρά με νηφάλιο νου και καθαρή σκέψη την προμελετημένη απόφαση του να επιφέρει το θάνατο της Ρούλλας Παντελή.

 

Αναφέρουμε ενδεικτικά σαν στοιχεία αποκαλυπτικά της προμελέτης και προσχεδιασμού του Κατηγορούμενου τα πιο κάτω:

 

(α) Προγραμματισμός του ραντεβού και η συνεννόηση να συναντηθούν με το θύμα.  Την πρόθεση του μάλιστα ο Κατηγορούμενος άρχισε να τη σχηματίζει από την ώρα που διευθέτησε το ραντεβού, και συνεννοήθη μαζί με το θύμα για την συνάντηση τους.

 

(β)  Η επιλογή ερημικής και θαμνώδους περιοχής και η παρουσία στην εν λόγω περιοχή του θύματος η οποία όπως αναφέραμε ήταν το αποτέλεσμα των ενεργειών, της διευθέτησης και συνεννόησης που έκαμε με τον Κατηγορούμενο.

 

(γ)  Η επιλογή του φονικού όπλου, ήτοι του πιστολιού, ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου αντικειμένου.

 

(δ)  Μεταφορά στην σκηνή και χρήση του πιστολιού αυτού.  Προετοιμασία εκ των προτέρων όπως όπλιση και τροφοδότηση της γεμιστήρας με φυσίγγια κάτι για το οποίο απαιτείται κάποιος χρόνος.  Δεν επρόκειτο για πιστόλι που βρισκόταν τυχαία στη σκηνή.

 

(ε)  Η φύση και το είδος των τραυμάτων.  Το τραύμα στο πίσω μέρος στο κεφάλι, ένα τόσο καίριο και ζωτικό σημείο, δεικνύει την αποφασιστικότητα του Κατηγορούμενου να επιφέρει το θάνατο.

 

Εξετάσαμε όλους τους λόγους στους οποίους βασίστηκε το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην ύπαρξη προμελέτης και τις νομικές αρχές στις οποίες έκαμε αναφορά και κρίνουμε ότι η κατάληξη του είναι ορθή.  Μπορεί οι διάφοροι λόγοι (α)-(ε) που αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο αν απομονωθούν, ο καθένας να μην είναι αρκετός από μόνος του.  Όμως, εξεταζόμενοι ως σύνολο, οδηγούν στο συμπέρασμα ύπαρξης προμελέτης, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

Μ. Φωτίου, Δ.

 

Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

                                  

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο